Γιατί μου κρύβεις αυτό το θησαυρό;



* Σε μια πόλη της Καππαδοκίας, υπήρχε ένας ενάρετος ιερεύς ονομαζόμενος Αναστάσιος, που περιέθαλπε στο σπίτι του ένα λεπρό, χωρίς κανένας να το γνωρίζει.

Κάποτε ο Μ. Βασίλειος ήρθε στο σπίτι τους και συνάντησε την άγνωστή του πρεσβυτέρα.

Την χαιρέτισε με το όνομά της!

Εκείνη απόρησε πολύ γι’ αυτό.

Στην συνέχεια τη ρώτησε.

– Πού είναι ο π. Αναστάσιος;

Δεύτερη έκπληξη για την πρεσβυτέρα! Ακολούθησε όμως και τρίτη και τέταρτη και πέμπτη.

Όταν του είπε ότι ο σύζυγός της πήγε στο χωράφι, ο άγιος της απήντησε:

– Ξέρεις; Έχει ήδη γυρίσει από το χωράφι και είναι μέσα στο σπίτι.

Η πρεσβυτέρα τότε, αναγνωρίζοντας την αγιότητα του αρχιεπισκόπου, έπεσε στα πόδια του και τον παρακάλεσε να προσευχηθεί γι’ αυτήν.

Στον πρεσβύτερο Αναστάσιο ο Μ. Βασίλειος είπε:

– Μην την ονομάζεις σύζυγο, αλλά αδελφή, εφ’ όσον ζείτε σαν αδέλφια.

Έπειτα τον ρώτησε ποια άλλη αρετή καλλιεργεί. Εκείνος δήλωσε κατηγορηματικά:

– Καμιά αρετή δεν έχω, δέσποτά μου και δεν έχω κανένα καλό.

– Ώστε έτσι; είπε ο άγιος. Για να δούμε αυτό το δωμάτιο.

Του έδειξαν το δωμάτιο, που είχε κλεισμένο τον λεπρό.

– Άνοιξε την πόρτα, τον διέταξε.

– Άγιε δέσποτα, να μην ανοίξουμε.

Ο τόπος είναι μολυσμένος.

– Μα κι εγώ, τέτοιο τόπο χρειάζομαι.

Η πόρτα άνοιξε και εμφανίσθηκε ο λεπρός.

Ο Μ. Βασίλειος είπε στον ιερέα:

– Γιατί μου κρύβεις αυτόν τον θησαυρό;… Αγωνίσθηκες γι’ αυτόν τόσα χρόνια.

Άφησέ με αυτήν την νύχτα να τον υπηρετήσω κι εγώ.

Έμεινε ο άγιος στο κελί του λεπρού όλη την νύχτα, προσευχόμενος θερμά στον Θεό!

Το πρωί τον έβγαλε έξω εντελώς υγιή.

Όλα τα σημάδια της φοβερής ασθενείας είχαν εξαφανισθεί.

 

(Συναξαριστής Α΄)