Γιὰ τὸν προβληματισμὸ Ποιμένων και Πιστῶν!
Ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ ἄρθρο:
Η ΕΟΡΤΗ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ
Ἀρχιμ. Νικολάου Χ. ᾿Ιωαννίδη
Δρος Θ., Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
῾Η ποιμαντική μέριμνα
τῶν Καππαδοκῶν Πατέρων γιά
τήν πνευματική πρόοδο τῶν πιστῶν ἐπεκτεινόταν καί στούς αἱρετικούς καί στούς εἰδωλολάτρες τῆς ἐποχῆς τους. Οἱ αἱρέσεις πού συντάρασσαν τότε τήν ᾿Εκκλησία, δέν μποροῦσαν
νά ἀφήσουν ἀδιάφορους τούς Πατέρες. ῾Η θεολογία πού ἀνέπτυσσαν μέ
ἀφορμή τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί
Θεοφανείων, περιέχει καί τίς ἀνάλογες ἀπαντήσεις τόσο στούς αἱρετικούς ὅσο καί στούς εἰδωλολάτρες· καί σ᾿ αὐτές
διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀγωνιστική τους διάθεση γιά τήν ἐπικράτηση τῆς ἀληθινῆς πίστης δέν
εἶχε μόνο πολεμικό
χαρακτήρα, ἀλλά καί σωτηριολογικό, ἀφοῦ καί οἱ αἱρετικοί καί οἱ εἰδωλολάτρες ὡς πλάσματα τοῦ Θεοῦ εἶχαν δικαίωμα
στή νέα ζωή πού χάρισε μέ την ἐνάνθρώπησή του ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρωπότητα.
Ὁ ἑορτασμός τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί
Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ σηματοδοτοῦσε ἀσφαλῶς τή διαφορά
μεταξύ αἱρετικῆς διδασκαλίας
καί ὀρθῆς πίστεως. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρει ὀνομαστικά τούς αἱρετικούς Σαβέλλιο
καί ῎Αρειο, λέγοντας στούς χριστιανούς ὅτι πρέπει νά ἀπέχουμε ἐξ ἴσου ἀπό τή διδασκαλία
τους:
«Ἀπέστω γάρ ἡμῶν ἐξ ἴσου, και ἡ Σαβελλίου συναίρεσις, και ἡ Ἀρείου διαίρεσις, τά ἐκ διαμέτρου κακά, καί ὁμότιμα τήν ἀσέβειαν».
Μέ
τή λέξη «συναίρεσις» ἐννοεῖ τήν αἱρετική διδασκαλία τοῦ Σαβελλίου, ἡ ὁποία ἀρνεῖτο κάθε διάκριση μεταξύ τῶν τριῶν προσώπων τῆς ἁγίας Τριάδος,
καί μέ τή λέξη «διαίρεσις» ἐννοεῖ τήν ἀρειανική διδασκαλία, ἡ ὁποία θεωροῦσε τόν Χριστό ὡς κτίσμα καί ποίημα τοῦ Πατρός, συνεπῶς ὄχι ὁμοούσιο πρός αὐτόν καί γι᾿ αὐτό κατώτερο του.
Πρόκειται δηλαδή τόσο γιά τό τριαδικό ὅσο καί γιά τό
χριστολογικό δόγμα, πού ἐπλήττονταν ἀπό τούς αἱρετικούς.
Ὁ
Γρηγόριος ὁ Νύσσης μέ ἀφορμή τήν ἑορτή τῶν Φώτων καί τήν ἀναφορά στήν τριπλή κατάδυση τῶν
νεοφωτίστων, δέν χάνει τήν εὐκαιρία νά ἐπιτιμήσει αὐτούς πού μάχονται «τήν δόξαν τοῦ Πνεύματος... τολμηρῶς» καί δέν σέβονται «τόν Παράκλητον». Καί ὁ Θεολόγος
Γρηγόριος σέ κάθε ἕναν ξεχωριστά ἀπ’ αὐτούς τούς αἱρετικούς ...ἀναγκάζεται νά ἀπευθυνθεῖ μέ αὐστηρότητα λέγοντας: «῏Ω δαιμόνων ἀπιστότερε,
καί ᾿Ιουδαίων ἀγνωμονέστερε!»,
γιατί, ὅπως τούς ἐξηγεῖ, τό νά «προσκόπτεις τῇ σαρκί»
εἶναι γνώρισμα τῶν ᾿Ιουδαίων καί τό νά «ἀπιστεῖς τῇ θεότητι» εἶναι γνώρισμα τῶν δαιμόνων.
Ἡ αὐστηρότητα αὐτή τοῦ Γρηγορίου
πρός τούς αἱρετικούς ὀφείλεται ὄχι μόνο στήν ποιμαντική μέριμνα πού εἶχε γι᾿ αὐτούς,
ἀλλά καί στό γεγονός ὅτι αὐτοί ἐχλεύαζαν τούς
ὀρθοδόξους...
Εἶναι πολύ χαρακτηριστική ἡ ἐμμονή τῶν πατερικῶν κειμένων στό θέμα τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως μέ ἀναφορά στίς αἱρέσεις καί κυρίως τόν ἀρειανισμό. Τό βασικό ἐρώτημα πού ἀπασχολοῦσε ὄχι μόνο τούς αἱρετικούς ἀλλά καί τούς εἰδωλολάτρες, ἦταν πῶς συμβιβάζεται ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ καί ἡ θεία φύση του. ῾Η πατερική γραμματεία πού ἀπαντᾶ σ’ αὐτήν τήν ἐρώτηση, εἶναι τεράστια
καί δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθεῖ στό πλαίσιο τῆς παρούσης εἰσηγήσεως, γι’ αὐτό θά προσπαθήσουμε ἐρανιστικά καί ἐπιγραμματικά νά τήν ἀναφέρουμε.
Ἡ ἐνανθρώπηση ἀποτελεῖ τό ὕψιστο τῶν θαυμάτων ἐνώπιον τοῦ ὁποίου «ὁ λογισμός τῶν ἀνθρώπων ἀπορῶν (τυγχάνει)», ἀφοῦ ἡ «θαυμαστή ἱερουργία πάντα νοῦν ἀνθρώπων» ὑπερβαίνει.
Γι᾿ αὐτό ὁ Μέγας Βασίλειος προτείνει: «σιωπῇ τιμάσθω (τό
μυστήριον)· μᾶλλον δέ καί ταῖς ἐννοίαις ἡμῶν μή ζητεῖν ἐκεῖνα μηδέ πολυπραγμονεῖν ἐπιτάξωμεν». Ἀποτελεῖ ὅμως ἡ ἐνανθρώπηση τό ὕψιστο τῶν θαυμάτων, ὄχι μόνο γι᾿ αὐτό καθ’ αὑτό τό γεγονός, ἀλλά καί γιατί ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ δέν ἐπέφερε καμία ἀλλαγή στή θεότητα. Μέ τό νά λάβει την ἀνθρώπινη φύση
καί νά γίνει «τέλειος ἄνθρωπος»,
ὁ Θεός Λόγος δεν ἔχασε τή θεότητά του, ἀλλά παρέμεινε καί «τέλειος Θεός» κατά
πάντα, ἕνα πρόσωπο σέ δύο φύσεις, τή θεία καί τήν ἀνθρώπινη και ὄχι ἐκ δύο φύσεων.
Γιά
νά ἀντιληφθοῦμε τό
μυστήριο αὐτό τῆς ἑνώσεως τῶν δύο ἐν Χριστῷ φύσεων, τῆς θείας καί τῆς ἀνθρώπινης, δηλαδή τό πῶς ὁ Χριστός ἦταν συγχρόνως
τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος, οἱ Πατέρες
δίνουν τό ἑξῆς παράδειγμα:
Ἄς ἀναλογισθοῦμε τόν προφορικό λόγο τοῦ ἀνθρώπου καί
τίς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὅπως ὁ
λόγος ἑνός ἀνθρώπου
μεταδίδεται στούς ἄλλους, ἀλλά συγχρόνως
παραμένει ὁλόκληρος σ’ αὐτόν τόν ἴδιο, καί ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου μεταδίδεται στή γῆ, στή θάλασσα καί στόν ἀέρα, ἀλλά συγχρόνως μένει ἀχώριστη ἀπό τόν ἡλιακό δίσκο, ἔτσι καί ὁ Υἱός καί Λόγος
τοῦ Θεοῦ μένοντας ἀχώριστος ἀπό τόν Πατέρα καί τό ἅγιο Πνεῦμα ὡς Θεός στόν οὐρανό, ἔγινε τέλειος ἄνθρωπος καί ἦλθε στή γῆ καί
συνανεστράφη μέ τούς ἀνθρώπους ὡς ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς. ῾Η ἐνανθρώπηση λοιπόν τοῦ Θεοῦ δέν συνεπάγεται
ἀπώλεια ἤ κάποια
μείωση τῆς θεότητος, οὔτε εἶναι μετάβαση ἀπό τή θεότητα στήν ἀνθρωπότητα, οὔτε μετάβαση ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. ῾Η ἐνανθρώπηση εἶναι, ὅπως λένε οἱ Πατέρες, «ἀμετάβατη παρουσία», «παρουσία χωρίς ἀπουσία», εἶναι παρουσία τοῦ Ἑνός προσώπου τῆς ἁγίας Τριάδος ἀποκαλυπτική καί σωστική. ᾿Αποκαλυπτική,
γιατί μέ τό νά γίνει ἄνθρωπος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύπτει στόν κόσμο τήν ἁγία Τριάδα, δηλαδή τόν Θεό Πατέρα,
τόν Ἑαυτό του καί τό ἅγιο Πνεῦμα·
καί σωστική, γιατί ἡ παρουσία του στή γῆ, ὡς τέλειου Θεοῦ καί ἀνθρώπου, ἔγινε γιά τή
σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὁ Θεός λοιπόν χωρίς νά χάσει αὐτό πού ἦταν, δηλαδή τή θεότητα, ἔλαβε αὐτό πού δέν ἦταν, δηλαδή τήν ἀνθρωπότητα, καί ἔτσι ὡς τέλειος
Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος,
δηλαδή ὡς θεάνθρωπος, πραγματοποίησε τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Οἱ βασικές αὐτές θέσεις τῶν Πατέρων,
πού ἀσφαλῶς ἐκφράζουν τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Νικαίας, ἀποτελοῦν τόν κορμό τῆς ἀπαντήσεως
στά θεολογικά ἐρωτήματα τῶν αἱρετικῶν ἤ τίς
φιλοσοφικές ἀνησυχίες τῶν εἰδωλολατρῶν.
γ) ᾿Απάντηση
στούς εἰδωλολάτρες
Οἱ εἰδωλολάτρες τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ Δ΄ αἰώνα, ζώντας σέ ἐποχή παρακμῆς τοῦ εἰδωλολατρικοῦ κόσμου, κατά
τήν ὁποία ὁ ᾿Ιουλιανός θέλησε νά ἐντάξει τό παγανιστικό παρελθόν σέ μιά νέα
πνευματικότητα ἀνανεώνοντας τίς θρησκευτικές πεποιθήσεις,
εἶχαν ἀσφαλῶς πνευματικές ἀναζητήσεις.
Τό πῶς ὁ ἄπειρος καί τέλειος Θεός γίνεται παθητός, ἦταν παράδοξο
καί σκανδάλιζε τούς ἐπηρεασμένους ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Δέν
λείπει ὅμως ἀπό τά κείμενα
τῶν Πατέρων καί ἡ αὐστηρή κριτική τῶν παγανιστικῶν ἐθίμων, ἡ ὁποία γινόταν, ὅπως θά δοῦμε, χάριν τῆς ἀλήθειας ἀλλά καί τῆς μέριμνάς
τους γιά τή διαφύλαξη τῆς χριστιανικῆς ἀρετῆς, πού ἡ ᾿Εκκλησία ἐπαγγελλόταν στό ποίμνιό της. ῎Ετσι μέ ἀφορμή τίς ἑορτές τῶν Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων ἀναφέρονται καί στηλιτεύονται οἱ παγανιστικές
συνήθειες.
Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος στά παγανιστικά ἔθιμα τά ὀνομάζει «ἑλληνική πλάνη
καί μέθη»· παρακινώντας δέ τούς
πιστούς νά ἑορτάζουν τή Γέννηση τοῦ Κυρίου «μή κοσμικῶς, ἀλλ’ ὑπερκοσμίως...», ἀναφέρει τίς ἁμαρτωλές
συνήθειες τῶν εἰδωλολατρῶν πού διέπρατταν κατά τίς ἑορτές τους. Χοροί, πολυτέλεια ἐνδυμάτων καί μύρων, πορνεῖες, γαστριμαργίες, οἰνοποσίες, μέθες, μαγγανεῖες εἶναι μερικές ἀπό τίς ἑορταστικές συνήθειες πού ἀποδίδει στούς εἰδωλολάτρες. Ὅσον ἀφορᾶ ὅμως ἐμᾶς τούς χριστιανούς, συνεχίζει, τό ἀντικείμενο τῆς λατρείας μας εἶναι ὁ Θεός Λόγος,
καί ἄν πρέπει νά αἰσθανθοῦμαι κάποιες ἑόρτιες χαρές, θά τίς λάβουμε ἀπό τό θεῖο λόγο καί ἀπό τό νόημα τῆς ἑορτῆς· «κἄν δέῃ τρυφᾶν, ἐν λόγῳ τρυφήσωμεν καί θείῳ νόμῳ καί διηγήμασι τοῖς τε ἄλλοις καί ἐξ ὧν ἡ παροῦσα
πανήγυρις...».
Ἐξ ἄλλου ὁ ἅγιος
Γρηγόριος, ἐγκρατέστατος
τῆς ἑλληνικῆς παιδείας καί γνώστης τῆς παγανιστικῆς ἰδεολογίας, δίδει μιά ὁλοκληρωμένη κριτική τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, τῆς ὁποίας οἱ βασικές θέσεις εἶναι: Κάθε τελετή καί μυστήριο εἰδωλολατρικό εἶναι «λῆρος...
δαιμόνων εὕρημα σκοτεινόν, καί διανοίας ἀνάπλασμα
κακοδαίμονος». Οἱ τελετές καί πανηγύρεις τους μετέχουν «τῆς
κακοδαιμονίας ἐφ’ ἅπασιν» καί ὅσοι μετέχουν σ᾿ αὐτές εἶναι «βδελυκτότεροι τῆς εὐτελείας τῶν προσκυνουμένων καί σεβομένων...». Τέλος ἡ πλάνη τους εἶναι τόσο μεγάλη καί δαιμονική, ὥστε γιά τίς ἁμαρτίες καί τά πάθη τους θεωροῦν τούς θεούς
συνηγόρους, «ἵνα μή μόνον ἀνεύθυνον τό ἁμαρτάνειν, ἀλλά καί θεῖον νομίζεται». (σ.σ. Ἀνάλογα βδελυκτὲς εἶναι καὶ οἱ συμπροσευχὲς Πάπα-Πατριάρχη, οἱ ὁποῖοι συνειδητὰ ἀποδέχονται νὰ
κατευθύνονται ἀπὸ τὴ σατανοκρατούμενη Νέα Τάξη καὶ τὸν ἐμπνευστή της! -Οἱ κοινωνοῦντες καὶ
μνημονεύοντες Πάπα καὶ Πατριάρχη, ἂς βγάλουν τὰ δικά τους συμπεράσματα).
Ἀσφαλῶς μιά τέτοια κριτική σκόπευε νά ἀποκαθηλώσει
τήν εἰδωλολατρία ἀπό τό ὕψος μιᾶς ἀνώτερης
θρησκείας καί εἶχε ὡς ἀποδέκτες καί τούς εἰδωλολάτρες καί τούς χριστιανούς· τούς μέν
γιά νά ἀντιληφθοῦν τό μέγεθος
τῆς πλάνης τους, τούς δέ γιά νά διακρίνουν τήν ἀλήθεια ἀπό τό ψεῦδος, τή
σωτηρία ἀπό τήν ἀπώλεια. ῾Η ἀλήθεια καί ἡ σωτηρία
δίδεται ἀπό τόν Κύριο, ἀλλά προϋποθέτει, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, ἀγώνα καί καθαρότητα: «Τέως δέ καθαιρώμεθα καί προτελώμεθα τῷ Λόγῳ, ἵν᾿ ὅτι μάλιστα αὐτούς ἡμᾶς εὐεργετῶμεν, θεοειδεῖς ἐργαζόμενοι, καί ἥκοντα τόν Λόγον ὑποδεχόμενοι· οὐ μόνον δέ, ἀλλά καί κρατοῦντες, καί τοῖς ἄλλοις
προφαίνοντες».
Τέλος
ὁ ᾿Αμφιλόχιος ᾿Ικονίου... ἀπευθυνόμενος στό ποίμνιό του λέγει, ἐπαναλαμβάνοντας
τόν ᾿Απόστολο Παῦλο (Α΄ Κορ.
5, 68): «Οὕτω δέ πολιτευσάμενοι γενησόμεθα ζύμη ἁγία, καί δι᾿ ἡμῶν ζημωθήσεται ὁ κόσμος εἰς σωτηρίαν».
᾿Επίλογος
Οἱ ἱεροί Πατέρες ἐκστασιασμένοι μπροστά στό μυστήριο τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως διδάσκουν τούς πιστούς τή
θεολογία τοῦ μυστηρίου. Τό ἰδεολογικό πλαίσιο τῆς ἐποχῆς ἀπαιτοῦσε ἀντιμετώπιση τῶν αἱρετικῶν καί εἰδωλολατρῶν.
[σ.σ. Τὸ ἴδιο ἀπαιτοῦν καὶ οἱ καιροί μας, ἀλλὰ οἱ Ποιμένες
σήμερα, μὲ ἐλάχιστες
ἐξαιρέσεις(!), οὐδεμία ἀναφορὰ ἔκαμαν στὶς Χριστουγεννιάτικες Ἐγκυκλίους τους στὸν Οἰκουμενισμό, τὴν Παναίρεση τῆς ἐποχῆς μας!!!].
Ὁ πανηγυρισμός
τῶν δύο μεγάλων αὐτῶν ἑορτῶν ἀποτέλεσε
τήν κατάλληλη εὐκαιρία να ἐκθέσουν ἐμμέσως πλήν σαφῶς τήν πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας στή σύνοδο τῆς Νικαίας, ἀπαντώντας ἔτσι στούς
διαφόρους αἱρετικούς.
Οἱ ἑορτές τῶν
Χριστουγέννων καί τῶν Θεοφανείων δέν προσφέρονται γιά σκέψεις
εὐσεβεῖς καί ἀναλύσεις συναισθηματικές, ἀλλά γιά νά
συνειδητοποιήσουμε τή ζωτική σημασία τους καί νά μετάσχουμε στά ἑορταζόμενα γεγονότα· νά βιώσουμε ὅτι ὁ Θεός ἔγινε ἄνθρωπος γιά
τή δική μας σωτηρία, ὅτι μᾶς ἔδωσε μιά νέα ζωή, πού εἶναι ἡ δυνατότητα
νά γίνουμε θεοί κατά χάριν.
Κάθε
ἐκκλησιαστική ἑορτή εἶναι ἀνάμνηση ἑνός θείου γεγονότος, ἀνάμνηση ὅμως πού ἐνῶ ἔγινε στό
παρελθόν ἐφάπαξ, φανερώνεται, βιώνεται καί ἑορτάζεται μυστηριακῶς στό παρόν καί μᾶς δίνει τή δυνατότητα νά μετέχουμε βιωματικά σ᾿ αὐτό, δηλαδή ὡς αὐτόπτες μάρτυρες. Καί ἐν προκειμένῳ μποροῦμε νά γίνουμε μάρτυρες τῆς θείας Ἐπιφανείας, νά γίνουμε οἱ ἴδιοι «θεοφανικό γεγονός», πράγμα ἄλλωστε πού ἀποτελεῖ καί τό σκοπό
τῆς θείας ἐνανθρωπήσεως.
Γι’
αὐτό τελειώνοντας θά ἤθελα νά κλείσω μέ τά λόγια τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου.
᾿Αδελφοί καί πατέρες «τοίνυν ἑορτάζωμεν, μή πανηγυρικῶς, ἀλλά θεϊκῶς· μή κοσμικῶς, ἀλλ᾿ ὑπερκοσμικῶς· μή τά ἡμέτερα, ἀλλά τά τοῦ ἡμετέρου, μᾶλλον δέ τά τοῦ δεσπότου· μή τά τῆς ἀσθενείας, ἀλλά τά τῆς ἰατρείας· μή
τά τῆς πλάσεως, ἀλλά τά τῆς ἀναπλάσεως».