Όταν χάνουμε αγαπητά πρόσωπα…
Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Μεγάλου Βασιλείου
Ομιλία εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και εις τα υπόλοιπα της ομιλίας περί Ευχαριστίας που εξεφωνήθη προηγουμένως
Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=348447
4. Η νύκτα λοιπόν ολόκληρος ας μη είναι ωσάν κάποιος ιδιαίτερος και εξαιρετικός κλήρος του ύπνου. Μη καταδεχθής να αχρηστεύσης το ήμισυ της ζωής με την αναισθησίαν που
φέρει ο ύπνος, αλλά να μοιράζης τον χρόνον της νυκτός και εις τον ύπνον και εις την προσευχήν.
Ακόμη και ο ύπνος σου να είναι μελέτη της ευσεβείας. Διότι εκ φύσεως τα όνειρα εις τον ύπνον είναι κατά το πλείστον απηχήματα των φροντίδων της ημέρας. Δηλαδή ό,τι λογής είναι τα έργα της ζωής μας, τέτοια κατ’ ανάγκην είναι και τα όνειρα. Έτσι αδιακόπως θα
προσεύχεσαι, όταν δεν κάμνης την προσευχήν με λόγια, αλλ᾽ όταν με ολόκληρον την διαγωγήν της ζωής σου συνδέσης τον εαυτόν σου με τον Θεόν, ώστε η ζωή σου να είναι μία συνεχής και αδιάκοπος προσευχή.
Αλλά και «δι’ όλα, λέγει, ευχαριστείτε».
Και πώς είναι δυνατόν, λέγουν, να γίνη τούτο, όταν η ψυχή είναι καταλυπημένη από τας συμφοράς και τρόπον τινά περικεντήται από τα αισθήματα των πόνων, να μη ξεσπά εις θρήνους και δάκρυα, αλλά να ευχαριστή ως δ᾽ αγαθά, δι᾽ αυτά που εις την πραγματικότητα είναι δυσάρεστα; Διότι εάν πόθω αυτά που θα με κατηράτο ο εχθρός, τότε πώς θα ημπορίσω να ευχαριστήσω δι’ αυτά; Ο θάνατος άρπαξεν άγωρον το παιδί και ωδίνες, χειρότεραι από τας πρώτας, καταπληγώνουν την μητέρα που οδύρεται διά το αγαπημένον της· πώς να αφήση τα κλάματα και να ειπή λόγια ευχαριστίας; Πώς; Εάν αναλογισθή ότι ο Θεός είναι πατέρας οικειότερος διά το παιδί που αυτή εγέννησε και γνωστικώτερος προστάτης και οικονόμος του βίου.
Διατί λοιπόν δεν επιτρέπομεν εις τον συνετόν Δεσπότην να διαθέτη κατά βούλησιν τα κτήματά του, αλλ᾽ αγανακτούμεν ως να χάνωμεν ιδικά μας και υποφέρομεν δι’ αυτούς που απέθαναν ως να έχουν αδικηθή;
Εσύ όμως εκείνο να συλλογίζεσαι, ότι το παιδί δεν απέθανεν, αλλ᾽ επεστράφη εις αυτόν που το έδωκεν· ούτε ο φίλος απέθανεν, αλλ’ έφυγεν εις ταξίδι και προπορεύεται ελάχιστα εις τον δρόμον, που και ημείς κατ’ ανάγκην θα χρειασθή να πορευθούμεν.
Η εντολή του Θεού να σου είναι σύνοικος, ωσάν κάποιο φως και διαύγεια που αδιακόπως παρέχεται διά την διάκρισιν των πραγμάτων. Αυτή, αφού από μακρυά αναλάβη την επίβλεψιν της ψυχής, και προπαρασκευάση τας αληθινάς γνώμας διά το κάθε πράγμα, δεν θα επιτρέψη να επηρεασθής από κανένα απ’ αυτά που συμβαίνουν κατά τύχην.
Αλλά με έτοιμον τον νουν να υπομένης, ωσάν κάποιος βράχος πλησίον της θαλάσσης, ασφαλώς και ακλονήτως, τας επιδρομάς και των ορμητικών ανέμων και των κυμάτων.
Διατί λοιπόν δεν έχεις συνηθίσει εκ των προτέρων να μη σκέπτεσαι θνητά περί του θνητού, αλλ᾽ εδέχθης σαν κάτι αναπάντεχον τον θάνατον του παιδιού; Όταν αρχικά σου ανηγγέλθη η γέννησις του υιού, εάν κάποιος σε ερωτούσε, τι λογής είναι το νεογέννητον, τι απάντησιν θα έδιδες; Αράγε θα έλεγες κάτι άλλο ή ότι το νεογέννητον είναι άνθρωπος; Εάν όμως είναι άνθρωπος, είναι φανερόν ότι είναι και θνητός.
Και τι το παράξενον λοιπόν, εάν ο θνητός απέθανε; Δεν βλέπεις τον ήλιον που ανατέλλει και δύει, δεν βλέπεις την σελήνην να γεμίζη και να φθίνη; Ούτε την γην να ανθίζη και έπειτα να ξηραίνεται; Τι απ’ αυτά που είναι γύρω μας παραμένει; Ποίον έχει ακίνητον και αναλλοίωτον την φύσιν; Κύτταξε υψηλά τον ουράνον και ιδέ την γην. Ούτε αυτά είναι αιώνια. Διότι «ο ουρανός και η γη, λέγει, θα παρέλθουν»· «τα άστρα θα πέσουν από τον ουρανόν, ο ήλιος θα σκοτεινιάση και η σελήνη δεν θα φωτίζη».
Τι το παράδοξον λοιπόν, εάν και ημείς, που είμεθα μέρος του κόσμου, απολαμβάνωμεν αυτά που συμβαίνουν εις τον κόσμον; Αποβλέπων προς αυτά, όταν και εις σε έλθη ο κλήρος των κοινών, με ησυχίαν να υποφέρης, όχι με απάθειαν, ούτε με αναισθησίαν, (διότι ποία είναι η αμοιβή της αναισθησίας;), αλλ᾽ επίπονα και με άπειρα άλγη.
Πλην όμως να υπομείνης, ωσάν γενναίος αγωνιστής, που φανερώνει την δύναμιν και την ανδρείαν όχι μόνον από τα κτυπήματα που δίδει εις τους αντιπάλους, αλλά και από του ότι γενναίως δέχεται τα κτυπήματα εκ μέρους των. Και ωσάν σοφός και ατάραχος κυβερνήτης, με την πλουσίαν πείραν εις τα ταξίδια, να διατηρής την ψυχήν σου ορθήν και ακαταπόντιστον και πιο υψηλά από κάθε τρικυμίαν.
Η στέρησις αγαπητού παιδιού ή προσφιλούς συζύγου ή κάποιου άλλου από τα πολύ φιλικά και με οποιονδήποτε τρόπον συμπαθείας συνδεδεμένα μαζί μας πρόσωπα, δεν είναι κακόν δι’ αυτόν που εκ των προτέρων έχει σκεφθή σωστά και έχει οδηγόν της ζωής του τον ορθόν λόγον και δεν πορεύεται κατά συνήθειαν. Διότι ο χωρισμός από τα οικεία λόγω της συνηθείας είναι δυσκολοβάστακτος και εις τα άλογα ζώα.
Μάλιστα εγώ είδα κάποτε βόδι εις το παχνί να δακρύζη, διότι είχε ψοφήσει ο σύντροφός του και το ταίρι του εις τον ζυγόν. Και τα υπόλοιπα από τα άλογα ζώα είναι δυνατόν να τα ίδωμεν προσκεκολλημένα στενά εις την συνήθειαν. Εσύ όμως δεν είσαι έτσι μαθημένος, ούτε έτσι εδιδάχθης. Τίποτε το παράδοξον, να αρχίζη μεν η φιλία κατόπιν μακράς σχέσεως και μακροχρονίου συναναστροφής. Το να θρηνή όμως κανείς τον χωρισμόν εξ αιτίας της συναναστροφής που υπήρξε δι ημάς μεγάλη, είναι καθ’ ολοκληρίαν παράλογον.
Απόσπασμα από την ομιλία του Μεγάλου Βασιλείου «Εις την μάρτυρα Ιουλίτταν και εις τα υπόλοιπα της ομιλίας περί Ευχαριστίας που εξεφωνήθη προηγουμένως», όπως δημοσιεύεται σε μετάφραση στον τόμο Βασιλείου Καισαρείας του Μεγάλου, «Άπαντα τα έργα, τόμος ζ’, Ομιλίαι και λόγοι», των εκδόσεων «Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1973. Εισαγωγή, κείμενο, μετάφραση, σχόλια Βασίλειος Ψευτογκάς.
Πηγή