Ἐρώτηση πρὸς τοὺς ἁγιορεῖτες πατέρες καὶ γενικὰ πρὸς τοὺς μοναχοὺς ὅλων τῶν ὀρθοδόξων μοναστηριῶν
Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Μόνη ἐλπίδα τοῦ
ἐναπομείνατος εὐσεβοῦς λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ νὰ ἀντισταθεῖ καὶ νὰ
πολεμήσει -ἀλλὰ δυστυχῶς εἶναι ἀποίμαντο καθὼς μόνο 10 ἕως 15 ἱερεῖς σὲ
ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα ἐφαρμόζουν τὸ σὲ τέτοιες περιπτώσεις ἐκκλησιαστικῶς ὀρθό-
ἦταν καὶ εἶναι ὁ μοναχισμός.
Οἱ πιστοὶ πάντα θαύμαζαν καὶ τιμοῦσαν τοὺς μοναχούς, διότι αὐτοί ἀγωνίσθηκαν καὶ ἔδωσαν ἀκόμα καὶ τὴν ζωή τους, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιό Της.
Σήμερα ὅμως γινόμαστε
μάρτυρες ἑνὸς ἄλλου ξένου γιὰ ἐμᾶς εἴδους μοναχικοῦ ἀγῶνος. ἑνὸς ἀγῶνος ποὺ
ἀναλλώνεται σὲ ἀνοιχτὲς ἐπιστολὲς μὲ ἀνώνυμες ὑπογραφὲς τύπου: Ἁγιορεῖτες
Πατέρες, Κελλιῶτες Πατέρες, ἕνας ἐλάχιστος μοναχός κλπ. Τὸ πόσο ξένες εἶναι
τέτοιες ψευδοομολογίες καὶ ψευδοϋποστηρίξεις τοῦ ποιμνίου μὲ τὴν μοναχικὴ
πρακτικὴ σὲ καιροὺς αἱρέσεως καὶ κρίσεως θὰ φανεῖ ἀπὸ τὸ παρακάτω παράδειγμα.
Εἶναι παρμένο ἀπὸ τὸν βίο τοῦ ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γραμμένο ἀπὸ τὸν
ὀρθόδοξο ρουμάνο συγγραφέα Βιργὶλ Κων/νο Γεωργίου ποὺ γράφτηκε στὸ Παρίσι τὸ
1957 (C. V. Gheorhiu, «Saint Jean Bouche d’ Or», Librairie Plon, Paris, 1957).
Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς
Ἀντιόχειας γκρέμισαν τοὺς ἀδριάντες, τὶς προτομὲς καὶ τὰ ἀγάλματα τοῦ
αὐτοκράτορος Θεοδοσίου Α΄ ὡς διαμαρτυρία γιὰ τὴν ὑψηλὴ φορολογία ποὺ ἐπέβαλε, ὁ
Θεοδόσιος καταδίκασε ὁλόκληρη τὴν πόλη μὲ ἀφανισμό. Στὸν δὲ πληθυσμὸ ἐπέβαλε
τὴν ποινὴ τοῦ θανάτου μὲ βασανιστήρια καὶ τὴν κατάσχεση τῶν περιουσιῶν. Ὁ ἱ.
Χρυσόστομος ποὺ ἤξερε νὰ διακρίνει, πότε τὸ καθῆκον του ὡς ποιμένας τοῦ
ἐπιβάλλει νὰ ἀφήσει τὸ κήρυγμα καὶ νὰ σώσει τὸ ποίμνιό του, ἄκουσε τὶς ἱκεσίες
τοῦ λαοῦ καὶ μέσα στὰ πολλὰ μέτρα ποὺ πῆρε γιὰ νὰ σώσει τὴν πόλη, ἦταν καὶ τὸ ἑξῆς:
ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχονται οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ αὐτοκράτορα μὲ στρατὸ γιὰ νὰ
ἐπιβάλλουν τὶς ἀποφασισμένες ποινές, κάλεσε σὲ βοήθεια τοὺς ἐρημίτες τῆς
εὐρύτερης περιοχῆς. Διαβάζουμε (ἀπὸ σελ. 88):
«Δὲν γνωρίζουμε πὼς ἔφθασε τὸ μήνυμα τοῦ
Χρυσοστόμου σὲ ὅλους τοὺς ἐρημίτες, ἀκόμα καὶ στοὺς πιὸ ἀπομακρυσμένους. Ἀλλὰ
ὅλοι τὸ πῆραν καὶ ἄρχισαν ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο νὰ ἐμφανίζονται στὴν Ἀντιόχεια. Ἦταν
ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ
Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί. Ἄλλοι ἦσαν γυμνοί,
ἄλλοι ντυμένοι μὲ κουρέλια, ἄλλοι μὲ δέρματα ζώων. Ἀρκετοὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν μόνο
ὀστᾶ καὶ δέρμα. Μὲ τὰ γένεια καὶ τὰ μαλλιά τους μέχρι τὴν μέση, ἔφτασαν στὴν
Ἀντιόχεια γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία… Γράφει ὁ Ἅγιος: “Οἱ Ἅγιοί της
ἐρήμου ἔφθασαν ἀπὸ μακρυὰ γιὰ νὰ σταματήσουν τὴν αἱματοχυσία, γιὰ νὰ βοηθήσουν
ἀνθρώπους ποὺ οὔτε κἂν ἄκουσαν, οὔτε κἂν γνώριζαν, οὔτε τοὺς ἔδενε κάτι μὲ
αὐτούς. Τὸ μόνο ποὺ γνώριζαν ἦταν ἡ δυστυχία ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Εἶχαν τόσο
πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”… Ἕνας ἀπὸ
αὐτοὺς ὀνομαζόταν Μακεδόνιος. Κανεὶς δὲν τὸν εἶχε δεῖ ποτέ. Τόσο ἀπομονωμένος
ζοῦσε στὴν ἔρημο, ἀλλὰ ἦταν γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακεδόνιος ὁ κριθοφάγος… Ὅταν
ἐμφανίστηκε στὴν ἀγορὰ συνάντησε τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Ἐλλέβιχο
(σσ. τὸν στρατηλάτη) καὶ Καισάρειο (σσ. τὸν μάγιστρο) μὲ τὴν ἔνοπλη συνοδεία
τους. Ὁ Μακεδόνιος τους σταμάτησε καὶ τοὺς διέταξε νὰ ἀφιππεύσουν. Ἡ διαταγὴ
εἶχε τόση ἐξουσία, ὥστε οἱ ἀπεσταλμένοι ἀφίππευσαν. Ἡ δὲ φρουρά τους, θαυμάζοντας
τὸ γεγονὸς δὲν τόλμησε νὰ ἀπωθήσει τὸν Μακεδόνιο. Ὁ Μακεδόνιος τους εἶπε νὰ
γυρίζουν στὴν Κων/πόλη καὶ νὰ ποῦν στὸν Θεοδόσιο ὅτι, ἂν καὶ αὐτοκράτορας, δὲν
ἔχει δικαίωμα νὰ ἀφαιρεῖ ζωές… Δὲν ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ καταστρέψει τοὺς
ἀδριάντες τῶν ἀνθρώπων ποὺ εἶναι γραμμένοι στὸ βιβλίο τῆς ζωῆς, γιατί κάθε
ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἐλλέβιχος καὶ ὁ Καισάρειος ἀνέβηκαν στὰ ἄλογά
τους καὶ γύρισαν πίσω. Ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς καταβάλλουν… Οἱ ἐρημίτες
συναντήθηκαν στὸ δικαστήριο (σσ.
Στὸ δικαστήριο τῆς πόλης εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ πρὶν καὶ συνεχίζονταν οἱ δίκες καὶ
οἱ θανατικὲς καταδίκες τῶν πολιτῶν τῆς Ἀντιόχειας) καὶ τὸ κατέλαβαν. Οἱ στρατιῶτες δὲν τόλμησαν νὰ τοὺς
πειράξουν. Ὅλη τὴν ἡμέρα ἔσωζαν καταδικασμένους ἀπὸ τὸν δήμιο, προσέφεραν
τοὺς ἑαυτούς τους ὡς ἀντικαταστάτες γιὰ τὴν θανατικὴ ποινή, ἔκλειναν τὸν δρόμο
στοὺς βασανιστὲς καὶ προσέφεραν τὰ σώματά τους γιὰ τὰ βασανιστήρια.
Βροντοφώναζαν ὅτι δὲν θὰ ἀπομακρυνθοῦν, ἐὰν δὲν δοθεῖ χάρη στὴν Ἀντιόχεια. Ὅταν
οἱ δικαστὲς ἀπάντησαν, ὅτι δὲν ἀνήκει στὴν ἁρμοδιότητά τους νὰ ἀποφασίσουν κάτι
τέτοιο, οἱ ἐρημίτες ἀνήγγειλαν, ὅτι θὰ πᾶνε μὲ τὰ πόδια στὸν αὐτοκράτορα γιὰ νὰ
τοῦ τὸ ποῦν οἱ ἴδιοι». Ὁ αὐτοκράτορας πληροφορήθηκε αὐτὰ τὰ γεγονότα καὶ
γεμάτος ντροπὴ ἀλλὰ καὶ φόβο Θεοῦ ἀναίρεσε τὴν ἀπόφασή του. Ἡ Ἀντιόχεια εἶχε
σωθεῖ».
Διαβάζοντας αὐτὰ τὰ
γεγονότα θαυμάζει κανεὶς τὸ μεγαλεῖο του μοναχισμοῦ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης καὶ
μένει παράλληλα ἔκπληκτος μὲ τὴν πτώση του τὴν σημερινὴ ἐποχή. Οὔτε ποιμένας
ὑπάρχει νὰ καλέσει τοὺς μοναχοὺς καὶ ἀσκητὲς (ὅσους τυχὸν ὑπάρχουν) σὲ μία
μαζικὴ διαμαρτυρία καὶ ὑπεράσπιση τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, οὔτε οἱ μοναχοὶ ἀφήνουν τὰ
κελλιά τους γιὰ νὰ ὑπερασπίσουν τὴν Ἐκκλησία. Γιατί, ἂν ὑποθέσουμε, ὅτι ὁ
ποιμὴν καλοῦσε τοὺς μοναχούς, θὰ τὸν ἔπαιρνε καὶ αὐτὸν ἡ μπόρα, ἀφοῦ οἱ
ἐκκλησιαστικοὶ ταγοὶ σήμερα εἶναι ὄχι μόνο συνεργοὶ τοῦ ἐγκλήματος ποὺ λαμβάνει
στὴν διεθνῆ καὶ ἐθνικὴ ἀρένα, ἀλλὰ καὶ πρωτεργᾶτες. Ἔτσι ὁ ποιμὴν γίνεται, φεῦ,
δειλός, φοβᾶται. Ἀλλὰ καὶ ἂν πράγματι τὸ ἔπραττε, ποιός μοναχὸς καὶ ἀσκητὴς θὰ
ἀκολουθοῦσε; Ποιός θὰ ἐρχόταν μὲ τὰ κουρέλια του, μὲ τὶς προβειές του μὲ τὸ ἀπὸ
τὴν ἄσκηση ἐξουθενωμένο σῶμα του; Ποιός θὰ σήκωνε τὸ ἀνάστημά του στοὺς
δυνατούς, θὰ ἀψηφοῦσε τὴν βία, τὴν φυλακή, τὶς ὕβρεις, τὸν διωγμό; Ἐδῶ ἡ
παναίρεση θριαμβεύει καὶ οἱ μονὲς καὶ τὰ κελλιὰ σιγοῦν. Σχεδὸν κανεὶς δὲν
ἀφήνει τὴν ἠρεμία καὶ τὴν θαλπωρὴ τῶν μοναστηρίων καὶ τῶν κελιῶν, τοὺς ἡλιακούς,
τὰ φωτοβολτάϊκ καὶ τὰ 4χ4, τὴν συμμετοχὴ σὲ συναυλίες ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς,
τὰ τελευταίας τεχνολογίας ἀκριβὰ κινητά, σὲ διαγωνισμοὺς μαγειρικῆς καὶ
οἰνοπαραγωγῆς, τὴν πανάκριβη εἰκονογραφία καὶ τὰ κερδοσκοπικὰ ταξίδια μὲ
ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια, τὴν ὑποδοχὴ καὶ τιμὴ δυνατῶν καὶ τὴν ἀνοχὴ ἀσώτων. Ὁ
μοναχισμὸς σήμερα δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ ἐπαληθέψει τὰ λόγια του Ἁγίου: “Εἶχαν τόσο πολὺ ἀγάπη, ὥστε προσφέρθηκαν
ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς ἄμοιρους”! Κι
ἂν τὰ προσαρμόσουμε ἀναλόγως: “Εἶχαν
τόσο πολὺ ἀγάπη Θεοῦ, ὥστε προσφέρθηκαν ἐθελοντικῶς νὰ σώσουν τοὺς Χριστιανοὺς
ἀπὸ τὴν αἵρεση”. Οὔτε κἂν τὸ σχόλιο τοῦ συγγραφέως
Γεωργίου, «ὑπάρχουν ἀλήθειες οἱ ὁποῖες μᾶς
καταβάλλουν», δὲν ἀληθεύει πιά. Οἱ ἀλήθειες πιὰ δὲν
καταβάλλουν, ἀλλὰ ἀποκρύπτονται, παραχαράσσονται καὶ ἀναιροῦνται. Ἀρκεῖ ἕνας
λόγος τοῦ ἡγουμένου, τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πατριάρχου, τοῦ χορηγοῦ κονδυλίων, καὶ
ἡ ἀγωνιστικότητα ἐξαφανίζεται ἢ ἐκφράζεται ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μερικῶς σὲ δηλώσεις
ἀμφισήμου νοήματος. Κι ἂν κάποιος μοναχὸς πεῖ τὴν ἀλήθεια, τὴν λέει ἀνώνυμα,
κρυπτόμενος στὴν ἀσφάλεια τῆς ἀνωνυμίας του.
Μάλιστα στὸ ὕψιστο θέμα
τῆς αἱρέσεως οἱ μοναχοὶ ποὺ λειτουργοῦνται ὅσο πιὸ συχνὰ γίνεται,
παραπονιοῦνται γιὰ τοὺς δῆθεν διωγμοὺς ποὺ ὑπομένουν, σὲ ἕνα ποίμνιο ποὺ δὲν
ἔχει οὔτε λειτουργίες, οὔτε πνευματικούς. Στὸ δὲ καιρὸ τῶν μέτρων κατὰ τοῦ
Κορνονοϊοῦ ἀκόμα καὶ τοὺς ναοὺς τοῦ ἔκελισαν.
Ρωτᾶμε λοιπόν:
Ὡς πότε πατέρες θὰ
παραμείνετε στὴν ἀσφάλεια τῶν κελλιῶν καὶ τῶν μονῶν σας, ἀφήνοντας τοὺς λαϊκοὺς
καὶ τοὺς λίγους ἱερεῖς νὰ ἀγωνίζονται μόνοι;
Ὡς πότε θὰ κρυβόσαστε
πίσω ἀπὸ τὴν ἀνωνυμία σας καὶ θὰ περιορίζεσθε σὲ τίτλους τύπου «Κελλιῶτες»
κοιμίζοντας ἔτσι τὴν συνείδησή σας, ποὺ σᾶς φωνάζει ὅτι πρέπει νὰ ἀγωνισθεῖτε.
Καὶ μὴν πεῖτε ὅτι τὸ
παραπάνω παράδειγμα εἶναι μεμονωμένο στὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία. Τὸ ἴδιο
ἔπραξαν οἱ μοναχοὶ στὴν Εἰκονομαχία, στὴν Τουρκοκρατία, στὴν Βαυαροκρατία.
Ἀφουγκραστεῖτε ἐπιτέλους
τὴν φωνὴ τῶν προβάτων τοῦ Κυρίου, γιὰ τὸν Ὁποῖον -ὑποτίθεται- φύγατε ἀπὸ τὸν
κόσμο γιὰ νὰ πεθάνετε γι’ Αὐτόν. Ἀφοῦ εἶστε νεκροὶ γιὰ τὸν κόσμο, τί καὶ ποιόν
φοβᾶσθε;
Θυμηθεῖτε τὰ παραπάνω,
ποὺ εἶναι ὁ πραγματικὸς λόγος τιμῆς τῶν μοναχῶν: «Ἦταν ἀληθινοὶ Χριστιανοί. Δὲν φοβόντουσαν οὔτε θάνατο
οὔτε πόνο. Ἦταν ὅπως ὁ Παῦλος. Ἦταν μιμητὲς Χριστοῦ. Ἦταν Χριστιανοί».
Ἀδαμάντιος
Τσακίρογλου