Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος για τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη

 

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου,
Εις τον μακάριον Βαβύλαν
Λόγος δεύτερος


Και εναντίον του Ιουλιανού και των ειδωλολατρών

 

η. Σ’ εμάς όμως δεν συμβαίνουν αυτά, αλλά τελείως τ’ αντίθετα. Όταν δηλαδή ένας που συμφωνεί με μας για τη δόξα του Θεού, ανεβή στο βασιλικό θρόνο, οι χριστιανοί ησυχάζουν περισσότερο. Τόσο αποφεύγομε να στηριζόμαστε στις ανθρώπινες τιμές.

Κι’ όταν επικρατήση βασιλιάς ασεβής που πάντα σε διωγμό μας έχει και μας κακοποιεί αλύπητα, τότε προκόβομε και δοξαζόμαστε, τότε είναι καιρός για βραβεία και τρόπαια, τότε είναι αφορμή για στεφάνια και τιμές και κάθε κατόρθωμα.

Μ’ αν έλεγε κανείς ότι και τώρα υπάρχουν πόλεις που παρουσιάζουν την ίδια επιμονή στην ειδωλολατρική μανία, πρώτα βέβαια αυτό θα μπορέση να το ειπή για μετρημένες στα δάχτυλα και λίγες πόλεις, κι’ έπειτα πάλι μ’ αυτό θα συμφωνήση με όσα λέμε.

Γιατί η αφορμή είναι η ίδια, αφού εκεί αντί να τιμά τα είδωλα ο βασιλιάς μαζί με τους ιερείς, τα τιμούν οι κάτοικοι της πόλεως, και αυτό υποχρεώνει τους ιερείς να τα λατρεύουν, αυτό γίνεται η αιτία για ακολασίες και γλέντια που κρατούν όλη τη μέρα, όλη τη νύχτα, για αυλούς και τύμπανα, για όλα τα τελείως αδιάντροπα που είναι αισχρά να τα πη κανείς και αισχρότερα να τα πράξη.

Το να σκάζουν από την πολυφαγία και να φτάνουν στην αναισθησία από το μεθύσι και να ξεπέφτουν στην αισχρότερη μανία, αυτές οι ντροπιασμένες σπατάλες κρατούν ακόμη και συντηρούν την πλάνη που όλο και σκορπίζει. Γιατί οι πλουσιώτεροι μαζεύουν ανθρώπους που πεθαίνουν στην πείνα από την τεμπελιά τους, τους έχουν σαν παράσιτα και σαν σκυλιά που τρέφονται γύρω από τα τραπέζια, φουσκώνουν τα αχόρταγα στομάχια τους με τα περισσεύματα από τα παράνομα δείπνα και κάνουν τα πάντα γι’ αυτά τα στομάχια.

Ενώ εμείς μισούμε μια για πάντα τη δική τους ανοησία και παρανομία, κι’ έτσι από το ένα μέρος δεν τρέφομε αυτούς που από τεμπελιά αναγκάζονται να πεινούν, κι’ από το άλλο μαθαίνομε τους εργατικούς να προσφέρουν στους εαυτούς των και στους άλλους όλα όσα χρειάζονται. Κι’ επιτρέπομε σ’ όσους γίνονται ανάπηροι στο σώμα να παίρνουν μόνο την απαραίτητη τροφή από αυτούς που έχουν. Διώξαμε μακριά ξεφαντώματα και μέθες κι’ όλη την άλλη μανία κι’ αισχρότητα, κι’ αντί γι’ αυτά φέραμε στη ζωή μας όσα είναι σεμνά, όσα αγνά, όσα δίκαια, όσα αξιέπαινα, κάθε αρετή και κάθε έπαινο.

Ο Μέγας Αλέξανδρος με τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη.

Μα και τα άλλα που περηφανεύονται για τους φιλόσοφους τους, απόδειξε πως είναι εγωισμός και θράσος κι’ έργα παιδικού μυαλού. Γιατί εκείνος δεν πήγε να χωθή μέσα στο πιθάρι, ούτε τυλίχτηκε στα κουρέλια να γυρίζη έτσι στην αγορά (Εννοεί εδώ τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη). Αυτά βέβαια φαίνονται πως είναι θαυμαστά και πως έχουν μεγάλο κόπο και η χειρότερη ταλαιπωρία, όμως κανένας έπαινος δεν τους ταιριάζει.

Κι αυτό πάλι είναι από την κακουργία του διαβόλου, να παραδίνη σε τέτοιους κόπους όσους τον υπηρετούν, κόπους που βγαίνουν σε κακό για τους άπατη μένους και τους καταντούν πιο γελοίους απ’ όλους, γιατί κόπος που δεν έχει κέρδος, είναι στερημένος από κάθε έπαινο.

Βέβαια ακόμα και τώρα υπάρχουν άνθρωποι ολέθριοι, που έχουν αμέτρητα ελαττώματα, που φημίζονται πολύ περισσότερο από τον φιλόσοφο εκείνο. Άλλοι έφαγαν καρφιά μυτερά κι’ ακονισμένα, άλλοι μάσησαν και κατάπιαν υποδήματα κι άλλοι σκέφθηκαν να κάνουν πολύ δυσκολώτερα πράγματα, και βέβαια τα τέτοια είναι πιο αξιοθαύμαστα από το πιθάρι κι’ από τα κουρέλια. Αλλά εμείς δεν τα παραδεχόμαστε αυτά, όπως ασφαλώς κι’ εκείνα, αλλά κατηγορούμε και λυπόμαστε κι’ αυτούς όπως και τον φιλόσοφο, κι όλους όσους κάνουν αυτά τα φρικιαστικά πράγματα δίχως λόγο.

Αλλά λένε πως έδειξε θάρρος μεγάλο απέναντι στον βασιλιά. Ας δούμε λοιπόν και το μεγάλο θάρρος του, μήπως είναι κι’ αυτό πιο μάταιο κι’ από το τερατούργημα του πιθαριού. Τι θάρρος έδειξε, λοιπόν; Όταν ο Αλέξανδρος βάδιζε εναντίον των Περσών, βρέθηκε μπροστά στον φιλόσοφο και του έδωσε το δικαίωμα να ζητήση ό,τιδήποτε χρειαζόταν.

Κι’ εκείνος είπε ότι τίποτα δεν ήθελε παρά να μην τον σκιάζη ο βασιλιάς, γιατί βρέθηκε τότε ο φιλόσοφος να κάθεται στον ήλιο και να ζεσταίνεται. Δεν πάτε να κρυφτήτε και να χαθήτε; δεν πάτε να γκρεμιστήτε πουθενά, εσείς που καυχιέστε τόσο πολύ γι’ αυτά που θάπρεπε να ντρέπεστε;

Γιατί πόσο καλύτερο δε θάταν να ντυθη ένα ρούχο στερεό, και να είναι δραστήριος, και τότε να ζητήση κάτι χρήσιμο από το βασιλιά, παρά να κάθεται με τα κουρέλια να λιάζεται σαν τα μικρά παιδιά και τα βυζανιάρικα που αφού τα λούσουν και τα αλείψουν οι θηλάστρες τα βγάζουν στον ήλιο, όπως ο φιλόσοφος τότε καθόταν και ζητούσε τη χάρη που θα ήθελε ένα κακόμοιρο γραΐδιο;

Αλλά θα πουν ότι το θάρρος του ήταν θαυμαστό; Μα δεν υπάρχει τίποτα πιο φριχτό πράγμα. Γιατί ο καλός άνθρωπος πρέπει να κάνη τα πάντα για το κοινό καλό και να βοηθά τη ζωή των άλλων. Αλλά το να απαιτήση να μην του κρύβουν τον ήλιο, αυτό ποια πόλη, ποιο σπίτι, ποιoν άντρα, ποια γυναίκα βοήθησε;

Πες μου ποιο κέρδος είχε το θάρρος του;

Γιατί εμείς εδείξαμε ποιο κέρδος είχε ο μάρτυρας και στη συνέχεια θα το φανερώσωμε καθαρότερα.

Συνέχεια από εδώ: http://www.pemptousia.gr/?p=354658 

Απόσπασμα από τον Δεύτερο λόγο, «Εις τον Άγιο Μάρτυρα Βαβύλα», του αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, από την έκδοση «Ιωάννου του Χρυσοστόμου έργα», τόμος Ε’, τα «Εγκωμιαστικά β’», των εκδόσεων ο Λόγος. Εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια Κων. Λουκάκης

Πηγή