Αντί να κηρύξουν Ορθοδοξία, κηρύττουν περιβάλλον, τον νέο Θεό!

Ως αρχιεπίσκοπος ο Ιερώνυμος θα έπρεπε να κηρύξει, ότι η αποστασία φέρνει την φυσική καταστροφή. Μ' αυτήν θα έρθουν πόλεμοι (Ματθ. κδ’ 6. Λουκ. κα’ 9-10. Αποκ. στ’ 3-4), πείνα (Ματθ. κδ’ 7. Αποκ. στ’ 5-6), επιδημίες, σεισμοί (Ματθ. κδ’ 7. Λουκ. κα’ 11. Αποκ. στ’ 7-8), διάφορες φυσικές αναστατώσεις και καταστροφές (Ματθ. κδ’ 29. Αποκ. στ’ 12 14. η’ 6-9. Ης. ιγ’ 10-11. λδ’ 4. Ιωήλ β’ 31. Αμώς η’ 9). Θα έπρεπε ως Αρχιεπίσκοπος να κηρύξει, ότι, όπως γράφει η Αποκάλυψη τίποτα δεν θα μείνει ως είναι, αλλά όλα θα είναι διαφορετικά μετά την Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, την οποία πρέπει κάθε Χριστιανός να αναμένει προετοιμασμένος. Αλλά όλα πια έχουν υποταχθεί στην ιδεολογία της Ν.Τ.Π. και της Αποστασίας.
                                                                                                        Α.Τ.

Μήνυμα Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος

periballon1

ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ
ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ.κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΗΜΕΡΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ
(5 Ιουνίου 2023)

Στο πλαίσιο της Παγκόσμιας Ημέρας Περιβάλλοντος (5 Ιουνίου), ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος, ως Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως πράττει κάθε χρόνο, απέστειλε και εφέτος το κάτωθι μήνυμά του, για την Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος:

«Τέ­κνα εν Κυ­ρίω α­γα­πητά,

Η 5η Ι­ου­νίου, ως παγ­κό­σμια η­μέρα ευ­αι­σθη­το­ποί­η­σης και α­νά­λη­ψης δρά­σεων για την προ­στα­σία του πε­ρι­βάλ­λον­τος, μας υ­πεν­θυ­μί­ζει δι­αρ­κώς ένα α­νε­ξό­φλητο χρέος, αλλά και την α­νε­πάρ­κειά μας στη συ­νε­χι­ζό­μενη οι­κο­λο­γική κρίση του πλα­νήτη μας.

Το οι­κο­λο­γικό πρό­βλημα προ­έ­κυψε από την α­παί­τηση του νε­ω­τε­ρι­κού αν­θρώ­που να κυ­ρι­αρ­χή­σει στον κό­σμο και στην ι­στο­ρία με την α­λό­γι­στη και δί­χως ό­ρια ε­κμε­τάλ­λευση της φύ­σης.

Οι ε­πι­στη­μο­νι­κές α­να­κα­λύ­ψεις, ο Δι­α­φω­τι­σμός, η Βι­ο­μη­χα­νική Ε­πα­νά­σταση και η σύγ­χρονη προ­η­γμένη τε­χνο­λο­γία, παρά τη θαυ­μα­στή πρό­οδο της γνώ­σης και του πο­λι­τι­σμού, πολ­λα­πλα­σί­α­σαν και ε­νί­σχυ­σαν την ε­πι­θυ­μία του αν­θρώ­που για δύ­ναμη και κυ­ρι­αρ­χία μέσω της κα­τά­χρη­σης του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λον­τος.

Ο σύγ­χρο­νος άν­θρω­πος πα­ρα­σύ­ρε­ται ο­λο­ένα και πε­ρισ­σό­τερο από τον πο­λι­τι­σμό της κα­τα­να­λω­τι­κής ευ­ζω­ΐας, της τε­χνο­λο­γίας και ο­σο­νούπω της τε­χνη­τής νο­η­μο­σύ­νης.

Στον σύγ­χρονο πο­λι­τι­σμό μας δι­αρ­κώς πε­ρι­θω­ρι­ο­ποι­εί­ται και η ό­ποια συμ­βα­τική η­θική, είτε θρη­σκευ­τική είτε κοι­νω­νική. Ω­στόσο, κάθε φορά που πα­ρα­βι­ά­ζε­ται κα­τά­φωρα η η­θική και εν προ­κει­μένω η σε­βα­στική στάση του αν­θρώ­που προς το φυ­σικό πε­ρι­βάλ­λον, η η­θι­κο­λο­γία ε­πα­νέρ­χε­ται στο προ­σκή­νιο για λό­γους κοι­νω­νι­κής η α­κόμη και πο­λι­τι­κής χρη­σι­μό­τη­τας.

Η βελ­τί­ωση των ό­ρων και των κα­νό­νων που χρει­ά­ζε­ται να δι­έ­πουν τη σχέση του αν­θρώ­που με το πε­ρι­βάλ­λον κα­θι­στά την η­θική και συ­χνά την η­θι­κο­λο­γία πάν­τοτε ε­πί­και­ρες και πα­ρού­σες, έ­στω και με τραυ­μα­τι­σμένο το κύ­ρος που εί­χαν. Ω­στόσο, η λύση του οι­κο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος και της σο­βού­σας πλέον κλι­μα­τι­κής κρί­σης δεν μπο­ρεί να προ­κύ­ψει μο­νο­σή­μαντα ούτε από την η­θική ούτε από τον ε­πι­στη­μο­νικό ορ­θο­λο­γι­σμό. Εί­ναι πλέον και­ρός να ε­πα­να­προσ­δι­ο­ρί­σουμε σε βά­θος την υ­πεύ­θυνη σχέση του αν­θρώ­που με το φυ­σικό του πε­ρι­βάλ­λον.

Μία άλλη αν­θρω­πο­λο­γική θε­ώ­ρηση, η ο­ποία δεν πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται στα στε­γανά της συμ­βα­τι­κής η­θι­κής και του ορ­θο­λο­γι­σμού, θα μπο­ρούσε να ο­δη­γή­σει σε έ­ναν δι­α­φο­ρε­τικό πο­λι­τι­σμό και ένα άλλο ή­θος στη σχέση του αν­θρώ­που με το πε­ρι­βάλ­λον.

Για την Εκ­κλη­σία και τη θε­ο­λο­γία Της η ε­να­σχό­ληση με το φυ­σικό πε­ρι­βάλ­λον δεν εί­ναι πο­λυ­τέ­λεια.

Το πρό­βλημα της προ­στα­σίας του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λον­τος δεν εί­ναι ά­σχετο με την πε­ρι­πέ­τεια της ε­λευ­θε­ρίας και της ευ­θύ­νης του αν­θρώ­που έ­ναντι του Θεού, του κό­σμου και της ι­στο­ρίας.

Ο άν­θρω­πος εξ αρ­χής κα­τέ­στη υ­πεύ­θυ­νος για τη ζωή και την πο­ρεία του υ­λι­κού κό­σμου, ο ο­ποίος του προ­σφέρ­θηκε όχι για να τον ε­ξαν­τλή­σει παν­τοι­ο­τρό­πως, αλλά για να τον φρον­τί­ζει και να τον προ­στα­τεύει δι­αρ­κώς.

Η κτίση ε­ξαρ­τά­ται εξ ο­λο­κλή­ρου από τον άν­θρωπο. Μό­νον ο άν­θρω­πος, ως ει­κόνα του Θεού στον κό­σμο, α­πο­τε­λεί το κυ­ρί­αρχο και ε­λεύ­θερο πρό­σωπο της υ­λι­κής δη­μι­ουρ­γίας. Ο άν­θρω­πος ως πρό­σωπο, αλλά και μι­κρό­κο­σμος μπο­ρεί να α­να­κε­φα­λαι­ώ­σει και να α­νυ­ψώ­σει τη ζωή του κό­σμου πάνω από τη φθορά και την κα­τα­στροφή του.

Στην Ορ­θό­δοξη Πα­ρά­δοση, η περί δη­μι­ουρ­γίας και ζωής του κό­σμου αν­τί­ληψη της Εκ­κλη­σίας συν­δέ­ε­ται με τη Θεία Ευ­χα­ρι­στία ως μία ε­πα­να­λαμ­βα­νό­μενη πράξη «υ­πέρ της του κό­σμου ζωής».

Μέ­χρι τα έ­σχατα της Βα­σι­λείας του Θεού, η ευ­χα­ρι­στι­ακή πράξη της α­να­φο­ράς του κό­σμου στον Θεό εί­ναι η μόνη δυ­να­τό­τητα του αν­θρώ­που να προ­γεύ­ε­ται εν­τός της ι­στο­ρίας το ε­σχα­το­λο­γικό αυτό γε­γο­νός και να αν­τι­πα­λεύει δι­αρ­κώς τη φθορά και τον θά­νατο, προσ­δο­κών­τας την εν Χρι­στώ α­νά­σταση.

Πα­ράλ­ληλα, η ευ­χα­ρι­στι­ακή χρήση του κό­σμου και της ζωής α­να­δει­κνύει και την προ­σω­πική σχέση του αν­θρώ­που με την κτίση. Η ευ­χα­ρι­στι­ακή θε­ώ­ρηση του κό­σμου και της ζωής μπο­ρεί να α­να­δεί­ξει τη ση­μα­σία που εμ­πε­ρι­έ­χει πλέον ως κοι­νω­νικό ή­θος για την αν­τι­με­τώ­πιση του οι­κο­λο­γι­κού προ­βλή­μα­τος.

Για να κα­τα­στεί αυτό δυ­νατό, χρει­ά­ζε­ται να πα­ρου­σι­α­στεί όχι μόνο η ι­δι­ά­ζουσα θε­ώ­ρηση του κό­σμου και της δη­μι­ουρ­γίας, η ο­ποία ε­νυ­πάρ­χει στην Ορ­θό­δοξη λει­τουρ­γική και α­σκη­τική ζωή, αλλά να με­τα­φερ­θεί και να ε­πι­και­ρο­ποι­η­θεί εμ­πνευ­σμένα το νό­ημά της στη ζωή του σύγ­χρο­νου αν­θρώ­που.

Το νό­ημα αυτό της Ευ­χα­ρι­στίας ε­νέ­χει μία βα­θύ­τατη ερ­μη­νεία της ι­στο­ρίας και των προ­βλη­μά­των του κό­σμου και του αν­θρώ­που, η ο­ποία δεν πρέ­πει α­πλώς να εγ­κλω­βί­ζε­ται σε μία τε­λε­τουρ­γική πράξη, αλλά να ε­πε­κτεί­νε­ται στην κα­θη­με­ρινή ζωή και να δι­α­μορ­φώ­νει έμ­πρα­κτα ένα ευ­χα­ρι­στι­ακό, προ­σω­πικό και κοι­νω­νικό ή­θος και όχι α­πλώς ένα σύ­στημα α­το­μι­κών κα­νό­νων συμ­πε­ρι­φο­ράς. Κατ’ αυ­τόν τον τρόπο, η θε­ο­λο­γία και η πράξη της Εκ­κλη­σίας ως «ευ­χα­ρι­στία μετά την Ευ­χα­ρι­στία» μπο­ρεί να εμ­πνεύ­σει έ­ναν άλλο πο­λι­τι­σμό και μία άλλη στάση ζωής, που θα σέ­βε­ται έμ­πρα­κτα το φυ­σικό πε­ρι­βάλ­λον.

Για να γί­νει αυτό δυ­νατό η Εκ­κλη­σία μας εδώ και αρ­κετά χρό­νια, ύ­στερα και από τις εμ­πνευ­σμέ­νες πρω­το­βου­λίες του Οι­κου­με­νι­κού Πα­τρι­αρ­χείου, πα­ρο­τρύ­νει τον γό­νιμο δι­ά­λογο της θε­ο­λο­γίας με τις ε­πι­στή­μες, την πο­λι­τική, τη φι­λο­σο­φία και την η­θική, και συ­νάμα προ­κα­λεί συ­νέρ­γειες με τις οι­κο­λο­γι­κές ορ­γα­νώ­σεις και την κοι­νω­νία των πο­λι­τών στον δη­μό­σιο χώρο.

Το οι­κο­λο­γικό πρό­βλημα χρει­ά­ζε­ται να αν­τι­με­τω­πι­στεί πο­λυ­πα­ρα­γον­τικά και με τη συ­νερ­γα­σία ό­λων, σε το­πικό και οι­κου­με­νικό πλαί­σιο. Η Εκ­κλη­σία και η θε­ο­λο­γία Της δεν μπο­ρεί να αν­τι­κα­τα­στή­σει το έργο της ε­πι­στή­μης, της πο­λι­τι­κής, της φι­λο­σο­φίας, της η­θι­κής η των οι­κο­λο­γι­κών ορ­γα­νώ­σεων, αλλά μπο­ρεί να συ­νερ­γα­στεί, να εμ­πνεύ­σει και να νο­η­μα­το­δο­τή­σει έ­ναν άλλο πο­λι­τι­σμό στο κοινό έργο της προ­στα­σίας και βι­ω­σι­μό­τη­τας του πε­ρι­βάλ­λον­τος.

Ας μη μεί­νουμε στα λό­για, ας προ­χω­ρή­σουμε ε­πι­τέ­λους σε έργα με σκοπό την προ­στα­σία και την α­ει­φο­ρία του πε­ρι­βάλ­λον­τος «για να ζή­σει ο κό­σμος».

Ο Αθηνών ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Πρόεδρος