Οι προφάσεις εν αμαρτίαις των σημερινών κληρικών και θεολόγων σχετικά με την πρόσφατη επίσκεψη του Πάπα στο Φανάρι.

    

Τοῦ Ἀδαμαντίου Τσακίρογλου

Ὁ μακαριστὸς Παναγόπουλος ἔλεγε: "Ὅσο θὰ τιμωρηθεῖ ἐκεῖνος ποὺ ἁμάρτησε, ἄλλο τόσο θὰ τιμωρηθεῖ καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὑπέπεσε στὴν ἀντίληψή του ἡ ἁμαρτία αὐτὴ καὶ ἀδιαφόρησε, ἐνῷ θὰ μποροῦσε κάτι νὰ πεῖ, κάτι νὰ καταγγείλει, κάτι νὰ ὑπενθυμίσει, κάτι νὰ προλάβει, κάτι νὰ θεραπεύσει". Ἐμεῖς προσθέτουμε σ' αὐτούς κι ἐκείνους ποὺ βρίσκουν συνέχεια "προφάσεις ἐν ἁμαρτίας", δηλ. ὅλο βρίσκουν κάτι καινούργιο γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀναποφασιστικότητά τους ἢ τὴν δειλία τους νὰ πράξουν τὸ σωστό. 
Αὐτὸ τὸ βιώνουμε γιὰ μία ἀκόμα φορὰ πρόσφατα, μὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Πάπα καὶ τὴν ἀναγνώρισή του ἀπὸ τὸν πατρ. Βαρθολομαῖο ὡς κανονικὸ ἐπίσκοπο τῆς Ἐκκλησίας (καὶ μάλιστα μὲ πρωτοκαθεδρία), μὲ ἱερωσύνη καὶ μυστήρια. Ὁ Βαρθολομαῖος πονηρὸς ὤν δὲν ἔκανε φανερὸ συλλείτουργο, ἀλλὰ γιὰ νὰ ρίξει στάχτη στὰ μάτια, ὅσων δὲν θέλουν νὰ δοῦν τὰ ἐμφανέστατα, ἔκανε ἕνα τρόπον τινά συγκαλυμμένο συλλείτουργο. Διότι τὸ Πιστεύω, ὁ ἀσπαγμὸς ἀγάπης πρὶν τὴν προετοιμασία τῆς Θείας Κοινωνίας και τα πολυχρόνια μετὰ ἀπὸ Αὐτήν δὲν σημαίνουν τίποτα ἄλλο παρὰ συλλείτουργο καὶ τὴν πλήρη ὁμόνοια των συλλειτουργούντων. Λέει ὁ ἄγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς στὴν ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας: 
 Η ομολογία πάλι του θείου συμβόλου της πίστεως, που γίνεται από όλους, προδηλώνει τη μυστική ευχαριστία... ο ασπασμός είναι πρότυπο και προδιαγραφή της ομόνοιας, της ομοφροσύνης όλων μεταξύ τους και της λογικής ταυτότητας, που θα πραγματοποιηθεί τον καιρό της αποκάλυψης των μελλοντικών άρρητων αγαθών, που αποτελεί προσδοκία πίστης κι αγάπης. (εδώ).
Κι ὅμως, τί κι ἂν τὰ λέει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Οἱ σημερινοὶ κληρικοὶ καὶ θεολόγοι, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι ἂν τὰ παραπάνω γίνουν παραδεκτά, πρέπει νὰ διακόψουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν Βαρθολομαῖο καὶ ὅσους τὸν ἀκολουθοῦν, ἐφηῦραν καινούργια δικαιολογία: Δὲν ἦταν συλλείτουργο, λένε, ἀλλὰ ἁπλὴ συμπροσευχή.  Ὅμως μέσα στὴν ἀπεγνωσμένη προσπάθεια νὰ καλύψουν τὴν δειλία (;) ξεχνοῦν ὅτι ἡ ἐκκλησία ἀπαγορεύει ὄχι μόνο τὰ συλλείτουργα μὲ αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τὶς συμπροσευχὲς καὶ ἐπιφέρει βαρύτατες ποινές, σὲ ὅσους τὶς διαπράττουν. Οἱ δὲ πιστοὶ ὀφείλουν νὰ μὴν ἔχουν κοινωνία μὲ αὐτοὺς τοὺς κληρικούς. Τρανὸ παράδειγμα τῶν παραπάνω ἀποτελεῖ τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ πρὶν τὴν ἅλωση, ὅπου οἱ τὀτε Βαρθολομαῖοι γιὰ νὰ σὠσουν τάχα τὴν Πόλη προώθησαν τὴν ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν. 
Τὸ παρακάτω ἀπόσπασμα ἀπὸ τὰ ἀπομνημονεύματα τοῦ Σιλβέστρου Συρόπουλου (σελ. 556) «ὥσπερ ἥδυσμά τι» δείχνει, ὅτι οἱ πιστοὶ τότε δὲν ἔπαιζαν μὲ τὴν πίστη καὶ ὅτι ἀπὸ τὸν αὐστηρό τους ἔλεγχο δὲν γλύτωναν οὔτε κἂν οἱ ἱερεῖς ποὺ ἦταν εὐσεβεῖς. Παρατηρητέον δὲ ὅτι οἱ ἱερεῖς, ἀντὶ νὰ ἀγανακτοῦν, ἐπαινοῦσαν μία τέτοια στάση καὶ ὑπεράσπιζαν τὸν ἐαυτό τους μὲ ἐπιχειρήματα, ποὺ ἔπειθαν τὸ ποίμνιο. Σήμερα φυσικά, τὸ ξανατονίζω, μία τέτοια στάση, θὰ καταδικαζόταν ἀπὸ τὸ ἱερατεῖο ὡς ἔνδειξη ἔπαρσης καὶ ἀνυπακοῆς. Ὅσοι τολμοῦν νὰ ἐλέγχουν (πάντα μὲ ἐπιχειρήματα) καταδικάζονται στὴ νῆσο τῶν πλανεμένων ἄνευ ὅμως ἐπιχειρημάτων:
  «Ἱερεύς τις ἠθέλησεν ἰδεῖν ὅπως γίνεται ἡ τοῦ πατριάρχου πρόβλησις (σσ. ἐκλογὴ καὶ τελετὴ ἐγκατάστασης τοῦ Πατριάρχου)· ὄνομα τῷ ἱερεῖ Θεοφύλακτος. Ἐδανείσατο οὖν ἵππον, οὐδέ γάρ ἐκέκτητο, καί ἦλθεν εἰς τά βασίλεια, καί ἰδών τήν πρόβλησιν, ἦλθε μεθ' ἡμῶν μέχρι καί τοῦ πατριαρχείου. Εἶτα ὑπέστρεψεν εἰς τό ἴδιον οἴκημα, καί κατά τήν ὥραν τοῦ ἑσπερινοῦ ἐσήμανεν (ἦν γάρ ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως), καί οὐδείς ἦλθεν εἰς τόν ναόν αὐτοῦ· ὡσαύτως καί εἰς τόν ὄρθρον, καί οὐδείς ἦλθε· ἐξεδέχετο δέ καί εἰς τήν ὥραν τῆς λειτουργίας, ἵνα φέρῃ τις αὐτῷ λειτουργίαν, καί οὐκ ἔφερε· διό οὐδέ ἐλειτούργησεν. Ἀγανακτήσας προσῆλθε τοῖς εἰωθόσιν ἐκκλησιάζεσθαι ἐν τῷ ναῷ καί ἠρώτα τίνος χάριν οὐκ ἦλθον ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἑορτῆς οὔσης; Οἱ δέ ἔλεγον αὐτῷ· Διότι ἠκολούθησας καί σύ τῷ πατριάρχῃ καί ἐλατίνισας. Ἔλεγεν οὖν ὁ ἱερεύς· Καί πῶς ἐλατίνισα; ἐγώ ἀπῆλθον ἁπλῶς ἵνα ἴδω τήν τάξιν μόνον ἥν οὐδέποτε εἶδον, καί οὔτε ἐφόρεσα οὔτε ἔψαλα οὔτε τι ἱερατικόν ἐποίησα. Πῶς οὖν ἐλατίνισα; Οἱ δέ εἶπον· Ἀλλ' ἀνεμίχθης καί συνωδοιπόρεις μετά τῶν λατινισάντων ἔμπροσθεν τοῦ λατινόφρονος πατριάρχου καί ἔφθανέ σοι ἡ εὐλογία αὐτοῦ. Τότε ἠγανάκτησεν, ἵνα δυσωπῇ αὐτούς μεθ' ὑποσχέσεων ἐνόρκων, ὡς οὐκέτι ἀπελεύσεται εἰς τόν πατριάρχην ἤ εἰς τούς πλησιάζοντας αὐτῷ, καί μόλις ἠδυνήθη καταπεῖσαι αὐτούς συνέρχεσθαι πάλιν εἰς τήν ἐκκλησίαν. Εἰ οὖν ὥσπερ ἥδυσμά τι προσετέθη τοῦτο τῷ λόγῳ, ἀλλ' οὖν καί ἐκ τούτου ἔξεστι τοῖς βουλομένοις τεκμαίρεσθαι ὁποίαν τινά διάθεσιν ἔχει Θεοῦ χάριτι περί τά ὑγιῆ τῆς Ἐκκλησίας δόγματα ὁ χριστιανικώτατος ὅδε λαός καί ὅπως ἀποστρέφεται καί μισεῖ τά νόθα τε καί ἀλλότρια».
Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι οἱ προφάσεις ποὺ ἐφευρίσκουν ἐκ νέου οἱ σημερινοὶ διάδοχοι τῶν τότε Χριστιανὼν ὄχι μόνο δὲν ὠφελοῦν ἀλλὰ ἀποκαλύπτουν ἀκόμα περισσότερο τὴν λανθασμένη καὶ ὀλέθρια στάση τους. Μακάρι νὰ ἀλλάξουν ὅσον τὸ γρηγορότερον γίνεται στάση.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου