Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΙΤΣΕ, Η Συμβολή του Καζαντζάκη στην Εδραίωση της Παγκοσμιοποίησης



Δάφνη Βαρβιτσιώτη, στορικός
 Πηγή: katanixis
 Στ προηγούμενο ρθρο μας, μ τίτλο «Νίκος Καζαντζάκης. Συμβολ τν δεν του στ “Κοινωνικό Ολοκαύτωμα” πο Συντελεται στν Σύγχρονη λλάδα», εχαμε πικεντρωθε στ περιεχόμενα το προλόγου το “ταξιδογραφήματός” του, «Ταξιδεύοντας-Αγγλία» (1940), τ ποο προσέφερε, σ κυριακάτικο φύλλο της, φημερίδα πανελλαδικς μβέλειας.
«Φυσική» θικ κα Μετάλλαξη: Στ ρθρο ατό, εχαμε ναλύσει τος τρόπους μ τος ποίους μεταφυσικ ντίληψη το Καζαντζάκη δηγε τν νυποψίαστο ναγνώστη στν ποδοχ νς κόσμου ερχαρχημένου βάσει τς «φυσικής» θικς, που κυριαρχε δυνατώτερος κα πιζε πλέον προσαρμοζόμενος, κα που δν πεισέρχεται τ λεος ναντι τν δυνάμων, πόσον μλλον θέμα λευθερίας τους (πως συμβαίνει κα στν σατανισμό, που, γι τος Δυνατούς, «Το “Θέλω” είναι ο Νόμος», ρα «οι σκλάβοι πρέπει να υπηρετούν».
«Να Ενωθομε με τον Θεό»: Στν συνέχεια, δια φημερίδα προσέφερε τ βιβλία «Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται» κα «Ο Τελευταίος Πειρασμός» ποὺ είχαν, πρό πεντηκονταετίας, προκαλέσει σάλο καὶ τὸν παρ’ ὀλίγο ἀφορισμὸ τοῦ συγγραφέα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία- διαφημίζοντας τηλεοπτικς να ξ ατν ς λογοτεχνικ ργο δι το ποίου Καζαντζάκης μς παροτρύνει «να ενωθούμε με το Θεό».
Ατ μς προβλημάτισε διαίτερα, διότι, δη π τ 1940, Καζαντζάκης χαρακτήριζε ς παρωχημένο τν Χριστό, κα ξωθοσε τος ναγνστες του ν Τν ντικαταστήσουν μ κάποιον λλον θεό, πι σύγχρονο κα πι ποτελεσματικό: «Γιατί γυρίζετε πίσω; (…) Έκαμε ο Χριστός το χρέος του, έδωκε μιαν απάντηση σε άλλες εποχές, σε άλλα προβλήματα (…) Τώρα άλλαξε το πρόσωπο της αγωνίας, γύρισε ο τροχός».
«Μεγάλος Ανθρωποφάγος Κεραυνός»: Ἐξάλλου, ταν Καζαντζάκης ναφέρεται στν «μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε “Θεό”», πωσδήποτε δν ννοε τν λεήμονα Τριαδικ Θεό· Τν ποον σαφς πορρίπτει μ ρήσεις πως, π.χ.: «Κι είναι μεγάλο ατύχημα που η λέξη «Πνέμα» στην ελληνική γλώσσα είναι ουδέτερου γένους· αν ήταν θηλυκού, θα ‘χαμε τη σωστή πανανθρώπινη, βαθύτερη απο κάθε θρησκευτικό δόγμα Άγια Τριάδα: Πατέρα, Μάνα, Γιο». Τν Τριαδικ Θεό, ς δημιουργ το κόσμου κ το μηδενός, πορρίπτει Καζαντζάκης κα «όταν, τανύζοντας στο ακρότατο σημεο –όπου αρχίζει να τρίζει ο εγκέφαλος– την μνήμη, μάχεται να θυμηθεί πώς ήταν το πρωτόγονο Χάος, πριν να ‘ρθει ο νους να το στενέψει και να το νοικοκυρέψει σε “κόσμο”, δηλαδή, σε ανθρώπινη τάξη».
Τν Προσωπικ Θε κα τν μοναδικότητα το νθρωπίνου Προσώπου καταργε Καζαντζάκης σ ρήσεις πως π.χ.: «Όλοι είμαστε ένα. Όλοι είμαστε Θεός», «ο Θεός –θέλω να πω: η σημερινή ανώτατη λαχτάρα του ανθρώπου» κ.α., πο δηγον τν ποίμαντο ναγνώστη στν ατοθέωση, τν ποίαν, μν ρθόδοξη Πατερικ Παράδοση πορρίπτει ς ωσφορική, ο δ μάδες τς «Νέας ποχς» προωθον στος δυτικος παδούς τους, στε ν τος μεταλλάξουν καταλλήλως, ν ψει τς παγκοσμιοποίησης.
Θες κα Παγκοσμιοποίηση: π τν πλευρά τους, ο κδόσεις «Καζαντζάκη», στς ποες νήκει τ σύνολο τν ργων του, χουν πιλέξει ς μβλημά τους τ σύμβολο Γν-Γινγκ το Ταοϊσμο, ποος «οδήγησε στην ανακάλυψη μιας ανώνυμης κοσμικής αρχής», ν ργότερα νσωμάτωσε, μεταξ λλων, τ δόγμα τς μετενσάρκωσης κα τν γιόγκαii. Στν Ταοϊσμό –διευκρινίζουμε μες– δν πεισέρχονται, οτε κν ς πλς ννοιες, Προσωπικς Τριαδικς Θεός, τ Μέγα λεός Του κα «ένθεη λογικότητα του κόσμου»iii, οτε πεισέρχονται ς αταξίες, νθρωπος κα μία κα μόνη ζωή του, πόσον μλλον κοινωνικ λευθερία κα λλες νάλογης σημασίας δυτικογενες θικο-θρησκευτικς ννοιες.
Δοθέντος, λοιπόν, τι, θες το Καζαντζάκη δν εναι λεήμων Τριαδικς Θεός, κα δοθέντος τι « θύει τ θνη, δαιμονίοις θύει»iv σ τι φορ στν Ταοϊσμό, γείρεται τ ξς ρώτημα: μ ποιόν «θεό» καλούμεθα ν νωθομε, μέσ το Καζαντζάκη, στν ποχ τς παγκοσμιοποίησης κα γιατί;
ναζητώντας τν «λήθεια»: Πάντως, σ διάσπαρτες ναφορές του στ διο “ταξιδογράφημα” –κα δίως στ νδεκασέλιδο φιέρωμά του
στν πνευματικό του πατέρα, Φρειδερίκο Νίτσε (1844-1900)– Καζαντζάκης ποκαλύπτει ρχικ τι, «λήθεια» μφοτέρων βασίσθηκε στν νδουϊστικ μεταφυσικ ντίληψη τι, ζω εναι ψευδαίσθηση
(μι «Μάγια»): «Ο κόσμος είναι δημιούργημα δικό μου· όλα όσα ξεκρίνω, ορατά κι αόρατα, είναι όνειρο πλάνο. Μία θέληση μονάχα υπάρχει, τυφλή, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σκοπό, αδιάφορη, μήτε λογική μήτε παράλογη, άλογη, τεράστια. (…) Πρόοδο δεν υπάρχει, λογικό δεν κυβερνάει τη μοίρα, οι αφηρημένες έννοιες, οι θρησκείες, οι ηθικές, είναι ανάξιες παρηγοριές για τους ανίδεους και τους δειλούς».
Σύμφωνα μ τν νιτσεϊκ κδοχ τς «Μάγια» –πο μπεριέχει κα τ δόγμα τς μετενσάρκωσης–, τ «σύμπαντο» διέπει μι νηλες κα αθαίρετη Δύναμη, ποία νυπάρχει στ πάντα (κα στος νθρώπους. ς κ τούτου, τ πάντα εναι να, τ πάντα εναι “θεός”, κα πομένως, λοι ο νθρωποι εμαστε να, κα ρα, λοι εμαστε “θεός”, κα λοι εμαστε νηλεες κα αθαίρετοι. Συγχρόνως, μως, τίποτα δν εναι πραγματικό, κα τίποτα –οτε διος νθρωπος, πόνος, δυστυχία του κα ζωή τουχει ξία σημασία.
«Θέληση να Κυριαρχείς»: Νίτσε ποφάσισε ν βελτιώσει τν «Μάγια» του, προσθέτοντας τι, «η ζωή δεν είναι μονάχα θέληση να ζεις· είναι κάτι εντονότερο: θέληση να κυριαρχείς! Δε χορταίνει η ζωή να συντηρείται μονάχα· θέλει ν’ απλώνεται και να καταχτάει»· δηλαδή: «η ουσία της ζωής είναι η λαχτάρα ν’ απλωθεί και να κυριαρχήσει και μονάχα η δύναμη είναι άξια να ‘χει δικαιώματα». Τν βελτίωση ατπο σως κπήγαζε π μι ποσυνείδητη νάγκη ντιστάθμισης κα πέρβασης τν προσωπικν του ψυχοσωματικν δυναμιν– υοθετε μ νθουσιασμ Καζαντζάκης –πο εχε, κα ατός, τς δικές του ψυχοσωματικς δυναμίες.
«Τροχς το Καιρο»: κολούθησε τ νιτσεϊκ «όραμα του αιώνιου Γυρισμού» το νθρώπου στν ζωή, τ ποο εναι μι παραλλαγ τς μετενσάρκωσης, π τν ννοιαν τι, κατ’ ατήν, διος νθρωπος πανέρχεται στς διες πακριβς συνθκες ζως, ναρίθμητες φορές, καί, πομένως: «Καμμιά λοιπόν ελπίδα το μελλούμενο να ‘ναι καλύτερο, καμμιά σωτηρία, πάντα οι ίδιοι, απαράλλαχτοι, θα στρουφογυρίζουμε στον τροχό του καιρού». Παρακάτω, θ δομε ποιά λλαγ πέφερε Καζαντζάκης στ «ραμα» ατό.
«Ανάξιες Παρηγοριές για Δειλούς»: Καταρρακωμένος, μως, μετ π μι μεγάλη ρωτικ πογοήτευση, Νίτσε δειλιάζει μπροστ στ «ραμα» το δικο του «αώνιου Γυρισμο» στς διες συνθκες: «Όχι, ποτέ ποτέ να μην ξαναζήσω τις ώρες τούτες! Πρέπει ν’ ανοίξω μια θύρα σωτηρίας στον κλειστό κύκλο του αιώνιου Γυρισμού!», τν φαντάζεται ν ναφωνε Καζαντζάκης, πο συνεχίζει: «Γράφει τον Ζαρατούστρα, καινούρια ελπίδα άστραψε στο νου του, ο νέος σπόρος, ο Υπεράνθρωπος»· διευκρινίζει δ τι, Νίτσε πινόησε τν περάνθρωπο, πειδ «Ο αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς ελπίδα. Ο Υπεράνθρωπος είναι μιά μεγάλη ελπίδα».
περάνθρωπος ς «Λυτρωτής»: Καζαντζάκης περιγράφει τ πς Νίτσε νοε τν περάνθρωπο ς λπίδα: «Αυτός είναι ο σκοπός της γης, αυτός κρατάει τη λύτρωση. Αυτός είναι η απόκριση στο παλιό του ερώτημα: Μπορεί ο άνθρωπος να εξευγενιστεί; Ναι μπορεί! Κι όχι απο το Χριστό (…) παρά απο τον άνθρωπο τον ίδιο, απο τις αρετές και τους αγώνες μιας καινούριας αριστοκρατίας. Ο άνθρωπος μπορεί να γεννήσει τον Υπεράνθρωπο. Αυτός είναι ο σκοπός της ζωής, η πηγή της ενέργειας, ο Λυτρωτής (…) η νέα χίμαιρα που θα ξορκίσει τη φρίκη της ζωής». Γιατί, μως, Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τν νιστεϊκ περάνθρωπο ς χίμαιρα, φο τσι τν κυρώνει ς Λυτρωτή; Στ ρώτημα ατ θ παντήσουμε πι κάτω.
Μεταφυσικ ριστοκρατία: ς περάνθρωπο-Λυτρωτή, Νίτσε  ννοε ναν συγκεκριμένο τύπο νθρώπου, πόλυτα σύμφωνου πρς τς δικές του ψυχοπνευματικς νάγκες, τν ποον κα ξιδανικεύει. Δηλαδή, χρίζει ς Λυτρωτς τς νθρωπότητας τος λίγους κα «εκλεχτούς», πορνούμενοι, γνοοντες, τος περιορισμος πο θέτουν στν νθρωπο ο δυτικογενες θικ-θρησκευτικς «φηρημένες ννοιες»– διακατέχονται π τν «λαχτάρα ν’ απλωθούν και να κυριαρχήσουν» κα π τν πεποίθηση «πως μονάχα η δύναμη είναι άξια να ‘χει δικαιώματα». Στν οσία, Νίτσε χρίζει ς διαχρονικος «Λυτρωτς» τς νθρωπότητας τος δίστακτους δυναμολάγνους ξουσιαστές.
λλά, μ τ ν τος χρίζει κα ς τος μόνους ξιους ν χουν δικαιώματα στν ζωή, Νίτσε θεμελιώνει κα μεταφυσικ τν πικράτηση μις νέας κυρίαρχης τάξης “ευγενών”, δι τς ποίας διαχωρίζει τν νθρωπότητα στος “δυνατούς” –κα λίγους– κα στος πολλος κααδύναμους”· στοιχεο τ ποο Καζαντζάκης μεγιστοποιε στ ργα του.
Διόνυσος κα περάνθρωπος: Γι ν περιγράψει τν βούληση γι κυριαρχία τν περανθρώπων-Λυτρωτν του, Νίτσε νατρέχει στν ποχ πο «στα στήθη της Ελλάδας βογκούσε το χάος, η μεγάλη πίκρα, η αντίκεια βουλή», πειδ σ’ ατ κυριαρχοσε «Ένας αχαλίνωτος θεός, ο Διόνυσος», κα τος ταυτοποιε ς τος φορες το «διονυσιακού πνέματος», τς «διονυσιακής μέθης» κα τν «ακράτητων διονυσιακών δυνάμεων».
Διόνυσος, Λυτρωτς τς Ερώπης: π τν Διόνυσο κα τος φορες τς μέθης του –δηλαδή, τος φορες τς βούλησης γι κυριαρχία– προσμένει Νίτσε τν «λύτρωση» τς Ερώπης, διότι, κατ’ ατόν: «Η Ευρώπη χάνεται και πρέπει να υποβληθεί στην αυστηρή δίαιτα των αρχηγών. Η ηθική που σήμερα κυριαρχεί είναι έργο σκλάβων είναι συνωμοσία που οργάνωσαν οι αδύνατοι και το κοπάδι ενάντια στον δυνατό και τον τσοπάνη. Οι σκλάβοι αναποδογύρισαν με συφεροντολόγα πονηριά τις αξίες: κακός είναι, κήρυξαν, ο δυνατός, ο δημιουργός· καλός είναι ο άρρωστος κι ο ηλίθιος· δεν αντέχουν το πόνο· κατάντησαν φιλάνθρωποι χριστιανοί και σοσιαλιστές. Μονάχα ο Υπεράνθρωπος, σκληρός με τον εαυτό του, μπορεί να χαράξει καινούριες εντολές και να δώσει στις μάζες σκοπούς καινούριους».
Μ λλα λόγια, Νίτσε κα Καζαντζάκης νοον ς «λύτρωση» –τς Ερώπης, λλ κα ς δική τους– τν ποδέσμευση π τος θικος φραγμος κα π τος νόμους κα θεσμος πο πορρέουν ξ ατν, τος ποίους θέτουν στος δίστακτους κα δυναμολάγνους ξουσιαστές, ρχαιοελληνικς νθρωπισμς κα χριστιανικς θεανθρωπισμός.
Γερμανία κα «Τραγικός Πολιτισμός»: Τν παναφορ το «διονυσιακού πνέματος» κα τν «ακράτητων διονυσιακών δυνάμεων» στν Γερμανία, Νίτσε νίχνευε στν λοένα πι ντονη βούληση γι κυριαρχία πο ξέπεμπε γερμανικ μουσική: «Η γερμανική μουσική, απο τον Μπάχ ίσαμε τον Βάγκνερ, διαλαλεί τον ερχομό του» (σ.σ. το Διονύσου, δηλαδή, τς βούλησης γι κυριαρχία). Κα ξερε τι, ταν «αχαλίνωτος» ατς θες κα ο νεξέλεγκτες δυνάμεις το πικρατήσουν στν Γερμανία, θ γεννήσουν ναν «Νέο “τραγικό πολιτισμό”».
Νίτσε, δηλαδή, ξερε τι, που κυριαρχε λογη κα τυφλ βούληση γι δύναμη κα κυριαρχία, ατ «συντρίβει την ατομικότητα», «άνθρωποι και θεριά αδελφώνονται, ο θάνατος είναι κι αυτός ένα απο τα προσωπεία της ζωής και το παρδαλό μαγνάδι της πλάνης ξεσκίζεται κι’ αγγίζουμε στήθος με στήθος την αλήθεια: Όλοι είμαστε ένα. Όλοι είμαστε Θεός». Μ λλα λόγια, Νίτσε ξερε τί τραγδία μέλλει ν προκαλέσει «διονυσιακή μέθη» δυναμολαγνείας –πο διέβλεπε τι (ξανα)κυρίευε τν νο κα στν ψυχ τν Γερμανν, π τ τέλη δη το 19ου αἰῶνα: νθρωπος θ μεταβληθε σε πλ ζωικ ν ( δ δυνατός, σ θηρίο)· θάνατος τν δυνάμων δν θ χει σημασία, φο κα ζωή τους δν θ χει πι ξία· τ πλέγμα τν θικο-θρησκευτικν ρίων κα ξιν θ διαρρηχθε· λοι (δίως ο δυνατοί) θ θεωρον τι λα τους πιτρέπονται· κα θ πικρατήσει τ χάος, λληλοσπαραγμς κα πόγνωση.
Προφήτης, Τροχιοδείκτης Τυραννίας; Τ 1940, Καζαντζάκης ποκαλε τν Νίτσε «προφήτη», κριβς διότι κενος εχε προβλέψει –σχεδν τριάντα χρόνια πρν κόμα κα π τν Α΄ παγκόσμιο πόλεμο– τι: «Ο νέος τραγικός πολιτισμός θ’ αναπηδήσει απο τη Γερμανία».
Τ γεγονς τι, σήμερα, Νίτσε παληθεύεται γι τρίτη φορφο πολλο ναλυτς ναφέρονται πλέον σ μι «γερμανικ Ερώπη» κα σ να οκονομικ Δ΄ Ράιχ– ποδεικνύει πλς τ ξς: α)  τι, ο ξουσιαστς γνωρίζουν τι, ατ πο προστατεύει τν λευθερία τν πολλν π τν τυραννία τν λίγων εναι τ σύνολο τν θικο-θρησκευτικν ξιν το ερωπαϊκο πολιτισμο (ξ ο κα πέχθειά τους πρς τν ρχαιοελληνικ νθρωπισμ κα τ μένος τους κατ το χριστιανικο θεανθρωπισμο)· κα β) τι, μελετώντας προσεκτικ τν Νίτσε (καί, ργότερα τ πνευματικοπαίδι του, τν Καζαντζάκη), ο ξουσιαστς ναγνώρισαν στν ναδυόμενη γερμανικ βούληση γι κυριαρχία, τν ψυχοπνευματικ χίλλειο πτέρνα τς Ερώπης. Κα δρασαν ναλόγως.
κδίκηση τς Λογικς: Νίτσε –πού, κτς π τν χριστιανισμό, πέρριπτε κα τν Λογικ (κα πέθανε διεγνωσμένα παράφρων)– οδέποτε ποτελείωσε τ «Τάδε φη Ζαρατούστρας», διότι τ δια το τ «ράματα» τν θεταν νώπιον τν ξς λογικν διεξόδων: «Ο αιώνιος Γυρισμός είναι χωρίς ελπίδα· ο Υπεράνθρωπος είναι μια μεγάλη ελπίδα· πώς μπορούν τα δυο αυτά αντικρουόμενα οράματα ν’ αρμονιστούν;». φο, δηλαδή, νθρωπότητα εναι δεσμευμένη στν τροχ το «αώνιου Γυρισμο» της πρς τς διες πακριβς συνθκες ζως κα πρς τν δια πακριβς «φρίκη» της, πς κα π τί μέλλει ν τν «λυτρώσει» κάστα τν περανθρώπων-Λυτρωτν;
«Η ψυχή του Νίτσε απο τότε πια φτεροκοπάει στον γκρεμό της παραφροσύνης»,, γράφει Καζαντζάκης· χωρς παρ’ λα τατα ν πάψει ν θαυμάζει τν μν Νίτσε ς «προφήτη» κα «Μεγαλομάρτυρα», τν δ περάνθρωπο ς κάστα δίστακτων ξουσιαστν· λλ κα χωρς διος ν πιλύει τ πρόβλημα τς λύτρωσης τς νθρωπότητας π τν «φρίκη της ζωής».
Καζαντζάκης κα «Δύναμη»: Καί, δν πιλύει τ πρόβλημα ατό, διότι, πλά, δν τ θεωρε πρόβλημα. ς πι “δυνατός” π τν Νίτσε, Καζαντζάκης φαιρε τ προσωπεο το Διονύσου, γι ν μς ποκαλύψει μι όρατη μέν, λλ πόλυτα παρκτ ντότητα, τν ποίαν ρχικ ποκαλε «μεγάλη μυστική Δύναμη». Παραλλήλως, γκαταλείπει κα τ λληγορικ-μυθολογικ περ  το περανθρώπου ς φορέα τν διονυσιακν δυνάμεων, γι ν τν ταυτοποιήσει πλέον ς φορέα τς βούλησης γι κυριαρχία τς όρατης ατς ντότητας, στν ποίαν ποδίδει τς κόλουθες διότητες:
«Υπάρχει, φαίνεται, μία Δύναμη έξω και μέσα στον άνθρωπο, που θαρρείς ένα και μόνο σκοπό έχει: ν’ ανέβει». Πού; σέ ποιόν ανήφορο; Κανένας δεν ξέρει· κάπου κάπου μονάχα μπορούμε, αφουκραζόμενοι το αίμα μας, να μαντέψουμε το ρυθμό της. Κι όταν μια πράξη, ένας άνθρωπος, ένας στοχασμός, πεταχθούν στο δρόμο της, εμποδίζοντας το ανέβασμα της, την κυριεύει θυμός. Όχι θυμός· λύσσα. Χιμάει, χτυπάει τυφλά, ξεκάνει σωρό καλούς και κακούς, ξεσκίζει η ίδια τις σάρκες της, σα να ‘ταν και το κακό τούτο, και το εμπόδιο τούτο, που μπήκε στο ανηφόρισμά της, σάρκα απο τη σάρκα της· ρυθμός και παράβαση ρυθμού, σα να ‘ταν και τα δυο μέσα στη φύση της. Γι αυτό η φοβερή αυτή Δύναμη δεν μπορεί να σκοτώσει την ατιμία, το έγκλημα, το πάθος, την προστυχιά, χωρίς να πληγώσει βαριά τον εαυτό της». (…) «Πότε χιμάει μανιασμένη να πνίξει το κακό, σα να’ ταν ο μεγαλύτερος της οχτρός, πότε χαίρεται να συντρίβει ό,τι καλύτερο έχει ο κόσμος τούτος. Αν ήταν χωρίς ηθικές λαχτάρες, γιατί τότε να πολεμάει με τόση λύσσα την αδυναμία, την ατιμία, την ψευτιά; Κι αν είχε ηθικές λαχτάρες, γιατί να σκοτώνει με τόση σιγουράδα και κακεντρέχεια τις μεγάλες ψυχές;»
Περιγράφοντας τν «Δύναμη» ατ ς διφυ, Καζαντζάκης προσεγγίζει τ ντιθετικ ζεγος δυνάμεων το Γίν-Γιάνγκ. Χαρακτηρίζοντάς την, μως, ς φοβερή, λυσσαλέα, λογη, μείλικτη, αθαίρετη, κακόβουλη, καταστροφικ κα νθρωποκτόνο –κα σ λλο σημεο, ς «αχόρταγη, πονηρή και ανήλεη»–, τν ταυτοποιε σαφς ς τ πόλυτο Κακό, ποδεικνύοντας –ν χι σ τί «θύει» τ θνη– σ τί «θύει» διος.
Τ πόλυτο Κακό, Μόνη Πηγ Ζως: Καζαντζάκης, δηλαδή, δν πιλύει τ πρόβλημα τς λύτρωσης τς νθρωπότητας π τν φρίκη τς ζως, διότι θεωρε τ πόλυτο Κακ ς τν μόνη πηγ ζως, δημιουργίας κα νέργειας κα ς τν μόνη κινητήριο δύναμη τς νθρωπότητας: «Αν κόψεις όλα τα ελαττώματα απο μια ψυχή, αυτή παραμορφώνεται και μαραίνεται. Γιατί χάνει μερικές, ίσως τις πιο βαθιές, ρίζες της που της φέρνουν θροφή απο τα χώματα. Και της δίνουν δύναμη να βαστάει και ν’ αντέχει στο αποκρουστικό θέαμα της καθημερινής φθοράς και του καθημερινού θανάτου, (…) «μονάχα οι ξεθυμασμένοι –και προ πάντων οι εντελώς ξεθυμασμένοι, οι νεκροί– είναι λυτρωμένοι απο κάθε κακία».. (Κατ’ ατόν, δηλαδή, ο γιοί μας σαν ζωντανοί-νεκροί.)
φουκραζόμενος τ Δικό του «Αίμα»: Τν παρουσία τς βούλησης γι κυριαρχία τς λογης, κακόβουλης κα νθρωποκτόνου ατς -όρατης, λλ παρκτς- ντότητας Καζαντζάκης ντοπίζει παντο κα στ πάντα. Π.χ., τν βλέπει ν κφράζεται στν γοτθικ θρησκευτικ ρχιτεκτονικ ς «κάτι παράφορο κι ορμητικό, μια ένθεη αλλοφροσύνη που συνεπαίρνει ξάφνου τον άνθρωπο και τον κάνει να εξορμάει στην γαλάζιαν ερημιά και να ζητάει να αιχμαλωτίσει τον μεγάλο ανθρωποφάγο κεραυνό που ονομάζουμε “Θεό”». κόμα κα στς «τίγρες» βλέπει «το πιο αποκαλυπτικό, το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα της ζωής. Είναι η καθαρή ουσία της φοβερής δημιουργικής κίνησης, η γυμνή, αχόρταγη, πονηρή, ανήλεη δύναμη, λυγερή πολύ κι όλο ύπουλη επικίντυνη χάρη –απαράλλαχτη σαν το Πνέμα. Αν το Πνεύμα ήταν ορατό, έτσι σαν τον τίγρη θα περπατούσε, και θα ‘τρωγε την ίδια τροφή: κοτρώνια κρέας. Κι έτσι, με το ίδιο κίτρινο μάτι, πιτσιλισμένο αίμα, θα κοίταζε τους ανθρώπους. Όχι σαν οχτρός, ούτε σα φίλος· σαν κρέας».
Τν βούληση γι κυριαρχία τς δύναμης το πόλυτου Κακο ποία βλέπει τν νθρωπόμαζα σν «κρέας», δηλαδή, σν πρόσωπη κα ναλώσιμη ργανικ λη Καζαντζάκης ντοπίζει κα μέσα του. ξ λλου, τρόπος μ τν ποον τν περιγράφει, μαρτυράει ντονη μπειρία τς πενέργειάς της ντός του.
Μεταγγίζοντας τ «Αμα» του: Ατν νσταλάζει κα στος νυποψίαστους ποίμαντους θεους ναγνστες του, δι τς ποβολς. πι συνήθης πρακτική του εναι χρήση το πρώτου πληθυντικο προσώπου, δι το ποίου τος συμπαρασύρει στν δίνη τς δικς του μπειρίας, κα στν νωσή τους μ τν δικό του «θεό». σοι παρασύρονται χωρς ν τ συνειδητοποιον, γίνονται μοιρολάτρες κα ποταγμένοι. μως, σοι βρίσκουν, στν «Δύναμη» ατή, τ λλοθι γι τν γριότητα τς δικς τους βούλησης γι κυριαρχία, αὐτοὶ ἀποκτον τν ατοσυνειδησία τν «εκλεχτών», στος ποίους λα πιτρέπονται, κα μεταλλάσσονται σ συνειδητος Θύτες (πως ο παγκοσμιοποιητς κα ο ρωγοί τους).
Φων το Δαίμονα: π παραδείγματι, μ φορμ τς σαιξπηρικς τραγδίες –κα ν μαίνεται πόλεμος στν Ερώπη– Καζαντζάκης ποβάλλει στος δυτικος ναγνστες του τι, λοι ντιλαμβανόμαστε, «μέσα μας», τν παρξη μις «άλλης φωνής»:
«Μέσα μας μια φωνή, ο “ανθρωπος”, είναι φυσικό να πονάει τους ανθρώπους και ν’ αποτροπιάζεται το αίμα· μα μέσα μας υπάρχει και μια άλλη φωνή, που δε νοιάζεται για την ασφάλεια, την καλοπέραση και την ευτυχία του ανθρώπου και ξέρει πως, χωρίς τον Πατέρα Πόλεμο, θα βούρκιαζε, στεκάμενο νερό, η ζωή. Η απάνθρωπη αυτή φωνή μέσα στον άνθρωπο δεν είναι δική μας· είναι κάποιου δαίμονα που ενεδρεύει στην ψυχή του ανθρώπου, απάνθρωπη και υπεράνθρωπη. Ή καλύτερα: Περάνθρωπη, που φωνάζει, και μάχεται για σκοπούς πέρα απο τον άνθρωπο. Κι η φωνή αυτή “ελπίζει” πως ο πόλεμος δε θα πάψει ποτέ».
Βέβαια, ατο ο «σκοπο πέρα π τν νθρωπο» θ μποροσαν ν παραπέμπουν στς νομοτελειακς «διαδοχικς φάσεις τς γενικς μεταβολς τν ντων» το Γίν-Γιάνγκ. μως, τόσο νθρωποκτόνος «δαίμονας που ενεδρεύει μέσα στην ψυχή μας», σο κα νηλες πηγ κπορεύσεώς του κα τ παρελκόμενά της, παραπέμπουν σαφς λλο, γεγονς πο Καζαντζάκης χι πλς γνωρίζει –κα χι μόνον ναγνωρίζει ντός του–, λλ μεταλαμπαδεύει κα σ μς, μεταλλάσσοντάς μας, λλους μν σ θύτες, λλους δ σ θύματα.
«Δύναμη πο Σκοτώνει» κα ριστοκρατία της: λλο παράδειγμα θέατης μύησής μας στν δικό του «θε» εναι τ ξς: μ τ πιχείρημα τι, θάνατος το ρωα τς σαιξπηρικς τραγωδίας φήνει πίσω του μι «μυστηριώδη οσία», ποία δίνει στν ρωα «κατάλυτη ζωή», Καζαντζάκης μς ποβάλλει τι:
«Γι’ αυτό νιώθουμε ανεξήγητη ανακούφιση στο τέλος της τραγωδίας. Μιαν παράξενη συμφιλίωση με την Δύναμη που σκοτώνει. Συμφιλίωση μονάχα; Μπορεί, θαρρώ, κι ευγνωμοσύνη». «Γιατί η Δύναμη αυτή πρώτη φορά μας δίνει την ευκαιρία να μαντέψουμε, βλέποντας τον ήρωα να συντρίβεται όρθιος κάτω απο το βάρος αλάκερου του Σύμπαντου, πως η ψυχή του ανθρώπου πρέπει να’ ναι κάτι φοβερό, και μέσα στην ψυχή του ανθρώπου μια άλλη δύναμη, πολύ πιο φοβερή ακόμα, όλο ποιότητα, που καταφρονάει, και πέρα απο το θάνατο, την τυφλή όλο χτηνωδία ποσότητα».
Μ πρόσχημα, δηλαδή, τς σαιξπηρικς τραγωδίες, Καζαντζάκης μς μυε στν πυρνα τς –πογυμνωμένης π μυθολογικς λληγορίες– δικς του «λήθειας», ποία εναι τι: ποιος θέλει ν νήκει – ασθάνεται τι νήκει– στν μεταφυσικ ριστοκρατία τν δίστακτων, ποδέχεται τι, ο ποιοτικές, «ζωντανς» κα δυνατς ψυχς καταφρονον τν ζω τς «τυφλς λο χτηνωδία ποσότητας», πού, γι’ ατές, εναι πλ «κρέας». ποκαλε, μάλιστα, τ ργα το Σαίξπηρ τν «Βίβλο το λεύτερου νθρώπου», διότι τρόπος μ τν ποον διος τ ρμηνεύει, τν συμφιλιώνει μ τν δική του βούληση κυριαρχίας κα με τ δικά του νθρωποκτόνα νστικτα, κα τσι τν πελευθερώνει π κάθε τύψη κα νοχή. ξ ο κα εγνωμοσύνη του πρς «τν Δύναμη πο σκοτώνει».
Τ Δίκαιο νήκει στν Δύναμη: Σημειωτέον τι, τν δια στιγμ πο ο δυνάμεις το ναζισμο φορμοσαν κατ τς πόλοιπης Ερώπης, Καζαντζάκης –πού, πως Νίτσε, πεχθανόταν τν δυτικ πολιτισμ κα πίστευε τι, «Ο νέος τραγικός πολιτισμός θ’ αναπηδήσει απο τη Γερμανία»γραφε μ γαλλίαση: «Ξεσκίσθηκαν οι μάσκες, γκρεμίστηκε η πίστη, άνοιξαν οι καταπαχτές που κρατούσαν καταχωμένες τις μέσα μας απάνθρωπες δυνάμεις». «Βρισκόμαστε πια, μπαίνουμε πια, στην αρχή. Δεν είναι πια παρακμή η εποχή μας, όπως σου αρέσει να πιστεύεις, για να δικαιολογήσεις την ύπαρξή σου· είναι ακμή απο τεράστιες δυνάμες, βάρβαρες μπορεί, μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί». Πρς πίρρωση δ ατο, προσέθετε: «Ο Τσιγκισχάνοςv φορούσε ένα σιδερένιο δακτυλίδι κι απάνω ήταν χαραγμένες δύο λέξες: “Ραστί-Ρουστί”, Δύναμη, Δίκιο. Η εποχή μας φόρεσε το σιδερένιο τούτο δαχτυλίδι».
Μ γνώμονα, δηλαδή, τι τ δίκαιο νήκει στν δύναμηπως πιτάσσουν κα τ μφιλεγόμενης προέλευσης «Πρωτόκολλα τν Σοφν τς Σιν»– Καζαντζάκης βλεπε τς δυνάμεις το Τρίτου Ράιχ, χι ς πλος φορες τς μέσως πόμενης π τς «διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων» το Γίν-Γιάνγκ, λλ ς φορες τς βούλησης γι κυριαρχία τς νηλεος «Δύναμης που σκοτώνει». Καί, τς θαύμαζε κριβς γι’ ατό. Τν θαυμασμ δ ατν πιβάλλει στος νυποψίαστους ναγνστες του δι το πνευματικο κβιασμο –δηλαδή, περιφρονώντας ς “κατώτερο” ποιον διαφωνε.
Ο δίστακτοι φορμον: Τς βάρβαρες ατς δυνάμεις, Καζαντζάκης ξυμνε διθυραμβικά: «Οι ζωντανές αυτές ψυχές ρίχνουνται στη δράση. Περιφρονούν το πνέμα, είδαν τη χρεοκοπία της παλιάς γενεάς. (…) Είδαν και σιχάθηκαν, και ρίχτηκαν να γκρεμίσουν ένα τέτοιο συγκρότημα καμουφλαρισμένης σκλαβιάς, καλοπέρασης και ψευτιάς. Κάνουν έφοδο. Οι καλύτεροι νέοι του κόσμου σήμερα δε γράφουν, ενεργούν. Αντικρύζουν ηρωικά τον θάνατο, τους κυριεύει ένθεη μανία, άνοιξε η καταπαχτή και τινάχτηκαν οι υποχθόνιες δύναμες απο τα παμπάλαια ιερά σκοτάδια του υποσυνείδητου και κάνουν έφοδο».
Τ γεγονός, μως,  τι, θεωρε «νεκρούς» τους «λυτρωμένους π κάθε κακία», πιβεβαιώνει τι: Καζαντζάκης θαυμάζει ς «ζωντανές ψυχές» τς δυνάμεις το ναζισμο, πειδ τς ναγνωρίζει ς ψυχς ποδουλωμένες σ κάθε κακία· δηλαδή, τς θαυμάζει κριβς πειδ εναι φορες τς βούλησης γι κυριαρχία τς Δύναμης το πόλυτου Κακο πο διέπει τ δικό του «συμπαντο».
Οι Αδίστακτοι, Γεννήτορες Πολιτισμών: Καζαντζάκης παραλλάσσει κα τν νιτσεϊκ «τροχ το καιρο» ς ξς: ποδέχεται μν ς ναπόδραστο τν «αώνιο Γυρισμ» στν ζω τς κάστας τν δίστακτων ξουσιαστν, χι μως ς μετενσάρκωση τν δίων νθρώπων στς διες συνθκες ζως, λλ ς φορες τν συνεχν πανεκδηλώσεων τς βούλησης γι κυριαρχία τς «δύναμης που σκοτώνει». Μ τν παραλλαγ ατήν, ο δίστακτοι ξουσιαστς δν νοονται πλέον ς νιτσεϊκο διονυσιακο περάνθρωποι-Λυτρωτές, λλ ς νηλεες, καταστροφες, θύτες, ρπαγες κα νθρωποκτόνοι. Κα ατο συνιστον τν δική του κδοχ το περάνθρωπου. Αυτούς εξιδανικεύει, κα γι’ αυτό τον προβάλλουν οι παγκοσμιοποιητές.
Μ τ σαθρ δ πιχείρημα τι, «μα έτσι αρχινούν πάντα οι πολιτισμοί», Καζαντζάκης προβάλλει ς νομοτελειακ πιβαλλόμενες τς ενάως παναλαμβανόμενες (κάστοτε διαφορετικές) φορμήσεις τς βούλησης γι κυριαρχία τς κάστας τν (κάστοτε διαφορετικν) δικν το «εκλεχτών» περανθρώπων –γι τος ποίους σχύει «το δίκαιο ανήκει στην δύναμη» κα «Το “Θέλω” είναι ο Νόμος»–, ναντίον (τς κάστοτε διαφορετικς νθρωπόμαζας) τν δυνάμων, χωρς κανένα λεος ναντι ατν, κα μ μόνη σταθερ τι: «ο σκλάβοι πρέπει ν πηρετον».
Φυσικ Νομοτέλεια, Ετυχία τν λίγων: Τ γεγονς τι, τέτοιου εδους «πολιτισμο» χουν διαχρονικά ποδειχθε «τραγικοί», κριβς πειδ -βασιζόμενοι σ’ αυτή τη «φυσική»- θικὴ ἐκθέτουν τος πολλος στήν τυραννία τν λίγων, οδόλως νοχλε τν θαυμαστή του Τζένγκινς Χάν. Καί τοτο, διότι ὁ ἴδιος –πιλέγοντας νὰ ἀρνεται τν νανθρωπήσαντα Θεό, ὁ Ὁποος κατέρριψε τ ναπόδραστο τς φυσικς νομοτέλειας δι τν θαυμάτων Του, δι το σταυρικο Του μαρτυρίου κα δι τς ναστάσεώς Του- ποβάλλει στος νυποψίαστους δυτικος ναγνστες του τι: νθρωπος «έπλασε ιδανικά καθαρά ανθρώπινα, πλάσματα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή του –τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ευτυχία για όλους. Αυτά δεν υπάρχουν πουθενά έξω απο την επιθυμία του ανθρώπου. Η ζούγκλα που ονομάζουμε ουρανό και γη έχει άλλους νόμους, ολότελα αντίθετουςτην αδικία, την ανισότητα, την ευτυχία για λίγους, που κι αυτή περνάει και χάνεται σαν αστραπή».
Μύηση στν ναπόδραστη Φρίκη: Μ τ πόλυτο Κακ ν διέπει νομοτελειακ τ πάντα κα μ τος καζαντζάκειους περανθρώπους ς κφραστς τς βούλησής του γι κυριαρχία, φρίκη τς ζως εναι ναπόδραστη, κα γι’ ατ Καζαντζάκης χαρακτηρίζει ς χίμαιρα τν νιτσεϊκ περάνθρωπο-Λυτρωτή. Δν πάρχει λύτρωση, δν πάρχει σωτηρία, δν πάρχει λπίδα. Ατ εναι δική του –ντίστροφη«καλ γγελία», ατ τν γεμίζει χαρά, κα ατν εαγγελίζεται στ ργα του Καζαντζάκης, κα γι’ ατ τν προβάλλουν ο παγκοσμιοποιητές.
Πατέρας το περανθρώπου: Τέλος, Καζαντζάκης χαρακτηρίζει τν δικό του περάνθρωπο, ς «ανεξάρτητο πεινασμένο οργανισμό» κα ς «επικίντυνο σπόρο», διότι χει πόλυτη πίγνωση τίνος γέννημα εναι. Λογοτεχνικ δ δεία, πευθύνεται πρς τν παραφρονήσαντα Νίτσε –μ κάποια συγκατάβαση, μάλιστα, μις κα κενος δν ποτόλμησε ν ναζητήσει τν «λήθεια» πέρα π τν Διόνυσο– γι ν ποκαλύψει τόσο σ κενον, σο κα σ μς, τν πραγματικ γεννήτορα το «πικίντυνου» ατο σπόρου: «Ω Μεγαλομάρτυρα πατέρα του Υπερανθρώπου», «τώρα μονάχα –πολύ αργά– το νοιώθεις, δεν είναι ο σπόρος δικός σου. Τον εμπιστεύθηκε στα σπλάχνα σου μια δύναμη πολύ σκληρότερη, πολύ πιο απάνθρωπη κι απο τον πιο σκληρό κι απάνθρωπο λογισμό σου. Εμείς είμαστε μονάχα οι θηλυκές καρδιές, κι ένας φοβερός αόρατος Δράκος είναι ο άντρας που σπέρνει».
Θες το Καζαντζάκη: Καζαντζάκης, δηλαδή, χει πόλυτη πίγνωση τι: φοβερς όρατος Δράκος –πο μφυτεύει στν ψυχ τς μεταφυσικς ριστοκρατίας τν «εκλεχτών», τν πόλυτη λατρεία τς νηλεος Δύναμης, δηγώντας τους στς πι πάνθρωπες σκέψεις κα νέργειες– χει ταυτοποιηθε π τν ρθόδοξη κκλησία ς «Δράκων»· τι εναι Πνεμα· τι εναι προσωποποίηση κα ποκινητς κάθε κακο· τι εναι χθρός του Τριαδικο Θεο κα τν νθρώπων, κα τι εναι νθρωποκτόνος. Παρ’ λα τατα, χι μόνον δν ποτάσσεται τν Δράκοντα ατόν, λλά –πιλέγοντάς τον ς τν δική του μόνη «λήθεια»ποτάσσεται σ’ ατόν· κα κστασιάζεται κα γαλλι μ τς νθρωποκτόνες φορμήσεις τν δυνάμεών του κατ τς νθρωπότητας· κα τν πηρετε πιστά, μυώντας τος νυποψίαστους δυτικος ναγνστες του στ ναπόδραστο τς «φρίκης» πο ξουσία το Δράκοντος ατο πιφέρει στν ζωή τους.
Μ ατν τν «θε» καλούμεθα, ραγε, ν νωθομε, ταν «νέος τραγικός πολιτισμός» τν δίστακτων ξουσιαστν τς παγκοσμιοποίησης «ναπηδάει π τν Γερμανία», βυθίζοντας –γι λλη μι φορά– τν Ερώπη στ χάος, στν λληλοσπαραγμ κα στν πόγνωση;
Θύτες, Θύματα, λεύθεροι; ν ναί, τότε καλούμεθα, ετε ν συνεργήσουμε συνειδητ μ τν «θε» ατόν, πιφέροντας τν «φρίκη» του στν ζω τν λλων· ετε ν ποταχθομε διαμαρτύρητα σ’ ατόν, ποδεχόμενοι μοιρολατρικ τν «φρίκη» του στν δική μας ζωή. Σύμφωνα, μως,  μ τν ρθόδοξη Πατερικ Παράδοση, κα ο δύο ατς πιλογς παιτον ν κδιώξουμε  ατοβούλως π τν καρδιά μας τν Προσωπικ Τριαδικ Θε κα τ Μέγα λεός Του, κα ν πεμπολήσουμε ατοβούλως π τν ψυχή μας, κα π τν ζωή μας, τ πολυτιμώτερο δρο Του: τν λευθερία μας.
__________________________
(i).-Όλα τα πλάγια στοιχεία ανήκουν στο “ταξιδογράφημα” «Ταξιδεύοντας-Αγγλία», και ακολουθούν την ορθογραφία και την στίξη του βιβλίου-προσφοράς της εφημερίδας. Όλες οι υπογραμμίσεις και τά έντονα στοιχεία είναι δικά μας.
(ii).- Το Γίν και το Γιάνγκ συμβολίζουν, αντιστοίχως, «τον πατέρα και την μητέρα της μεταβολής και της μεταμόρφωσης, την αρχή και το τέλος της ζωής και του θανάτου και την πηγή της μυστικής κίνησης φωτός και σκότους». Συμβολίζουν, επίσης, το αδιαχώριστο αντιθετικό ζεύγος δυνάμεων, «η αντίθεση των οποίων δεν νοείται απόλυτα, ούτε ως πάλη του καλού και του κακού, αλλά μάλλον ως διαδοχικές φάσεις της γενικής μεταβολής των όντων». Βλ. Εκπαιδευτική Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, Τόμος «ΟΙ ΘΡΗΣΚΕΙΕΣ».
(iii).-«H σταθερότητα και το αμετακίνητο στην αίσθηση και επίγνωση της ένθεης λογικότητας (Logosnost) του κόσμου χαρακτηρίζει τους αγγέλους και τους αγίους. Πλήρης απουσία αυτής της αισθήσεως και της επιγνώσεως χαρακτηρίζει τους δαίμονες και τους ανθρώπους τους πωρωμένους στο κακό. Αμφιταλάντευση σ' αυτή την αίσθηση είναι ο κλήρος των ολιγόπιστων ανθρώπων. O παράδεισος συνίσταται στην σταθερή και αμετακίνητη αίσθηση και επίγνωση της ένθεης λογικότητας του κόσμου που δημιουργήθηκε από τον Θεό Λόγο. O διάβολος γι' αυτό είναι διάβολος, γι' αυτό ολοκληρωτικά και αιώνια αρνείται την λογικότητα και λογική στον κόσμο». Ιουστίνος Πόποβιτς, †Aρχιμανδρίτης, Oδός Θεογνωσίας, Eκδόσεις Γρηγόρη, Aθήνα 1985.
(iv) ορ. 10, 20 («ό,τι θυσιάζουν οι ειδωλολάτρες, τα θυσιάζουν στα δαιμόνια, και όχι στον Θεό»).
(v) νοεί τον Τζένγκινς Χάν (1154-1227), αρχηγό των Τατάρων και ιδρυτή της πρώτης μογγολικής αυτοκρατορίας, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε θεία αποστολή να κατακτήσει τον κόσμο.