ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ (Τεκνογονία, κωλύμματα Ιερωσύνης, Οικουμενισμός) ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ


 Πηγή: "Agonasax"
ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
 
ΕΙΣ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ
 
 Πολύς λόγος γίνεται τόν τελευταον καιρόν ες τόν κκλησιαστικόν χρον περί τς «Οκονομίας». Τς κκλησιαστικς βεβαίως «Οκονομίας», ποία «Οκονομία» θά πρέπ, πως ρκετοί σχυρίζονται, κατά κανόνα νά φαρμόζεται πό τούς ποιμένας ες τήν σημερινήν ποχήν. Προβάλλουν δέ ατήν τήν πρόφασιν, διότι ες τήν ποχήν μας, ες τήν ποίαν τό κακό παρουσιάζει τόσην ξαρσιν, λέγουν τι εναι δθεν δύνατον νά φαρμοσθ κκλησιαστική «κρίβεια». Προφάσεις ν μαρτίαις...
πειδή λοιπόν ποψις ατή τείνει νά κυριαρχήσ ς μόνη ποιμαντικς σωστή, καλόν εναι, ες τήν συνέχειαν, πλ καί σύντομα, νά σκιαγραφήσωμε τί εναι «κρίβεια» καί τί εναι «Οκονομία». ννοεται, τι τό θέμα ατό νήκει ες τήν ρμοδιότητα τν εδημόνων τς εδικότητος το «Κανονικο Δικαίου», πό πιστημονικς καί θεολογικς πόψεως, λλά ατό δέν σημαίνει πώς δέν μπορον νά σχοληθον μέ ατό καί νά χουν λόγον καί ο πλοί πιστοί. ταν μάλιστα, ες ,τι φορ τήν ρθή πνευματική μας ζωή, γνωρίζωμε πώς μέσα ες τό Σμα τς κκλησίας φείλουν τά πάντα νά ναρμονίζωνται μέ τούς ερούς Κανόνας, πως μς τούς παρέδωσαν ο Πατέρες, καί χι σύμφωνα μέ νεωτεριστικές-νικολαϊτικές διδασκαλίες καί ρμηνεες, πού θέλουν νά περάσουν κάποιοι, ο ποες εναι ποκεκομμένες πό τήν ρθόδοξη Παράδοσι, τότε γίνεται πολύτως κατανοητό πώς εναι ντως νάγκη νά σχοληθομε μέ τίς δύο ατές κφράσεις τς κκλησιαστικς ζως, τόσον δηλαδή τς «κριβείας», σον καί ατς τς «Οκονομίας». ς περάσωμε λοιπόν νά δομε
τό περιεχόμενο τν δύο ατν ρων ες τήν κκλησιαστική μας γλσσα καί ζωή.
«κρίβεια» εναι πόλυτος τήρησις τν ερν Κανόνων, λλά καί ατν τν κκλησιαστικν διατάξεων καί τν λειτουργικν τυπικν, τά ποα σχύουν σέ μία κκλησιαστική περιφέρεια. Φυσικά, σκοπός τς κριβείας εναι διατήρησις τς νότητος καί τς τάξεως ες τήν κκλησίαν καί μέσ ατς πίτευξις τς σωτηρίας το νθρώπου καί ν γένει πρόοδος καί προαγωγή τν πιστν μελν τς κκλησίας.
«Οκονομία» εναι πρόσκαιρη, περιορισμένη καί λλογος πόκλισις πό τήν φαρμογή τς «κριβείας» τν ερν Κανόνων πρός σωτηρίαν τν ψυχν. ννοεται δέ, πώς ατό δέν εναι θέμα το καθενός, λλά τν εδικν καί πευθύνων, ο ποοι ρμοδίως χειρίζονται τίς λεπτές ατές καταστάσεις.
Κατά τήν «Οκονομίαν», λοιπόν, χομε μέν τήν πόκλισιν πό τόν κανόνα, λλά δέν κφεύγομε πό τόν σκοπό του. τσι, πί τς οσίας, δέν γίνεται παρέκκλισις πό τό πνεμα το κανόνος, λλά πό τό γράμμα ατο. Ες τήν παράγραφον ατήν, ς προσθέσωμεν καί τόν σοφόν λόγον το ειμνήστου Γέροντος Θεοκλήτου Διονυσιάτου, ποος, γιά τό θέμα ατό, μεταξύ τν λλων, γραφε ες τόν «ρθόδοξον Τύπον» (14/6/91) τά ξς: «ναστολή, δέν σημαίνει κατάργησιν. Μόλις ξεπερνιέται δυσκολία, φαρμόζεται πάλιν κρίβεια τν Κανόνων». δέ Γέροντας Παΐσιος, μέ τόν πλό καί φωτισμένο λόγο του, σέ κάποια συζήτησι περί οκονομίας καί κριβείας καί περί τν ερν Κανόνων καί το Πηδαλίου, εχε τονίσει τά ξς: «Τό Πηδάλιο κάποιες φορές χρειάζεται νά τό στρίβωμε, ρκε ατό νά γίνεται γιά λόγους σωτηρίας τς ψυχς. Γι ατό νομάζεται ''πηδάλιο''». ντως παράδειγμα πλό καί φωτισμένο. Εναι δηλαδή πως τό τιμόνι στό πλοο, γιατί χωρίς πηδάλιο τό σκάφος δέν πηγαίνει πουθενά.
Μετά πό τίς ναγκαες διευκρινήσεις πί το θέματός μας καί τόν ρισμό τς «κριβείας» καί τς «Οκονομίας» (περισσότερα μπορε νά μελετήσ κάθε νδιαφερόμενος ες τά πάρχοντα γχειρίδια καί ες τίς εδικές μελέτες το Κανονικο Δικαίου), ς λθωμε νά γγίξωμε κάποιες χαίνουσες πληγές πού καλύπτονται μέ τήν δθεν «κκλησιαστική Οκονομία». Διότι, ναί μέν επαμε περί «Οκονομίας», λλά ς μή καταντ τελικς «Οκονομία» νοικονόμητη καί σοπεδωτική, σον φορ ες τούς ερούς Κανόνας καί ες τό ρθόδοξον θος, τά ποα εναι ο δύο πλευρές το γνησίου νομίσματος.

«Πόθεν
ρξομαι θρηνεν»;
ς δομε ρχικά τό θέμα τς τεκνογονίας τν ρθοδόξων ζευγαριν. χει διαμορφωθ καί τείνει νά παγιωθ, δυστυχς, μία κατάστασις, ποία ποσπ τόν γάμο πό τήν τεκνογονία. ποτέλεσμα δέ ατο εναι τά ζευγάρια (καί δέν μιλομε δ περί τν θέων) νά σταματον ες τό να τό πολύ ες τά δύο παιδιά καί ταυτοχρόνως νά θέλουν νά χουν τήν συχνή μυστηριακή ζωή, τήν Θεία Κοινωνία. Βεβαίως, πάρχουν καί ο περιπτώσεις πού ντως χρειάζεται νά ντιμετωπίζεται τό θέμα ατό καί κατά περίπτωσιν πό τόν πεύθυνο πνευματικό καί πάντοτε ντός το πλαισίου τς σωστς «Οκονομίας».
ταν, μως, τακτική ατή κατευθύνεται πό ρισμένων προσώπων πού χουν κάποιο «νομα» ες τόν κκλησιαστικό χρο καί τείν νά παγιώνεται πρός λες τίς κατευθύνσεις, τότε τά πράγματα ξεφεύγουν μέ ποτέλεσμα «Οκονομία» νά καταντ «κρίβεια» (δηλ. κριβής παρανομία) καί τρόπος «ρθς χριστιανικς ζως». Τό δέ πνευματικό πίπεδο μεταπίπτει, πό ψηλό καί γωνιστικό, ες τό χαλαρό, εκολο, πιπόλαιο, σάν ες ναν γευστο καί κοπο προτεσταντισμό, ποος δέν δηγε ες νομάς σωτηρίους.
Ο πεύθυνοι διά τήν διαμορφουμένην ατήν κατάστασιν εναι κάποιοι κ τν κληρικν καί ρισμένοι λαϊκοί. Ο κληρικοί ατοί, νδεχομένως, δέν χουν μελετήσει σωστά καί πό ρθοδόξου σκοπις τό ζήτημα τς τεκνογονίας, δέν χουν γωνισθ διά νά ποβάλουν πό τήν καρδιά τους τό δέλεαρ καί τό φόβητρο το κόσμου καί τσι διστάζουν νά ρθοτομήσουν τόν λόγον τς ληθείας κηρύσσοντας καί φαρμόζοντας πρακτικές λως παράδεκτες καί ντικανονικές. Ο δέ λαϊκοί «θεολόγοι», μλλον κοινωνιολόγοι καί το κόσμου φιλόσοφοι, ο ποοι οσιαστικς οδέποτε γνώρισαν τήν ζωντανή πίστι καί τήν γωνιστική ρθοδοξία, ν χουν κάποια χαρίσματα, χουν καταφέρει, μέ τίς ποικίλες θεωρίες των, συσχετίζοντας τήν σαρκική πτσι μέ τόν ψηλό καί γγελικό θεον ρωτα (άν εναι ποτέ δυνατόν!), νά πηρεάζουν ρνητικά τούς ρηχούς περί τήν θεολογίαν καί τούς γεύστους τς συνειδητς πίστεως γγάμους κληρικούς καί λαϊκούς.
Τό ποτέλεσμα εναι νά χ δη δημιουργηθ «σχολή» μέ κρως ρνητικά ποτελέσματα («πονηροί δέ νθρωποι καί γόητες προκόψουσιν πί τό χερον πλανντες καί πλανώμενοι» (Β Τιμοθ. γ 13)). Τούς λείπει δηλαδή μπειρία τς θείας γάπης-ρωτος καί χουν ς ποκατάστατα ατές τίς νοοτροπίες καί, ντί νά χορταίνουν πό τόν κόρεστο κορεσμό το Θεο, χουν παρξιακή νεπάρκεια. Εναι νθρωποι, δυστυχς, πού ντί, μέ τά ποια τάλαντά τους, νά οκοδομον τούς πιστούς βάσει τς ρθοδόξου Πατερικς Παραδόσεως, ατοί, μέ τήν πεπλανημένη διδασκαλία τους, χουν καταστ νεωτεριστές-νικολαΐτες-παρερμηνευτές, «φάροι σβεσμένοι ντί τηλαυγες», χλιαροί ντί θερμοί, ντες «φιλήδονοι μλλον, φιλόθεοι» (Β Τιμόθ. γ 4). Δηλαδή, παρερμηνεύουν καί ποδομον τό μυστήριον το γάμου (καί χι μόνον), καί, πως λεγε είμνηστος Γέροντας Γερβάσιος Παρασκευόπουλος, καταντον τό μυστήριον το γάμου «ννομον παλλακείαν». Φυσικά, δ δέν μπορε νά γίνεται λόγος περί «Οκονομίας», λλά περί λιγοπιστίας καί περί Νικολαϊτισμο, κλπ., διότι καταστρατηγεται παντελς ννοια τς ελογημένης «Οκονομίας» καί χρησιμοποιεται ρος της ς πικάλυμμα τν παθν καί τν γκλημάτων κατά τς πίστεως.
πίσης, πάρχει μία λλη μεγάλη νοικτή πληγή, ποία οδόλως εναι δυνατόν νά πουλωθ νεκεν «Οκονομίας», λλά ντιθέτως αμορραγε καταπαύστως. Καί ποιά εναι ατή; Μέ δύνη καί θλψι τήν βλέπομε νά ατοαποκαλύπτεται, διότι πό μόνος του «ταν λθ σεβής ες βάθος κακν καταφρονε» μέ ποτέλεσμα νά «πέρχεται ατ τιμία καί νειδος» (Παροιμ. ΙΗ 3). Βλέπομε δηλαδή ατήν τήν ζουσαν καί πυορροοσαν πληγήν ες τό Σμα τς κκλησίας, τήν ποίαν δημιουργον ο πεύθυνοι καί ποία νομάζεται «κωλύμματα ερωσύνης». πδει τό νά ναφέρωμε μες ατά τά ποα λαμβάνουν χώραν καί γίνονται χι μόνον παγκόσμιον ρεπορτάζ, λλά ναπαράγονται, κατά τό μλλον ττον, πό τούς χώρους, ες τούς ποίους θά πρεπε νά εωδιάζουν τά κρίνα τς γιότητος καί τά μρα τς Χάριτος.
Τοτο μόνον ρωτομε τούς καθ λην ρμοδίους: ποτελε πρξιν «Οκονομίας» τό νά κυκλώνουν τό ερόν Θυσιαστήριον μονάδες πού θά πρεπε νά ερίσκωνται ες τάς τάξεις τν «προσκλαιόντων»; Χειρίζονται τήν ελογημένην «Οκονομίαν» σοι θέτουν τάς χερας των ες τομα τά ποα χρήζουν κόμη καί εδικς ψυχικς θεραπείας καί πού χουν ξεφύγει πό τά νθρώπινα ρια;
δ, σως παντήσουν κάποιοι πό ατούς τούς πευθύνους πώς δέν γνώριζαν ξ ρχς. ταν μως γίνεται ντιληπτόν τος πσι τό φαινόμενον ατό, γιατί καί τότε συνεχίζουν νά βόσκουν μέσα ες τήν «κόπρον το Αγείου»; Γιατί καταντον τά ερά Θυσιαστήριά μας χώρους ες τούς ποίους πραγματοποιεται τό φρικτόν ραμα το Μεγάλου ντωνίου;
Δόξα τ μακροθυμί σου, Κύριε!
Θέτομε μως καί να γενικώτερο ρώτημα: πάρχει «Οκονομία» ες τά τς ερωσύνης; Νομίζομε ναί, μόνον σον φορ ες τήν λικίαν τν κληρικν καί ατό πό ρους καί κατά εδικές περιπτώσεις. λλά, τό νά ποδεχώμεθα «Οκονομία» ες τό θέμα τν κωλυμμάτων, ατό, μλλον «κατάρα» εναι.
μως, κατά τήν ρθόδοξη διδασκαλία καί τήν Πατερική Παράδοσι, τό νά φαρμόσ νας ποιμήν τήν κατά περίπτωσιν πιτρεπτήν «Οκονομίαν», ποία φυσικά δέν θά προσκρού ες τούς ερούς Κανόνας καί ες τό ρθόδοξον θος, εναι νάγκη διος νά χ περβ τό πίπεδον τς καθάρσεως καί νά ερίσκεται, ετε ες τό πίπεδον το φωτισμο, ετε ες κενο τς θεώσεως. ν ναντί περιπτώσει, νοικονόμητος «Οκονομία» καί οαδήποτε κατάλυσις τν ερν Κανόνων καί Δογμάτων καταντ να νυστέρι, χι ες τά χέρια το εδικο χειρουργο, λλά ες τά τρεμάμενα χέρια νός σχέτου. Τά δέ ποτελέσματα; Θά εναι, τό λιγώτερον, τραγικά.
«Κύριε, μή μνησθς νομιν μν ρχαίων τε καί προσφάτων. Μή ντισταθμίσς τ βάρει τν μαρτιν μν τήν προσήκουσαν νταπόδοσιν...» (κ τς εχς πί πειλ σεισμο-Μέγα Εχολόγιον, κδόσεις στέρος, σελ. 539).
Βεβαίως, θά μπορούσαμε νά ρίξωμε τήν ματιά μας, κρατντας τήν σφρησί μας, καί σέ λλες νοικτές πληγές πού δέν λέγουν νά πουλωθον ες τό νομα τς ταλαίπωρης «Οκονομίας», πως τό τι πνευματικοί πιτρέπουν τίς προγαμιαες σχέσεις καί διάφορα λλα νεπίτρεπτα. Ατοί, εναι πνευματικοί τς «Διεθνος μνηστίας», ο ποοι, κτός τν λλων, διά νά ποδείξουν ες τόν αυτόν τους, λλά καί ες λλα πρόσωπα, τι χουν τήν ποδοχήν τν πιστν, καί μάλιστα τν νέων νθρώπων (πνευματικν παιδιν-παδν..., Γεροντισμός, κλπ.), μαρτάνουν μέ τό νά ρίπτουν «δωρ ες τόν ονον των» μέ ποτέλεσμα νά πίπτουν ες θανάσιμα μαρτήματα, τόσον ο διοι, σον καί ο ψυχές τίς ποες χουν χρεωθ νώπιον το Θεο. Καταστάσεις ατόχρημα τραγικές, γιά τίς ποες τό ερόν Εαγγέλιον τονίζει πώς «τυφλός δέ τυφλόν άν δηγ μφότεροι ες βόθυνον πεσονται» (Ματθ. ΙΕ 14).
Τό ποκορύφωμα μως λων καί πληγή τν πληγν, Πλάνη τν Πλανν, εναι τά σχεδόν συλλείτουργα καί ο συμπροσευχές (καί χι μόνον) τν «ρθοδόξων» οκουμενιστν, τά ποα καταδικάζονται περιφράστως πό τούς Θείους καί ερούς Κανόνας, λλά καί πό τόν θεηγόρον μιλον πάντων τν θεοφόρων Πατέρων.
Οδείς μπορε νά ρνηθ τι μεγαλυτέρα διαστροφή ες τό θέμα τς «Οκονομίας» συντελεται μέσ το παράτου Οκουμενισμο. ντός ατς τς καμίνου ρευστοποιεται καί τήκεται τό σύνολον τν ερν Κανόνων. Τό δέ κμαγεον το συγκρητισμο ποκαλύπτει να τερατδες προσωπεον, τό ποον οδεμίαν σχέσιν δύναται νά χ μέ τήν κραιφν ρθοδοξίαν, τήν ποίαν βιώνουν ο πίσημοι γιοι τς κκλησίας μας.
ννοεται δέ, τι τό θέμα τν συμπροσευχν, τόσον κτός τν ερν Ναν, σον καί ντός ατν, μέ ρχιερατικά καί ερατικά μφια, μέ πιτραχήλια, μοφόρια καί μανδύας, χι μόνον δέν εναι πλό, λλά, δοθέντος τι ο οκουμενιστές ατοί σχεδόν λοκληρώνουν καί τό συλλείτουργον, νεπιφυλάκτως τότε μπορε νά γίν λόγος περί καταλύσεως τν ερν Δογμάτων καί ρα περί προδοσίας τς γιωτάτης μν ρθοδοξίας. δέ δικαιολογία, τι λα ατά τά θέατρα το παραλόγου λαμβάνουν χώραν νεκεν τς γάπης καί τς προσεγγίσεως τν νθρώπων, εναι τόσον φαιδρή πού σοι τήν ποστηρίζουν καταπίπτουν ες χειροτέραν κατηγορίαν πό κείνην ποία δη τούς ποδίδεται, τοτέστιν τς προδοσίας τς πίστεως.
Καί, φυσικά, λα ατά, διότι λλείπει κ τς καρδίας φόβος το Θεο μέ ποτέλεσμα νά ποκορυφώνεται προσβολή καί περιφρόνησις τν Θείων καί ερν Κανόνων, ο ποοι, σύμφωνα μέ τόν είμνηστον Γέροντα πιφάνιον Θεοδωρόπουλον, «ταν παραβιάζωνται, κδικονται». Καί κδικονται σους «ρθοδόξους» οκουμενιστάς καταρρίπτουν τά αώνια καί ελογημένα σύνορα μεταξύ ληθείας καί αρέσεως, ο ποοι ψώνουν χερας νόμους καί ελογον καί ναγκαλίζονται τούς αρετικούς μετέχοντες καί ατοί ες τήν βλασφημίαν κατά το Κυρίου μν ησο Χριστο.
Ο μέτεροι ατοί «ρθόδοξοι», ο ποοι συναγωνίζονται, λλά καί ρισμένες φορές περακοντίζουν σέ εχητικές καί θεολογικές μετροέπειες τούς πεπλανημένους καί κακοδόξους αρετικούς, ς προσέξουν, διότι, ννοεται, πώς Θεος Δομήτωρ τς κκλησίας, Χριστός, ναί μέν νέχεται ρισμένες καταστάσεις διά λόγους πού μόνον κενος γνωρίζει, λλά Χριστός χει καί τόν τελευταον λόγον. δέ πάντοτε πίκαιρος λόγος το Θεο «ποιμένες πολλοί διέφθειραν τόν μπελνά μου, μόλυναν τήν μερίδα μου...» (ερ. ΙΒ 10) κφράζει πακριβς λα ατά τά ποα λαμβάνουν χώραν ες τά οκουμενιστικά συνέδρια, μέ συμπροσευχές κλπ., μέ πρόφασι δθεν τήν γάπη καί ,τι λλο, καί τά ποα οσιαστικό σκοπό χουν νά ποδομήσουν τά θεμέλια, λλά καί τό λον οκοδόμημα τς ρθοδόξου μν κκλησίας, μέ τελικό σκοπό τήν νωσι τν «κκλησιν».
ς γίνουν λοιπόν λοι ατοί πολύ προσεκτικοί, διότι περιπίπτουν σέ πλάνη, καθ σον λόγος το Θεο εναι ξεκάθαρος πρός σους προσβάλλουν τό Σμα Του, τήν κκλησία Του: «Φοβερόν τό μπεσεν ες χερας Θεο ζντος» (βρ. Ι 31).
μως, κανόν στι.
ΧΡΙΣΤΟΫΦΑΝΤΟΣ