Η Διακοπή Μνημοσύνου και τα νέα δεδομένα από την συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα.

Ἕνα σημαντικὸ ἀλλὰ μακροσκελὲς κείμενο (16 περίπου σελίδων) τοῦ π. Ἄγγελου Ἀγγελακόπουλου δημοσίευσαν κάποια ἱστολόγια. Ἀναδημοσιεύουμε τὰ κυριότερα σημεῖα του, προσθέτοντας στὸ τέλος κάποια σχόλια.
 

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ
“ΚΟΙΝΗΣ ΔΗΛΩΣΕΩΣ” ΠΑΠΑ-ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ
ΣΤΑ  ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΣΤΙΣ 25-5-14

ἐφημ. Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς
Εἰσαγωγή
Γεμάτο λύπη καί πικρία παρακολούθησε τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τίς, ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ παναιρετικοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔσχατες καινοφανεῖς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος συναντήθηκε στά Ἱεροσόλυμα τό διάστημα 25 καί 26 Μαΐου ἐ.ἔ. μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί αἱρεσιάρχη «πάπα Ρώμης», ἐκλαμπρότατο κ. Φραγκίσκο. Στίς 25-5 ὑπέγραψαν ‘Κοινή Δήλωση’, τήν ὁποία θά σχολιάσουμε παρακάτω.
Ἐν πρώτοις, ἀναγινώσκοντας κανείς την ‘Κοινή Δήλωση’, μπορεῖ κάλλιστα νά κάνει λόγο γιά μιά παπική-οὐνιτική ‘Κοινή Δήλωση’, στήν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ νέα λατινική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς ἀποτελεῖ πλήρη ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου καί ἀπό την ὁποία λείπει ὁποιαδήποτε Ὀρθόδοξη ἀναφορά, ὁπότε μποροῦμε να μιλᾶμε γιά μία ἀκόμη νίκη τοῦ Βατικανοῦ καί γιά μία ἀκόμη ἤττα τοῦ Φαναρίου καί ὑποχώρηση στά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.
Α) Ὁ κοινός Λυτρωτής καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque
Στήν εἰσαγωγή τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ἡμῶν, εἶναι ὁ κοινός Λυτρωτής τοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαῖου, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Πιό κάτω στήν παράγραφο 2 λέγεται ὅτι μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα.
Τά παραπάνω σημεῖα τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ δημιουργοῦν τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πιστεύουν στόν ἴδιο Χριστό, τήν στιγμή πού αὐτό δέν συμβαίνει, καί βεβαίως δέν μᾶς λένε ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού θά τούς ὁδηγήσει στήν ἑνότητα, τό Ὀρθόδοξο Ἅγιον Πνεῦμα ἤ τό Παπικό «Ἅγιον Πνεῦμα», ἀφοῦ ἀποκρύπτεται τεχνηέντως ἡ φρικτή αἵρεση τοῦ Filioque τῶν Παπικών...
Με βάση τα ἀνωτέρω, ἀτυχέστατη εἶναι καί ἡ φράση τῆς παραγράφου 2, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «κατά τά ἔτη ταῦτα, ὁ Θεός, ἡ πηγή πάσης εἰρήνης καί ἀγάπης, μᾶς ἐδίδαξε νά σεβώμεθα ἀλλήλους ὡς μέλη τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας, ὑπό τόν ἕνα Κύριον καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν καί νά ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά ὁμολογήσωμεν τήν πίστιν μας εἰς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως παρελήφθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί ἐξεφράσθη καί μετεδόθη εἰς ἡμᾶς ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».
Β) Ἡ ἀναγνώριση τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα ὡς Ἐπισκόπου μέ ἔγκυρη ἱερωσύνη καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας
Στήν παράγραφο 1 λέγεται ὅτι «ἡ συνάντησις ἡμῶν, μία εἰσέτι συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεισῶν ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου, εἶναι πηγή πνευματικῆς χαρᾶς δι᾽ ἡμᾶς».
Μέ τόν παραπάνω ἰσχυρισμό ὅλως ἀντικανονικῶς καί ἑσφαλμένως ἀναγνωρίζεται ἱερωσύνη καί ἐκκλησιαστικότητα στόν αἱρεσιάρχη Πάπα καί τήν αἱρετική θρησκευτική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ...
Δ) Ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες»
Στήν παράγραφο 2 ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη ἦταν ἀδελφική. Κατά τήν ‘Κοινή Δήλωση’, Πάπας καί Πατριάρχης εἶναι «ἀδελφοί» καί κατ’ ἐπέκτασιν Ρώμη καί Κωνσταντινούπολη εἶναι «ἀδελφές ἐκκλησίες».
 Ὃμως, σύμφωνα μέ τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται, γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅταν  χρησι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Παπι­σμοῦ.
Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος.Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές», οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑπάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή  συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς   πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κεφα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση : «τῇ   Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐχαριστι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐτονό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν διασφαλίζεται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκκλησι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν   ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.
Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκκλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Παπι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Παπι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι' αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.
Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Παπι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς    ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τ’επέκταση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή»[5].
Ε) Κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ.
Στήν δεύτερη παράγραφο τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ γράφεται ὅτι ἡ πορεία πρός τήν ἑνότητα εἶναι ἡ κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ. «Ἡ ἀδελφική ἡμῶν συνάντησις σήμερον εἶναι ἕν νέον καί ἀναγκαῖον βῆμα εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα, πρός τήν ὁποίαν μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ἐκείνην τῆς κοινωνίας ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ».
Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ‘Κοινή Δήλωση’ κάνει λόγο γιά τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τῆς ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλία (unityin diversity), οὐσιαστικά δηλ. γιά οὐνιτική ἕνωση. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας, πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τή δική της πίστη καί τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τόν μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ' ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμασθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νά ἐπισυναγάγει τούς πεπλανημένους αἱρετικούς καί ἑτεροδόξους διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.
ΣΤ) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων
Στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, γράφεται ἐπίσης ὅτι «ὁ ἐναγκαλισμός, ὁ ὁποῖος ἀντηλλάγη μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου Στ´ καί τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, μετά ἀπό αἰῶνας σιωπῆς, ἤνοιξε τόν δρόμον διά μίαν ἱστορικήν χειρονομίαν, τήν ἐξάλειψιν ἀπό τήν μνήμην καί ἀπό τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πράξεων τῶν ἀμοιβαίων ἀναθεμάτων τοῦ 1054».
Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν ἀναθεμάτων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό  πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό  Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκπτω­ση τοῦ Παπι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α[6].
Παραλλήλως, στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, ἀναφέρεται ὅτι «ἐπιβεβαιοῦμεν σήμερον τήν δέσμευσίν μας νά συνεχίσωμεν βαδίζοντες ἀπό κοινοῦ πρός τήν ἑνότητα, διά τήν ὁποίαν προσηυχήθη ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17, 21)».
Τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς συντάκτες τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.
Σύμφωνα μέ τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκ­κλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυ­τότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων· δὲν  ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρε­μότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀ­ποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως· ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ: «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πάτερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ “Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πίστη πρὸς ἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαια τίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διάσπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κατόρθωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι, ὅλοι ὅσοι πίστευσαν μέσῳ τῶν Ἀποστόλων εἶναι ἕνα...». Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπόλοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες,«ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δογματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλησία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της. Ἀντιθέτως, ἡ πρακτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσει τῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲ συγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.
(...)παρὰ τὴν ὡς ἄνω διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες...
Στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ οἱ ὑπογράψαντες αὐτήν παραδέχονται ὅτι «γνωρίζομεν πλήρως ὅτι δέν ἔχομεν φθάσει εἰς τόν σκοπόν τῆς πλήρους κοινωνίας» καί παρακάτω στήν παράγραφο 3 ὅτι«προσβλέπομεν ἐν ἐντόνῳ προσδοκίᾳ εἰς τήν ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά μετάσχωμεν, τελικῶς, ἀπό κοινοῦ εἰς τό εὐχαριστιακόν δεῖπνον. Ὡς χριστιανοί, καλούμεθα νά ἑτοιμασθῶμεν νά λάβωμεν τό δῶρον τοῦτο τῆςΕὐχαριστιακῆς κοινωνίας, συμφώνως πρός τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Είρηναίου τοῦ Λουγδούνου, διά τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς πίστεως, ἐμμένοντες ἐν τῇ προσευχῇ, τῇ ἐσωτερικῇ μετανοίᾳ, τῇ ἀνακαινώσει τῆς ζωῆς καί τῷ ἀδελφικῷ διαλόγῳ. Διά τῆς κατορθώσεως τοῦ ἐλπιζομένου τούτου στόχου, θά φανερώσωμεν εἰς τόν κόσμον τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἀναγνωριζόμεθα ὡς ἀληθινοί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ἰωαν. 13, 35)».
Ἐπίσης, στήν παράγραφο 4 γράφεται «πρός τόν σκοπόν αὐτόν, ὁ θεολογικός διάλογος, τόν ὁποῖον ἔχει ἀναλάβει ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπή, προσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εἰς τήν προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων».
Τέλος, στήν παράγραφο 10 λέγεται ὅτι «ταπεινῶς παραθέτομεν εἰς τήν μεσιτείαν τῆς Παναγίας καί Ἀειπαρθένου Μαρίας τά μελλοντικά ἡμῶν βήματα εἰς τήν ὁδόν πρός τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας». Ἀλλά καί ὁ Σεβ. Μητρ. Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, μέλος τῆς πατριαρχικῆς συνοδείας, σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στό πρακτορείο εἰδήσεων τοῦ Βατικανοῦ, Radio Vatican, στίς 23-5-2014, δήλωσε ὅτι «θά ἦταν ὡραῖο ἄν μετά ἀπό αὐτή τή συνάντηση, ὑπῆρχε κοινωνία ἀπό τό ἴδιο δισκοπότηρο. Εἶναι ἐπιθυμία μας καί αὐτός εἶναι ὁ στόχος μας. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ διαλόγου».
Σχετικά μέ τήν intercommunion (διαμυστηριακή κοινωνία) θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά την intercommunion καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους...
Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ὑπογραμμίζει ὅτι τό νά προχωρήσουν ὁ πάπας και οἱ ὀρθόδοξοι πατριάρχες και προκαθήμενοι σέ κοινό ποτήριο, νά γίνει δηλαδή καί συλλείτουργο, νά κοινωνήσουν ἀπό τό ἴδιο ποτήριο, τό εὔχονται βέβαια ἀνά τούς αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί το εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ εἰς την Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Διαφορετικά δεν θά ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). Καί ἐπειδή ὁ ἑωσφορικός Παπισμός δέν πρόκειται ποτέ νά δεχθεῖ τά λάθη του καί νά μετανοήσει, γιατί τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις τίς ὑπαγορεύει καί τίς ὑποψιθυρίζει ὁ ἀμετανόητος Ἑωσφόρος, ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦταν εὐχῆς ἔργο νά προχωρήσει ἡ ψευδής ἕνωση, ἡ ἕνωση δηλαδή μέ διατήρηση τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων, ὥστε νά ξεκαθαρίσει ἡ κατάσταση καί νά ἀντιληφθοῦν ὅλοι πῶς συσκευάζεται και πῶς κατασκευάζεται ὅλη αὐτή ἡ εἰρηνιστική καί ἀγαπητική Θεολογία τῶν Διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν, γιά τήν ἐξαπάτηση τῶν μή εἰδότων καί ἁπλουστέρων. Συμφέρει στους Οἰκουμενιστάς ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν νά προωθοῦν τήν ἕνωση ὑπογείως ἐν κρυπτῷ, μέ τήν σταδιακή διάβρωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος στίς Θεολογικές Σχολές καί στίς τάξεις τῶν κληρικῶν, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις, ὅταν θά ἐπιχειρηθεῖ ἡ ψευδής ἕνωση. Αὐτό μάλιστα πρέπει νά ἀφυπνίσει καί ὅσους καλοπροαιρέτους κληρικούς καί θεολόγους δέν ἀνησυχοῦν πολύ γιά ὅσα τεκταίνονται ἤδη καταστροφικά καί ἀντιπατερικά, μέ τις συμπροσευχές, τίς λειτουργικές φιλοξενίες, τίς μεταπατερικές ἐκδηλώσεις, τήν βαπτισματική ἐκκλησιολογία, τήν κατάργηση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, τίς δωρεές κορανίων καί πατριαρχικῶν μιτρῶν ὡς και ἁγίων ποτηρίων, τήν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τους ὁποίους θεωροῦμε ὡς ἐκκλησίες, συμμετέχοντας ἰσοτίμως στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», και πλεῖστα ἄλλα.
Ἡ μειωμένη καί ὑποτονική ἀντίδραση καί ἀντίσταση σε ὅλα αὐτά, πού δέν δικαιολογεῖται οὔτε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή οὔτε ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, μέ τήν δικαιολογία τῆς «κόκκινης γραμμῆς τοῦ κοινοῦ ποτηρίου», λειτουργεῖ πρός ὄφελος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἐν τῇ πράξει ἐπιβάλλουν τήν ἕνωση καί πρό τοῦ κοινοῦ ποτηρίου. Ὅταν ἐπισήμως ἀποφασίσουν τήν διακοινωνία τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, θά ἔχει προχωρήσει τόσο πολύ ἡ ἐσωτερική διάβρωση, ὁ εἰρηνισμός καί ὁ ἀγαπισμός τῆς Μεταπατερικῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας, ὥστε δέν θά ὑπάρχουν πλέον πρόσωπα πού θά βλέπουν κόκκινες γραμμές, θά ἐπιβληθεῖ, ὅπως ἀθεολογήτως καί διεστραμμένως ἰσχυρίζονται, ἡ «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ», πού δῆθεν διδάσκει ὁ Μ. Φώτιος, ὁ πρῶτος καί ἀποτελεσματικώτερος πολέμιος καί καθαιρέτης τοῦ Παπισμοῦ.
Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ διάβρωση καί ἡ ἐσωτερική ἅλωση δέν ἔχουν ἀκόμη γενικευθῆ, ἐκτιμοῦμε ὅτι δέν τους συμφέρει νά προχωρήσουν τώρα στό κοινό ποτήριο. Ἐμεῖς εὐχόμαστε νά προχωρήσουν, ὥστε καί οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων θέτοντες ὡς κόκκινη γραμμή τό κοινό ποτήριο, να συμπαραταχθοῦν μαζί μας, ὥστε με τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ὁμολογητῶν Ἁγίων νά διαλυθεῖ τό σκοτεινό νέφος τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί νά λάμψει και πάλιν ὁ ἥλιος τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στήν παράγραφο 5 τονίζεται ἡ κοινή συνεργασία σέ θέματα πρακτικά καί ηθικά.Οὐσιαστικά προωθεῖται ὁ λαϊκός ἤ πρακτικός οἰκουμενισμός. «Ἔχομεν ἤδη τό καθῆκον νά προσφέρωμεν κοινήν μαρτυρίαν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους συνεργαζόμενοι εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς ἀνθρωπότητος».
διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς ἤ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ΄ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τά ἑξῆς μειονεκτήματα:
α) Ἡ φωνή τῆς ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται, μέ τίς ἄλλες «χριστιανικές» φωνές, χάνει τή διαύγειά της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.
β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στό κοινωνικότης ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶν ἄλλων «ὁμολογιῶν», σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἑκεῖνο, ὅμως, πού ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσω ἑνός ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές πληγές, ἀλλά ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στό άληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς ἑτεροδόξους νά συνεργάζονται μέ τούς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές.
Στήν παράγραφο 6 γίνεται λόγος γιά τήν «ἀπό κοινοῦ δέσμευσίν μας νά καλλιεργήσωμεν τήν συνείδησιν τῆς φροντίδος διά τήν δημιουργίαν καί τήν μέριμναν διά τήν προστασίαν της».
Δέν θά πρέπει, ὅμως, νά λησμονοῦμε ὅτι μέ τό πρόσχημα καί ἐν ὀνόματι τῆς προστασίας τῆς δημιουργίας γίνονται διαθρησκειακές συναντήσεις μέ συμπροσευχές, τίς ὁποῖες ἐπιβάλλει ἡ μασονική «Νέα Ἐποχή» καί «Νέα Τάξη Πραγμάτων» τοῦ Ἀντιχρίστου...
Στήν παράγραφο 7 λέγεται ὅτι «καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς νά προωθήσουν αὐθεντικόν διάλογον μετά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ καί ἄλλων θρησκευτικῶν παραδόσεων»...
Καθίσταται φανερό ὅτι μέ τά παραπάνω προωθεῖται ὁ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς, ὁ ὁποῖος εἶναι κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σ’ ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα, σέ μία Πανθρησκεία. Τελικὸ σκοπὸ ἔχει νὰ ἐξαφανίσει, μέσα σ’ αὐτό τὸ χωνευτήρι, τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἰδίως τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Σκοπεύει δὲ στὴν τελικὴ φάση τοῦ σκοτεινοῦ του σχεδίου νὰ ἀντικαταστήσει τὴν λατρεία τοῦ ἑνός Θεοῦ, μὲ τὴν λατρεία τοῦ Σατανᾶ!...
Ἐπιπροσθέτως, ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός ὑποστηρίζει τήν ἄποψη ὅτι τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰουδαϊσμός εἶναι μονοθεϊστικές καί ἀποκαλυπτικές θρησκεῖες. Αὐτή ἡ θέση εἶναι λανθασμένη, διότι οὔτε πιστεύουν στόν μόνο ἀληθινό Τριαδικό Θεό, οὔτε δέχθηκαν ποτέ κάποια ἀποκάλυψη ἀπ’ Αὐτόν. Ἀντιθέτως, δέχονται ἀποκάλυψη ἀπό κάπου ἀλλοῦ, τόν διάβολο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό Κοράνιο, πού ὑβρίζει τόν ἐνσαρκωθέντα Θεόν Λόγον ὡς κτίσμα, ἐπαναλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, καί ἀπό τό Ταλμούδ καί τήν Καμπαλᾶ, πού καθυβρίζουν τόν Σωτῆρα Χριστό καί ἐξυμνοῦν τόν Σατανᾶ.
Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ὅτι ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός προσβάλλει τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικῆς στόν κόσμο ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διά Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου, μέ ἀποτέλεσμα αὐτός νά ἀποτελεῖ ἀναβίωση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός εἶναι ἕνας νεοαρειανισμός...
Εικόνα απο την καταστροφή της πυρκαιάς στο Σπήλαιο της Βηθλεέμ!
Σέ ὅλα τά ἀνωτέρω ἀνατρεπτικά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἔστειλε τήν παιδαγωγική του ὀργή καί τιμωρία. Θεωροῦμε ὡς θεοσημεία τόσο τήν ἰσχυρή σεισμική δόνηση, πού ὑπολογίζεται σέ 6,5 βαθμούς τῆς κλίμακας ρίχτερ, καί συντάραξε μία μέρα πρίν τήν ἀνίερη συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη, στίς 24-5-2014, στίς 12:30 τό μεσημέρι τή Λήμνο, ὅσο καί τήν πυρκαϊά, πού ξέσπασε μία μέρα μετά τή συνάντηση στίς 27-5-2014 στό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ. Εἶναι φυσικό ὅπου περνάει ὁ Πάπας καί οἱ Οἰκουμενιστές νά σκορποῦν ὅχι τήν εὐλογία τους, ἀλλά τήν ἀλογία τους, καί νά φέρνουν τήν καταστροφή.
Κατακλείοντας, ἐπισημαίνουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι ἀποκηρύττουμε τήν ‘Κοινή Δήλωση’ Πάπα-Πατριάρχη, διότι σέ καμμία περίπτωση δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ προσωπική ἄποψη τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν καί τῶν συνοδειῶν τους. Θεωροῦμε, ἐπίσης, ἐπιτακτική ἀνάγκη τήν ἀρνητική βεβαίως συνοδική τοποθέτηση ἔναντι τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ τόσο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά καί τῆς Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους.
ΣΧΟΛΙΑ:
* Γιατί γιὰ ἕνα τόσο σημαντικὸ θέμα δὲν μιλᾶ ὁ περὶ πάντων λαλίστατος Μητροπ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ;
* Ὁ π. Ἄγγελος ἀρκεῖται νὰ δηλώσει ὅτι καταδικάζει τὴν «Κοινὴ Δήλωση» Πάπα-Πατριάρχη καὶ ὅτι θεωρεῖ ἐπιτακτικὴ ἀνάγκη νὰ πάρουν θέση οἱ Ἱεράρχες καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος! Δεδομένου ὅτι γνωρίζει πολὺ καλὰ πὼς οἱ Ἱεράρχες δὲν θὰ πάρουν θέση (παρόμοιες προσκλήσεις ἀπηύθυνε καὶ ὁ Μητροπολίτης του, ἀλλ’ εἰς ὦτα κωφῶν Ἐπισκόπων!) καὶ ἀσχέτως τῶν θέσεων ποὺ θὰ πάρουν οἱ ἄλλοι, αὐτὸς γιατὶ ἐπιμένει νὰ ἀποκρύπτει τὴν ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου (παλαιότερα τὴν πολέμησε μετὰ τοῦ π. Παύλου), ἀφοῦ ὁ ἴδιος (θεωρώντας την ὡς προαιρετική) δὲν θέλει νὰ τὴν ἀκολουθήσει;
Ἀποδέχτηκε ὁ π. Ἄγγελος ὅτι ὁ σεισμὸς καὶ τὰ γενόμενα στὴν Βηθλεέμ (ἡ φωτιὰ δηλ. στὸν Ναὸ τῆς Γεννήσεως) ἀποτελοῦν θεοσημεῖες: «ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἔστειλε τήν παιδαγωγική του ὀργή καί τιμωρία». Λοιπόν, οὔτε τὰ αἴσχη καὶ οἱ ραγδαίως κλιμακούμενες βλασφημίες τῶν Οἰκουμενιστῶν, οὔτε ἡ «φωνὴ ἐξ οὐρανοῦ» προβληματίζουν τοὺς ἀντι-Οἰκουμενιστές, ὥστε νὰ ἐπανεξετάσουν τὸ θέμα τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου πού, πρὶν τὸ ἐγκαταλείψουν, τὸ θεωροῦσαν ὡς ἄμεση προτεραιότητα;
* Παραδόξως ὁ π. Ἄγγελος παραθέτει τὴν γνώμη τοῦ π. Θεοδώρου Ζήζη, διὰ τῆς ὁποίας ἀντικρούεται ὡς λανθασμένη ἡ κακόδοξη θέση τοῦ Μητροπολίτου Πειραιῶς, ὅτι διακοπὴ μνημοσύνου ἐπιτρέπεται μόνο ὅταν προχωρήσουν οἱ Οἰκουμενιστὲς στὸ «κοινὸ ποτήριο» (intercommunion), ποὺ ἀποτελεῖ κατὰ τὸν κ. Σεραφεὶμ τὴν «κόκκινη γραμμή»! Ὁ π. Θεόδωρος θεωρεῖ ὅτι αὐτὴ ἡ θέση ἔχει ὁδηγήσει σὲ «μειωμένη καί ὑποτονική ἀντίδραση καί ἀντίσταση σε ὅλα αὐτά, πού δέν δικαιολογεῖται οὔτε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή οὔτε ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, μέ τήν δικαιολογία τῆς «κόκκινης γραμμῆς τοῦ κοινοῦ ποτηρίου», (καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ θέση) λειτουργεῖ πρός ὄφελος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἐν τῇ πράξει ἐπιβάλλουν τήν ἕνωση καί πρό τοῦ κοινοῦ ποτηρίου»! Μήπως εἶναι καιρὸς ὁ π. Ἄγγελος καὶ ὁ π. Θεόδωρος νὰ ἐπανεξετάσουν τὴν θέση τους ὡς πρὸς τὴν ἐκκλησιαστική-κανονικὴ στάση τῆς Διακοπῆς Μνημοσύνου, διὰ τῆς ὁποίας θὰ ἀπεγκλωβίσουν –ὅσους πιστοὺς ἀγωνιοῦν γιὰ τὴν σωτηρία τους– ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές;
Π.Σ.