«Πᾶς ὁ λέγων παρὰ τὰ διατεταγμένα, κἂν
ἀξιόπιστος ᾖ, κἂν νηστεύῃ, κἂν παρθενεύῃ, κἂν σημεῖα ποιῆ, κἂν
προφητεύῃ, λύκος σοι φαινέσθω, ἐν προβάτου δορᾷ, προβάτων φθορὰν κατεργαζόμενος... Πᾶς ἄνθρωπος ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ
εἰληφώς, κολασθήσεται, ἀπείρῳ ποιμένι
ἐξακολουθήσας καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος».
(Ἅγιος Ἰγνάτιος
ὁ Θεοφόρος)
Ἀπὸ τὴ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰγνατίου
Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἔγινε τροφὴ τῶν λεόντων, διδάσκει νὰ ἀποφεύγουμε
τὶς μεταξύ μας διαιρέσεις καὶ τὶς κακοδοξίες τῶν αἱρετικῶν, ἀπὸ τοὺς ὁποίους
προέρχεται πνευματικὸς μολυσμὸς ποὺ ἐπεκτάθηκε σὲ ὅλο τὸν κόσμο.
Ὁμιλεῖ ἀσφαλῶς
γιὰ τὶς περιπτώσεις ἐκεῖνες ποὺ οἱ πιστοί, ἀντὶ νὰ ἀνατρέχουμε στοὺς Πατέρες καὶ
νὰ ἀκολουθοῦμε τὴν Εὐαγγελικὴ ὁδὸ ποὺ ἐκεῖνοι μᾶς ὑποδεικνύουν, ἐμεῖς τοὺς
παρερμηνεύουμε καὶ ἀκολουθοῦμε τὴν δική μας γνώμη, ἀρνούμαστε δὲ νὰ ἐξετάσουμε ὅποιον
μᾶς παρουσιάζει διὰ μέσου τῶν πατερικῶν κειμένων, διαφορετικὴ γνώμη ἀπὸ τὴ δική
μας, ὑποτιμώντας τὸν ἐν Χριστῷ ἀδελφό μας, ὡς μὴ ὑπακούοντα στὴν αὐθαίρετη γνώμη
μας. Ἔτσι ὅμως δὲν ὁμονοοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ προκαλοῦμε διαιρέσεις στὸ Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας.
«Ὡς τέκνα οὖν φωτὸς ἀληθείας φεύγετε τὸν μερισμὸν τῆς
ἑνότητος καὶ τὰς κακοδιδασκαλίας τῶν αἱρεσιωτῶν, ἐξ ὧν μολυσμὸς ἐξῆλθεν εἰς
πᾶσαν τὴν γῆν».
Στὴ
συνέχεια μᾶς ὑποδεικνύει ὅτι πρέπει νὰ ὑπακούουμε καὶ νὰ ἀκολουθοῦμε τὸν καλὸ
ποιμένα, τὸν Ὀρθόδοξο, αὐτὸν δηλαδή, ποὺ διδάσκει καὶ πράττει κατὰ τὸ Εὐαγγέλιον
τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ κακοὶ ποιμένες, ποὺ ντυμένοι μὲ προβάτου
προβιὰ ξεστρατίζουν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Θεό.
«Ὅπου δὲ ὁ ποιμήν ἐστιν,
ἐκεῖ ὡς πρόβατα ἀκολουθεῖτε· πολλοὶ γὰρ λύκοι κωδίοις ἠμφιεσμένοι ἡδονῇ κακῇ
αἰχμαλωτίζουσι τοὺς θεοδρόμους· ἀλλ' ἐν τῇ ἑνότητι ὑμῶν οὐχ ἕξουσι τόπον. Ἀπέχεσθε
οὖν τῶν κακῶν βοτανῶν, ἅστινας Ἰησοῦς Χριστὸς οὐ γεωργεῖ, ἀλλ' ὁ ἀνθρωποκτόνος
θήρ, διὰ τὸ μὴ εἶναι αὐτοὺς φυτείαν πατρός, ἀλλὰ σπέρμα τοῦ πονηροῦ».
Ἐπιμένει ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος γιὰ τὴν
παραμονὴ κοντὰ στὸν Ὀρθόδοξο Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος καθοδηγεῖ ἀσφαλῶς τοὺς «θεοδρόμους».
Καὶ προειδοποιεῖ ὅτι, ὅσοι δὲν τὸν ἀκολουθοῦν, καὶ ἔχουν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς,
αὐτοὶ ὡς «κατηραμένοι» θὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ μαζὶ μὲ τοὺς αἱρετικούς.
«Ὅσοι γὰρ Χριστοῦ εἰσιν, οὗτοι μετὰ τοῦ
ἐπισκόπου εἰσίν· ὅσοι δ' ἂν ἐκκλίνωσιν αὐτοῦ καὶ τὴν κοινωνίαν ἀσπάσωνται μετὰ
τῶν κατηραμένων, οὗτοι σὺν αὐτοῖς ἐκκοπήσονται· οὐ γάρ εἰσιν γεώργιον Χριστοῦ,
ἀλλ' ἐχθροῦ σπορά· οὗ ῥυσθείητε πάντοτε εὐχαῖς τοῦ προκαθεζομένου ὑμῶν ποιμένος,
τοῦ πιστοτάτου καὶ πραοτάτου».
Ὁ λόγος, ὅμως, τοῦ Ἁγίου, ἀναφέρεται
καὶ στὴν στάση μας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν. Ἀπὸ ἀγάπη τοὺς περιμένουμε νὰ μετανοήσουν
καὶ νὰ ἐπιστρέψουν στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Τότε πρέπει νὰ δείξουμε ἀνοχή,
γιὰ νὰ τοὺς βοηθήσουμε νὰ ἀνανήψουν, καὶ ὄχι πρίν. Ὄχι δηλαδή, ὅταν ἐπιμένουν
στὶς αἱρέσεις τους, προσθέτουν νέες, ὑποσκάπτουν διὰ τῆς αἱρέσεως τὰ θεμέλια τῆς
Ἐκκλησίας καὶ ἀλλοιώνουν τὴν Πίστη, ὅπως κάνουν Παπικοί, Προτεστάντες καὶ Οἰκουμενιστές.
Εἶναι φανερό, ὅτι ἐδῶ ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος
προϋποθέτει ἐγρήγορση, ἀγῶνα καὶ πόλεμο ἀντιμετωπίσεως τῶν αἱρέσεων, καὶ ὄχι ἐφησυχασμὸ
καὶ ἀπάθεια μπροστὰ στὸν πόλεμο ποὺ κάνουν ἐναντίον μας οἱ ἐχθροί μας αἱρετικοί.
Τότε, αὐτοὶ οἱ ποιμένες δὲν εἶναι γνήσιοι, ἀλλὰ «μισθωτοὶ» καὶ ἄρα, οἱ πιστοὶ ὄχι
μόνο δὲν πρέπει νὰ τοὺς ἀκολουθοῦν, ἀλλὰ καὶ νὰ τοὺς ἀποφεύγουν. Διότι αὐτοὶ οἱ
Ποιμένες ἀποσχίζονται, παίρνουν διαζύγιο ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, εἶναι
ψευδολόγοι καὶ ψευδοποιμένες. Χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ φράση του: «οὔτε γὰρ εὐσεβῶν ἀφίστασθαι χρή, οὔτε δυσσεβέσιν συγκεῖσθαι
δεῖ» καὶ «εἴ τις ἐν
ἀλλοτρίᾳ γνώμῃ περιπατεῖ, οὗτος οὐκ ἔστιν Χριστοῦ οὔτε τοῦ πάθους αὐτοῦ κοινωνός...
τῷ τοιούτῳ μὴ συναναμίγνυσθε, ἵνα μὴ συναπόλησθε αὐτῷ»!
«Ὅσοι ἂν μετανοήσαντες
ἔλθωσιν ἐπὶ τὴν ἑνότητα τῆς ἐκκλησίας, προσδέχεσθε αὐτοὺς μετὰ πάσης πραότητος,
ἵνα διὰ τῆς χρηστότητος καὶ τῆς ἀνεξικακίας ἀνανήψαντες ἐκ τῆς τοῦ διαβόλου παγίδος,
ἄξιοι Ἰησοῦ Χριστοῦ γενόμενοι, σωτηρίας αἰωνίου τύχωσιν ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ
Χριστοῦ. ἀδελφοί, μὴ πλανᾶσθε· εἰ
τις σχίζοντι ἀπὸ τῆς ἀληθείας ἀκολουθεῖ, βασιλείαν θεοῦ οὐ κληρονομήσει·
καὶ εἴ τις οὐκ ἀφίσταται τοῦ ψευδολόγου κήρυκος, εἰς γέενναν κατακριθήσεται·
οὔτε γὰρ εὐσεβῶν ἀφίστασθαι χρή, οὔτε δυσσεβέσιν συγκεῖσθαι δεῖ. εἴ τις ἐν
ἀλλοτρίᾳ γνώμῃ περιπατεῖ, οὗτος οὐκ ἔστιν Χριστοῦ οὔτε τοῦ πάθους αὐτοῦ
κοινωνός, ἀλλ' ἔστιν ἀλώπηξ, φθορεὺς ἀμπελῶνος Χριστοῦ. τῷ τοιούτῳ μὴ
συναναμίγνυσθε, ἵνα μὴ συναπόλησθε αὐτῷ, κἂν πατὴρ ᾖ κἂν υἱὸς κἂν ἀδελφὸς κἂν
οἰκεῖος. οὐ φείσεται γάρ σου, φησίν, ὁ ὀφθαλμὸς ἐπ' αὐτῷ. τοὺς μισοῦντας οὖν τὸν θεὸν μισεῖν χρὴ
καὶ ὑμᾶς καὶ ἐπὶ τοῖς ἐχθροῖς αὐτοῦ ἐκτήκεσθαι· οὐ μὴν καὶ τύπτειν
αὐτοὺς ἢ διώκειν, καθὼς τὰ ἔθνη τὰ μὴ εἰδότα τὸν κύριον καὶ θεόν,
ἀλλ' ἐχθροὺς μὲν ἡγεῖσθαι καὶ χωρίζεσθαι ἀπ' αὐτῶν, νουθετεῖν δὲ αὐτοὺς καὶ ἐπὶ
μετάνοιαν παρακαλεῖν, ἐὰν ἄρα ἀκούσωσιν, ἐὰν ἄρα ἐνδῶσιν.
Μὲ αὐτὰ
καταλαβαίνει κανείς, ποῦ μᾶς ὁδηγοῦν οἱ κακοδιδάσκαλοι ποιμένες! Ἐκεῖνοι
ποὺ παρερμηνεύουν τὸν λόγο αὐτὸ τοῦ Ἁγίου, ποὺ δὲν κάνουν διάκριση μεταξὺ ὀρθοδόξου
καὶ Οἰκουμενιστῆ Ἐπισκόπου (καὶ ὅσων κοινωνοῦν
μετὰ τῶν αἱρετικῶν) καὶ ἔτσι συνεχίζουν νὰ ποιμαίνονται καὶ νὰ εὐλογοῦνται
ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Οἰκουμενιστές, οὐσιαστικὰ στηρίζοντάς τους γιὰ νὰ ἐπεκτείνουν τὴν Παναίρεση! Γιατὶ αὐτοὶ δὲν ἀνήκουν
στὸ «γεώργιον Χριστοῦ».
(Ἰγνατίου
Ἀντιοχείας, Πρὸς Φιλιππησίους), TLG, Epistle 6, chapter
2, section
1, line
1).
Σὲ
ἄλλη ἐπιστολή του ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος συμβουλεύει. Αὐτοὶ ποὺ φαίνονται ἀξιόπιστοι,
ἀλλὰ διδάσκουν διαφορετικὰ ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὴν Ἱ. Παράδοση, μὴ σὲ ἐπηρεάζουν
καὶ σὲ φοβίζουν. Μεῖνε ἀμετακίνητος στὴν πίστη, παρόλα τὰ κτυπήματα ποὺ δέχεσαι,
γιατὶ εἶναι δεῖγμα μεγάλου ἀθλητοῦ νὰ τὸν χτυποῦν, καὶ αὐτός (ἐπειδὴ ἀσφαλῶς στηρίζεται
στὸ Θεό) νὰ ἀντέχει τὰ κτυπήματα καὶ νὰ μὴ πέφτει.
«Οἱ δοκοῦντες
ἀξιόπιστοι εἶναι καὶ ἑτεροδιδασκαλοῦντες μή σε καταπλησσέτωσαν· στῆθι δὲ ἑδραῖος
ὡς ἄκμων τυπτόμενος. μεγάλου ἐστὶν ἀθλητοῦ δέρεσθαι καὶ νικᾶν. μάλιστα δὲ ἕνεκεν
θεοῦ πάντα ὑπομένειν ἡμᾶς δεῖ, ἵνα καὶ αὐτὸς ἀναμείνῃ εἰς τὴν βασιλείαν».
(Ἰγνατίου
Ἀντιοχείας, Πρὸς Πολύκαρπον Ἐπίσκοπον Σμύρνης, TLG, Epistle 8, chapter
3, section
1, line
1).