Δός μας, Κύριε, τὴν
πίστι! (Ἑβρ. 11,9, 33, 40)
Εἴμαστε, ἀγαπητοί
μου, μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί· αὐτὴ εἶνε ἡ ἀλήθεια, εἴτε θέλουμε νὰ τὸ
παραδεχθοῦμε εἴτε ὄχι. Ἡ φιλαυτία, βλέπετε, ἐξιδανικεύει τὶς ἀτέλειές μας καὶ ἐξωραΐζει
τὶς ἀσχημίες μας. Καὶ ἐδῶ βρίσκεται ἡ αἰτία πού, ἐνῷ εἴμαστε μικροὶ καὶ ἁμαρτωλοί,
δὲν τὸ συναισθανόμαστε ὅσο θὰ ἔπρεπε.
Γιὰ νὰ καταλάβουμε καὶ νὰ συναισθανθοῦμε πόσο μικροὶ εἴμαστε,
φτάνει νὰ συγκρίνουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ μεγάλα ἀναστήματα καὶ ἁγίους ἀνθρώπους,
μὲ τοὺς μάρτυρες, μὲ τοὺς μεγάλους ἄνδρες τῆς παλαιᾶς καὶ τῆς καινῆς διαθήκης.Ὅπως
ὅταν βρεθοῦμε στοὺς πρόποδες ἑνὸς βουνοῦ ὑψηλοῦ καὶ ἀτενίζουμε τὴν κορυφή του αἰσθανόμαστε
ὅτι τὸ ἀνάστημά μας εἶνε σπιθαμιαῖο, μηδαμινὸ ἐμπρὸς στὸ ὕψος, στὸ «ἀνάστημα»
τοῦ βουνοῦ, ἔτσι καὶ ὅταν γιὰ μιὰ στιγμὴ σταθοῦμε καὶ συγκρίνουμε τὴ ζωὴ ἑνὸς ἁμαρτωλοῦ
μὲ τὸν ἅγιο βίο τῶν ἀνδρῶν ἐκείνων, τότε βλέπουμε ὅτι δὲν εἴμαστε τίποτα, ὅτι εἴμαστε
μικροὶ μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τους καὶ ἁμαρτωλοὶ μπροστὰ στὴν ἁγιωσύνη τους. Εἴμαστε
νᾶνοι μπροστὰ σὲ γίγαντες· νᾶνοι ἐμεῖς, γίγαντες ἐκεῖνοι.
Ἔκπληκτοι μπροστὰ στὸ μεγαλεῖο τῶν ἁγίων ἀποροῦμε καὶ
σκεπτόμαστε· πῶς ἐκεῖνοι κατώρθωσαν νὰ φτάσουν σὲ τόσο μεγάλα ὕψη ἀρετῆς; πῶς
μπόρεσαν νὰ πετάξουν τόσο ψηλά, ἐκεῖ ποὺ ἐμεῖς οὔτε ν᾽ ἀτενίσουμε δὲν μποροῦμε;
Τί τοὺς ὕψωσε ὣς ἐκεῖ, ποιά ἦταν ἡ δύναμι ἐκείνη ποὺ τοὺς ἁγίασε; Στὴν ἀπορία
μας ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, ποὺ εἶνε παρμένο ἀπὸ τὴ θεόπνευστη
πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ἡ δύναμις λοιπὸν αὐτὴ ἡ μεγάλη ἦταν
–μία λέξις– ἡ πίστις. Ἡ λέξι «πίστις» ἀκούγεται κατ᾽ ἐπανάληψιν στὸ ἀποστολικὸ
αὐτὸ ἀνάγνωσμα (Ἑβρ. 11,9,33,40). Μὲ τὴν πίστι οἱ ἅγιοι νίκησαν τοὺς πάντες
καὶ τὰ πάντα. Καὶ συγκεκριμένα νίκησαν· 1ον στοιχεῖα τῆς φύσεως. 2ον θηρία.
3ον βασιλεῖς καὶ τυράννους. Καὶ 4ον νίκησαν κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ τρομερὰ μαρτύρια. Ἂς
τὰ πάρουμε αὐτὰ ἕνα - ἕνα.
* * *
1ον. Οἱ ἅγιοι
νίκησαν στοιχεῖα τῆς φύσεως. Ὑπάρχει φοβερώτερο ἀπὸ τὴ φωτιά; Νά ὅμως ποὺ
κάποιοι νίκησαν τὴ φωτιά. Ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἔρριξε
μέσα σ᾽ ἕνα πυρακτωμένο καμίνι δεμένους τοὺς Τρεῖς Παῖδας, τὸν Ἀνανία, τὸν
Ἀζαρία καὶ τὸν Μισαήλ (στὰ βαβυλωνιακὰ Σεδράχ, Μισάχ, καὶ Ἀβδεναγώ), καὶ δὲν ἔπαθαν
τίποτα! «Οὐχ ἥψατο αὐτῶν τὸ καθόλου τὸ πῦρ», δὲν τοὺς ἄγγιξε καθόλου ἡ φωτιά.
Γιατί; Γιατὶ εἶχαν πίστι ὅτι ὁ Κύριος, ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός, δὲν θὰ τοὺς ἀφήσῃ
ἀβοήθητους. Καὶ πράγματι ὁ Μέγας Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελό του καὶ τοὺς ἔσωσε. Ὁ
Κύριος μετέβαλε τὸ καμίνι σὲ δροσιά. Καὶ ἐνῷ δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσῃ ἐκεῖ
κανείς, ἀφοῦ οἱ φλόγες ἔφταναν σὲ πολλὰ μέτρα ὕψος, ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου «ἐξετίναξε
τὴν φλόγα τοῦ πυρὸς ἐκ τῆς καμίνου καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῦμα δρόσου
διασυρίζον». Ἀντὶ νὰ καοῦν καὶ νὰ γίνουν στάχτη, αὐτοὶ στὴ μέση τῆς καμίνου ἔνιωθαν
νὰ τοὺς δροσίζει ἕνα ἐξαίσιο ἀεράκι. Τότε καὶ οἱ τρεῖς μ᾽ ἕνα στόμα «ὕμνουν καὶ
ἐδόξαζον καὶ ηὐλόγουν τὸν Θεὸν ἐν τῇ καμίνῳ…» (Δαν. 3,25-27). Ποιός ἔκανε τὸ θαῦμα
αὐτό; Ἡ πίστις.
2ον. Οἱ ἅγιοι
νίκησαν θηρία. Ὑπάρχει θηρίο πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸ λιοντάρι; Ἡ πίστις ὅμως
νίκησε καὶ ἄγρια θηρία· δὲν ἔσβησε μόνο τὴν «δύναμιν πυρός», ἀλλὰ ἔφραξε καὶ
«στόματα λεόντων» (Ἑβρ. 11,34). Ἂς θυμηθοῦμε τὸν Σαμψών, ποὺ ὅταν κάποτε
τοῦ ἐπιτέθηκε ἕνας «σκύμνος λέοντος ὠρυόμενος» τσάκισε τὸ λιοντάρι λὲς καὶ ἦταν
κανένα κατσικάκι (βλ. Κριτ. 14,5-6). Νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸν Δαυΐδ, ποὺ σὰν νεαρὸς
βοσκὸς χτυποῦσε καὶ θανάτωνε λιοντάρια καὶ ἀρκοῦδες ὅταν πήγαιναν νὰ
κατασπαράξουν τὰ πρόβατά του (βλ. Α΄ Βασ. 17,34-35). Ἂς θυμηθοῦμε καὶ τὸν
προφήτη Δανιήλ, ποὺ δὲν φοβήθηκε ὅταν τὸν ἔρριξαν στὸ λάκκο τῶν λεόντων· ὁ Θεὸς
προστάτευσε τὸν ἐκλεκτὸ δοῦλο του καὶ τὰ λιοντάρια δὲν τὸν πείραξαν (βλ. Δαν.
6,1-18). Ἡ πίστι τῶν ἁγίων αὐτῶν ἀνδρῶν νίκησε· αὐτὴ ἔφραζε τὰ στόματα τῶν
λεόντων.
3ον. Οἱ ἅγιοι
λοιπὸν νίκησαν τὴ φωτιά, νίκησαν τὰ ἄγρια θηρία· νίκησαν ἐπίσης βασιλεῖς
καὶ τυράννους. Ὁ Μωυσῆς νικᾷ τὸ φαραὼ βασιλιᾶ τῶν Αἰγυπτίων, «μὴ
φοβηθεὶς τὸν θυμὸν τοῦ βασιλέως» (Ἑβρ. 11,27). Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ νικᾷ τοὺς
29 βασιλεῖς τῶν Χαναναίων (βλ. Ἰησ. Ναυ. 10ο12ο· περ. «Σταυρός» 1972, σσ. 88-9,
124-5). Ὁ Σαμψὼν τοὺς τυράννους του (βλ. Κριτ. 13ο-16ο). Ὁ Δαυῒδ
νικᾷ τὸν σιδηρόφρακτο γίγαντα Γολιάθ (βλ. Α΄ Βασ. 17ο). Ὅλοι αὐτοὶ δὲν εἶχαν
πολλὰ στρατεύματα, δὲν εἶχαν ἅρματα, ἱππικό, κανόνια καὶ ὅπλα· εἶχαν ὅμως μέσα
τους πίστι στὸν Κύριο, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό. Αὐτὴ ἡ πίστι εἶνε τὸ μεγαλύτερο καὶ
ἰσχυρότερο ὅπλο, καὶ μ᾽ αὐτὸ ἔτρεψαν σὲ φυγὴ πολυάριθμα στρατεύματα. Οἱ λίγοι
νίκησαν τοὺς πολλούς, οἱ ἄοπλοι τοὺς ὡπλισμένους, οἱ ἀδύνατοι τοὺς ἰσχυρούς, οἱ
μικροὶ τοὺς μεγάλους. Πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα; Μόνο μὲ τὴν πίστι, τὴ θερμὴ καὶ
μεγάλη.
4ον. Οἱ ἅγιοι
τέλος μὲ τὴν πίστι νίκησαν καὶ αὐτὰ τὰ φοβερὰ μαρτύρια. Ὤ καὶ τί
δοκιμασίες ὑπέφεραν οἱ ἅγιοι! Ἄλλους, ὅπως εἴδαμε, τοὺς ἔρριξαν στὴ φωτιά (=τοὺς
Τρεῖς Παῖδας), ἄλλον στὰ λιοντάρια (=τὸν προφήτη Δανιήλ), ἄλλον σὲ βόρβορο - ἀποχωρητήρια
(=τὸν προφήτη Ἰερεμία), ἄλλον τὸν πριόνισαν, ἄλλους τοὺς λιθοβόλησαν, ἄλλον τὸν
ἐφόνευσαν μὲ ἄλλο τρόπο (π.χ. τὸν προφήτη Ἰεζεκιήλ). Γι᾽ αὐτὸ λέει σήμερα ὁ ἀπόστολος,
ὅτι «ἄλλοι ἐτυμπανίσθησαν (=τοὺς ἔδεσαν στὸ ὄργανο βασανισμοῦ ποὺ λέγεται
τύμπανο)…, ἕτεροι δὲ ἐμπαιγμῶν καὶ μαστίγων πεῖραν ἔλαβον (=τοὺς περιέπαιξαν καὶ
τοὺς μαστίγωσαν), ἔτι δὲ δεσμῶν καὶ φυλακῆς (=τοὺς ἔδεσαν καὶ τοὺς φυλάκισαν)· ἐλιθάσθησαν
(= τοὺς λιθοβόλησαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἰερεμία καὶ τὸν πρωτομάρτυρα Στέφανο), ἐπρίσθησαν
(= τοὺς πριόνισαν, π.χ. τὸν προφήτη Ἠσαΐα ποὺ τὸν πριόνισαν ζωντανὸ οἱ Ἰουδαῖοι),
ἐπειράσθησαν (=πέρασαν δυνατοὺς πειρασμούς), ἐν φόνῳ μαχαίρας ἀπέθανον (=τοὺς ἔσφαξαν
μὲ μαχαίρι), περιῆλθον ἐν μηλωταῖς, ἐν αἰγείοις δέρμασιν (=περιφέρονταν
σκεπασμένοι μὲ δέρματα ἀπὸ πρόβατα καὶ κατσίκια), ὑστερούμενοι θλιβόμενοι,
κακουχούμενοι, ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ
σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» (Ἑβρ. 11,35-38).
Ἄλλοι, δηλαδή, ἔζησαν μέσα σὲ σπηλιές, γιὰ ν᾽ ἀποφύγουν
τοὺς διῶκτες καὶ μὴ ἔχοντας τί νὰ ῥίξουν πάνω τους φοροῦσαν προβειές, ὅπως ὁ
προφήτης Ἠλίας. Ὅλα τὰ ὑπέμειναν γιὰ τὸν Κύριο. Τίποτα δὲν στάθηκε ἱκανὸ νὰ τοὺς
κλονίσῃ· οὔτε φωτιές, οὔτε λιοντάρια, οὔτε τύραννοι, οὔτε φυλακές, οὔτε σπαθιά,
οὔτε μαχαίρια καὶ πριόνια, οὔτε τίποτε ἄλλο φοβερό. Ὅλοι οἱ ἅγιοι τοὺς ὁποίους ἀναφέρει
ὁ ἀπόστολος σήμερα βάδισαν μὲ ἀπόφασι, μὲ ὑπομονὴ καὶ καρτερία πρὸς τὸ
μαρτύριο, πρὸς τὸ θάνατο. Καὶ τὰ νίκησαν ὅλα αὐτά, γιατὶ εἶχαν πίστι μέσα τους.
Πίστευαν θερμὰ στὸν Κύριο. Πίστευαν στὴ μέλλουσα ζωή, στὴν ἀθανασία τῆς ψυχῆς.
Πίστευαν σὲ μέλλουσα κρίσι καὶ ἀνταπόδοσι. Πίστευαν ἀκράδαντα, ἀκλόνητα, ὅτι ἐκεῖ
πάνω ὑπάρχει ἡ πραγματικὴ ζωή. Προσδοκοῦσαν νὰ κατοικήσουν στὴν πόλι ἐκείνη, ποὺ
τὴν ἔχουν χτίσει ὄχι χέρια ἀνθρώπων ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Θεός (βλ. ἔ.ἀ. 11,10).
* * *
Ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου, τί κάνουμε; Ἔχουμε ἆραγε τὴν
πίστι ποὺ εἶχαν οἱ ἅγιοι ἐκεῖνοι ἄνδρες; Ἄχ, εἶνε λυπηρό, ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ὁμολογήσουμε
μὲ συντριβή· δὲν ἔχουμε πίστι. Γι᾽ αὐτό, ἀντὶ νὰ τὰ νικοῦμε ὅλα, ἀντιθέτως
μᾶς νικοῦν ὅλα. Μᾶς νικοῦν τὰ δαιμόνια· δὲν ἔχουμε τὴ δύναμι νὰ ἐκδιώξουμε
ἕνα δαίμονα. Μᾶς νικοῦν οἱ ἄπιστοι· ἀντὶ νὰ τοὺς τραβήξουμε ἐμεῖς στὸ δρόμο τοῦ
Θεοῦ, μᾶς παρασύρουν αὐτοὶ στὸ δρόμο τοῦ διαβόλου. Μᾶς νικοῦν οἱ πειρασμοί· μᾶς
δελεάζει ἡ σάρκα, μᾶς ἑλκύει ὁ κόσμος, μᾶς παγιδεύει ὁ διάβολος. Γιατί; Γιατὶ δὲν
καίει μέσα μας ἡ πίστις. Ὤ καὶ ἂν εἴχαμε μέσα μας μιὰ σπίθα ἀπὸ τὴν πίστι ποὺ εἶχαν
οἱ ἅγιοι τοῦ Θεοῦ! πόσο διαφορετικὴ θὰ ἦταν ἡ ζωή μας! Θὰ νικούσαμε τὸν κόσμο,
τὴ σάρκα, τὸν διάβολο, καὶ νικηταὶ θὰ πηγαίναμε ν᾽ ἀνταμώσουμε ὅλους τοὺς ἁγίους,
ποὺ μὲ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες μᾶς περιμένουν, γιὰ νὰ ζήσουμε ὅλοι μακάριοι κ᾽ εὐτυχισμένοι
κοντὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μας.
Ἀδελφοί μου, ὁ Θεὸς μᾶς περιμένει. Κοντά του μᾶς
περιμένει καὶ ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἅγιοι. Ἀξίζει νὰ
ζήσουμε κ᾽ ἐμεῖς μὲ πίστι. Καὶ ἂν δὲν τὴν ἔχουμε, ἂς τὴν ζητήσουμε
λέγοντας πάντα καὶ θερμὰ στὶς προσευχές μας· Κύριε, εἴμαστε ὀλιγόπιστοι· σὲ
παρακαλοῦμε, «πρόσθες ἡμῖν πίστιν» (Λουκ. 17,5), δίνε μας πίστι, γιὰ ν᾽ ἀξιωθοῦμε
τῆς βασιλείας σου τῆς ἐπουρανίου.
Πηγή