ΚΥΡΙΑΚΗ ΙΑ΄ ΛΟΥΚΑ (Β΄Τιμ. 1, 8-18]
«Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν
μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ,
(:αφού λοιπόν ο Θεός μάς έδωσε χάρισμα ανδρείας και δυνάμεως, μην ντραπείς
να ομολογείς τη μαρτυρία για τον Κύριό μας, τον σταυρωμένο Χριστό. Μην ντραπείς
ακόμη ούτε για μένα που έχω φυλακιστεί για τον όνομά Του, αλλά κακοπάθησε μαζί
μου για χάρη του Ευαγγελίου με τη δύναμη που δίνει ο Θεός), τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ
κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν
Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, (:Αυτός μας έσωσε και μας κάλεσε
με ιερή κλήση που μας αγιάζει. Μας έσωσε και μας κάλεσε όχι για τα έργα μας,
αλλά γιατί ο Ίδιος είχε την αγαθή θέληση και μας πρόσφερε τη χάρη Του λόγω της
σχέσεώς μας με τον Ιησού Χριστό. Μας έδωσε λοιπόν τη χάρη Του και μας πρόσφερε
τη σωτηρία αυτή προτού δημιουργηθούν όσα έγιναν μέσα στον χρόνο, επειδή την
είχε αποφασίσει προαιώνια), φανερωθεῖσαν δὲ
νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον,
φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου (:Φανερώθηκε
όμως τώρα η χάρις και η σωτηρία αυτή με την ενανθρώπηση και εμφάνιση του
Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κατήργησε τον θάνατο και έφερε στο φως τη
ζωή και την αφθαρσία με το κήρυγμα του Ευαγγελίου)» [Β΄Τιμ.
1, 8-18].
Τίποτε
δεν υπάρχει χειρότερο από το να κρίνει κανείς και να μετρά τα θεία πράγματα με
ανθρώπινους λογισμούς·
γιατί έτσι θα πέσει πολύ μακριά από την πέτρα εκείνη και θα στερηθεί το Φως.
Εάν λοιπόν αυτός που θέλει να καταλάβει τις ακτίνες του ήλιου με τα ανθρώπινα
μάτια, όχι μόνο δεν θα τις καταλάβει, ούτε και θα αντέξει τον ήλιο, αλλά και θα
πέσει και θα πάθει μεγάλη βλάβη, πολύ
περισσότερο αυτός που θέλει να ατενίσει προς εκείνο το Φως με τους λογισμούς
του θα πάθει αυτό, και υβρίζει τη δωρεά του Θεού. Πρόσεχε λοιπόν τον
Μαρκίωνα και τον Μάνη και τον Ουαλεντίνο και όλους εκείνους που εισήγαγαν τις
υπόλοιπες αιρέσεις και τα ολέθρια δόγματα στην Εκκλησία του Θεού, πόσο καταντροπιάστηκαν από το μυστήριο της θείας οικονομίας, γιατί
μέτρησαν με ανθρώπινους λογισμούς τα μυστήρια του Θεού. Αν και βέβαια δεν είναι άξια ντροπής αλλά
πολλής καυχήσεως, εννοώ τον σταυρό του Χριστού.
Πράγματι
τίποτε δεν είναι τόσο μεγάλη απόδειξη
της φιλανθρωπίας Αυτού, ούτε ο ουρανός, ούτε η θάλασσα, ούτε η γη, ούτε το
ότι από το μηδέν δημιούργησε τα πάντα, ούτε όλα τα άλλα, όσο είναι ο σταυρός. Γι' αυτό και ο Παύλος γι’ αυτόν καυχιέται, λέγοντας:
«ἐμοὶ δὲ μὴ γένοιτο
καυχᾶσθαι εἰ μὴ ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, δι' οὗ ἐμοὶ κόσμος
ἐσταύρωται κἀγὼ τῷ κόσμῳ (:ποτέ να μη συμβεί εγώ να καυχηθώ για
τίποτε άλλο, παρά μόνο για το ότι ο Ιησούς Χριστός για χάρη μου πήρε μορφή
δούλου και σταυρώθηκε για τη σωτηρία μου. Μόνο καύχημά μου είναι ο σταυρικός
θάνατος του Κυρίου. Και με την πίστη στον θάνατο του αυτό έχει νεκρωθεί και
έχει χάσει τη δύναμή του ο κόσμος για μένα· αλλά και εγώ έχω νεκρωθεί για τον
κόσμο)» [Γαλ.6,14]. Αλλά οι ψυχικοί από τους ανθρώπους και
εκείνοι που δεν αποδίδουν στον Θεό τίποτε επιπλέον, καταπίπτουν και
καταντροπιάζονται.
Γι'
αυτό από την αρχή συμβούλευε στον μαθητή του λέγοντας μέσω εκείνου και προς
όλους: «Μὴ
οὖν ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν (:αφού λοιπόν ο Θεός μάς έδωσε χάρισμα
ανδρείας και δυνάμεως, μην ντραπείς να ομολογείς τη μαρτυρία για τον Κύριό μας,
τον σταυρωμένο Χριστό)» [Β΄Τιμ. 1,8]. Δηλαδή «να μην ντρέπεσαι να κηρύττεις τον Εσταυρωμένο, αλλά και να νιώθεις
υπερηφάνεια». Βέβαια αυτά καθ’ εαυτά, ο θάνατος δηλαδή και οι φυλακίσεις
και τα δεσμά, είναι άξια ντροπής και ονειδισμού, αλλά αν κανείς προσθέσει την αιτία και γνωρίσει καλά το μυστήριο, θα
βρει το καθένα απ’ αυτά να είναι άξιο πολλής καυχήσεως, πολλής σεμνότητας. Γιατί
εκείνος ο θάνατος έσωσε τη χαμένη
ανθρωπότητα· εκείνος ο θάνατος ένωσε τη γη με τον ουρανό· εκείνος ο θάνατος
κατέλυσε την τυραννία του διαβόλου και έκανε τους ανθρώπους αγγέλους και υιούς
του Θεού· εκείνος ο θάνατος οδήγησε τη φύση μας στον βασιλικό θρόνο· αυτά τα δεσμά πολλούς μετέστρεψαν.
«Μὴ οὖν ἐπαισχυνθῇς (:αφού
λοιπόν ο Θεός μάς έδωσε χάρισμα ανδρείας και δυνάμεως, μην ντραπείς)», λέγει, «τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ
τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, (:να ομολογείς τη μαρτυρία για τον Κύριό
μας, τον σταυρωμένο Χριστό. Μην ντραπείς ακόμη ούτε για μένα που έχω φυλακιστεί
για τον όνομά Του, αλλά κακοπάθησε μαζί μου για χάρη του Ευαγγελίου με τη
δύναμη που δίνει ο Θεός)» [Β΄Τιμ.
1,8]. Δηλαδή «κι αν ακόμη πάθεις εσύ ο
ίδιος αυτά, μην ντραπείς». Το ότι βέβαια υπαινίχθηκε αυτό γίνεται φανερό
και από αυτά που λέχθηκαν παραπάνω, με αυτό που είπε: «Οὐ γὰρ ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεὸς Πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ
δυνάμεως καὶ ἀγάπης καὶ σωφρονισμοῦ (:να διατηρείς αναμμένο το χάρισμα αυτό που σε κάνει άφοβο και
θαρραλέο στο κήρυγμα του Ευαγγελίου· διότι ο Θεός δεν μας έδωσε πνεύμα δειλίας,
ώστε να μας φοβίζουν οι απειλές και οι διωγμοί, αλλά μας έδωσε πνεύμα και
χάρισμα δυνάμεως για να αντέχουμε στους πειρασμούς, μας έδωσε και πνεύμα αγάπης
και πνεύμα που μας σωφρονίζει, ώστε να κυβερνούμε συνετά και τον εαυτό μας και
τους άλλους)» [Β΄Τιμ. 1,7] και
με αυτά που λέγει πάλι.
«Ἀλλὰ συγκακοπάθησον (:αλλά κακοπάθησε μαζί μου)», λέγει· δηλαδή
«όχι απλώς μην ντραπείς, αλλά να μην
ντραπείς και δοκιμάζοντας αυτά εσύ ο ίδιος». Και δεν είπε «μη φοβηθείς, μην τρομάξεις», αλλά για να
τον ενθαρρύνει περισσότερο λέγει: «μην
ντραπείς», σαν να μην υπάρχει πλέον
κίνδυνος, αν κάποιος ξεπεράσει την ντροπή. Γιατί αυτό μόνο είναι το βαρύ
που έχει η ντροπή, το να νικιέται κανείς απ΄ αυτήν. «Μην ντραπείς λοιπόν αν εγώ, που ανασταίνω νεκρούς, που κάνω μύρια
θαύματα, που περιέτρεξα την οικουμένη, τώρα είμαι φυλακισμένος· γιατί δεν είμαι
φυλακισμένος σαν κακούργος, αλλά εξ αιτίας Εκείνου που σταυρώθηκε. Αν ο Κύριός
μου δεν ντράπηκε τον σταυρό, ούτε εγώ ντρέπομαι τα δεσμά».
Και πολύ σωστά, προτρέποντάς τον να μην
ντραπεί, του υπενθύμισε προηγουμένως τον σταυρό. «Εάν δεν ντραπείς τον σταυρό», λέγει, «ούτε τα δεσμά θα ντραπείς· αν ο
Δεσπότης μας και Διδάσκαλος υπέμεινε σταυρό, πολύ περισσότερο πρέπει εμείς να
υπομείνουμε τα δεσμά. Αυτός που ντρέπεται αυτά που υπέμεινε εκείνος,
ντρέπεται και Εκείνον που σταυρώθηκε». «Αυτά
τα δεσμά», λέγει, «τα υπομένω όχι για
τον εαυτό μου. Μην πάθεις λοιπόν τίποτε ανθρώπινο, αλλά λάβε μέρος στα ίδια
παθήματα».
«Ἀλλὰ συγκακοπάθησον (:Αλλά
κακοπάθησε μαζί μου)», λέγει, «τῷ εὐαγγελίῳ (:για χάρη του Ευαγγελίου)»· όχι ότι
κακοπαθεί το Ευαγγέλιο, αλλά διεγείρει τον μαθητή που πάσχει για το Ευαγγέλιο· «κατὰ δύναμιν
Θεοῦ», λέγει, «τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ,
οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ' ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν
Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, (:με τη δύναμη που δίνει ο
Θεός· Αυτός μας έσωσε και μας κάλεσε με ιερή κλήση που μας αγιάζει. Μας έσωσε
και μας κάλεσε όχι για τα έργα μας, αλλά γιατί ο Ίδιος είχε την αγαθή θέληση
και μας πρόσφερε τη χάρη Του λόγω της σχέσεώς μας με τον Ιησού Χριστό. Μας
έδωσε λοιπόν τη χάρη Του και μας πρόσφερε τη σωτηρία αυτή προτού δημιουργηθούν
όσα έγιναν μέσα στον χρόνο, επειδή την είχε αποφασίσει προαιώνια)» [Β΄Τιμ. 1,9]. Άλλωστε, επειδή ήταν βαρύ να πει «κακοπάθησε», τον παρηγορεί πάλι λέγοντας: «όχι ανάλογα με τα έργα μας»· δηλαδή «μη σκέπτεσαι ότι γίνονται αυτά με τη δική σου δύναμη, αλλά με του Θεού,
που δίνει αυτά· δικό σου έργο είναι το
να προτιμήσεις αυτά και να δείξεις προθυμία, ενώ έργο του Θεού είναι να τα
ανακουφίσει και να τα καταπαύσει».
Έπειτα παρουσιάζει και τις αποδείξεις της
δυνάμεώς Του. «Σκέψου πώς σώθηκες, πώς
κλήθηκες»· όπως ακριβώς λέγει αλλού: «κατὰ τὴν δύναμιν τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἡμῖν (:σύμφωνα
με τη δύναμη που ενεργεί μέσα μας για τον αγιασμό και τη σωτηρία μας)» [Εφ. 3,20]. Έτσι από το να δημιουργήσει τον ουρανό, αυτή ήταν μεγαλύτερη, το να
πείσει δηλαδή την οικουμένη. «Πώς
λοιπόν κλήθηκε ο Τιμόθεος», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «με ιερή κλήση που αγιάζει»; Δηλαδή, τους έκανε αγίους ενώ ήταν αμαρτωλοί και εχθροί· κι αυτά δεν έγιναν από
μας, το δώρο είναι του Θεού. Αν
λοιπόν είναι δυνατός στο να καλέσει, και αγαθός στο να το κάνει αυτό κατά χάρη
και όχι σαν οφειλή, δεν πρέπει να φοβόμαστε· γιατί Αυτός που μας έσωσε κατά
χάρη, όταν έπρεπε να μας σώσει, αν και ήμασταν εχθροί, όταν μας δει και να
κοπιάζουμε, δεν θα μας βοηθήσει πολύ περισσότερο; «Όχι ανάλογα με τα έργα μας», λέγει, «αλλά σύμφωνα με τη δική Του αγαθή θέληση». Δηλαδή, χωρίς κανείς να Τον ανάγκαζε, χωρίς κανείς
να Τον συμβούλευε, αλλά από δική Του αγαθή θέληση μας έσωσε, ορμώμενος από τη
δική Του αγαθότητα· γιατί αυτό σημαίνει το «από δική Του πρόθεση».
«Καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ
πρὸ χρόνων αἰωνίων (:και
μας πρόσφερε τη χάρη Του λόγω της σχέσεώς μας με τον Ιησού Χριστό. Μας έδωσε
λοιπόν τη χάρη Του και μας πρόσφερε τη σωτηρία αυτή προτού δημιουργηθούν όσα έγιναν
μέσα στον χρόνο, επειδή την είχε αποφασίσει προαιώνια)». Δηλαδή αυτά είχαν
καθοριστεί να γίνουν ανάρχως μέσω του Ιησού Χριστού. Δεν είναι μικρό και αυτό, το να θέλει ο Θεός τη σωτηρία μας από την
αρχή· άρα δεν είναι η σωτηρία μας αποτέλεσμα μετάνοιας. Πώς δηλαδή; Ο Υιός
δεν είναι αιώνιος; Καθόσον και Αυτός αυτά τα ήθελε από την αρχή.
«Φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ
σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν
καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου (:Φανερώθηκε
όμως τώρα η χάρις και η σωτηρία αυτή με την ενανθρώπηση και εμφάνιση του
Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο οποίος κατήργησε τον θάνατο και έφερε στο φως τη
ζωή και την αφθαρσία με το κήρυγμα του Ευαγγελίου)» [Β΄Τιμ. 1,10]. Είδες δύναμη, είδες δωρεά που μας
δόθηκε όχι με τα έργα, αλλά με το Ευαγγέλιο; Αυτά βέβαια ελπίζουμε να
πραγματοποιηθούν. Γιατί και τα δύο αυτά πραγματοποιήθηκαν στο σώμα του, ενώ στο
δικό μας πρόκειται στο μέλλον να πραγματοποιηθούν.
Πώς πραγματοποιήθηκαν στο σώμα του Παύλου; Με το Ευαγγέλιο· «εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος
ἐθνῶν (:Για το Ευαγγέλιο αυτό αναδείχτηκα εγώ από
τον Θεό κήρυκας και απόστολος και διδάσκαλος των εθνικών)» [Β΄Τιμ. 1,11]. Γιατί άραγε λέγει
συνέχεια αυτό, ονομάζοντας τον εαυτό του «διδάσκαλον ἐθνῶν (:διδάσκαλο
των εθνικών)»; Επειδή θέλει να πείσει, όπως είπα, ότι πρέπει να
πλησιάζει και τους εθνικούς. «Μη χάσεις
λοιπόν το θάρρος σου εξ αιτίας των παθημάτων μου· τα νεύρα του θανάτου έχουν
καταβληθεί. Αυτά δεν τα υπομένω σαν κακούργος, αλλά για τη διδασκαλία των εθνών».
Συγχρόνως κάνει τον λόγο και αξιόπιστο.
«Δι' ἣν αἰτίαν (:γι’ αυτήν την αιτία, δηλαδή επειδή είμαι κήρυκας
και απόστολος των εθνικών)», λέγει, «καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ' οὐκ ἐπαισχύνομαι (:γι' αυτό και υποφέρω αυτά τα παθήματα.
Όμως δεν ντρέπομαι γι' αυτά· διότι γνωρίζω ποιος είναι Αυτός στον Οποίο έχω
στηρίξει την εμπιστοσύνη μου. Και είμαι βέβαιος ότι έχει τη δύναμη να φυλάξει
όλο το έργο που μου εμπιστεύθηκε και επετέλεσα, όπως και την ανταμοιβή μου γι'
αυτό, μέχρι την ημέρα εκείνη της Δευτέρας Του Παρουσίας)» [Β΄Τιμ. 1,12]. «Αλλά δεν ντρέπομαι», λέγει. Δηλαδή πες μου, τα δεσμά είναι για
ντροπή; Τα πάθη είναι για ντροπή; Μην ντραπείς λοιπόν. Βλέπεις ότι παρουσιάζει τη διδασκαλία με τα έργα; «Αυτά παθαίνω», λέγει· ρίχτηκα στη
φυλακή, σέρνομαι εδώ κι εκεί· «γιατί γνωρίζω
και είμαι πεπεισμένος, ότι Αυτός στον οποίο έχω πιστέψει είναι δυνατός να
φυλάξει την παρακαταθήκη μου μέχρι εκείνη την ημέρα».
Τι σημαίνει «παρακαταθήκη»; Η πίστη, το κήρυγμα. «Αυτό», λέγει, «Αυτός, στον οποίο το εμπιστεύτηκα για φύλαξη, θα το φυλάξει ακέραιο.
Κάνω το παν για να μη συληθεί ο θησαυρός· δεν ντρέπομαι γι' αυτά, όσο αυτή
σώζεται ακέραια». Ή ονομάζει «παρακαταθήκη» τους πιστούς που ο Θεός εμπιστεύτηκε σε αυτόν ή αυτός στον Θεό.
Γιατί και τώρα λέγει: «ιδού, σας
εμπιστεύομαι στον Κύριο· δηλαδή αυτά δεν θα μου είναι ανώφελα. Και ο Τιμόθεος
μου δείχνει τον καρπό της παρακαταθήκης».
Βλέπεις που ο Παύλος δεν αισθάνεται τα κακά εξαιτίας της ελπίδας για
τους μαθητές του;
Τέτοιος
πρέπει να είναι ο δάσκαλος, έτσι να φροντίζει για τους μαθητές, αυτοί να
προηγούνται από όλα· «ὅτι νῦν ζῶμεν (:Παρηγορηθήκαμε, διότι
ο στηριγμός σας στην πίστη είναι για μας ζωή. Και τώρα ζούμε)», λέγει, «ἐὰν ὑμεῖς
στήκετε ἐν Κυρίῳ (:εφόσον
εσείς μένετε σταθεροί στη σχέση και κοινωνία σας με τον Κύριο)» [Α΄Θεσ.
3,8]· και πάλι: «Τίς
γὰρ ἡμῶν ἐλπὶς ἢ χαρὰ ἢ στέφανος καυχήσεως ἢ οὐχὶ καὶ ὑμεῖς ἔμπροσθεν τοῦ
Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ αὐτοῦ παρουσίᾳ; (:επιθυμήσαμε να έλθουμε να σας
συναντήσουμε, διότι ποιος άλλος είναι η ελπίδα μας ή η χαρά μας ή το στεφάνι
μας, για το οποίο μπορούμε να καυχόμαστε, παρά εσείς μαζί με όλους τους άλλους
στους οποίους κηρύξαμε; Για σας ελπίζουμε να βρούμε έλεος και δόξα ενώπιον του
Κυρίου μας Ιησού Χριστού στη δευτέρα Του παρουσία)» [Α΄Θεσ. 2,19].
Βλέπεις αυτόν να μεριμνά γι' αυτά, δηλαδή
για τα προβλήματα των μαθητών του περισσότερο παρά για τα δικά του; Γιατί
πρέπει να υπερέχουν των φυσικών πατέρων, πρέπει να είναι θερμότεροι. Αλλά
πρέπει και τα παιδιά να είναι φιλόστοργα απέναντί τους. Γιατί λέγει: «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις
ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες·
ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ ὑμῖν τοῦτο
(:να υπακούετε στους πνευματικούς
προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε τελείως σε αυτούς· διότι αυτοί αγρυπνούν
για τη σωτηρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χριστό για τις ψυχές
σας. Να τους υπακούτε, για να ενθαρρύνονται με την υπακοή σας, ώστε να
επιτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στεναγμούς. Άλλωστε δεν σας
συμφέρει να στενάζουν εξαιτίας σας οι πνευματικοί σας προεστοί, επειδή ο Θεός
θα σας τιμωρήσει γι' αυτό)» [Εβρ. 13,17].
Πες μου λοιπόν, αυτός βρίσκεται σε τόσο μεγάλο κίνδυνο, και εσύ δεν
θέλεις ούτε να υπακούσεις σε αυτόν, κι
αυτά ενώ πρόκειται για το συμφέρον σου; Γιατί, και αν ακόμη ρυθμίσει καλά
τα δικά του, όσο τα δικά σου δεν πάνε καλά, βρίσκεται σε αγωνία, γιατί θα δώσει
διπλό λόγο. Σκέψου πόσο δύσκολο είναι να
φροντίζει και να αγωνιά για τον καθένα από αυτούς που ποιμαίνει. Πόση τιμή
θέλεις να του προσφέρεις; Πόση υπηρεσία, σαν αντίρροπο γι΄αυτούς τους
κινδύνους; Αλλά δεν θα πεις τίποτε ισάξιο· γιατί εσύ δεν έδωσες ακόμη την ψυχή
σου, ενώ αυτός για σένα θυσιάζει την ψυχή του. Κι αν δεν τη θυσιάσει εδώ όταν
το καλεί η ανάγκη, θα τη χάσει εκεί· εσύ όμως δεν θέλεις να υποταχθείς ούτε με
λόγο. Αυτό είναι αιτία όλων των κακών,
το ότι χάθηκαν τα οφειλόμενα στους άρχοντες· καμία ντροπή, κανένας φόβος.
«Να υπακούετε», λέγει, «στους προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε»·
τώρα όμως όλα καταστράφηκαν και έγιναν άνω κάτω. Αυτά δεν τα λέγω προς χάρη των
προϊσταμένων· γιατί σε τι θα ωφεληθούν από τη δική μας τιμή, παρά τόσο μόνο,
όσο το ότι θα μας έχουν υπάκουους; Αλλά τα λέγω για το συμφέρον σας. Γιατί αυτοί κι αν ακόμη τιμηθούν, δεν έχουν να
ωφεληθούν σε τίποτε στο μέλλον, αλλά μεγαλύτερη θα είναι γι΄αυτούς η κατάκριση·
κι αν ακόμη υβριστούν, δεν έπαθαν κανένα κακό στο μέλλον, αλλά και μεγαλύτερη
θα είναι η απολογία τους. Αλλά όλα θέλω να γίνουν για χάρη σας.
Πράγματι, όταν τιμώνται οι προϊστάμενοι από
τους αρχόμενους, κι αυτό προσφέρεται σε αυτούς· όπως έλεγε στον Ηλί: «Καὶ ἐξελεξάμην
τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων Ἰσραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν
καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν μου (:και μεταξύ όλου του
Ισραηλιτικού λαού επέλεξα από τη δική σου φυλή τους ιερείς οι οποίοι θα έπρεπε
να με υπηρετούν και έτσι να έχουν το δικαίωμα να ανέρχονται τις βαθμίδες του
θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων)» [Α΄Βασ.
2,28]· όταν πάλι υβρίζονται, όπως στην περίπτωση του Σαμουήλ, «οὐ σὲ ἐξουθενήκασιν (:δεν
περιφρονούν εσένα)», λέγει, «ἀλλ᾿ ἢ ἐμὲ ἐξουθενήκασι τοῦ μὴ
βασιλεύειν ἐπ᾿ αὐτῶν (:αλλά
Εμένα περιφρονούν, επειδή δεν θέλουν να βασιλεύω Εγώ σε αυτούς)» [Α΄Βασ. 8,7]. Ώστε η ύβρις είναι γι΄ αυτούς
κέρδος, ενώ η τιμή βάρος.
Αυτά λοιπόν δεν τα λέγω γι΄ αυτούς, αλλά
για σας. Αυτός που δεν τιμά τον ιερέα, καθώς προχωράει, θα περιφρονήσει κάποτε
και τον Θεό. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά
με (:Και οι μεγάλες αυτές
αμοιβές δεν είναι μόνο για σας που θα κηρύττετε το ευαγγέλιο. Αλλά κι εκείνος
που σας υποδέχεται για φιλοξενία ως διακόνους του ευαγγελίου μου, υποδέχεται
όχι εσάς αλλά εμένα. Κι εκείνος που υποδέχεται εμένα, υποδέχεται τον ίδιο τον
Θεό Πατέρα, που με απέστειλε στον κόσμο)», λέγει ο ίδιος ο Κύριος [Ματθ. 10,40]·
και «τους ιερείς αυτού», λέγει, «τίμα
τους». Από εδώ έμαθαν οι Ιουδαίοι να περιφρονούν τον Θεό, γιατί
περιφρόνησαν τον Μωυσή, γιατί τον λιθοβολούσαν. Όταν κάποιος δείχνει ευλάβεια απέναντι στον ιερέα, πολύ περισσότερο θα
δείξει προς τον Θεό. Κι αν ο ιερέας είναι φαύλος, ο Θεός, βλέποντας ότι
εξαιτίας της τιμής προς Αυτόν, εκτιμάς και τον ιερέα τον ανάξιο τιμής, θα σου
αποδώσει και Αυτός την αμοιβή.
Εάν λοιπόν «ὁ δεχόμενος προφήτην λήψεται (:εκείνος που υποδέχεται και υποστηρίζει και
βοηθά έναν προφήτη)», λέγει, «εἰς ὄνομα
προφήτου, μισθὸν προφήτου λήψεται (:επειδή είναι προφήτης, θα πάρει την ίδια ανταμοιβή που θα πάρει κι ο
προφήτης)» [Ματθ. 10,41], είναι
φανερό ότι θα λάβει μισθό και αυτός που τιμά και υπακούει και υποτάσσεται στον
ιερέα. «Αν δηλαδή εκεί, όπου γίνεται
λόγος για φιλοξενία, εκεί που δεν γνωρίζεις εκείνον που φιλοξενείς, λαμβάνεις
τόσο μεγάλο μισθό, πολύ περισσότερο θα λάβεις αν υποταγείς σε αυτόν που
διατάσσει να υποτάσσεσαι».
«Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας (:πάνω στη διδασκαλική έδρα του Μωυσή)» Στην καθέδρα του
Μωυσή», λέγει, «ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι (:κάθισαν οι νομοδιδάσκαλοι και οι
Φαρισαίοι). πάντα
οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ
ποιεῖτε· λέγουσι γάρ, καὶ οὐ ποιοῦσι (:Όλα λοιπόν όσα με βάση το νόμο θα σας πουν αυτοί να τα τηρείτε, να τα
τηρείτε και να τα κάνετε. Μην κάνετε όμως σύμφωνα με τα έργα τους και το
παράδειγμά τους· διότι λένε βέβαια και διδάσκουν την αλήθεια του νόμου, δεν
πράττουν όμως σύμφωνα με αυτήν)» [Ματθ. 23,2-3].
Δεν ξέρεις τι είναι ο ιερέας; Είναι άγγελος
του Κυρίου. Μήπως λέγει τα δικά του; Αν
τον περιφρονείς, δεν περιφρονείς αυτόν, αλλά τον Θεό που τον χειροτόνησε. «Και από πού», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «είναι φανερό ότι τον χειροτόνησε ο Θεός;»
Λοιπόν, αν δεν έχεις αυτή τη γνώμη, η ελπίδα σου έχει χαθεί. Αν ο Θεός τίποτε
δεν ενεργεί μέσω αυτού, ούτε το βάπτισμα έχεις, ούτε στα μυστήρια μετέχεις,
ούτε απολαμβάνεις ευλογίες· άρα δεν είσαι Χριστιανός.
«Τι
λοιπόν;» λέγει κάποιος· «όλους ο Θεός
τους χειροτονεί, ακόμη και τους ανάξιους;» Όλους βέβαια δεν τους χειροτονεί ο Θεός, μέσω όλων όμως Αυτός ενεργεί,
και αν ακόμη συμβαίνει να είναι ανάξιοι, για να σωθεί ο λαός. Γιατί, αν
κάποτε μίλησε μέσω του όνου, και μέσω του Βαλαάμ, μέσω ανθρώπου μιαρού, για
χάρη του λαού, πολύ περισσότερο ομιλεί μέσω του ιερέως. Γιατί τι είναι αυτό που
δεν το κάνει ο Θεός για τη σωτηρία μας; Τι είναι αυτό που δεν το λέει; Μέσω
ποιου δεν ενεργεί; Αν ενέργησε μέσω του Ιούδα, και μέσω αυτών που προφητεύουν,
στους οποίους λέγει: «καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων
ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν (:και τότε θα διακηρύξω ξεκάθαρα σε αυτούς
ότι ποτέ δεν σας αναγνώρισα ως δικούς μου. Φύγετε μακριά μου εσείς που
εργαζόσασταν την ανομία, διότι τα χαρίσματά μου τα χρησιμοποιήσατε όχι για τη
δική μου δόξα, αλλά σύμφωνα με τα δικά σας θελήματα και τους εγωιστικούς σας
σκοπούς)» [Ματθ. 7,23], και
άλλοι και δαίμονες έβγαλαν, πολύ περισσότερο θα ενεργήσει μέσω των ιερέων.
Γιατί αν πρόκειται να ερευνούμε τη ζωή των
προϊσταμένων, τότε εμείς οι ίδιοι θα χειροτονήσουμε τους δασκάλους, και όλα θα
γίνουν άνω κάτω, τα πόδια θα βρεθούν επάνω και το κεφάλι κάτω. Άκου τον Παύλο
που λέγει: «ἐμοὶ
δὲ εἰς ἐλάχιστόν ἐστιν ἵνα ὑφ᾿ ὑμῶν ἀνακριθῶ ἢ ὑπὸ ἀνθρωπίνης ἡμέρας· ἀλλ᾿ οὐδὲ
ἐμαυτὸν ἀνακρίνω (:είμαι λοιπόν
εγώ υπεύθυνος και υπόλογος του Θεού που μου ανέθεσε την διαχείριση αυτή. Γι’
αυτό πολύ λίγο λογαριάζω να κριθώ από εσάς ή από ανθρώπινο δικαστήριο που είναι
πρόσκαιρο και για λίγο καιρό ισχύουν οι αποφάσεις του. Αλλά ούτε και για εμένα τον ίδιο θεωρώ υπεύθυνο για να κρίνω τον εαυτό
μου)» [Α΄Κορ. 4,3]· και
πάλι: «Σὺ
δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; (:εσύ λοιπόν γιατί κρίνεις τον αδελφό σου;)» [Ρωμ. 14,10]. Αν δεν
πρέπει να κρίνεις τον αδελφό σου, πολύ περισσότερο δεν πρέπει να κρίνεις τον
δάσκαλο. Γιατί, αν αυτό το διέταξε ο Θεός, καλά κάνεις, και αν δεν το κάνεις,
αμαρτάνεις· αν όμως διέταξε το αντίθετο, μην τολμάς και μην επιχειρείς πέρα από
τα εσκαμμένα. Μετά την κατασκευή του μοσχαριού ξεσηκώθηκαν εναντίον του
Ααρών οι γύρω από τον Κορέ και Δαθάν και Αβειρών [Αριθ. κεφ. 16]. Τι λοιπόν;
Δεν χάθηκαν;
Ο καθένας ας μεριμνά για τα δικά του. Αν έχει όμως ο ιερέας δόγμα διεστραμμένο,
κι αν ακόμα είναι άγγελος, μην υπακούς σε αυτόν· αν διδάσκει ορθά, μην κοιτάς τη ζωή του, αλλά τα λόγια του. Έχεις τον Παύλο που σε καθοδηγεί προς το
σωστό και με τα έργα και με τα λόγια. «Αλλά»,
λέγει ίσως κάποιος, «δεν δίνει στους
φτωχούς και ούτε διοικεί καλά». Από πού το αντιλήφθηκες αυτό; Πριν μάθεις,
μην κατηγορείς· να φοβάσαι τις ευθύνες. Πολλές
κρίσεις γίνονται με βάση την υποψία.
Μιμήσου τον Δεσπότη σου· άκουε Αυτόν που
λέγει: «καταβὰς
οὖν ὄψομαι, εἰ κατὰ τὴν κραυγὴν αὐτῶν τὴν ἐρχομένην πρός με συντελοῦνται, εἰ δὲ
μή, ἵνα γνῶ (:αφού
κατεβώ, θα δω αν γίνονται σύμφωνα με τις κραυγές που ανέρχονται προς Εμένα ή
όχι· οπωσδήποτε θέλω να μάθω)» [Γέν. 18,21]. Αν όμως έμαθες και εξέτασες και είδες, περίμενε τον κριτή· μην προαρπάξεις τη θέση του Χριστού. Εκείνου έργο είναι να εξετάζει αυτά, όχι
δικό σου. Εσύ είσαι έσχατος δούλος, όχι Δεσπότης. Εσύ είσαι πρόβατο· μην
εξετάζεις τον ποιμένα, για να μη δώσεις
λόγο και γι' αυτά για τα οποία κατηγορείς εκείνον. «Και πώς», λέγει ίσως κάποιος, «εμένα
μου λέγει ο ιερέας να κάνω πράξεις αγαθές, ενώ αυτός δεν κάνει;» Δεν σου το λέγει αυτός· αν πείθεσαι σε αυτόν, δεν έχεις μισθό· ο Χριστός
σου τα παραγγέλλει αυτά. Και τι λέγω;
Ούτε στον Παύλο πρέπει να υπακούς, αν λέγει κάτι δικό του, αν λέγει κάτι
ανθρώπινο, αλλά στον απόστολο που έχει μέσα του τον Χριστό που ομιλεί μέσω
αυτού.
Ας
μην κρίνουμε τα ξένα, αλλά καθένας τα δικά του· εξέτασε τη ζωή σου. «Αλλά», λέγει ίσως κάποιος, «εκείνος οφείλει να είναι καλύτερος από εμένα».
Γιατί; Γιατί είναι ιερέας. Και τι δεν έχει περισσότερο από εσένα; Δεν έχει τους
μόχθους; Δεν έχει τους κινδύνους; Δεν έχει την αγωνία; Δεν έχει την ταλαιπωρία;
Έχοντας λοιπόν αυτά, πώς δεν είναι καλύτερος από σένα; Κι αν δεν είναι
καλύτερος, πες μου, άραγε πρέπει εσύ να καταστρέψεις τον εαυτό σου; Αυτά τα
λόγια είναι ανόητα. Από πού έβγαλες το συμπέρασμα ότι δεν είναι καλύτερος από
σένα; «Αν κλέβει», λέγει, «ιεροσυλεί». Από πού το γνωρίζεις,
άνθρωπε; Γιατί σπρώχνεις τον εαυτό σου στον γκρεμό;
Κι
εσύ βέβαια, αν σου πει κάποιος ότι ο τάδε έχει πορφύρα, και αν ακόμη το
γνωρίζεις, κλείνεις τα αυτιά σου, και αν είσαι σε θέση να τον ελέγξεις, αμέσως
το υπερπηδάς και προσποιείσαι ότι δεν γνωρίζεις, μη θέλοντας να φορτωθείς περιττό κίνδυνο· εδώ όμως όχι μόνο δεν το
υπερπηδάς, αλλά και φορτώνεσαι περιττό κίνδυνο. Αυτά τα λόγια δεν είναι κάτι
για το οποίο δεν θα ζητηθεί ευθύνη κατά την ημέρα της Κρίσεως· γιατί άκουε τον
Χριστό που λέγει: «λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν
λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως (:Για να καταλάβετε λοιπόν πόσο αυστηρά θα
κριθείτε για τα βλάσφημα και συκοφαντικά σας λόγια, σας λέω ότι για κάθε λόγο
περιττό και ανώφελο που τυχόν θα πουν οι άνθρωποι, θα δώσουν λόγο γι’ αυτόν την
ημέρα της κρίσεως)» [Ματθ.12,36].
Πράγματι
λοιπόν νομίζεις ότι είσαι καλύτερος από κάποιον και δεν στενάζεις, ούτε χτυπάς
το στήθος σου, ούτε σκύβεις κάτω, ούτε μιμείσαι τον τελώνη; Λοιπόν έχασες τον
εαυτό σου, και αν ακόμη είσαι καλύτερος. Είσαι
καλύτερος; Σιώπα, για να μένεις καλύτερος· αν όμως μιλήσεις, έχασες το παν.
Αν νομίσεις ότι είσαι καλύτερος, δεν είσαι, αν δεν νομίσεις, πολύ πρόσθεσες. Αν
δηλαδή εκείνος ο τελώνης που ήταν αμαρτωλός, επειδή το ομολόγησε, κατέβηκε από
τον ναό δικαιωμένος, αυτός που δεν είναι πολύ αμαρτωλός, αλλά είναι πεπεισμένος
ότι είναι τέτοιος, τι δεν θα κερδίσει;
Εξέτασε τη ζωή σου. Δεν κλέβεις, αλλά
αρπάζεις, αλλά βιάζεις, αλλά μύρια άλλα τέτοια κάνεις. Αναφέρω την κλοπή όχι
επαινώντας την, μακριά μια τέτοια σκέψη, αλλά είναι άξιος και πολλών δακρύων αν
τυχόν κάποιος είναι τέτοιος· γιατί δεν πείθομαι. Το πόσο κακό είναι η ιεροσυλία, δεν είναι δυνατό να το πω· αλλά σέβομαι
εσάς· γιατί δεν θέλω να μειώνεται η δική σας αρετή με το να κατηγορώ άλλους.
Πες μου τι υπάρχει χειρότερο από τον τελώνη; Ήταν αλήθεια ότι και τελώνης ήταν
και ένοχος μυρίων κακών· και όμως· και μόνο με το να πει ο Φαρισαίος ότι «ὁ Θεός, εὐχαριστῶ
σοι ὅτι οὐκ εἰμὶ ὥσπερ οἱ λοιποὶ τῶν ἀνθρώπων, ἅρπαγες, ἄδικοι, μοιχοί, ἢ καὶ ὡς
οὗτος ὁ τελώνης (:Σε
ευχαριστώ, Θεέ μου, διότι δεν είμαι σαν τους άλλους ανθρώπους, που είναι
άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, ή και σαν αυτόν εκεί τον τελώνη. Ενώ δηλαδή όλοι οι
άλλοι είναι ένοχοι και αξιοκατάκριτοι, εγώ είμαι ο μόνος ανένοχος. Σε ευχαριστώ
λοιπόν, διότι δεν βλέπω στον εαυτό μου τις τόσες κακίες που έχουν οι άλλοι)»
[Λουκ. 18,11], έχασε τα πάντα.
Εσύ λες για τον ιερέα ότι «δεν είμαι όπως αυτός ο ιερόσυλος» και
δεν χάνεις τα πάντα; Αναγκάζομαι να τα λέγω αυτά και να εξετάζω αυτό το θέμα,
όχι επειδή με ενδιαφέρει τόσο για εκείνους, αλλά επειδή φοβάμαι για σας, μην τυχόν χάσετε την αρετή σας με αυτήν την
καύχηση, με την κατάκριση. Γιατί άκουε τον Παύλο που προτρέπει και λέγει: «Τὸ δὲ ἔργον ἑαυτοῦ
δοκιμαζέτω ἕκαστος, καὶ τότε εἰς ἑαυτὸν μόνον τὸ καύχημα ἕξει καὶ οὐκ εἰς τὸν ἕτερον
(:για να μην καταντά λοιπόν κανείς σε
τέτοιο απατηλό και ψεύτικο φρόνημα για τον εαυτό του, ας εξετάζει καλά ο καθένας τα έργα του αν είναι σύμφωνα με το θέλημα
του Θεού, και τότε όταν τα βρει πράγματι θεάρεστα, θα έχει τον λόγο της
καυχήσεώς του μόνο στον εαυτό του και όχι στις ελλείψεις του άλλου)» [Γαλ. 6,4].
Πες μου, αν πας σε ιατρείο έχοντας τραύμα,
δεν αφήνεις να σου βάλει φάρμακο και να θεραπεύσει την πληγή ο γιατρός, αλλά
εξετάζεις αν αυτός έχει πληγή ή δεν έχει; Κι αν έχει, φροντίζεις για τη δική
σου την πληγή; Ή επειδή εκείνος έχει πληγή, δεν θεραπεύεις τη δική σου και λες
«έπρεπε αυτό, αφού είναι γιατρός, να
είναι υγιής, επειδή όμως δεν είναι αυτός υγιής, ενώ είναι γιατρός, αφήνω και
εγώ την πληγή μου αθεράπευτη»; Μήπως λοιπόν αν ο ιερέας είναι κακός, θα
είναι αυτό παρηγοριά για τον αρχόμενο; Καθόλου, αλλά εκείνος βέβαια θα υποστεί την ορισμένη τιμωρία, θα υποστείς όμως και
εσύ την οφειλόμενη και πρέπουσα· καθόσον ο δάσκαλος αναπληρώνει μόνο τη
θέση. Γιατί λέγει: «ἔστι
γεγραμμένον ἐν τοῖς προφήταις· καὶ ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ. πᾶς ὁ ἀκούων
παρὰ τοῦ πατρὸς καὶ μαθὼν ἔρχεται πρός με (:Κοντά μου έρχονται μόνο εκείνοι που ελκύονται από τον Πατέρα μου.
Αυτό άλλωστε έχει προφητευθεί στην Αγία Γραφή. Είναι γραμμένο στα προφητικά
βιβλία το εξής: “Όλοι όσοι θα
ακολουθήσουν τον Μεσσία θα έχουν διδαχθεί από τον ίδιο τον Θεό”. Καθένας
που ακούει την εσωτερική πρόσκληση του Πατρός μου και δέχεται τον φωτισμό ώστε
να κατανοήσει αυτά που ο Πατέρας μου τον διδάσκει, έρχεται κοντά μου)» [Ιω.
6,45, Ησ. 54,13 , Ιερ. 31,34]. Για ποιο λόγο λοιπόν; λέγει, κάθεται μπροστά από
όλους; Για ποιο λόγο προΐσταται; Ας μην κακολογούμε, παρακαλώ, τους δασκάλους,
ούτε να τους εξετάζουμε σχολαστικά, για να μη βλάψουμε τους εαυτούς μας. Ας εξετάζουμε τα δικά μας κι ας μην πούμε
κακό για κανέναν.
Ας σεβαστούμε εκείνη την ημέρα κατά την
οποία μας φώτισε. Αν έχει κάποιος πατέρα, κι αν ακόμα αυτός έχει μύρια κακά,
όλα τα καλύπτει. Γιατί λέγει «μὴ δοξάζου ἐν ἀτιμίᾳ πατρός σου, οὐ γάρ ἐστί
σοι δόξα πατρὸς ἀτιμία (:μην
επιδιώκεις να δοξαστείς με τη δυσφήμηση του πατρός σου· διότι δεν είναι δυνατόν
η ανυποληψία του πατρός σου να είναι δική σου δόξα)» [Σοφ. Σειρ. 3,10]. Κι αν του λείπει η σύνεση, συγχώρα τον. Αν
λοιπόν για τους σαρκικούς μας πατέρες πρέπει να τα λέμε αυτά, πολύ περισσότερο
για τους πνευματικούς. Σεβάσου το ότι καθημερινά
σε υπηρετεί· σε οδηγεί στην ανάγνωση των Γραφών· για σένα στολίζει τον οίκο του
Θεού· για σένα αγρυπνεί· για σένα προσεύχεται· για σένα στέκεται και παρακαλεί
τον Θεό· για σένα κάνει ολονύκτιες παρακλήσεις· για σένα είναι σε αυτόν όλη η
θρησκεία. Σεβάσου όλα αυτά· σκέψου αυτά· πλησίασε με κάθε ευλάβεια.
Πες
μου, είναι φαύλος; Και τι με αυτό; Μήπως αυτός που δεν είναι φαύλος αυτός σου
χαρίζει τα μεγάλα αγαθά; Καθόλου. Το παν
γίνεται ανάλογα με τη δική σου πίστη. Ούτε ο δίκαιος θα σε ωφελήσει σε
κάτι, εφόσον εσύ δεν είσαι πιστός, ούτε ο φαύλος θα σε βλάψει σε κάτι, εφόσον
εσύ είσαι πιστός. Μέσω των βοδιών ενέργησε ο Θεός στην κιβωτό, όταν ήθελε να
σώσει τον λαό. Μήπως δηλαδή η ζωή του ιερέα, μήπως η αρετή του συμβάλλει τόσο
πολύ; Αυτά που χαρίζει ο Θεός δεν είναι τέτοια, ώστε να συντελούνται από την
αρετή του ιερέα· το παν οφείλεται στη
χάρη του Θεού· αυτού έργο είναι να ανοίξει μόνο το στόμα, το παν όμως ο Θεός το
εργάζεται· αυτός γίνεται μόνο το σύμβολο.
Σκέψου πόση είναι η απόσταση του Ιωάννη
και του Ιησού· άκουε τον Ιωάννη που λέγει: «ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ
πρός με; (:εγώ έχω
ανάγκη να βαπτιστώ από σένα τον αναμάρτητο, κι Εσύ έρχεσαι σε μένα για να δεχθείς το
βάπτισμα;)» [Ματθ. 3,14] και: «αὐτός ἐστιν ὁ ὀπίσω μου ἐρχόμενος, ὃς ἔμπροσθέν
μου γέγονεν, οὗ ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἄξιος ἵνα λύσω αὐτοῦ τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος (:Αυτός έρχεται και θα εμφανιστεί στη
δημόσια δράση ύστερα από εμένα˙ αλλά είναι ασυγκρίτως λαμπρότερος και
ενδοξότερος και υπήρχε πολύ πιο πριν από μένα ως προαιώνιος Λόγος του Θεού.
Αυτόν έβλεπαν και προεκήρυτταν οι πατριάρχες και οι προφήτες. Μπροστά Του εγώ
δεν είμαι άξιος ούτε ως ο τελευταίος δούλος να λύσω το λουρί από το υπόδημά Του)»
[Ιω. 1,27].
Αλλά όμως αν και ήταν τόσο μεγάλη η
απόσταση, και Πνεύμα κατέβηκε, που δεν το είχε ο Ιωάννης. Γιατί λέγει: «Καὶ ἐκ τοῦ
πληρώματος αὐτοῦ ἡμεῖς πάντες ἐλάβομεν, καὶ χάριν ἀντὶ χάριτος (:Από τον ανεξάντλητο πλούτο της
τελειότητας και των δωρεών Του πήραμε όλοι εμείς. Πήραμε τη μία χάρη πάνω στην
άλλη. Μετά τη χάρη της αφέσεως των αμαρτιών μας λάβαμε και τη χάρη της
υιοθεσίας και της μακαρίας ζωής. Και ολοένα δεχόμαστε νέα υπεράφθονη χάρη πάνω
σε εκείνη που προηγουμένως λάβαμε)» [Ιω.1,16]. Αλλά όμως, προτού βαπτιστεί,
δεν κατέβηκε το Πνεύμα· ούτε δηλαδή ο Ιωάννης έκανε αυτό να κατεβεί. Γιατί
λοιπόν γίνεται αυτό; Για να μάθεις ότι ο
ιερέας είναι απλώς σύμβολο. Κανένας από τους ανθρώπους δεν βρίσκεται σε
τόσο μεγάλη απόσταση από άνθρωπο, όσο ο Ιωάννης από τον Ιησού· αλλά όμως το
Πνεύμα κατήλθε σε αυτόν, για να μάθεις ότι το
παν ο Θεός το εργάζεται, ότι το παν ο Θεός το κάνει.
Θέλω κάτι παράξενο να σας πω· μην
απορήσετε, ούτε να ταραχτείτε. Ποιο είναι λοιπόν αυτό; Η προσφορά είναι η ίδια,
είτε την προσφέρει ο τυχών, είτε ο Παύλος, είτε ο Πέτρος· είναι η ίδια εκείνη
που ο Χριστός έδωσε στους μαθητές Του, και αυτήν την ίδια προσφέρουν οι
σημερινοί ιερείς· αυτή δεν είναι καθόλου κατώτερη εκείνης, γιατί και αυτήν δεν
την αγιάζουν άνθρωποι, αλλά εκείνος που αγίασε και εκείνην. Όπως ακριβώς τα λόγια
που είπε ο Θεός είναι τα ίδια με αυτά που και σήμερα λέγει ο ιερέας, έτσι και η
προσφορά είναι η ίδια, και το βάπτισμα που μας παρέδωσε. Έτσι το παν είναι της
πίστεως. Χορηγήθηκε αμέσως το Πνεύμα στον Κορνήλιο, επειδή προηγουμένως
πρόσφερε όσα εξαρτιόνταν από αυτόν και μαζί πρόσφερε και την πίστη του. Και αυτό λοιπόν σώμα είναι και εκείνο· αυτός
που νομίζει ότι αυτό είναι κατώτερο από εκείνο, δεν γνωρίζει ότι ο Χριστός
είναι και τώρα παρών και ότι και τώρα ενεργεί.
Γνωρίζοντας λοιπόν αυτά (καθόσον όλα αυτά
δεν σας τα είπαμε άσκοπα, αλλά για να διορθώσουμε τη γνώμη σας και να σας
κάνουμε πιο ασφαλείς στο εξής), φυλάξτε καλά αυτά που λέχτηκαν. Αν όμως πάντα
ακούμε, ποτέ όμως δεν πράττουμε αυτά που ακούμε, δεν θα έχουμε κανένα όφελος
από τα λεγόμενα. Ας προσέχουμε λοιπόν αυτά με ακρίβεια, ας προσέχουμε με
επιμέλεια αυτά που λέχτηκαν· ας τα καταγράψουμε στο μυαλό μας, ας τα έχουμε
παντού χαραγμένα στη συνείδησή μας, και ας δοξάζουμε διαρκώς τον Πατέρα και τον
Υιό και το Άγιο Πνεύμα.
«Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας,
ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ (:Ως υπόδειγμα και τύπο υγιούς
διδασκαλίας, απαλλαγμένης από την αρρώστια της πλάνης, να κρατάς γερά τους
λόγους που άκουσες από εμένα. Αυτοί οι
λόγοι αναφέρονται στην πίστη και την αγάπη που αποκτούμε οι πιστοί όταν είμαστε
ενωμένοι με τον Ιησού Χριστό). Τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν (:τον καλό και πολύτιμο θησαυρό της
ευαγγελικής διδασκαλίας που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός φύλαξέ τον με την ενίσχυση
και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατοικεί μέσα μας). Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες
οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης (:Μη μιμείσαι αυτούς που με
εγκατέλειψαν. Γνωρίζεις ότι με εγκατέλειψαν και με αποστράφηκαν όλοι αυτοί που
τώρα είναι στην Ασία, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Φύγελλος και ο
Ερμογένης). Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ονησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν
μου οὐκ ἐπαισχύνθη, (:Ο Κύριος να δώσει το έλεός Του στην οικογένεια του Ονησιφόρου,
διότι πολλές φορές μου έδωσε αναψυχή και ανακούφιση και δεν ντράπηκε την
αλυσίδα με την οποία είμαι δεμένος), ἀλλὰ γενόμενος ἐν Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ εὗρε· (:αλλά ήλθε ο
ίδιος στη Ρώμη και με μεγάλο ενδιαφέρον και προθυμία με αναζήτησε και με βρήκε)
δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν
ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ
γινώσκεις
(:ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός να του δώσει να βρει έλεος από τον Κύριο και
Πατέρα την ημέρα εκείνη της δευτέρας παρουσίας. Αλλά και πόσο μας βοήθησε και
μας υπηρέτησε στην Έφεσο, εσύ το ξέρεις καλύτερα)» [Β΄Τιμ. 1,13-18].
Όχι μόνο με τα γράμματα ο Παύλος δείχνει
στον μαθητή του τον Τιμόθεο αυτά που πρέπει να πράττει, αλλά ακόμα και με τα λόγια. Κι αυτό και αλλού σε
πολλά σημεία το δήλωσε, λέγοντας: «῎Αρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις
ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν (:Άρα λοιπόν, αδελφοί, σύμφωνα με όσα σας
είπαμε, να μένετε αμετακίνητοι και να κρατάτε τις παραδόσεις που διδαχθήκατε είτε με τον προφορικό μας λόγο είτε με
επιστολή μας)» [Β΄Θεσ. 2,15], πολύ περισσότερο όμως εδώ. Μη λοιπόν
νομίσουμε ότι η διδασκαλία τού παραδόθηκε ελλιπής· γιατί πολλά του τα παρέδωσε και άγραφα· και αυτά λοιπόν υπενθυμίζοντάς
του έλεγε: «ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ' ἐμοῦ ἤκουσας (:ως υπόδειγμα και τύπο υγιούς διδασκαλίας,
απαλλαγμένης από την αρρώστια της πλάνης, να κρατάς γερά τους λόγους που
άκουσες από εμένα)» [Β΄Τιμ. 1,13].
Τι σημαίνει όμως αυτό που λέγει; «Όπως ακριβώς συμβαίνει με τους ζωγράφους,
λέγει, «σου εντύπωσα την εικόνα της
αρετής και όλων εκείνων που είναι αρεστά στον Θεό, βάζοντάς τα μέσα στην ψυχή σου σαν κάποιο κανόνα και αρχέτυπο και όρους.
Αυτά λοιπόν φύλαγε· κι αν χρειαστεί να
αποφασίσεις κάτι είτε περί πίστεως είτε περί αγάπης είτε περί σωφροσύνης,
παίρνε από εκεί τα παραδείγματα· δεν θα σου χρειαστεί να αναζητήσεις εικόνα
από άλλους· εκεί όλα βρίσκονται».
«Τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον (:Τον καλό και πολύτιμο θησαυρό της ευαγγελικής
διδασκαλίας που σου εμπιστεύθηκε ο Θεός φύλαξέ τον)». Πώς; «διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος
ἐν ἡμῖν (:με την ενίσχυση
και τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, το οποίο κατοικεί μέσα μας)» [Β΄Τιμ. 1,14].
Γιατί δεν είναι έργο ανθρώπινης ψυχής,
ούτε δυνάμεως, ώστε να μπορέσει να φυλάξει τα τόσα που του εμπιστεύθηκε.
Γιατί; Γιατί οι ληστές είναι πολλοί, το σκότος είναι βαθύ· ο διάβολος ακόμη
στέκεται άγρυπνος και στήνει παγίδες. Δεν γνωρίζουμε ποια ώρα και ποιον καιρό
επιτίθεται. «Πώς λοιπόν», αναρωτιέται
ίσως κάποιος, «θα μπορέσουμε να
επαρκέσουμε για τη φύλαξή της;».
Με τη βοήθεια του αγίου Πνεύματος, δηλαδή
εάν έχουμε μέσα μας το Πνεύμα· αν
δεν διώξουμε τη χάρη, θα μένει μέσα μας. Γιατί, «ἐὰν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν
οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐὰν μὴ Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων (:εάν ο ίδιος ο Κύριος δεν οικοδομήσει και
δεν ευδοκήσει στην ανοικοδόμηση ενός οίκου, ματαίως κοπίασαν όσοι τον
οικοδομούσαν. Εάν ο ίδιος ο Κύριος δεν φυλάξει μία πόλη, ματαίως αγρύπνησαν οι
φρουροί της)» [Ψαλμ.126,1]. Αυτό είναι για μας τείχος,
Αυτό φρούριο, Αυτό καταφύγιο. Αν λοιπόν κατοικεί μέσα μας Αυτό και μας
φυλάσσει, ποια ανάγκη υπάρχει εντολής; «Για
να Το κατέχουμε», λέγει, «για να Το
φυλάσσουμε και να μην Το διώχνουμε με τις φαύλες πράξεις μας».
Έπειτα αναφέρει τους πειρασμούς, όχι με σκοπό
να καταβάλει τον μαθητή, αλλά να τον διεγείρει, ώστε, αν κάποτε και αυτός
περιπέσει σε αυτούς, να μην ξαφνιαστεί, έχοντας στραμμένα τα μάτια του στον
δάσκαλο και ενθυμούμενος όλα όσα συνέβησαν σε αυτόν.Τι λοιπόν λέγει; Επειδή
ήταν φυσικό όταν τον συνέλαβαν να εγκαταλειφτεί και να μην απολαύσει καμία
φιλανθρωπία, ούτε ενίσχυση ούτε βοήθεια, αλλά να προδοθεί και από αυτούς ακόμη
τους πιστούς και φίλους, άκου τι λέγει: «Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν
τῇ ᾿Ασίᾳ (:Μη μιμείσαι
αυτούς που με εγκατέλειψαν. Γνωρίζεις ότι με εγκατέλειψαν και με αποστράφηκαν
όλοι αυτοί που τώρα είναι στην Ασία)» [Β΄Τιμ. 1,15]. Ήταν φυσικό να υπήρχαν τότε στη Ρώμη πολλοί από τα μέρη της Ασίας·
«αλλά κανένας δεν μου παραστάθηκε»,
λέγει, «κανένας δεν με γνώρισε, όλοι
αποξενώθηκαν».
Και πρόσεχε τη φιλόσοφη ψυχή του. Ανάφερε μόνο το γεγονός, δεν τους
καταράστηκε· αλλά αυτόν που έπραξε
αυτό και τον επαίνεσε και ευχήθηκε γι΄αυτόν μύρια αγαθά, όμως εκείνους δεν τους
καταράστηκε, αλλά τι λέγει: «ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης. (:ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Φύγελλος και ο Ερμογένης). δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ονησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις
με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, (:Ο Κύριος να δώσει το
έλεός Του στην οικογένεια του Ονησιφόρου, διότι πολλές φορές μου έδωσε αναψυχή
και ανακούφιση και δεν ντράπηκε την αλυσίδα με την οποία είμαι δεμένος), ἀλλὰ γενόμενος ἐν Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ
εὗρε· (:αλλά ήλθε ο ίδιος στη Ρώμη και με μεγάλο ενδιαφέρον και προθυμία
με αναζήτησε και με βρήκε)», λέγει. Βλέπε πως παντού αναφέρει την ντροπή, όχι τον κίνδυνο, ώστε να μη φοβηθεί ο
Τιμόθεος, αν και το πράγμα ήταν γεμάτο από κινδύνους· γιατί προσέκρουσε
τότε στον Νέρωνα, επειδή σχετίστηκε με κάποιον του περιβάλλοντός του. «Αλλά όταν ήρθε στη Ρώμη», λέγει, «όχι μόνον δεν απέφυγε τη συνάντησή μου, αλλά
και «με αναζήτησε και με βρήκε». «Δῴη αὐτῷ ὁ
Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε,
βέλτιον σὺ γινώσκεις (:ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός να του δώσει να
βρει έλεος από τον Κύριο και Πατέρα την ημέρα εκείνη της δευτέρας παρουσίας.
Αλλά και πόσο μας βοήθησε και μας υπηρέτησε στην Έφεσο, εσύ το ξέρεις καλύτερα)»
[Β΄Τιμ. 1,18].
Τέτοιοι
πρέπει να είναι οι πιστοί· ούτε από φόβο να εμποδίζονται, ούτε από απειλή, ούτε
από ντροπή, αλλά να βοηθιούνται μεταξύ τους, όπως στον πόλεμο συμπαρίστανται
και βοηθούν ο ένας τον άλλο. Γιατί δεν
προσφέρουν χάρη τόσο σε αυτούς που κινδυνεύουν, όσο στους εαυτούς τους,
κάνοντας τους εαυτούς τους κοινωνούς στα στεφάνια που οφείλονται σε εκείνους,
με το να τους συμπαρίστανται στις δυσκολίες τους. Για παράδειγμα: περιήλθε
κάποιος από τους αφιερωμένους στον Θεό σε θλίψη, υποφέροντας πολλά δεινά και
αγωνιζόμενος με πολλή καρτερία. Εσύ δεν ελκύστηκες ακόμη σε αυτόν τον αγώνα·
σου είναι δυνατόν αν θα ήθελες, και χωρίς να μπεις στο στάδιο να γίνεις μέτοχος
στα στεφάνια που του επιφυλάσσονται, ερχόμενος κοντά του, παροτρύνοντάς τον,
προτρέποντάς τον και ενισχύοντάς τον.
Και ότι αυτό έτσι έχει, άκουσε τι λέγει
αλλού γράφοντας: «πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει (:ενώ όμως γνωρίζω να υποφέρω τη στέρηση,
εσείς κάνατε πράξη καλή και αξιέπαινη που μου συμπαρασταθήκατε και γίνατε
συμμέτοχοι στη θλίψη μου)» [Φιλιπ. 4,14] · και πάλι: «ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς
τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε (:διότι
ακόμη και στη Θεσσαλονίκη και μία και δύο φορές, μου στείλατε βοηθήματα για τις
ανάγκες μου)» [Φιλιπ. 4,16]. Και πώς οι απόντες συμμετείχαν στη θλίψη
εκείνου που δεν ήταν παρών; Πώς; «Γιατί
μου στείλατε», λέγει, «μία και δύο
φορές βοήθεια στις ανάγκες μου». Και μιλώντας πάλι για τον Επαφρόδιτο
λέγει: «ὅτι
διὰ τὸ ἔργον τοῦ Χριστοῦ μέχρι θανάτου ἤγγισε, παραβουλευσάμενος τῇ ψυχῇ, ἵνα ἀναπληρώσῃ
τὸ ὑμῶν ὑστέρημα τῆς πρός με λειτουργίας (:και είναι πράγματι ο Επαφρόδιτος άξιος τιμής, διότι για το έργο του
Χριστού έφτασε κοντά στον θάνατο και εξέθεσε στον έσχατο κίνδυνο τη ζωή του ,
για να αναπληρώσει εκείνο που δεν μπορούσατε να κάνετε εσείς· διότι όταν εσείς
δεν μπορούσατε να με υπηρετήσετε, σας αντιπροσώπευσε αυτός και έφερε εκ μέρους
σας στη Ρώμη την δωρεά σας, η οποία ήταν θυσία ιερή προς τον Θεό)» [Φιλιπ. 2,30].
Όπως ακριβώς δηλαδή στην περίπτωση των
βασιλέων τιμώνται όχι μόνο όσοι πολεμούν, αλλά και εκείνοι που φυλάγουν τις
στρατιωτικές αποσκευές, και όχι απλώς τιμώνται, αλλά πολλές φορές απόλαυσαν και
τα ίδια δώρα, αν και βέβαια δεν μάτωσαν ούτε τα χέρια τους ούτε ζώστηκαν όπλα,
αλλά ούτε είδαν καθόλου την εχθρική παράταξη, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει
σε αυτές τις θλίψεις. Γιατί αυτός που
βοηθάει τον αθλητή που λιώνει από την πείνα, αυτός που προσφέρει όλη την άλλη
υπηρεσία, τιμάται εξίσου με τον αθλητή.
Μη μου σκεφτείς σαν αθλητή τον Παύλο, τον
ακαταμάχητο και ακαταγώνιστο, αλλά κάποιον άλλον από τους πολλούς, που δεν θα
παρατασσόταν, δεν θα αγωνιζόταν αν δεν συνέβαινε να έχει μεγάλη παρηγοριά,
μεγάλη παράκληση. Ώστε αυτοί που ήταν έξω από τον αγώνα και έγιναν αίτιοι της
νίκης γι΄ αυτόν που μπήκε στους αγώνες,
αυτοί θα μπορούσαν να γίνουν μέτοχοι των στεφάνων που επιφυλάσσονται για τη
νίκη. Και τι το θαυμαστό εάν κάποιος αξιώνεται τα ίδια, συμμετέχοντας στους
αγώνες με εκείνους που ακόμη ζουν και αγωνίζονται; Καθόσον βέβαια είναι δυνατό να επικοινωνείς και μετά τον θάνατό τους με αυτούς
που απήλθαν που ήδη είναι πεθαμένοι, που είναι στεφανωμένοι και που δεν έχουν
καμία ανάγκη· γιατί άκουε τον Παύλο που λέγει: «να συμμετέχουμε στις μνήμες των αγίων». «Και πώς», αναρωτιέται ίσως κάποιος, «μπορούμε να συμμετέχουμε;» Όταν θαυμάσεις τον άντρα, όταν κάνεις
κάτι από αυτά για τα οποία εκείνος στεφανώθηκε, είναι φανερό ότι έλαβες μέρος
μαζί με αυτόν στα αθλήματα και τα στεφάνια.
«Δῴη
αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ (:Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός να
του δώσει να βρει έλεος από τον Κύριο και Πατέρα την ημέρα εκείνη της δευτέρας
παρουσίας)»,
λέγει [Β΄Τιμ. 1,18]. «Με ελέησε»,
λέγει· λοιπόν θα έχει την ανταπόδοση
κατά τη φοβερή εκείνη και φρικτή ημέρα, οπότε θα έχουμε ανάγκη από πολύ έλεος.
«Είθε να αξιώσει», λέγει, «ο Κύριος σε αυτόν να βρει έλεος από τον
Κύριο». Δύο Κύριοι υπάρχουν; Καθόλου, αλλά σε μας ένας Κύριος Ιησούς Χριστός υπάρχει και ένας Θεός. Εδώ
εκείνοι που πάσχουν από την αρρώστια του Μαρκίωνα επιτίθενται εναντίον αυτού
που λέχθηκε. Αλλά ας μάθουν ότι αυτό συνηθίζεται στη Γραφή, και σε πολλά σημεία
είναι δυνατό να βρεις να χρησιμοποιεί αυτή τη συνήθεια η Γραφή, όπως όταν
λέγει: «Εἶπεν
ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου· κάθου ἐκ δεξιῶν μου, ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον
τῶν ποδῶν σου (:Είπε ο Κύριος και Θεός μου προς τον Κύριο
και Θεό μου, προς τον Μεσσία: “Κάθισε στα δεξιά του θρόνου μου και εγώ θα
θέσω όλους τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδών σου”)» [Ψαλμ. 109,1]· και
πάλι: «Εἶπα
τῷ Κυρίῳ· Κύριός μου εἶ σύ, ὅτι τῶν ἀγαθῶν μου οὐ χρείαν ἔχεις (:Είπα μέσω της προσευχής προς Εσένα τον
Κύριο· “Εσύ είσαι ο Κύριός μου και Εσύ ως ανενδεής, που είσαι, δεν έχεις ανάγκη
από τα δικά μου υλικά αγαθά”)» [Ψαλμ. 15,2]· και αλλού: [Γέν. 19,24: «καὶ
Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμοῤῥα θεῖον, καὶ πῦρ παρὰ Κυρίου ἐξ οὐρανοῦ (:Και τότε ο Κύριος έβρεξε επάνω στα Σόδομα
και Γόμορρα θειάφι και έριξε από τον ουρανό φωτιά από τον Κύριο)»]. Αυτό εκφράζει πρόσωπα ομοούσια, χωρίς να διαιρεί
τη φύση· αυτό το λέγει όχι για να σκεφτούμε δύο ουσίες που διαφέρουν μεταξύ
τους, αλλά δύο πρόσωπα που είναι της ίδιας ουσίας το καθένα.
Πρόσεχε όμως και πώς είπε: «είθε να δώσει σε αυτόν ο Κύριος». Ποιο
είναι αυτό; Όχι άλλο, αλλά το έλεος.
Επειδή αυτός βρήκε έλεος από τον Ονησιφόρο, εύχεται και αυτός να βρει το ίδιο
από τον Θεό. Αν λοιπόν ο Ονησιφόρος που ρίχνει τον εαυτό του στους κινδύνους
σώζεται από το έλεος, πολύ περισσότερο εμείς. Γιατί είναι φοβερές οι ευθύνες,
φοβερές και έχουν ανάγκη από πολλή φιλανθρωπία, ώστε να μην ακούσουμε εκείνον
τον φρικτό λόγο: «ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν (:Φύγετε μακριά μου εσείς που εργαζόσασταν
την ανομία, διότι τα χαρίσματά μου τα χρησιμοποιήσατε όχι για τη δική μου δόξα,
αλλά σύμφωνα με τα δικά σας θελήματα και τους εγωιστικούς σας σκοπούς)» [Ματθ. 7,23]· ώστε να μην ακούσουμε πάλι εκείνο το φοβερό: «Πορεύεσθε ἀπ᾿
ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις
αὐτοῦ (:εσείς που από τα
έργα σας γίνατε καταραμένοι, φύγετε μακριά από μένα στο πυρ το αιώνιο, που έχει
ετοιμαστεί για τον διάβολο και τους αγγέλους του)» [Ματθ. 25,41]· ώστε
να μην ακούσουμε: «καὶ ἐπὶ πᾶσι τούτοις μεταξὺ ἡμῶν καὶ ὑμῶν
χάσμα μέγα ἐστήρικται, ὅπως οἱ θέλοντες διαβῆναι ἔνθεν πρὸς ὑμᾶς μὴ δύνωνται,
μηδὲ οἱ ἐκεῖθεν πρὸς ἡμᾶς διαπερῶσιν (:Κι εκτός απ’ όλα αυτά υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σας μεγάλο χάσμα,
ώστε πολλοί που θέλουν να διαβούν από εδώ σε σας να μην μπορούν, αλλά ούτε κι
όσοι είναι από εκεί να μπορούν να περάσουν απέναντι σε μας)» [Λουκά 16,26]·
ώστε να μην ακούσουμε εκείνο που είναι γεμάτο από φρίκη: «ἄρατε
αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς
τῶν ὀδόντων (:Δέστε τα
χέρια και τα πόδια του και πάρτε τον και ρίξτε τον έξω, στο πιο βαθύ σκοτάδι,
που είναι μακριά από τη βασιλεία του Θεού. Εκεί οι άνθρωποι θα κλαίνε και θα τρίζουν τα δόντια τους)» [Ματθ. 22,13]· ώστε να μην ακούσουμε εκείνο που είναι γεμάτο από πολύ φόβο: «Πονηρὲ δοῦλε
καὶ ὀκνηρέ! (:Κακέ και τεμπέλη δούλε!)» [Ματθ. 25,26].
Πράγματι το δικαστήριο εκείνο είναι πολύ
φρικτό και φοβερό, αν και ο Θεός είναι ήμερος, αν και είναι πράος. Γιατί
ονομάζεται «πατὴρ
τῶν οἰκτιρμῶν καὶ Θεὸς πάσης παρακλήσεως (:Πατέρας και πηγή ελέους και ευσπλαχνίας και Θεός που χορηγεί κάθε
παρηγοριά)» [Β΄Κορ. 1,3], και είναι αγαθός όσο κανείς αγαθός, και είναι
χρηστός και επιεικής και πολυέλεος και
δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού ώσπου να επιστρέψει και να ζήσει αυτός [Ιεζ.18,23:
«Μὴ θελήσει
θελήσω τὸν θάνατον τοῦ ἀνόμου, λέγει Κύριος, ὡς τὸ ἀποστρέψαι αὐτὸν ἐκ τῆς ὁδοῦ
τῆς πονηρᾶς καὶ ζῆν αὐτόν;(:Μήπως
τάχα εγώ θέλω τον θάνατο του αμαρτωλού, λέγει ο Κύριος, όπως και όσο θέλω και
επιθυμώ να απαρνηθεί αυτός τον αμαρτωλό τρόπο της ζωής, να επιστρέψει σε
μετάνοια προς εμένα, για να ζήσει επί μακρόν;)»].
Από πού λοιπόν, από πού είναι γεμάτη με
τόση αγωνία εκείνη η ημέρα; Πύρινος ποταμός κυλάει μπροστά από το πρόσωπό του·
βιβλία των πράξεών μας ανοίγονται· αυτή η ημέρα είναι σαν κλίβανος που καίει·
άγγελοι περιτρέχουν και καμίνια πολλά τοποθετούνται. Πώς λοιπόν είναι
φιλάνθρωπος; Πώς ελεήμονας; Πώς αγαθός; Φιλάνθρωπος
βέβαια είναι και έτσι και μάλιστα από αυτά φαίνεται το μέγεθος της φιλανθρωπίας
Του. Γιατί γι' αυτό τόσο πολύ επισείει τον φόβο, για να διεγερθούμε κάποτε προς
τον πόθο της βασιλείας του παρακινούμενοι έστω και από αυτά.
Πρόσεχε όμως, σε παρακαλώ, πως δεν αναφέρει
απλώς τον Ονησίφορο, αλλά λέγει: «πολλάκις με ἀνέψυξε (:πολλές φορές μου έδωσε αναψυχή και
ανακούφιση)». Σαν ακριβώς κάποιον αθλητή που πιέζεται από αδυναμία και από
θλίψεις τον αναγέννησε, λέγει, και τον ξαναζωντάνεψε. «Καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις (:αλλά και πόσο μας βοήθησε και μας
υπηρέτησε στην Έφεσο, εσύ το ξέρεις καλύτερα)».
«Όχι
μόνο στην Έφεσο», λέγει, «αλλά και
εδώ». Τέτοιος πρέπει να είναι αυτός
που επαγρυπνά και βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση· δεν πρέπει να εργάζεται
μία φορά, ούτε δεύτερη, ούτε τρίτη, αλλά σε όλη τη ζωή του. Γιατί, όπως ακριβώς
το σώμα μας δεν διατηρείται στη ζωή δεχόμενο τροφή μία φορά, αλλά έχει ανάγκη
από καθημερινή τροφή, έτσι και εδώ στην
περίπτωση της ευσέβειας καθημερινά έχουμε ανάγκη από τη βοήθεια των έργων. Έχουμε ανάγκη από πολύ έλεος· άλλωστε για
τα αμαρτήματά μας και ο φιλάνθρωπος Θεός κάνει όλα εκείνα, από τα οποία Αυτός
δεν έχει καθόλου ανάγκη, αλλά όλα τα κάνει για μας. Γι' αυτό όλα μας τα είπε και τα διηγήθηκε,
και όχι μόνο μας τα διηγήθηκε, αλλά και με έργα τα επιβεβαιώνει.
Ήταν βέβαια αξιόπιστος μόνο και από τους
λόγους, αλλά για να μη νομίσει κανείς ότι οι λόγοι Του είναι υπερβολικοί και
απειλητικοί μόνο, προσθέτει και την
επιβεβαίωση με τα έργα. Πώς; Στέλνοντας τις τιμωρίες κατ’ ιδίαν και
ομαδικά. Και για να μάθεις από αυτά τα έργα πώς άλλοτε τιμώρησε τον Φαραώ,
άλλοτε πάλι έστειλε τον κατακλυσμό των υδάτων προξενώντας εκείνη την
καταστροφή, και άλλοτε πάλι προξένησε την καταστροφή εκείνη με φωτιά. Αλλά και
τώρα βλέπουμε πολλούς από τους πονηρούς να τιμωρούνται και να πληρώνουν την
ποινή τους, πράγματα που είναι υποδείγματα της γέενας.
Για να μην είμαστε λοιπόν βυθισμένοι στον
ύπνο, ούτε να δείχνουμε αδιαφορία, ούτε και να ξεχνούμε τους λόγους του, μας
τους υπενθυμίζει με τα έργα του και μας διεγείρει, δείχνοντας εδώ κριτήρια,
δικαστήρια, ευθύνες.
Έπειτα από τους ανθρώπους βέβαια καταβάλλεται τόση φροντίδα για το δίκαιο, ενώ
από μέρους του Θεού που και νομοθέτησε αυτά έπρεπε να μη γίνεται κανένας λόγος
γι' αυτά; Μα πώς τότε θα ήταν δυνατό να γίνουν αυτά πιστευτά; Γιατί και στην
οικία και στην αγορά και παντού είναι δυνατό να δει κανείς δικαστήρια. Στην
οικία ο κύριος κάθε μέρα δικάζει τους δούλους και ζητεί λόγο για τα σφάλματά
τους, και απ’ αυτά άλλα τα τιμωρεί, ενώ άλλα τα συγχωρεί. Στους αγρούς πάλι ο γεωργός
και η γυναίκα δικάζονται καθημερινά· στα πλοία δικάζει ο κυβερνήτης· στα
στρατόπεδα ο στρατηγός τους στρατιώτες· και πολλά θα μπορούσε κανείς να βρει
δικαστήρια· στα επαγγέλματα ο δάσκαλος δικάζει τον μαθητή. Και κατ’ ιδίαν
λοιπόν και δημόσια όλοι δικάζονται αναμεταξύ τους και πουθενά δεν μπορεί να δει
κανείς να παραμελείται η δικαιοσύνη, αλλά όλοι παντού λογοδοτούν.
Έπειτα εδώ βέβαια η αναζήτηση της δικαιοσύνης
είναι σπαρμένη και στην πόλη και στις οικίες και στον καθένα, ενώ εκεί, «ἕνθα
δικαιοσύνης πλήρης ἡ δεξιά τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δικαιοσύνη Αὐτοῦ ὡς ὄρη Θεοῦ (:όπου η δεξιά του Θεού είναι γεμάτη
δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη Του είναι σαν όρη του Θεού)» [Ψαλμ. 35,7], εκεί
έπρεπε να μη γίνεται κανένας λόγος για δικαιοσύνη; Και πώς ο Θεός ο κριτής και
δίκαιος και ισχυρός και μακρόθυμος ανέχεται και δεν απαιτεί τις τιμωρίες; Εδώ
βρίσκεται η αιτία· μακρόθυμος, λέγει, είναι· μακροθυμεί, προσελκύοντάς σε σε
μετάνοια· αν όμως επιμένεις, «κατὰ δὲ τὴν σκληρότητά σου καὶ ἀμετανόητον
καρδίαν θησαυρίζεις σεαυτῷ ὀργὴν ἐν ἡμέρᾳ ὀργῆς καὶ ἀποκαλύψεως καὶ
δικαιοκρισίας τοῦ Θεοῦ (:και
σύμφωνα με τη σκληρότητά σου και την αμετανόητη καρδιά σου, που δεν συγκινείται
από την τόση καλοσύνη του Θεού, μαζεύεις εναντίον του εαυτού σου θησαυρούς
οργής, που θα εξαπολυθούν εναντίον σου την ημέρα που θα ξεσπάσει η θεία οργή
και θα αποκαλυφτεί η δίκαιη κρίση του Θεού;)» [Ρωμ. 2,5].
Αν
λοιπόν είναι δίκαιος, αποδίδει κατά την
αξία και δεν παραβλέπει αυτούς που υποφέρουν χωρίς να τιμωρήσει· γιατί αυτό
είναι γνώρισμα του δικαίου. Αν είναι ισχυρός, ανταποδίδει και μετά θάνατο και κατά την ανάσταση· γιατί αυτό είναι
το γνώρισμα του ισχυρού. Αν δεν ανέχεται επειδή είναι μακρόθυμος, ας μην
ταραχτούμε ούτε να λέμε: «Γιατί δεν
τιμωρεί εδώ;». Γιατί, αν γινόταν
αυτό, θα εξαφανιζόταν προ πολλού το ανθρώπινο γένος, εάν κάθε μέρα μας
τιμωρούσε για τα αμαρτήματά μας. Γιατί δεν
υπάρχει, δεν υπάρχει ημέρα καθαρή από αμαρτήματα, αλλά διαπράττουμε ή κάποιο
μεγάλο ή κάποιο μικρό αμάρτημα. Ώστε δεν
θα προλαβαίναμε να γίνουμε ούτε είκοσι ετών ο καθένας, αν δεν ήταν μεγάλη η
μακροθυμία και η αγαθότητά Του, δίνοντάς
μας μεγάλη προθεσμία για μετάνοια, ώστε να απαλλαγούμε από τις αμαρτίες μας.
Ο καθένας λοιπόν με ορθή συνείδηση, ελέγχοντας τις πράξεις του και στήνοντας στη μέση
όλη τη ζωή του, ας εξετάζει αν δεν είναι άξιος για μύριες τιμωρίες και κολασμούς
και όταν αγανακτεί και λέγει «γιατί δεν
τιμωρείται ο τάδε που διαπράττει άπειρα κακά;», ας σκέπτεται τα δικά του
και θα σταματήσει η αγανάκτησή του. Γιατί εκείνα φαίνονται μεγάλα επειδή
γίνονται σε μεγάλα και φανερά· αν εξετάσει όμως τα δικά του, ίσως τα βρει
περισσότερα.
Γιατί το να αρπάζει κανείς και να είναι
πλεονέκτης είναι όμοιο είτε γίνεται για το χρυσάφι, είτε για τον άργυρο· γιατί
και τα δύο γεννιούνται από την ίδια διάνοια, κι αυτός που αφαιρεί το μικρό, δεν θα παραιτηθεί να αφαιρέσει και
μεγάλο· αν όμως δεν συνέβηκε αυτό, έγινε αυτό όχι εξαιτίας εκείνου, αλλά
από σύμπτωση. Ο φτωχός που αδικεί τον φτωχότερο, δεν θα παρέβλεπε να αδικήσει,
αν βέβαια μπορούσε, και τον πλούσιο, και επομένως αυτό γίνεται από αδυναμία του
και όχι από την αγαθή προαίρεσή του. «Ο
τάδε», λέγει ίσως κάποιος, «άρχει και
αρπάζει τα πράγματα των αρχομένων». Πες μου όμως εσύ δεν άρπαξες; Μη μου
πεις ότι εκείνος αρπάζει τάλαντα χρυσού, ενώ εσύ δέκα οβολούς· γιατί και στην
ελεημοσύνη οι άλλοι έβαλαν χρυσό, ενώ εκείνη δύο λεπτά, και δεν πρόσφερε τίποτε
λιγότερο από εκείνους. Γιατί; Γιατί κρίνεται
η προαίρεση και όχι το πόσο δίνεις.
Έπειτα σχετικά με την ελεημοσύνη έχεις την
αξίωση έτσι να δικάζει ο Θεός, ώστε να μη σε θεωρήσει κατώτερο, εάν καταβάλλεις
δύο λεπτά εξαιτίας της φτώχειάς σου, από εκείνους που κατέβαλαν μύρια τάλαντα
χρυσού, για την πλεονεξία όμως να μη δικάζει έτσι; Και πώς θα μπορούσε αυτό να
δικαιολογηθεί; Όπως εκείνη, ενώ κατέβαλε δύο λεπτά ως προς τη διάθεση δεν προσέφερε
τίποτε λιγότερο, έτσι και εσύ αφαιρώντας δύο λεπτά δεν βρίσκεσαι σε καλύτερη
θέση από εκείνους, αλλά αν πρέπει να πω και κάτι το άξιο θαυμασμού, είσαι
περισσότερο πλεονέκτης από αυτούς. Όπως ακριβώς το ίδιο είναι μοιχός κάποιος,
είτε μοιχεύσει τη γυναίκα του βασιλιά είτε τη γυναίκα του φτωχού, είτε τη
γυναίκα του δούλου, γιατί το αμάρτημα κρίνεται όχι από τη διαφορά των προσώπων,
αλλά από τη μοχθηρία της προαιρέσεως εκείνου που διέπραξε το τόλμημα. Έτσι
λοιπόν και εδώ. Και μάλιστα εγώ θα έλεγα μοιχό πολύ περισσότερο αυτόν που
μοιχεύει την τυχούσα, παρά εκείνον που μοιχεύει την ίδια τη βασίλισσα· γιατί
εκεί ο πλούτος, η ωραιότητα και πολλά άλλα ήταν αυτά που τον παρέσυραν, ενώ εδώ
τίποτε· ώστε αυτός θα ήταν περισσότερο μοιχός. Πάλι θα μπορούσα να ονομάσω
μέθυσο περισσότερο εκείνον που χρησιμοποιεί το άνοστο κρασί· έτσι και πλεονέκτη
θα μπορούσα να ονομάσω αυτόν που δεν περιφρονεί ούτε τα μικρά. Γιατί εκείνος
που αρπάζει τα πολλά ίσως δείξει αδιαφορία για τα μικρά, ενώ αυτός που αφαιρεί
τα μικρά, καθόλου δεν θα περιφρονήσει τα μεγάλα· ώστε αυτός είναι περισσότερο
κλέφτης. Γιατί αυτός που δεν περιφρονεί τον άργυρο, πώς θα ήταν δυνατόν να
περιφρονήσει το χρυσάφι;
Ώστε,
όταν κατηγορούμε τους άρχοντες, ας σκεφτόμαστε τα δικά μας και θα βρούμε τους
εαυτούς μας και κλέφτες και πλεονέκτες και
πολύ περισσότερο από εκείνους, αν τα κρίνουμε αυτά όχι από την πράξη, αλλά από
την προαίρεση, όπως βέβαια και είναι δίκαιο να κρίνουμε. Γιατί πες μου, αν
οδηγηθούν στο δικαστήριο κάποιος που πήρε τα πράγματα του φτωχού και άλλος που
πήρε τα πράγματα του πλουσίου, και οι δυο δεν θα υποστούν την ίδια τιμωρία; Τι
λοιπόν; Ο φονιάς δεν είναι φονιάς το ίδιο είτε σκοτώσει ανάπηρο και φτωχό είτε
πλούσιο και αρτιμελή; Όταν λοιπόν πούμε ότι «ο τάδε άρπαξε το χωράφι του τάδε», ας σκεφτούμε τα δικά μας, και έτσι ούτε τους άλλους θα κατακρίνουμε
και τον Θεό θα θαυμάσουμε για τη μακροθυμία Του και δεν θα αγανακτήσουμε για το
ότι η κρίση Του δεν έρχεται επάνω τους, αλλά και εμείς οι ίδιοι θα γίνουμε
λιγότερο πρόθυμοι για την εκτέλεση του κακού. Γιατί όταν δούμε ότι και
εμείς οι ίδιοι είμαστε υπόλογοι για τα ίδια, καθόλου δεν θα δυσανασχετήσουμε
πλέον, αλλά θα απομακρυνθούμε από τα αμαρτήματά μας και θα επιτύχουμε τα
μέλλοντα αγαθά με τη βοήθεια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας, στον Οποίο μαζί
με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα, η δύναμη και η τιμή, τώρα και
πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια :
Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος