Οι Ορθόδοξες θέσεις του π. Ευθυμίου Τρικαμηνά, για το πότε κάποιος είναι εκτός Εκκλησίας:


Ὁ αἱρετικός θεωρεῖται ἐκτὸς Ἐκκλησίας (καὶ ἄρα χωρὶς μυστήρια) μετὰ τὴν καταδίκη του ἀπὸ Σύνοδο!

«Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν»

ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (2013)
«Θά ἀναφερθῶ ἐν συνεχείᾳ στό κεφάλαιο τῆς κριτικῆς σας μελέτης “Ἡ ἀποτείχισις σέ ἐπίπεδο Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν”.
Στό κεφάλαιο αὐτό δείχνετε, πατέρες (τῆς Ἱ. Μ. Πειραιῶς), ὄχι μόνο μία ἄγνοια βασικῶν θεμάτων, ἀλλά καί μία σύγχυσι σέ σημεῖο πού νά παρεξηγῆτε καί νά παρερμηνεύετε, αὐτά τά ὁποῖα κρίνετε. Γράφετε συγκεκριμένα τά ἑξῆς:
«Εἶναι μεγάλο λάθος αὐτό πού ἀναφέρει (ὁ π. Εὐθύμιος), ὅτι “ὁσάκις μιά Τοπική Ἐκκλησία ἀπεδέχετο δημοσίως καί συνοδικῶς μιά αἵρεση, οἱ ἄλλες Τοπικές Ἐκκλησίες ἀπεσχίζοντο ἀπό αὐτή πρό συνοδικῆς κρίσεως” (σελ. 150). Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίση καί ἀπόφαση. Εἰδικά γιά τήν περίπτωση τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879».
Ἐδῶ κάνετε σύγχυσι μεταξύ τῆς καταδίκης τῆς αἱρέσεως καί τῆς καταδίκης τῶν φορέων της, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἔζησαν μετά ἑκατόν πενῆντα (150) χρόνια. Ὅταν λοιπόν ὑπάρχει καταδίκη τῆς αἱρέσεως, ἀλλά οἱ φορεῖς της εἶναι ἄκριτοι πρέπει κανονικά νά συνέλθη Σύνοδος ἁρμοδία (πχ. ἄν πρόκειται γιά κάποιον Ἐπίσκοπο ἡ τοπική Σύνοδος τῆς ἐπαρχίας, ἄν πρόκειται γιά Πατριάρχη ἤ ὁλόκληρη τοπική Ἐκκλησία, Πανορθόδοξος ἤ Οἰκουμενική) καί νά καταδικάση καί τήν αἵρεσι ἐκ νέου καί τούς φορεῖς της. [σ.σ.: Ἄρα, ὅσοι στὴ Δύση ἀκολουθοῦσαν τὸ αἱρετικὸ Filioque κι ὅσοι κοινωνοῦσαν μαζί τους μέχρι τὸ σχίσμα τοῦ 1054, εἶχαν μυστήρια].

Ἄν πάλι συμβῆ καί καταδικασθῆ μία τοπική Ἐκκλησία ἀπό ἁρμοδία Σύνοδο καί ἀποκοπῆ ἀπό τίς ἄλλες ὡς ἀμετανόητος καί ἐπειδὴ ἀδυνατοῦν οἱ ἄλλες (διά πολιτικούς καί στρατιωτικούς λόγους) νά τοποθετήσουν εἰς αὐτή Ὀρθοδόξους ποιμένες, τότε εἰς αὐτήν τήν κανονικῶς ἀποκοπεῖσα τοπική Ἐκκλησία, δέν χρειάζεται νά κριθοῦν καί νά καταδικασθοῦν οἱ ἑπόμενοι διαδοχικῶς ποιμένες της ὡς αἱρετικοί, διότι, ἐφ’ ὅσον ἀπεκόπη ἐξ ἀρχῆς ἡ τοπική αὐτή Ἐκκλησία ὡς αἱρετική, ἐνεκρώθη (ὅπως π.χ. τό χέρι ὅταν ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα νεκρώνεται) καί ὡς νεκροί δέν δύνανται νά μεταδώσουν τήν χάρι τοῦ ἁγ. Πνεύματος, εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ καί ἄρα κατακεκριμένοι. [σ.σ.: Ἄρα, μετὰ τὸ 1054, ποὺ καταδικάστηκε ἡ Ρώμη Συνοδικά, ἀπὸ τότε ἐνεκρώθη καὶ ἀπὸ τότε δὲν εἶχαν μυστήρια , κι ὄχι ἀπὸ τὸ 879 ποὺ καταδικάστηκε ἡ αἵρεση τοῦ Filioque].
Ἔτσι ἐθεωρήθησαν –μετά τήν ἀποκοπή τους ἀπό τήν Ὀρθοδοξία– οἱ Μονοφυσίτες, καί οἱ Παπικοί –μετά τό σχίσμα. Αὐτά τά ἀναφέρει καί ὁ ἅγ. Νικόδημος ὁ ἁγιορείτης στήν ὑποσημείωσι τῆς ἑρμηνείας τοῦ Α΄ Κανόνος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁμιλώντας μάλιστα γιά τούς σχισματικούς: «Διότι καθώς ἕν μέλος κοπῇ ἀπό τό σῶμα, νεκροῦται παρευθύς μέ τό νά μή μεταδίδεται πλέον εἰς αὐτό ζωτική δύναμις∙ τοιουτοτρόπως καί αὐτοί ἀφ’ οὗ μίαν φοράν ἐσχίσθησαν ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐνεκρώθησαν παρευθύς, καί τήν πνευματικήν χάριν καί ἐνέργειαν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔχασαν, μή μεταδιδομένης ταύτης εἰς αὐτούς διά τῶν ἁφῶν καί συνδέσμων, ἤτοι διά τῆς κατά Πνεῦμα ἑνώσεως».
Ἄρα λοιπόν αὐτά πού γράφετε, ὅτι δηλαδή «εἰδικά γιά τήν περίπτωσι τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, ἡ Συνοδική καταδίκη της, λόγῳ τῆς αἱρετικῆς διδασκαλίας τοῦ Filioque, προϋπῆρχε ἤδη ἀπό τόν 9ο αἰῶνα στή Σύνοδο τοῦ 879» εἶναι λάθος, διότι συγχέετε τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως μέ τήν καταδίκη τῶν μετά ἑκατόν πενῆντα χρόνια αἱρετικῶν. Ἄλλωστε, σύμφωνα μέ τούς Κανόνες, γιά νά καταδικασθῆ κάποιος, πρέπει νά κληθῆ σέ δίκη [σ.σ.: φυσικὰ ὡς μέλος τῆς Ἐκκλησίας στὴν ὁποία ἀνήκει, ἀφοῦ μόνο ὡς μέλος της μπορεῖ νὰ τὸ καταδικάσει], νά δικασθῆ, νά ἀπολογηθῆ κλπ. (ΟΔ΄ Ἀποστ. κ.ἄ.)
Αὐτό ἐπίσης πού ἀναφέρετε, καί μάλιστα μέ τονισμένα γράμματα, «Οὐδέποτε μία Τοπική Ἐκκλησία ἀπεσχίσθη ἀπό ἄλλη, λόγω αἱρέσεως, χωρίς Συνοδική κρίσι καί ἀπόφασι», εἶναι πάλι λάθος, διότι ἡ συνοδική κρίσις (δηλαδή ἀπόφασις Γενικῆς Συνόδου), ἡ ὁποία ἀναφέρεται στό βιβλίο τό ὁποῖο σχολιάζετε, εἶναι ἡ ἁρμοδία γιά νά κρίνη τήν τοπική Ἐκκλησία καί ὄχι ἡ ἐνδημοῦσα Σύνοδος μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία συνοδικῶς ἀποφαίνεται καί ἀποφασίζει τήν ἀποτείχισι λόγῳ αἱρέσεως ἀπό ἄλλη τοπική Ἐκκλησία. Ἡ ἀποτείχισις π.χ. τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμο Πάπα τῆς Ρώμης Σέργιο, λόγῳ τῆς αἱρέσεως τοῦ «Filioque», ἔγινε μέ ἀπόφασι τῆς ἐνδημούσης Συνόδου τῆς Κων/πόλεως, χωρίς ὅμως νά καταδικασθῆ συνοδικά ἀπό Πανορθόδοξη ἤ Οἰκουμενική Σύνοδο ἡ τοπική Ἐκκλησία τῆς Ρώμης...
Ἄρα λοιπόν, ἡ ἀποτείχισις τό 1009 τοῦ Πατριάρχου Σεργίου ἀπό τόν ὁμώνυμό του Πάπα Ρώμης Σέργιο ἔγινε πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πάπα Σεργίου καί ἄρα εἶναι κατά πάντα σύμφωνος μέ τόν ὑπό ἐξέτασι Κανόνα. Τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις αὐτή ἔγινε συνοδικῶς, ἀπό τήν ἐνδημοῦσα δηλαδή Σύνοδο τῆς Κων/πόλεως, αὐτό ἐξυπακούεται, διότι μία τοπική Ἐκκλησία δέν δύναται δι’ ἄλλου τρόπου νά ἀποφασίση κάτι, καί μάλιστα γιά σοβαρά θέματα πίστεως. Ὅ,τι δηλαδή συμβαίνει στήν ἀποτείχισι κάποιου κληρικοῦ ἤ λαϊκοῦ ἀπό τόν Ἐπίσκοπό του, τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τήν ἀποτείχισι μίας τοπικῆς Ἐκκλησίας ἀπό ἄλλη, μόνο πού ἡ ἀπόφασις αὐτή εἶναι συνοδική. Ἡ τοπική, ὅμως, αὐτή Ἐκκλησία πού ἔπεσε σέ αἵρεσι, δέν ἔχει καταδικασθῆ, διότι δέν εἶναι ἁρμοδία ἡ μία τοπική Ἐκκλησία νά καταδικάζη ἄλλη, ἀλλά πρέπει νά συνέλθη ἀνωτέρα καί γενικωτέρα Σύνοδος.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί προκειμένου νά ὑπάρχη γενικωτέρα καί Πανορθόδοξος ἀπόφασις, τό 1054 μέ τήν ἑδραίωσι τοῦ σχίσματος, ὁ Πατριάρχης Μιχαήλ ὁ Κηρουλάριος ἀπέστειλε ἐπιστολές πρός τούς ὑπολοίπους Πατριάρχες τῆς Ἀνατολῆς ἐκθέτοντας τήν δημιουργηθεῖσα κατάστασι, τονίζοντας τίς παπικές πλάνες καί εἰδικά τήν αἵρεσι τοῦ «Filioque», ζητώντας τήν συμφωνία καί συγκατάθεσί των καί τονίζοντας ὅτι ἔπρεπε ὁ Πάπας τῆς Ρώμης νά διαγραφῆ πλέον ἀπό τά δίπτυχα.
 (...)

Ες τό τέλος ατο το κεφαλαίου γράφετε τά ξς: «δ φήνει νά ννοηθε τι Τοπική κκλησία τς Κων/πόλεως πεσχίσθη πό ατήν τς Ρώμης πρό συνοδικς κρίσεως, πειδή δέν συνεκρότησε Οκουμενική Σύνοδο. στόσο, πως εναι γνωστό πό τήν Συνοδική παράδοση τς κκλησίας, μία Τοπική κκλησία δέν ποσχίζεται πό λλη Τοπική μέ Οκουμενική Σύνοδο, λλά μέ Τοπική».
Ἐδῶ, πατέρες, δείχνετε πάλι σά νά μή καταλαβαίνετε ἁπλά πράγματα, ἐπειδή προφανῶς δέν ἐναρμονίζονται μέ τίς θεωρίες σας. Θά σᾶς βοηθοῦσε πολύ τό χωρίο τοῦ Θεοδώρου Βαλσαμῶνος, νά ξεχωρίσετε τό τοπίο, τό ὁποῖο ὁμιλεῖ καί αὐτό δι’ ἀποτείχισι τῆς Κων/πόλεως ἀπό τήν Ρώμη προτοῦ νά καταδικασθῆ αὐτή. Ἄρα λοιπόν καί ὁ Βαλσαμών δέχεται ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφασι περί ἀποτειχίσεως τῆς Κων/πόλεως δέν ἐσήμαινε καί τήν συνοδική καταδίκη τῆς Ρώμης. Τό χωρίο τοῦ Βαλσαμῶνος εἶναι τό ἑξῆς: «Σημείωσαι ταῦτα, ἴσως ὠφελήσοντα κατά τῶν λεγόντων, μή καλῶς ἡμᾶς ἀποσχισθῆναι ἀπό τοῦ θρόνου τῆς παλαιᾶς Ρώμης, πρό τοῦ καταδικασθῆναι τούς περί ταύτην ὡς κακόφρονας» (Ράλλη–Ποτλῆ, Σύνταγμα Ἱερῶν Κανόνων Β, 695).
Ἐσεῖς ὅμως, πατέρες, τό παρακάμψατε ἀσχολίαστο τό χωρίο αὐτό, προφανῶς ἐπειδή δέν συμφωνοῦσε μέ τίς ἀπόψεις σας, οἱ ὁποῖες πάντοτε εἶναι ἀστήρικτες ἀπό πλευρᾶς πατερικῆς. Αὐτός, νομίζω, εἶναι ὁ λόγος πού πίπτετε σέ τόσο μεγάλες ἀτοπίες, νά συμπλέετε δηλαδή ἰδεολογικά μέ τούς Οἰκουμενιστές καί μέ αὐτούς ἀκόμη τούς Παπικούς.