"Βρυέννιος, ο εμπνευστὴς και το πρότυπο των αγώνων του αγίου Μάρκου"


Νεοελληνικὴ ἀπόδοση

    Στὶς 19 Ἰανουαρίου, ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ ὁσίου Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ, Μητροπολίτου Ἐφέσου καὶ ὑπερμάχου τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτοῦ ποὺ στὴν σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας, «μονώτατος» ἀκύρωσε τὶς ἀποφάσεις της, μὴ ὑποκύπτοντας στὰ θελήματα τοῦ Πάπα. Οἱ ἡμέρες εἶναι πονηρές, ὁ Οἰκουμενισμὸς σαρώνει καὶ οἱ δεξιοτέχνες διάκονοί του, ἱεράρχες καὶ πολιτικοί, φτάνουν στὴν κορύφωση τοῦ ἔργου τους, ἀφοῦ πρὸ ὀλίγου ἀνακοίνωσαν καὶ τὴν ἔλευση τοῦ Πάπα στὴν Ἑλλάδα. Καὶ ὅλα αὐτά, δίχως δυστυχῶς ὁ λαὸς νὰ γνωρίζει ποιὸς εἶναι ὁ τελικὸς σκοπός τους. Γι` αὐτὸ δημοσιεύουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ μακαριστοῦ Νικολάου Βασιλειάδη: «Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΕΥΓΕΝΙΚΟΣ ΚΑΙ Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ», γιὰ ψυχικὴ ὠφέλεια, ἀφύπνιση καὶ προβληματισμὸ καὶ ἑτοιμότητα:
Ο ἀείμνηστος Ν. Βασιλειάδης
     «Οἱ ἀξιώσεις καὶ οἱ βλέψεις τῆς ἐγωιστικῆς «δυτικῆς ὀφρύος» ἐπὶ τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἦταν καταφανεῖς ἀπὸ τὸν Δ΄ ἀκόμη αἰώνα. Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὅρισε ὡς πρωτεύουσας τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ κράτους τὴν Κωνσταντινούπολη, ἡ Δύση δὲν εἶδε μὲ καλὸ μάτι αὐτὸν τὸν χωρισμό, φοβούμενη πὼς θὰ γίνει τὸ θρησκευτικὸ κέντρο τοῦ Χριστιανισμοῦ.
     Ὕστερα ἀπὸ ἕντεκα αἰῶνες ἡ ἀπειλὴ εἶχε κορυφωθεῖ. Οἱ Δυτικοὶ ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀδυναμία τοῦ Βυζαντίου καὶ κυρίως τὸν τουρκικὸ κίνδυνο, προσπάθησαν μὲ κάθε τρόπο νὰ ὑποτάξουν τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ ἔδιναν ὑποσχέσεις γιὰ ὑλικὴ βοήθεια. Δὲν ἔλεγαν βέβαια ὅτι θὰ τὴν ὑποτάξουν. Πρότειναν ἁπλῶς ἕνωση Ἐκκλησιῶν. Τὸ δόλωμα ἦταν ἐξόχως ἑλκυστικό, διότι ἀπὸ τότε ποὺ ἔγινε τὸ ὀλέθριο σχίσμα, ἡ ἕνωση ἦταν ὁ βαθὺς πόθος τῶν Χριστιανῶν Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως. Ἀλλὰ οἱ ἀπόπειρες περὶ ἑνώσεως εἶχαν ἀποβεῖ «μάταιες, διότι οἱ μὲν δυτικοὶ ἕνωση ἐννοοῦσαν τὴν ὑποταγὴ τῆς Ἐκκλησίας μας στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, οἱ δὲ δικοί μας δὲν πείθονταν νὰ ὑποκύψουν σ' αὐτὴν τὴν κυριαρχία, καθὼς θὰ μποροῦσε αὐτὴ νὰ ἐνεργήσει ὀλέθρια καὶ στὴν ἐθνικὴ καὶ στὴν πολιτικὴ μᾶς ὕπαρξη» (Ἱστορ. Κων. Παπαρηγόπουλου).
    Ὁ ἑλληνικὸς Ὀρθόδοξος λαὸς τῶν παλαιολογείων χρόνων δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ διαφωτιστεῖ περὶ τῶν πραγματικῶν προθέσεων τοῦ Πάπα. Οἱ ὀλέθριες Σταυροφορίες ποὺ προηγήθηκαν, ἦταν γι' αὐτὸν ἀρκετὴ ἀπόδειξη περὶ τοῦ τί θὰ σήμαινε ἡ Ἕνωση. Γνώριζε ὁ λαὸς ὅτι μὲ αὐτὲς εἶχε ἐκπληρωθεῖ, ἔστω καὶ προσωρινά, «τὸ προαιώνιο ὄνειρο τῆς Δύσης, νὰ κατακτήσει τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ νὰ ὑποτάξει τοὺς Χριστιανοὺς τῆς Ἀνατολῆς στὴν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης» (Ἱστορ. Παπαρηγόπουλου).
    Ἐπιπλέον ὁ λαὸς ἔβλεπε πὼς ὅπου εἶχαν κυριαρχήσει ἤδη οἱ Φράγκοι Ρῆγες, Κόμητες, Βαρῶνοι, Δοῦκες καὶ ἄλλοι πολυώνυμοι τυχοδιῶκτες ἀπὸ τὴν Δύση– ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνωριζόταν ὡς ἀρχή. Στὶς φραγκοκρατούμενες περιοχὲς οἱ Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι μόλις γίνονταν ἀνεκτοί, καὶ αὐτό, ἐφόσον κατὰ τὴν ὥρα ἐπισήμου τελετῆς ἔδιναν ἐνώπιόν του Λατίνου ἐπισκόπου ταπεινωτικὸ ὅρκο πίστεως καὶ ὑποταγῆς στὸν Πάπα καὶ ἐφόσον ὁμολογοῦσαν προφορικὰ καὶ γραπτὰ τὸν Πάπα ἅγιο καὶ ἄκρο ἀρχιερέα.
    Κατὰ τὸν ἱστορικὸ Δημ. Π. Πασχάλη, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν ἄθλια διαγωγὴ τῶν παπικῶν ἐπὶ Φραγκοκρατίας καὶ Τουρκοκρατίας στὰ νησιὰ τῶν Κυκλάδων, οἱ Ὀρθόδοξοι «πειθαναγκάζονταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τῶν Φράγκων νὰ ἀσπαστοῦν τὸν Παπισμὸ καὶ νὰ ἀναγνωρίσουν τὸν ποντίφηκα τῆς Ρώμης ὡς ὕπατο ἀρχηγὸ τῆς Ἐκκλησίας τους»! Σὲ κάθε ἐπίσημη ἑορτὴ οἱ Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς ἦταν ὑποχρεωμένοι «νὰ συνεκκλησιάζονται στὴν δυτικὴ ἐκκλησία καὶ νὰ συλλειτουργοῦν μαζὶ μὲ τοὺς Λατίνους»· ἦταν δὲ ὑποχρεωμένοι, οἱ Ὀρθόδοξοι ἱερεῖς, «νὰ μνημονεύουν στὶς ἐκκλησίες τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Πάπα καὶ τὸν Λατίνο ἐπίσκοπο καὶ νὰ τὸν ὑποδέχονται πανηγυρικὰ καὶ μὲ ἐπίσημη περιβολή, ὅταν γινόταν ἡ ἐγκατάστασή του στὸν λατινικὸ ναό».
    Τὸ χειρότερο ὅμως καὶ τυραννικότερο ἦταν ὅτι καὶ μέσα στοὺς ὀρθόδοξους ναοὺς «δυναστικῶς ἐλειτούργουν οἱ Λατίνοι ἱερεῖς ἐκ παραλλήλου καὶ καθ' ἣν ὥραν καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ ἀναφανδὸν ἀπὸ τοῦ ἄμβωνος ἐπροπηλάκιζον (ὠνείδιζαν καὶ ξευτέλιζαν)» τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ τὴν Ὀρθοδοξία! Ὅλα δὲ αὐτὰ γίνονταν, καθόσον ὁ Ὀρθόδοξος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ἐμποδιζόταν νὰ ἀσκεῖ ὁποιαδήποτε πνευματικὴ ἐξουσία σ΄ αὐτὲς τὶς περιοχές. (Νικ. Καλογεράς)…
     Ὥστε ἡ Δύση, στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα, εἶχε ὡς σκοπὸ νὰ ὑποτάξει τὴν Ἀνατολή. Αὐτὸ δὲν ἦταν αὐθαίρετο συμπέρασμα ἢ ἀστήρικτη καχυποψία ἢ συκοφαντία τῶν Ὀρθοδόξων κατὰ τῶν Παπικῶν. Ὁ Γερμανὸς W. Norden σὲ ὀγκῶδες καὶ ἀντικειμενικὸ ἔργο, ἀπέδειξε πανηγυρικὰ τὴν ἀλήθεια αὐτή, βάσει παπικῶν πηγῶν. Ἔφερε στὸ φῶς ἔγγραφα Παπῶν καὶ δυτικῶν ἡγεμόνων, τὰ ὁποία βρῆκε σὲ δυτικὰ ἀρχεῖα καὶ βάσει αὐτῶν τῶν γραπτῶν κειμένων ἀπέδειξε ὅτι «σταθερὴ ἐπιδίωξη τοῦ πάπα καὶ τῶν ἡγεμόνων τῆς Δύσης, ἀκόμη καὶ μετὰ τὶς Σταυροφορίες, δὲν ἦταν ἡ παροχὴ βοήθειας πρὸς τὴν Ἀνατολὴ ἀλλὰ ἡ κατάκτησή της καὶ ὁ ἐκλατινισμός της». Κάθε φορᾶ δὲ ποὺ ὁ Πάπας καὶ οἱ ἡγέτες τῆς Δύσεως κινοῦνταν γιὰ νὰ βοηθήσουν τὴν Ἀνατολή, «τὸ μίσος ἐναντίον τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν της Ἀνατολῆς (=τῶν Ὀρθοδόξων) κρυβόταν, γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν ἄλλοι στόχοι».
      Ἡ Ἀνατολὴ ὅμως ἤθελε νὰ διατηρηθεῖ αὐτοτελής, ὄχι μόνο πολιτικὰ ἀλλὰ καὶ θρησκευτικά. Δὲν ἔστεργε μὲ κανέναν τρόπο νὰ δεχτεῖ τὸ πρωτεῖο καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Γι΄ αὐτὸ ἀγωνιζόταν νὰ διατηρήσει ἀλώβητη τὴν θρησκευτική της παράδοση καὶ ἀνόθευτο τὸ Ὀρθόδοξο δόγμα. Διότι αὐτὰ τὰ θεωροῦσε ὡς τὸν πολυτιμότερο θησαυρό, ὡς τὴν δόξα καὶ τὸ καύχημά της. Ὡς τὸν συνδετικὸ κρίκο τοῦ λαοῦ. Ἂν στὴν εἰδωλολατρικὴ Ἑλλάδα ἡ ἔννοια τῆς θρησκείας ἦταν στενὰ συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐθνικὴ καὶ φυλετικὴ συνείδηση, πολὺ περισσότερο συνέβαινε αὐτὸ στὸν Χριστιανικὸ Βυζάντιο, τὴν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα, ἡ ὁποία εἶχε -καὶ ἔχει- ἁπτὲς ἀποδείξεις ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Χριστιανική της πίστη δὲν εἶναι μόνο πλοῦτος ἀδαπάνητος ἀλλὰ καὶ ἐθνοσώτειρα ἢ ὀρθότερο ἡ ἐθνοσώτειρα. (Ἱστορ. Κῶν. Παπαρηγόπουλου).
        Ὁ φλογερὸς μοναχὸς Ἰωσὴφ Βρυέννιος, (ἐκοιμήθη μεταξύ 1431 καὶ 1439) ὁ ὁποῖος ἐπισκέφτηκε τότε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ τὴν Κύπρο τὸ 1405 καὶ ἔζησε ἐπὶ εἴκοσι χρόνια στὴν Κρήτη, ἔβλεπε καθαρά –ὅπως ἐπίσης καὶ ὅλοι οἱ ἄλλοι– τὸν κίνδυνο τῆς ἀπορροφήσεως τοῦ Γένους ἀπὸ τοὺς Φράγκους. Γι΄ αὐτὸ κατατόπιζε μὲ κάθε τρόπο τὸ Ὀρθόδοξο πλήρωμα καὶ τὸ ἐνίσχυε στὴν πίστη τῶν πατέρων του. Ἔτσι, ἀφ΄ ἑνὸς μὲν τόνιζε τὴν ἀξία τοῦ θησαυροῦ τῆς πίστεως. Ἔλεγε: «Ἡ ὀρθόδοξος πίστις ἠμῶν, αὕτη πλοῦτος ἡμῶν, αὕτη δόξα, αὕτη γένος, αὕτη στέφανος, αὕτη καύχημα». Καὶ πρόσθετε μὲ ἅγιο πάθος καὶ ἱερὸ ζῆλο: «Οὐκ ἀρνησόμεθα σέ, φίλη Ὀρθοδοξία· οὐ ψευσόμεθα σέ, πατροπαράδοτον σέβας· οὐκ ἀφιστάμεθά σου, Μῆτερ εὐσέβεια. Ἐν σοὶ ἐγεννήθημεν καὶ σοὶ ζῶμεν καὶ ἐν σοὶ κοιμηθησόμεθα· εἰ δὲ καλέσει καιρός, καὶ μυριάκις ὑπέρ σου τεθνηξόμεθα».
      Ἀφ΄ ἑτέρου ὑπογράμμιζε ὅτι, καὶ ἂν ἀκόμη μᾶς φανεῖ ὅτι οἱ Φράγκοι ἦρθαν μὲ τὸ μέρος μας μὲ στρατὸ καὶ πάλι δὲν πρέπει νὰ τοὺς δεχτοῦμε. Διότι οἱ Δυτικοὶ δὲν θὰ ἔρθουν ὡς ὁμόψυχοι καὶ ὁμόφρονες ἀδελφοί, οὔτε ὡς εἰλικρινεῖς σύμμαχοι καὶ ἐλευθερωτές. Θὰ ἔρθουν ὡς κατακτητές. Θὰ ἔρθουν μὲ σκοπὸ νὰ ὑποδουλώσουν τὴν Κωνσταντινούπολη «καὶ τὰ ἡμέτερα πάντα ἐκτρίψαι καὶ τὴν πίστιν καὶ τὸ γένος καὶ τὸ ὄνομα ἠμῶν ἐκ μέσου ποιῆσαι» (νὰ ἐξαφανίσουν τὸ ὄνομά μας)!
     Ἑπομένως, στοὺς δύσκολους ἐκείνους καιρούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ἡ πολιτικὴ σκοπιμότητα ἐπηρέαζε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν πίεζε νὰ κάνει δογματικὲς ὑποχωρήσεις, ὁ Βρυέννιος καὶ οἱ ὁμόφρονές του ποθοῦσαν μὲν τὴν Ἕνωση, ἀλλὰ δὲν δέχονταν μὲ κανέναν τρόπο ὑποταγὴ στὸν πάπα καὶ παραχάραξη τῆς πίστης μὲ τὶς αὐθαίρετες καινοτομίες του. Ἂν γίνει ἡ Ἕνωση, ἔλεγε ὁ Βρυέννιος, πρέπει νὰ γίνει «ἀπαρατρέπτων μενόντων τῶν ἡμετέρων δογμάτων, τὸ τοῖς πολλοῖς μὲν δοκοῦν εἶναι πάντων παραδοξότατον, τῷ δὲ Θεῶ ἑτοιμότατον». Δηλαδή, ἐὰν γίνει ἡ ἕνωση, πρέπει νὰ γίνει ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι τὰ δόγματα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θὰ μείνουν ἀναλλοίωτα καὶ ἀπαρασάλευτα, πράγμα τὸ ὁποῖο στὸν πολὺν κόσμο φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ πάρα πολὺ παράδοξο, στὸν Θεὸ ὅμως τοῦτο φαίνεται καὶ εἶναι πάρα πολὺ ἀποδεκτό, εὐάρεστο καὶ προσφιλές.
     Τὸ ἔθνος λοιπὸν καλοῦνταν νὰ πολεμήσει μὲ τὸ ὅπλο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Αὐτὸ ἦταν τὸ συμπέρασμα τῆς σκέψεως καὶ τῶν ἀγώνων τοῦ Βρυεννίου, ὁ ὁποῖος ἦταν ἡγετικὴ μορφή, πρύτανης τῆς Πατριαρχικῆς Ἀκαδημίας καὶ καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἦταν ὁ δάσκαλος ποὺ μόρφωσε τὴν τελευταία ἀξιόλογη γενιὰ τῶν Βυζαντινῶν λογίων. Ἄλλωστε τὸ συμπέρασμα τοῦ Βρυεννίου ἔβγαινε ἀπὸ τὴν ὅλη Ἱστορία καὶ ἐπιβεβαιωνόταν ἀπὸ τὴν καθημερινὴ πικρὴ πείρα τῶν Ἑλλήνων τῶν παλαιολόγειων χρόνων…
     Ὁρισμένοι ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Μάρκος ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου στὴν Μονὴ τοῦ Στουδίου. Ἡ γνώμη αὐτὴ προέρχεται ἀπὸ πληροφορία, ἡ ὁποία περιέχεται στὸν βίο τοῦ ἁγίου Μάρκου, ποὺ ὑπάρχει στὴν ἀκολουθία, τὴν ὁποία συνέταξε ὁ ἀδελφός του Ἰωάννης ὁ Εὐγενικός. Ἀλλὰ σὲ ὁρισμένους κώδικες τὸ τμῆμα, τὸ ὁποῖο μιλάει γιὰ τοὺς δασκάλους τοῦ Μάρκου λείπει. Γι΄ αὐτὸ δὲν μποροῦμε νὰ μιλήσουμε μὲ βεβαιότητα, ἂν ὁ Μάρκος εἶχε πράγματι δάσκαλο τὸν Βρυέννιο. Ἀλλά, καὶ ἂν ἀκόμη δεχθοῦμε ὅτι οἱ σχέσεις Μάρκου καὶ Βρυεννίου δὲν ὑπῆρξαν σχέσεις μαθητοῦ πρὸς διδάσκαλο, μποροῦμε νὰ δεχθοῦμε ὅτι πιθανῶς ὁ Μάρκος γνώριζε τὸν Βρυέννιο «κατὰ τὴν πρώτη δεκαετία τῆς μοναχικῆς του ζωῆς». (Ν.Β. Τωμαδάκης).
      Ἐν πάση περιπτώσει, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος ὑπῆρξε ὁ ἐμπνευστὴς καὶ τὸ πρότυπο γιὰ τοὺς ἱεροὺς καὶ θεοφιλεῖς ἀγῶνες του. Ὁ δὲ Μάρκος ἦταν θιασώτης καὶ θαυμαστῆς του Βρυεννίου. Αὐτὸ φαίνεται ξεκάθαρα καὶ ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κατοπινὴ πολιτεία τοῦ ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸ ἐπίγραμμα, τὸ ὁποῖο ἔγραψε «εἰς τὸν τάφον τοῦ Διδασκάλου τοῦ κυρίου Ἰωσὴφ Βρυεννίου». (Ἰωσὴφ Βρυεννίου τὰ Παραλειπόμενα, ἔκδ. ὑπὸ Εὐγ. Βουλγάρεως).
     Οἱ στενὲς σχέσεις τοῦ Μάρκου μὲ τὸν «πυρίπνουν» Ἰωσὴφ τὸν καθιστοῦν ἀμέσως πνευματικὸ ἀπόγονο καὶ τῆς ἄλλης θεηγόρου σάλπιγγος τῆς Ἐκκλησίας καὶ στερότατου στύλου τῆς Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Διότι, ὁ Ἰωσὴφ ὁ Βρυέννιος ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ θεηγόρου Παλαμᾶ. Ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ «ἡ βάση τῆς θεολογίας τοῦ Μάρκου, τῆς ἄκαμπτης στάσης του στὴν Ὀρθοδοξία, ὅπως τὴν ἐννοοῦσε ὁ Μάρκος, ἦταν ἡ θεολογία τοῦ Παλαμᾶ». (Αλ. Σμέμαν)
      Ἔτσι ὁ Ἰωσὴφ Βρυέννιος καὶ ἡ γενναία χορεία τοῦ δημιούργησαν τὸ ὑγιὲς κλίμα καὶ τὶς βασικὲς προϋποθέσεις τῶν ἀγώνων τοῦ Μάρκου Εὐγενικοῦ. Τὰ πνεύματα ἦταν ἕτοιμα καὶ ἄγρυπνα. Ἡ σκυτάλη ἀπὸ τὰ στιβαρὰ χέρια τοῦ Βρυέννιου θὰ ἔβρισκαν ἀντάξια χέρια. Οἱ ἀγῶνες τοῦ ἦταν ἁπλῶς τὸ προανάκρουσμα τοῦ θριαμβευτικοῦ παιάνα τοῦ Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ.
      Εἶναι καὶ αὐτὸ χαρακτηριστικό του ἑλληνικοῦ θαύματος. Στὶς μεγάλες καὶ κρίσιμες στιγμὲς τοῦ ἔθνους ὁ Θεὸς ἀναδεικνύει πνεύματα ρωμαλέα καὶ πύρινους ἐθνεγέρτες, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ ἡρωικὸ σάλπισμά τους συνεγείρουν τὸ Γένος. Οἱ σύγχρονοί τους δὲν τοὺς κατανοοῦν ὅπως πρέπει. Ὁρισμένοι μάλιστα τοὺς χαρακτηρίζουν παράφρονες καὶ παρανοϊκούς. Μερικοὶ μεταγενέστεροι κοντόφθαλμοί τους χαρακτηρίζουν ὡς πνεύματα στεῖρα καὶ στενὰ ἢ φανατικοὺς δημεγέρτες. Αὐτοὶ ὅμως δὲν παύουν ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι μεγάλα ἠθικὰ ἀναστήματα. Στύλοι ἀκλόνητοι. Τὰ καθ΄ αὐτὸ προοδευτικὰ πνεύματα. Προφητικὲς φυσιογνωμίες. Σάλπιγγες τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος.
    Τέτοιος ἦταν καὶ ὁ Μάρκος ὁ Εὐγενικός. Τὸν φοβήθηκε ἡ αἱρετικὴ Δύση στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ τὸν θαύμασε, τὸν δόξασε καὶ τὸν περιέβαλε μὲ τὸν ἀμαράντινο καὶ λαμπρὸ στέφανο τοῦ ἁγίου της Ὀρθοδοξίας, τοῦ ἐθναποστόλου καὶ ἐθνοσωτῆρος».
 Ἐπιμέλεια: Σάββας Ἠλιάδης, Δάσκαλος