- Απάντησις εις
μελέτην του π. Ιωάννου Ρωμανίδου υποστηρίζοντος την αντίθετον άποψιν
Τοῦ ἀείμνηστου Καθηγουμένου Γεωργίου Καψάνη
· «Διαφωνούμεν ριζικώς με
την συγκεκριμένην ως άνω θέσιν του» Ρωμανίδη
·
«Η Ιερά Κοινότης δεν ήτο
δυνατόν να αποφανθή διαφορετικά», τότε, όπως κάνουν σήμερα οι Αγιορείτες σε θέματα
Πίστεως!
·
«Εκ της προηγηθείσης
σειράς των ανεπαρκών ή και λανθασμένων ερμηνευτικών προσεγγίσεων του συγγραφέως
(Ρωμανίδη) συνάγεται
εσφαλμένως εις το άρθρον ότι: 1) ο Διόσκορος είχεν Ορθόδοξον Χριστολογικόν
φρόνημα, και 2) η Ληστρική Σύνοδος δεν είναι αιρετική.
·
«Όμως, κατά την
Ορθόδοξον πατερικήν ερμηνευτικήν και εν γένει Παράδοσιν, ο Διόσκορος είχε
μονοφυσιτικόν Χριστολογικόν φρόνημα και η Ληστρική Σύνοδος υπήρξεν αιρετική».
·
Πατριάρχης Κοπτών: «Αρνούμεθα
την Σύνοδον της Χαλκηδόνος... Δύνομαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικοί
Εκκλησίαι δεν δύνανται να αποδεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος...».
Ό Πρωτοπρεσβύτερος Καθηγητής π. Ιωάννης Ρωμανίδης εδημοσίευσεν άρθρον με τίτλον «Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη. Άγιος Κύριλλος και ή Δ' Οικουμενική Συνοδος»1.
Κεντρική ιδέα του συγγραφέως είναι ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αντιχαλκηδόνιοι έχομεν κατ' ουσίαν την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν αν και διαφοροποιούμεθα εις την διατύπωσιν του δόγματος, εις το περιεχόμενον όμως ταυτιζόμεθα. Γράφει συμπερασματικώς: «οι δύο παραδόσεις επιβίωσαν στις περιπλοκότατες της ιστορίας, ενώ διατήρησαν στην ουσία την ίδια Ορθόδοξη πίστι. Το κείμενο μας καλεί στην ανίχνευσι μέσα στην Ιστορία, της κοινής ενοράσεως της πίστεως και του δόγματος, πού δεν ήταν δυνατόν να διαστρεβλωθεί από τις τραγωδίες των Ιστορικών εξελίξεων»2.
Κεντρική ιδέα του συγγραφέως είναι ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αντιχαλκηδόνιοι έχομεν κατ' ουσίαν την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν αν και διαφοροποιούμεθα εις την διατύπωσιν του δόγματος, εις το περιεχόμενον όμως ταυτιζόμεθα. Γράφει συμπερασματικώς: «οι δύο παραδόσεις επιβίωσαν στις περιπλοκότατες της ιστορίας, ενώ διατήρησαν στην ουσία την ίδια Ορθόδοξη πίστι. Το κείμενο μας καλεί στην ανίχνευσι μέσα στην Ιστορία, της κοινής ενοράσεως της πίστεως και του δόγματος, πού δεν ήταν δυνατόν να διαστρεβλωθεί από τις τραγωδίες των Ιστορικών εξελίξεων»2.
Ό
π. Ρωμανίδης έχει ομολογουμένως προσφέρει πολύτιμους υπηρεσίας εις την
Θεολογίαν. Του οφείλομεν ευχαριστίας δια τας επιτυχείς θεολογικάς του
τοποθετήσεις έναντι σοβαρών συγχρόνων εκκλησιολογικών προβλημάτων.
Παρά
ταύτα διαφωνούμεν ριζικώς με την συγκεκριμένην ως άνω θέσιν του, ότι
δηλαδή έχομεν κατ' ουσίαν την αυτήν Χριστολογικήν πίστιν με τους
Αντιχαλκηδονίους, διότι δεν ευρίσκομεν αυτήν σύμφωνον με την Παράδοσιν
της Εκκλησίας ως βιούται και εν Αγίω Όρει.
Ως
γνωστόν, ή Ιερά Κοινότης του Αγίου Όρους ηρνήθη να δεχθή ως Ορθόδοξον
την απόφασιν της Μικτής Επιτροπής του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και
Αντιχαλκηδονίων, ότι «αμφότεροι αι οικογένειαι διετήρησαν πάντοτε πιστώς
την αυτήν αυθεντικήν Ορθόδοξον Χριστολογικήν πίστιν και την αδιάκοπον
συνέχειαν της αποστολικής παραδόσεως» (Β' Κοινή Δήλωσις, Σαμπεζύ 1990).
Εξέδωκε προς τούτο τα εξής τρία επίσημα κείμενα:
α) Την Εισήγησιν της Επιτροπής της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 1/14ης Φεβρουαρίου 1994.
β) Το Υπόμνημα της Ιεράς Κοινότητος του Αγίου Όρους περί του Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, της 14/27ης Μαΐου 1995.
γ) Την πραγματείαν «Παρατηρήσεις περί του θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Αντιχαλκηδονίων, Απάντησις εις κριτικήν του Σεβ. Μητροπολίτου Ελβετίας κ. Δαμασκηνού», Άγιον Όρος 1996.
Η Ιερά Κοινότης δεν ήτο δυνατόν να αποφανθή διαφορετικά, διότι εκφράζει
την κοινήν αγιορειτικήν συνείδησιν, την οποίαν οι ταπεινοί Αγιορείται
Μοναχοί διαμορφώνουν ασκούμενοι νυχθημερόν εις την υπακοήν εις όσα
παρέλαβαν παρά των Αγίων ημών Πατέρων και ζώντες καθημερινώς την
λατρείαν της Εκκλησίας. Δια τούτο δεν ημπορούν να διαφοροποιηθούν από
την Πίστιν των Αγίων, τους οποίους τιμούν με παννύχους στάσεις, ικεσίας
και δεήσεις. Πώς θα ημπορούσαν να το πράξουν, χωρίς να διακινδυνεύσουν
την σωτηρίαν των, όταν δι' αυτήν την σωτηρίαν επικαλούνται από όρθρου
βαθέος τας πρεσβείας των αγίων ιεραρχών, ιερομαρτύρων και οσίων, των
οποίων τας μνήμας ή Εκκλησία εορτάζει και τιμά δια τον υπέρ της
Ορθοδοξίας αγώνα των; Του αγίου Ιωάννου του Δαμάσκηνου, του οσίου
Μαξίμου του Ομολογητού, του αγίου Λέοντος Πάπα Ρώμης, των αγίων
ιερομαρτύρων Φλαβιανού Κωνσταντινουπόλεως και Προτερίου Αλεξανδρείας
κ.λπ.;
Άλλα
δεν θα ημπορούσε να πράξη διαφορετικά ή Ιερά Κοινότης και διότι θα ήτο
μεγίστη ή ευθύνη αυτής ενώπιον του Κυρίου, εάν δεν παρέδιδε εις τας
επιγενόμενος γενεάς των Μοναχών την Πίστιν, την οποίαν παρέλαβε παρά των
αγίων Πατέρων και Κτιτόρων των Ιερών ημών Μονών.
Αι
ακόλουθοι παρατηρήσεις δεν έχουν σκοπόν να μειώσουν το κύρος του πολιού
Καθηγητού. Αποβλέπουν εις το να περιφρουρήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν από
άστοχους ερμηνευτικός προσεγγίσεις, αι οποίαι είναι δυνατόν να βλάψουν
και το Ορθόδοξον πλήρωμα και τους διαλεγομένους μετά της Εκκλησίας
ετεροδόξους.
* * *
Εις
την ιστορικοδογματικήν ανάλυσιν, εις την οποίαν προέβη ό συγγραφεύς,
υπάρχουν αναμφιλέκτως θετικά σημεία, εις τα όποια συγκαταλέγονται: α) Ό
εντοπισμός του θεολογικού σφάλματος εις τα αντικυρίλλεια έργα του
Θεοδωρήτου Κύρου. β) Ή θέσις ότι ή αγία Ε' Οικουμενική Σύνοδος δεν
αποτελεί επιστροφήν αλλά εμμονήν εις την διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου,
γ) Ή υποστήριξις ότι τα Δώδεκα Κεφάλαια μετά της Γ' προς Νεστόριον
επιστολής του αγίου Κυρίλλου έγιναν δεκτά υπό της αγίας Δ' Οικουμενικής
Συνόδου. δ) Ή απόρριψις της γνώμης, ότι ό άγιος Κύριλλος δια των
Διαλλαγών παρέκαμψε τα Δώδεκα Κεφάλαια.
Εις
πλείστα όμως σημεία δεν ακολουθείται ή Ορθόδοξος ερμηνεία της αγίας Δ'
Οικουμενικής Συνόδου. Διαπιστούμεν ότι πρόκειται δια την ιδίαν
εσφαλμένην ερμηνευτικήν προσέγγισιν, η οποία ωδήγησεν εις την σύνταξιν
των Κοινών Δηλώσεων μετά των Αντιχαλκηδονίων, κατά τα έτη 1989, 1990 και
1993, την ανορθοδοξίαν των οποίων διεξοδικώς διήλεγξαν διακεκριμμένοι
Καθηγηταί των Θεολογικών Σχολών, προσέτι δε και ή Ιερά Κοινότης δια των
ως άνω τριών κειμένων της και ιδίως δια της εκτενούς πραγματείας αυτής
«Παρατηρήσεις...», του έτους 1996. Είναι αξιοσημείωτον ότι εις τα σημεία
αυτά η ερμηνεία συμφωνεί, ενίοτε κατά γράμμα, με εκείνην των
Αντιχαλκηδονίων θεολόγων3, ενώ ή ορθόδοξος πατερική ερμηνεία έπ' αυτών
είναι ριζικώς διάφορος. Δημιουργείται έτσι ένα ερμηνευτικόν πλαίσιον,
εντός του οποίου και τα θετικά σημεία της αναλύσεως χάνουν την
θεολογικήν σημασίαν των.
Αυτά τα σημεία επισημαίνομεν εις την συνέχειαν και επισυνάπτομεν την αντίστοιχον εφ' εκάστου Ορθόδοξον πατερικήν ερμηνείαν:
1) ΕΙς σ. 178 παραγρ. 4 του άρθρου αναφέρονται αι δίκαιοι κατηγορίαι των Ορθοδόξων κατά των Αντιχαλκηδονίων.
Δεν
προσδιορίζονται όμως πλήρως και επακριβώς. Διότι, οι Όρθόδοξοι δεν
εντοπίζομεν την επί μονοφυσιτισμώ κατηγορίαν μόνον εις όσους ομολογούν
μίαν ουσίαν εν Χριστώ (Ευτυχής, Σέργιος ό Γραμματικός, κ.λπ.), αλλά και
εις όσους πρεσβεύουν μίαν σύνθετον φύσιν (σεβηριανοί κ.λπ.). Οι άγιοι
Ιωάννης ό Δαμασκηνός, Μάξιμος ό Ομολογητής, Αναστάσιοςό Σιναΐτης κ.α.
έγραψαν κατά Μονοφυσιτών, ανασκευάζοντες τας δοξασίας των ακέφαλων
σεβηριανών4.
2)
Επίσης (αυτόθι) σημειούται: «η Φλαβιανή Ενδημούσα σύνοδος του 448
υπήρξε μονομερής ως προς την χρήσι και εμμονή της στην Κυρίλλεια
ορολογία της συνδιαλλαγής του 433 με ταυτόχρονη παράβλεψι του συνήθους
τρόπου, με τον όποιο ό Κύριλλος μιλούσε για την ενσάρκωσι».
Ή
παρατήρησις όμως αυτή δεν είναι ορθή. Ό άγιος Φλαβιανός, πιστός εις την
πληρότητα της χριστολογικής διδασκαλίας του αγίου Κυρίλλου, δεν ητο
μονομερής. Απεδέχετο εις την Όμολογίαν5 του τον Χριστόν «εκ δυο
φύσεων... εν μια υποστάσει» (κατά την ορολογίαν των Διαλλαγών) και
ταυτοχρόνως «Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην» (κατά την
αντινεστοριανήν ορολογίαν). Παρομοίως και άλλοι λόγιοι επίσκοποι της
Συνόδου, ως ό Σελευκείας Βασίλειος6.
3)
Ακόμη (αυτόθι) λέγεται: «από την Χαλκηδόνα και κυρίως από την
2η Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως είναι ξεκάθαρο ότι οι Χαλκηδόνιοι
Ορθόδοξοι χωρίς συμβιβασμούς επιτρέπουν παραλλαγές στην ορολογία, οι
όποιες εκφράσουν την ίδια πίστι».
Δεν
ακριβολογείται όμως δια της γνώμης αυτής η Ορθόδοξος διδασκαλία. Εις
τοιαύτην ανακριβή και συνάμα εσφαλμένην παραδοχήν φαίνεται να στηρίζεται η σύνταξις της 9ης παραγράφου της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989). Προφανώς ο
συγγραφεύς αναφέρεται εις τας εκφράσεις της Ψήφου της αγίας Ε'
Οικουμενικής Συνόδου «Ει τις εν δύο φύσεσιν λέγων, μη ως εν θεότητι και ανθρωπότητι τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν γνωρίζεσθαι ομολογεί,
αλλ' επί τούτω κέχρηται τω αριθμώ, ως κεχωρισμένας και ιδιοϋποστάτους
έχειν τας φύσεις, ο τοιούτος ανάθεμα έστω» (άρθρον ζ') και «Ει τις εκ δύο
φύσεων, θεότητας και ανθρωπότητας, ομολόγων την ενωσιν γεγενήσθαι, ή
μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην λέγων... εκ των τοιούτων φωνών
μίαν φύσιν, ήτοι ουσίαν, θεότητας και σαρκός του Χριστού εισάγειν
επιχειρεί, ο τοιούτος ανάθεμα έστω» (άρθρον η'). Όμως, τα άρθρα αυτά δεν
συνετάχθησαν δια να παράσχουν την δυνατότητα επιλογής μιάς εξ αυτών
προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου της θείας Οικονομίας, αλλά δια να
αναιρέσουν την παρερμηνείαν εκάστης. Κατά τον άγιον Μάξιμον τον
Ομολογητήν7, προς δήλωσιν του όλου μυστηρίου πρέπει να συνεκφωνούνται
αμφότεροι αι εκφράσεις, ήτοι η της φυσικής ετερότητας και η της της
υποστατικής ενότητας.
4)
Τέλος (αυτόθι) διατυπούται η άποψις ότι: «ο Σεβήρος Αντιοχείας
φαίνεται πώς είναι ο μόνος πού πλησιάζει την αποδοχή από τον Κύριλλο
"δύο φύσεων τη θεωρία μόνη" μετά την ένωσι, θέσι πού υιοθετήθηκε στην
Χαλκηδόνα και διακηρύχθηκε στον όρο και στα αναθέματα της 5ης
Οικουμενικής Συνόδου».
Δεν
είναι όμως ορθή η άποψις αυτή. Ο ορός "τη θεωρία μόνη" έχει
χρησιμοποιηθή από τους αγίους Πατέρας ορθοδόξως και από τους
Αντιχαλκηδονίους κακοδόξως. Η Ιερά Κοινότης έχει καταδείξει δια πολλών
και αναμφισβήτητων αναφορών (Παρατηρήσεις..., σελ. 36 κ. εξ.) ότι ο ορός
χρησιμοποιείται από τον άγιον Κύριλλον και την Ε' Οικουμενικήν Σύνοδον
υπό Ορθόδοξον έννοιαν, με σκοπόν να αποκλεισθή το ενδεχόμενον
της διαιρέσεως των ουσιωδώς εν Χριστώ υπαρχουσών δύο φύσεων. Αντιθέτως ο
Σεβήρος χρησιμοποιεί τον αυτόν όρον δια να αποφυγή την χρήσιν του
αριθμού δύο δια τας εν Χριστώ φύσεις, ομολογών κατά τον τρόπον αυτόν
ψιλήν και κατ' επίνοιαν την ύπαρξίν των. Επομένως ο Σεβήρος ευρίσκεται
εις τον αντίποδα του αγίου Κυρίλλου και όχι πλησίον του, ως λέγει ο
συγγραφεύς. Προσέτι δε, μία τοιαύτη ερμηνεία της εκφράσεως "τη θεωρία
μόνη" δεν συμφωνεί με την Χριστολογικήν διδασκαλίαν της Δ' και της Ε'
Οικουμενικής Συνόδου.
5)
Εις την σ. 180 παραγρ. 1, γράφεται: «Ασφαλώς ο Κύριλλος προτιμά να μιλά
για Μία Φύσι ή Υπόστασι του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη και Ενανθρωπήσασα... Η αναφορά για δύο φύσεις στον Χριστό θα αντιστοιχούσε με την αναφορά
ενός Χαλκηδονίου για δύο Υποστάσεις στον Χριστό. Σχετικώς προς αυτό ένας
Χαλκηδόνιος δέχεται ό,τι λέγει ο Κύριλλος, όμως θα χρησιμοποιούσε την
φράσι Μία Υπόστασις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη, διότι για τον Χαλκηδόνιο
Φύσις σημαίνει Ουσία». Εις το αυτό πνεύμα κινείται και η παραγρ. 3 εις
την σ. 187, οπού γράφεται η πολύ περίεργος θέσις, ότι «ο παραλληλισμός
των φράσεων του Κυρίλλου "Μία Φύσις" και "Σεσαρκωμένη", προκειμένου να
αποδειχθεί ότι ο Κύριλλος μιλά για δύο φύσεις στον Χριστό, ήταν λάθος
πού επαναλαμβάνεται μέχρι σήμερα. Η προσέγγισι αυτή δεν είναι σωστή,
διότι μπορεί να οδηγήσει σε δύο Υποστάσεις και Πρόσωπα στον Χριστό».
Εκ
των ανωτέρω φαίνεται η μονομερής υπό του συγγραφέως θεώρησις της
εκφράσεως Μία Φύσις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη, η δήλωσις δηλονότι του
ενιαίου της υποστάσεως (αντινεστοριανική όψις), και παραθεώρησις της
ετέρας όψεως αυτής, κατά την οποίαν ο άγιος Κύριλλος ομολογεί και
λεκτικώς δύο φύσεις εν Χριστώ.
Η ανωτέρω μονομερής θεώρησις δεν είναι ορθή. Δι΄ αυτής της μονομερούς
θεωρήσεως δημιουργείται άστοχος διαφοροποίησις περί την ορολογίαν μεταξύ
ημών των Ορθοδόξων και του αγίου Κυρίλλου και παρέχονται έτσι ερείσματα
εις τους Αντιχαλκηδονίους να πιστεύουν ότι ερμηνεύουν ορθώς τον άγιον
Κύριλλον και ακολουθούν την ορολογίαν του.
Οφείλομεν να δεχώμεθα την χριστολογικήν διδασκαλίαν του αγίου Κυρίλλου εις το σύνολον της.
Κατά
μεν την αντινεστοριανικήν θεώρησιν της εκφράσεως Μία Φύσις του Θεού
Λόγου Σεσαρκωμένη, ο ορός Μία Φύσις του Θεού Λόγου έχει την εννοιαν της
υποστάσεως. Όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο όρος σημαίνει
ενούσιον υπόστασιν,8 δηλαδή τον Θεόν Λόγον. Έτσι κατανοείται ορθώς ο
άγιος Κύριλλος, όταν λέγει: «Ομολογούμεν γαρ φησι, και είναι αυτόν υιόν
του θεού και θεόν κατά πνεύμα, υιόν άνθρωπου κατά σάρκα, ου δύο φύσεις
τον ένα υιόν, μίαν προσκυνητήν και μίαν απροσκύνητον, αλλά μίαν φύσιν
του θεού λόγου σεσαρκωμένην και προσκυνουμένην μετά της σαρκός αυτού μια
προσκυνήσει, ουδέ δύο υιούς, άλλον μεν υιόν Θεού αληθινόν και
προσκυνούμενον, άλλον δε εκ Μαρίας άνθρωπον μη προσκυνούμενον, κατά
χάριν υιόν Θεού γενόμενον ως και άνθρωποι, αλλά τον εκ Θεού, ως έφην,
ένα υιόν Θεού και θεόν, αυτόν και ουκ άλλον και εκ Μαρίας γεγεννησθαι
κατά σάρκα επ' εσχάτων των ημερών»9.
Κατά
δε την έτερον θεώρησιν, η οποία σαφώς φαίνεται εις την δεύτερον προς
Σούκενσον επιστολήν10, ο άγιος Κύριλλος ερμηνεύων εαυτόν ομιλεί περί των
δύο φύσεων εν Χριστώ. Την θείαν φύσιν εισάγει δια του ορού φύσις του
Λόγου και την ανθρωπίνην δια του ορού σεσαρκωμένη. Ο όρος φύσις του
Λόγου χρησιμοποιείται, κατά τον άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, με την
έννοιαν της ουσίας, ήτοι της θεότητας του Λόγου: «Αυτός μεν ουν ο
μακάριος Κύριλλος εν τη προς Σούκενσον δευτέρα επιστολή ερμηνεύων το,
μίαν φύσιν του Θεού Λόγου σεσαρκωμένην, ούτω φησίν "Ει μεν γαρ μίαν
ειπόντες του Λόγου φύσιν, σεσιγήκαμεν, ουκ επενεγκόντες το,
σεσαρκωμένην, αλλ' οίον έξω τιθέντες την οικονομίαν, ην αυτοίς τάχα που
και ουκ απίθανος ο λόγος, προσποιουμένοις ερωτάν, μία φύσις το όλον, πού
το τέλειον εν ανθρωπότητι; ή πώς υφέστηκεν η καθ' ημάς ουσία; Επειδή
δε, και η εν ανθρωπότητι τελειότης, και της καθ' ημάς ουσίας η δήλωσις
εισκεκόμισται δια του λέγειν, σεσαρκωμένην, παυσάσθωσαν καλαμίνην ράβδον
εαυτοίς υποστήσαντες". Ενταύθα μεν ουν την φύσιν του Λόγου επί της
φύσεως έταξεν. Ει γαρ αντί υποστάσεως την φύσιν παρείληφεν, ουκ άτοπον
ην, και δίχα του σεσαρκωμένην τούτο ειπείν μίαν γαρ υπόστασιν του Θεού
Λόγου απολύτως λέγοντες ου σφαλλόμεθα. Ομοίως δε και Λεόντιος ο
Βυζάντιος επί της φύσεως το ρητόν ενόησεν, ουκ αντί της υποστάσεως»11.
Ευστόχως
λοιπόν συνοψίζων ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τας δύο θεωρήσεις γράφει:
«Ώστε το ειπείν, φύσιν του Λόγου, ούτε την υπόστασιν μόνην σημαίνει,
ούτε το κοινόν των υποστάσεων, αλλά την κοινήν φύσιν (ενν. της θεότητος)
εν τη του Λόγου υποστάσει ολικώς θεωρουμένην»12. Επομένως, ο άγιος
Κύριλλος δέχεται δύο φύσεις μετά την ένωσιν, όχι μόνον δια των Διαλλαγών
και άλλων προγενεστέρων κειμένων του13, αλλά και δι' αυτής ταύτης της
εκφράσεως Μία Φύσις του Θεού Λόγου Σεσαρκωμένη, δια της οποίας δηλώνει
ταυτοχρόνως και το ενιαίον της υποστάσεως και το διπλούν των φύσεων,
χωρίς να εισάγη δύο υποστάσεις η πρόσωπα.
6)
Εις την αυτήν σελίδα 180, παραγρ. 2, γίνεται μία ορθή επισήμανσις υπό
του συγγραφέως: «Όση εμμονή κι αν έχει κάποιος στην θεολογική ακρίβεια
στην έκφρασι, είναι γελοίο να κατηγορεί για Νεστοριανισμό οποίον δέχεται
την διπλή γέννησι και την διπλή ομοουσιότητα του Λόγου ως βάσι για τον
τίτλο της Θεοτόκου, καθώς επίσης και για την απόδοσι όλων των ανθρωπίνων
και θείων ιδιοτήτων και ενεργειών στον Λόγο». Και έχει απολύτως
δίκαιον. Ημείς δηλονότι οι Ορθόδοξοι κατ' ουδένα τρόπον είμεθα
νεστοριανοί.
Άλλα η επισήμανσις αυτή δεν είναι επαρκής. Εξ ίσου σπουδαίον είναι να
επισημανθή ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι είναι μονοφυσίται, παρ' ότι λέγουν ότι
δέχονται την διπλήν ομοουσιότητα και ότι αποδίδουν τα θεία και τα
ανθρώπινα ιδιώματα εις τον Λόγον. Και τούτο διότι αρνούνται να
ομολογήσουν δύο φύσεις ουσιωδώς υπάρχουσας και ενεργητικώς εις τον
Λόγον. Τούτο το τελευταίον δεν είναι καθόλου γελοίον, αλλ' έχει
ιδιαιτέραν σημασίαν δια τον δογματικόν χαρακτηρισμόν των παλαιών και
νεωτέρων Αντιχαλκηδονίων και οφείλουν να το προσέξουν οι Ορθόδοξοι πού
συμμετέχουν εις τον Διάλογον μετ' αυτών.
7)
Εις την αυτήν σελίδα, παραγρ. 3, γράφεται ότι «δεν υπάρχει αμφιβολία
ότι ο Λέων έτεινε προς τον διαχωρισμό και την διάκρισι των πράξεων του
Χριστού κατά τέτοιο τρόπο, ώστε οι φύσεις να φαίνονται πως ενεργούν ως
ξεχωριστά Υποκείμενα».
Όμως,
τούτο είναι εσφαλμένον. Η επικρινομένη από τον π. Ιωάννην διατύπωσις
του αγίου Λέοντος είναι η εξής: «ενεργεί εκατέρα μορφή μετά της θατέρου
κοινωνίας όπερ ίδιον έσχηκεν, του μεν Λόγου κατεργαζομένου τουθ' όπερ
εστί του Λόγου, του δε σώματος εκτελούντος άπερ εστί του σώματος».
Η διατύπωσις αυτή είναι κατά πάντα Ορθόδοξος. Ο Τόμος του αγίου Λέοντος
κατά μεν την κρίσιν της αγίας Δ' Οικουμενικής Συνόδου είναι «κοινή τις
στήλη κατά των κακοφρονούντων»14, κατά δε τον ανιόν Σωφρόνιον
Ιεροσολύμων είναι «στήλη ορθοδοξίας»15. Το σημαντικώτερον όμως είναι ότι η φράσις αυτή έχει ενσωματωθή εις τον δογματικόν Όρον της αγίας ΣΤ'
Οικουμενικής Συνόδου, και επομένως κάθε αμφιβολία περί της ορθοδοξίας
της συγκεκριμένης διατυπώσεως αποδεικνύεται απαράδεκτος.
Άλλα
και γενικώτερον, κατά τον κριτικώτατον ανιόν Φώτιον Κωνσταντινουπόλεως, ο Τόμος: «την άκραν ενωσιν του Λόγου και της σαρκός αμωμήτως τε και
θεοπρεπώς διετράνωσεν»16. Ως Ορθόδοξοι, τας κατά του Τόμου αιτιάσεις
αντιλαμβανόμεθα ως συκοφαντίας και ως έκφρασιν του μονοφυσιτικού
φρονήματος των συκοφαντούντων: «Ει μεν γαρ άπασα η του εν αγίοις Λέοντος
επιστολή δι αμφιβόλων τινών ώδευε, και εξ ων οι ακέφαλοι την της μιας
υποστάσεως αιτιώνται διαίρεσιν, τάχα ην αυτοίς της διαβολής η άγνοια
πρόφασις»· επεί δε δια μυρίων η ευσέβεια πρόδηλος, πώς ουχί δεύτερον επί
τη πρώτη δυσσεβεία οι συκοφάνται προσλαμβάνουσιν»17.
8.
Εις την αρχήν της σ. 186 γίνεται η έξης πρότασις: «Η αδυναμία να
συνειδητοποιηθεί αυτό (το δογματικόν σφάλμα εις τα αντικυρίλλεια έργα
του Θεοδωρήτου) κατά την διάρκεια του 3ου αιώνα κατέστησε τον Λέοντα
και την Χαλκηδόνα συνενόχους στα μάτια εκείνων πού ακολούθησαν τον
Διόσκορο, κατά τον ίδιο τρόπο πού ο Διόσκορος κατέστη συνένοχος ένεκα
της υπερασπίσεως του Ευτυχούς».
Η πρότασις όμως είναι εσφαλμένη. Το δογματικόν λάθος του Θεοδωρήτου, ήτοι η διαφοροποίησις του προσώπου του Χριστού από την Υπόστασιν του Θεού
Λόγου, του Μονογενούς Υιού του Θεού, και η απόδοσις των ανθρωπίνων
Ιδιοτήτων εις τον Χριστόν και όχι εις τον Μονογενή Θεόν Λόγον, είχε
σαφώς συνειδητοποιηθή. Ο άγιος Κύριλλος διεξήγαγε τιτάνιον αγώνα δια να
γίνη κατανοητόν και να αποφευχθή τούτο το σφάλμα. Ο άγιος Πρόκλος
Κων/λεως το επισημαίνει: «ει άλλος ο Χριστός, και άλλος ο Θεός Λόγος,
ουκ εστί Τριάς η Αγία Τριάς, αλλά κατά σε αιρετικέ, τετράς»18. Ο άγιος
Φλαβιανός Κων/λεως ομολογεί ορθοδόξως: «...ο υιός του Θεού ο μονογενής,
Θεός τέλειος, και άνθρωπος τέλειος εκ ψυχής λογικής και σώματος, προ
αιώνων μεν εκ του πατρός ανάρχως γεννηθείς κατά την θεότητα, επί τέλει
δε, και εν υστέροις καιροίς ο αυτός... εκ Μαρίας της παρθένου γεννηθείς
κατά την ανθρωπότητα»19. Ο Βασίλειος Σελευκείας εις την Ενδημούσαν του
448: «Προσκυνώ τον ένα Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον υιόν του Θεού τον
μονογενή, τον Θεόν Λόγον, μετά την σάρκωσιν, και την ενανθρώπησιν εν
δύο φύσεσι γνωριζόμενον»20. Ο άγιος Λέων Ρώμης: «Ο δε αυτός του αϊδίου
Πατρός Μονογενής ο ίδιος ετέχθη εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας ... την
ημετέραν φύσιν ανέλαβε και οικείαν ειργάσατο»21. Ο ίδιος ο Θεοδώρητος
Κύρου εις την Δ' Σύνοδον: «ανάθεμα τω λέγοντι δύο υιούς· ένα γαρ υιόν
προσκυνούμεν, τον κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, τον μονογενή»22. Και η Δ'
Οικουμενική εις τον Όρον αυτής: «προ αιώνων μεν εκ του πατρός γεννηθέντα
κατά την θεότητα, επ' εσχάτων δε των ήμερων τον αυτόν δι' ημάς, και δια
την ημετέραν σωτηρίαν, εκ Μαρίας της Παρθένου της Θεοτόκου κατά την
ανθρωπότητα, ένα και τον αυτόν Χριστόν, υιόν, κύριον, μονογενή...»23.
Επομένως, η υποστήριξις του αγίου Λέοντος προς τον Θεοδώρητον και η τούτου
αποκατάστασις υπό της Συνόδου της Χαλκηδόνος δεν σημαίνει αποδοχήν του
δογματικού σφάλματος του Θεοδωρήτου, το οποίον υπήρχεν εις τα
αντικυρίλλεια έργα του αλλά ο ίδιος δεν επανέλαβεν μετά την Δ' Σύνοδον.
Αντιθέτως, η υποστήριξις του Διοσκόρου προς τον Ευτυχή οφείλεται εις την
πλήρη αποδοχήν της μονοφυσιτικής του δηλώσεως εις την Ληστρικήν:
«Διόσκορος επίσκοπος Αλεξανδρείας είπεν ανεκτός υμίν εστίν ούτος ο λόγος, μετά την ενανθρώπησιν δύο φύσεις ειπείν; η αγία σύνοδος (η Ληστρική) είπεν. ανάθεμα τω λέγοντι»24. Και επίσης, όταν ανεγνώσθη εις
την Ληστρικήν η οριστική άποψις του Ευτυχούς: «ομολογώ εκ δύο φύσεων
γεγενησθαι τον κύριον ημών προ της ενώσεως· μετά δε την ένωσιν, μίαν
φύσιν ομολογώ», ο Διόσκορος είπε: «συντιθέμεθα τούτοις και ημείς πάντες»
και η Ληστρική σύνοδος επιβεβαίωσε: «συντιθέμεθα»25.
9)
Εις την σ. 188, παραγρ. 2, λέγεται: «Στην Χριστολογία του (ο άγιος
Κύριλλος) χρησιμοποιεί τα "φύσις", "υπόστασις" και "πρόσωπον" ως
συνώνυμα...».
Η άποψις, ότι ο άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησε συνωνύμως τους όρους φύσις
και υπόστασις, είναι λανθασμένη. Αντανακλάται και εις την 6ην παράγραφαν
της Α' Κοινής Δηλώσεως (1989): «το ζήτημα δεν είναι αν οι Πατέρες ημών
εχρησιμοποίησαν εναλλακπκώς τους όρους φύσις και υπόστασις και αν
συνέχεαν τον ένα προς τον άλλον», θέσιν την οποίαν η Ιερά Κοινότης
ανήρεσεν εμπεριστατωμένους (Παρατηρήσεις..., σελ. 45 κ. εξ.). Ταύτα
μόνον επαναλαμβάνομεν εδώ, ότι ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός σαφώς λέγει:
«τούτο εστί το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την
φύσιν και την υπόστασιν»26· και ότι, οσάκις οι Πατέρες αναφερόμενοι εις
το υποστατικώς έν εν τω Χριστώ χρησιμοποιούσαν τον όρον φύσις, τον
εννοούσαν καταχρηστικώς ως υπόστασιν ενώ, όταν ανεφέροντο εις τα εξ ων ό
Χριστός, τότε χρησιμοποιούσαν τον όρον φύσις και τον εννοούσαν
κυριωνύμως ως ουσίαν27.
Εκ τούτου συνάγεται ότι, όταν οι οροί εκφέρωνται συνωνύμως, συγχέονται κατά το περιεχόμενον και η πλάνη είναι αναπόφευκτος.
Επομένως,
όχι συνωνύμως αλλά υπό σαφώς καθωρισμένον περιεχόμενον οφείλομεν να
χρησιμοποιώμεν τους ορούς φύσις και υπόστασις, εάν θέλωμεν να επιτύχωμεν
μετά των Αντιχαλκηδονίων ένωσιν εν τη αληθεί πίστει.
Η άποψις, ότι είναι ανάγκη σήμερον προς επίτευξιν της ενότητας να είμεθα
ελαστικοί εις την χρήσιν των ορών αυτών, εύρε την πρακτικήν της
εφαρμογήν εις την Α' Κοινήν Δήλωσιν, οπού λέγεται ότι οι Ορθόδοξοι θα
χρησιμοποιούν την έκφρασιν δύο φύσεις χωρίς να διαιρούν και οι
Αντιχαλκηδόνιοι την εκφρασιν μία ηνωμένη θεανθρωπίνη φύσις χωρίς να
αρνούνται την δυναμικήν παρουσίαν του θείου και του ανθρωπίνου εν
Χριστώ. Άλλα τούτο αποτελεί εσφαλμένην τοποθέτησιν, εις την οποίαν
επαρκώς απήντησεν η Ιερά Κοινότης εις τας Παρατηρήσεις... (σελ. 53 κ.
εξ.).
* * *
Εκ
της προηγηθείσης σειράς των ανεπαρκών ή και λανθασμένων ερμηνευτικών
προσεγγίσεων του συγγραφέως συνάγεται εσφαλμένως εις το άρθρον ότι: 1) ο
Διόσκορος είχεν Ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, και 2) η Ληστρική
Σύνοδος δεν είναι αιρετική. Επομένως, εις την παράδοσιν των
Αντιχαλκηδονίων διετηρήθη η Ορθόδοξος Πίστις, παρά την χρησιμοποίησιν
διαφορετικής ορολογίας εις την διατύπωσιν του δόγματος. Και, εφ' όσον ο
μεν άγιος Κύριλλος εχρησιμοποίησεν συνωνύμως τους όρους φύσις και
υπόστασις εις την Χριστολογίαν του και οι Αντιχαλκηδόνιοι πάλαι τε και
σήμερον ακολουθούν την κυρίλλειον ορολογίαν, δια την επίτευξιν της
ενότητος μετά των Αντιχαλκηδονίων οφείλομεν να είμεθα ελαστικοί εις την
χρήσιν των ορών κατά το παράδειγμα εκείνου.
Όμως,
κατά την Ορθόδοξον πατερικήν ερμηνευτικήν και εν γένει Παράδοσιν, ο
Διόσκορος είχε μονοφυσιτικόν Χριστολογικόν φρόνημα και η Ληστρική
Σύνοδος υπήρξεν αιρετική.
Οι λόγοι πού εξηγούν τούτο εκτίθενται κατωτέρω:
Οι λόγοι πού εξηγούν τούτο εκτίθενται κατωτέρω:
Α) Περί του ότι ο Διόσκορος είχεν αιρετικόν Χριστολογικόν φρόνημα.
Εις
την σελίδα 188 του άρθρου του, ο συγγραφεύς αναφερόμενος εις τας
απαντήσεις των επισκόπων Ευσταθίου Βηρυτού και Διοσκόρου Αλεξανδρείας
εις το ερώτημα των αυτοκρατορικών αντιπροσώπων, διατί καθηρέθη ο
επίσκοπος Φλαβιανός εφ' όσον εδέχθη Μίαν φύσιν του Θεού Λόγου
σεσαρκωμένην, γράφει: «ο Ευστάθιος Βηρυτού παραδέχθηκε ότι έγινε λάθος. Ο
Διόσκορος, όμως, ισχυρίσθηκε ότι ο Φλαβιανός διέψευσε τον εαυτό του
δεχόμενος δύο φύσεις μετά την ενωσι. Το παράξενο είναι ότι και οι δύο
είναι σωστοί, εφ' όσον για τον Φλαβιανό "φύσις" σήμαινε "ουσία", ενώ για
τον Διόσκορο σήμαινε "υπόστασις"».
Η άποψις, ότι "και οι δύο ήσαν σωστοί, οδηγεί ανεμπόδιστα εις το
συμπέρασμα ότι όχι μόνον ο άγιος Φλαβιανός αλλά και ο Διόσκορος είχε
Ορθόδοξον Χριστολογικόν φρόνημα, παρά την εμμονήν του εις διαφορετικήν
ορολογίαν.
Όμως, η μελέτη των Πρακτικών της Συνόδου υπό το φως της μεταγενέστερος
πατερικής παραδόσεως δεν οδηγεί εις την συναγωγήν τοιούτου
συμπεράσματος, δια πολλούς λόγους.
α) Ο Ευστάθιος Βηρυτού και ο Διόσκορος κατεδίκασαν τον άγιον Φλαβιανόν εις
την Ληστρικήν. Εις την Δ' Σύνοδον όμως η στάσις των είναι
αντιδιαμετρικά αντίθετος. Ο Ευστάθιος μετά από ωρισμένους δογματικούς
ελιγμούς ευθυγραμμίζεται προς την Έκθεσιν των Διαλλαγών και αναγνωρίζει
μετά των λοιπών Πατέρων ότι ο άγιος Φλαβιανός ηκολούθησε πιστώς την
πίστιν του αγίου Κυρίλλου. Εις την ερώτησιν των συγκλητικών: «Διατί
τοίνυν... Φλαυιανόν καθείλες», απήντησεν ειλικρινώς: «Έσφάλην»28. Εκ
τούτων φαίνεται ότι ό Ευστάθιος Βηρυτού ανεγνώρισε το θεολογικόν του
σφάλμα, ήτοι την μη ομολογίαν της εν Χριστώ φυσικής ετερότητος, και
μετενόησε δια την προτέραν καταδίκην του αγίου Φαβιανού. Τούτο, ως
γνωστόν, συνέβη με πολλούς άλλους επισκόπους, οι οποίοι έλεγον: «πάντες
ημάρτομεν, πάντες συγγνώμην αιτούμεν»29.
Αντιθέτως
προς τον Ευστάθιον, ο Διόσκορος επέμεινε να αρνήται την Έκθεσιν των
Διαλλαγών. Όταν οι Πατέρες της Δ' Συνόδου την αποδέχονται ομοφώνως ως
αποστολικήν Πίστιν30, ο Διόσκορος διαφοροποιείται. Εις την άμεσον
ερώτησιν των συγκλητικών: «ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις (της
Εκθέσεως των Διαλλαγών) λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαυιανόν δε
τον της αγίας μνήμης, και Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις
κεχρημένους καθείλετε;»31, απέφυγε προσωρινώς να απάντηση. Αλλά, όταν οι
Πατέρες έκριναν ομοφώνως ως Ορθόδοξον την διαλαλιάν του αγίου
Φλαβιανού, μόνος αυτός είπε: «Φανερώς δια τούτο καθήρηται Φλαυιανός, ότι
μετά την ένωσιν δύο φύσεις είπε...»32.
Επομένως, η αντίθεσις του Διοσκόρου εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών και εις την
απορρέουσαν από αυτήν ομολογίαν δύο φύσεων μετά την ένωσιν, αποδεικνύει
ότι δεν αναγνωρίζει την ουσιώδη ύπαρξιν των δύο φύσεων εν τη μια
υποστάσει του Λόγου: «Ιδού τούτου επιλαμβάνομαι, μετά γαρ την ένωσιν δύο
φύσεις ουκ εισίν»33.
Το
επιχείρημα, το οποίον εμφαίνεται εις το άρθρον του αιδεσιμολογιωτάτου
Καθηγητού (μν. εργ. σ. 183) και ίσως προβληθή ευλόγως εις το σημείον
τούτο, είναι ότι ο Διόσκορος οργισθείς κατά της νεστοριανιζούσης
δραστηριότητος του Θεοδωρήτου εις την Ανατολήν επέστρεψε εις την προ των
Διαλλαγών αντινεστοριανικήν ορολογίαν – "Αλεξανδρινήν αποκλειστικότητα"
την ονομάζει ο συγγραφεύς- ως εις μόνον αποτελεσματικόν αντινεστοριανικόν μέσον. Το επιχείρημα όμως τούτο είναι
ανίσχυρον να δικαιολόγηση την ανορθόδοξον στάσιν του Διοσκόρου. Πρώτον
μεν, διότι ο άγιος Κύριλλος επραγματοποίησε τας Διαλλαγάς με την
Εκκλησίαν της Αντιοχείας και ανήρεσεν την, ούτως ειπείν, "Αλεξανδρινήν
αποκλειστικότητα", διότι η ομολογία της φυσικής ετερότητας εν Χριστώ δεν
έπρεπε να αποχωρίζεται από την ομολογίαν της υποστατικής ενότητος εν
Αυτώ. Δεύτερον δε, διότι εις την "Αλεξανδρινήν αποκλειστικότητα"
εμμένοντες οι ακραίοι οπαδοί του αγίου Κυρίλλου περιέπεσαν εις τον
Μονοφυσιτισμόν και ηρνούντο τας Διαλλαγάς ως προδοσίαν της πίστεως. Εις
τοιαύτην μονομέρειαν περιέπεσε δυστυχώς ο Διόσκορος.
β)
Οι επίσκοποι εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον προέβησαν εις την
καθαίρεσιν του Διοσκόρου όχι μόνον επειδή «άπαξ και δις και τρις δια
θεοφιλέστατων επισκόπων κανονικώς κληθείς ουχ υπήκουσεν, υπό του
συνειδότος δηλονότι κεντούμενος»34, αλλά και επειδή «Ευτυχή τον ομόδοξον
αυτώ, κανονικώς καθαιρεθέντα παρά του ιδίου επισκόπου του εν αγίοις
πατρός ημών Φλαυιανού, αυθεντήσας, ακανονίστως εις κοινωνίαν εδέξατο,
πριν συνεδρεύσαι εν τη Εφεσίων μετά των θεοφιλέστατων επισκόπων»35. Τα
ανωτέρω προσδιώρισεν η Σύνοδος ως πρώτην αιτίαν της καθαιρέσεως του
Διοσκόρου εις την επιστολήν της προς τον Ρώμης άγιον Λέοντα36. Το
γεγονός μάλιστα, ότι ο Ευτυχής καθηρέθη δικαίως υπό του αγίου Φλαβιανού
επί αιρέσει37 και ο άγιος Φλαβιανός αδίκως υπό του Διοσκόρου δήθεν επί
αιρέσει38, προσδίδει δογματικήν βαρύτητα εις την έκφρασιν «ομόδοξον
αυτώ».
Ο άγιος Φλαβιανός ήτο Ορθόδοξος, διότι απεδέχετο την έκφρασιν «μία φύσις
του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη» και ταυτοχρόνως εδέχετο και «δύο φύσεις μετά
την ένωσιν». Αυτή η Χριστολογία είναι πλήρης, κατά τον άγιον Μάξιμον
τον Ομολογητήν39, διότι συνομολογεί το ενιαίον της υποστάσεως και το
διττόν των φύσεων. Η μονομέρεια του Διοσκόρου, να αποδέχεται μόνον την
πρώτην έκφρασιν, η οποία τονίζει την εν Χριστώ ενότητα, και να αρνήται να
ομολογήση την δευτέραν, η οποία τονίζει την φυσικήν διαφοράν,
αποκαλύπτει τον μονοφυσιτισμόν του.
γ) Η μαρτυρία του Ανατολίου, ότι «δια την πίστιν ου καθηρέθη Διόσκορος,
αλλ' επειδή ακοινωνησίαν εποίησε τω κυρίω Λέοντι τω αρχιεπίσκοπω· και
τρίτον εκλήθη και ουκ ήλθε»40, δεν είναι επαρκής δια να αμνηστεύση
δογματικώς τον Διόσκορον. Οι Πατέρες της Συνόδου, κατά την δευτέραν
συνεδρίαν, ειργάσθησαν δια τον προσδιορισμών της αληθούς αποστολικής
πίστεως της Εκκλησίας41. Πλην του Συμβόλου της Νικαίας και των επιστολών
του αγίου Κυρίλλου προς Νεστόριον, εδέχθησαν το Σύμβολον των Πατέρων
της Β' Οικουμενικής Συνόδου, και την Έκθεσιν των Διαλλαγών, την οποίαν
ως προελέχθη ηρνείτο ο Διόσκορος, καθώς και τον Τόμον του αγίου Λέοντος.
Επί τη βάσει αυτών των συνοδικών κειμένων ανεβόησαν οι Πατέρες το
ανάθεμα κατά των διαφωνούντων προς τον άγιον Λέοντα και τον άγιον
Κύριλλον: «Λέων και Κύριλλος ομοίως εδίδαξαν. ανάθεμα τω μη ούτως
πιστεύοντι. οι ορθόδοξοι ούτω φρονούμεν. αυτή η πίστις των πατέρων,
ταύτα εν Εφέσω διατί ουκ ανεγνώσθη; ταύτα Διόσκορος απέκρυψεν»42. Παρά
τας αμφιβολίας των επισκόπων του Ιλλυρικού δια τον Τόμον, μετά την
σύγκρισίν του προς τα Δώδεκα Κεφάλαια του αγίου Κυρίλλου η Σύνοδος
απεδέχθη τον Τόμον ως κριτήριον "Ορθοδοξίας και με ειδικήν μνείαν εις
τον Όρον της τον ενέταξε μετά των επιστολών του αγίου Κυρίλλου: «κοινήν
τίνα στήλην υπάρχουσαν κατά των κακοδοξούντων, εικότως συνήρμοσε, προς
την των ορθοδόξων δογμάτων βεβαίωσιν»43. Επίσης, δια της παραθέσεως
χρήσεων διαφόρων προγενεστέρων Πατέρων, ως εμφαίνεται εις την δευτέραν
Πράξιν της Συνόδου, έγινε γενικώς κατανοητόν ότι πρέπει να ομολογούνται
αι δύο φύσεις του Χριστού προς δήλωσιν της διαφοράς των φύσεων.
Εξ
όλων τούτων καταφαίνεται ότι ο Διόσκορος, εάν προσήρχετο προς
απολογίαν, ώφειλε να απολογηθη περί πίστεως. Τούτο απητείτο και από το
κατηγηρητήριον του Ευσεβίου Δορυλαίου44. Προφανώς θα κατεδικάζετο ως
αιρετικός, εάν ανέμενε εις την μέχρι τούδε ομολογίαν του, ότι «ιδού
τούτου επιλαμβάνομαι· μετά γαρ την ένωσιν δύο φύσεις ουκ εισί»45. Την
αποψιν, ότι θα κατεδικάζετο ως αιρετικός ο Διόσκορος εάν προσήρχετο,
υπεστήριξεν αργότερον ο Λεόντιος απαντών εις σχετικήν ένστασιν των
Μονοφυσιτών. Έλεγε: «τίνας γάρ αν και έφη λόγους παραγενόμενος; ο
βουλόμενος των υπεραλγούντων τανδρός ηθεποιείτο· ότι μεν γαρ εδέξατο
Ευτυχέα, φανερόν. ότι δε καλώς ουκ εδέξατο άνδρα μίαν είναι μόνην την
του Χριστού φύσιν δοξάζοντα θείαν τε απλώς, και ουδέν έχουσαν
ανθρώπινον, τί αν απελογήσατο; υμείς ουν οι Διοσκορίται επινοήσατε»46.
δ)
Όπως μας πληροφορεί ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης47, οι ακολουθήσαντες
τον Διόσκορον Αλεξανδρείς ηρνούντο και αυτόν τον άγιον Κύριλλον
-τουτέστι τας Διαλλαγάς- επειδή ωμίλησε δια δύο φύσεις μετά την
ενανθρώπησιν.
ε)Η Ε' Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τον Διόσκορον, αν και όχι ονομαστί
δια τους λόγους που εκείνη έκρινε. Κατά την Ψήφον, η Σύνοδος αποδέχεται
πλήρως τας τεσσάρας προηγηθείσας Συνόδους και όσα αύται αποδέχονται και
κρίνει αλλότριους της Εκκλησίας τους μη αποδεχόμενους αυτάς48. Κατόπιν η
ΣΤ' και η Ζ' τον αναθεμάτισαν και κατ' όνομα: «Ευτυχή και Διόσκορον
δυσφημήσαντας της θείας αυλής εξελάσασα, συναποβάλλοντες αυτοίς Σεβήρον,
Πέτρον και την πολυβλάσφημον αυτών αλληλόπλοκον σειράν...» (Όρος Ζ'
Οικ. Συνόδου). Περί του θέματος αυτού διαλαμβάνουν λεπτομερώς αι
«Παρατηρήσεις... » της Ιεράς Κοινότητος (σελ. 64 κ. εξ.).
στ)
Εις το εξής η συνείδησις της Εκκλησίας έχει τον Διόσκορον
καταδεδικασμένον επί αιρέσει49, ως εμφαίνεται και εις την λατρείαν της.
Μόνον εις τον αιώνα μας άρχισαν να ακούονται παραφωνίαι εις την ενιαίαν
περί Διοσκόρου αντίληψιν της Εκκλησίας, με αποκορύφωσιν τας προτάσεις
της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του διαλόγου μετά των συγχρόνων
Αντιχαλκηδονίων, κατά τας οποίας ο Διόσκορος και οι συν αυτώ
Αντιχαλκηδόνιοι αιρεσιάρχαι κατεδικάσθησαν όχι δι' αίρεσιν αλλ' επειδή
έσχισαν την Εκκλησίαν50!
Β) Περί του ότι η Ληστρική Σύνοδος είναι αληθώς αιρετική.
Εις
την σελίδα 188 ο συγγραφεύς γράφει: «Από τα προαναφερθέντα καθοριστικής
σημασίας είναι το γεγονός ότι η Σύνοδος της Εφέσου το 449 δεν ήταν
αιρετική, εφ' όσον η καταδίκη του Ευτυχούς βασίστηκε στην ομολογία του
ότι ο Χριστός είναι ομοούσιος με την μητέρα του. Αυτό εξηγεί γιατί ο
Ανατόλιος Κωνσταντινουπόλεως στην 4η Οικουμενική Σύνοδο εν ολομέλεια
ισχυρίζεται ότι ο Διόσκορος δεν καθαιρέθηκε για αίρεσι. Η σύνοδος του
449 στην Έφεσο αποκηρύχθηκε στην Χαλκηδόνα εξ αιτίας της αδικίας πού
είχε γίνει στον Φλαβιανό και στον Ευσέβιο».
Όμως η άποψις αυτή είναι εσφαλμένη. Η Ληστρική σύνοδος δεν είναι μόνον από
κανονικής απόψεως αποβλητέα, αλλά και από δογματικής, επειδή ηθώωσε τον
αιρετικόν Ευτυχή και κατεδίκασεν επί αιρέσει τον Ορθόδοξον άγιον
Φλαβιανόν, ως απεδείχθη εις την προηγουμένην ενότητα. Ο άγιος Σωφρόνιος
Ιεροσολύμων γράφει: «το γαρ Διοσκόρου λεγόμενον δεύτερον (συνέδριον εν
Εφέσω) της Ευτυχούς αδόκιμου γνώμης πεφώραται σύστοιχον»51. Και εις τα
Πρακτικά της Ε' ο Θείος Τύπος του Ιουστινιανού αναφέρει: «...εν Εφέσω,
οπού μάλιστα έλαβε χωράν τοιαύτη υπέρ εκείνου (ενν. του Ευτυχούς) συρροή
αιρετικών, ώστε να εκθρονισθή ακόμη και ο οσίας μνήμης Φλαβιανός ο
επίσκοπος της βασιλίδος ταύτης πόλεως»52.
Ίσως
υποστηριχθή όμως, ότι οι επίσκοποι εις την Ληστρικήν εβασίσθησαν εις
την "εμμονήν" του Ευτυχούς εις την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου
και, ακολουθήσαντες την εντολήν της εν Εφέσω Συνόδου (431) «μηδενί
εξείναι ετέραν πίστιν εκτίθεσθαι», εδικαιολόγησαν την αρνησίν του να
ομολογήση δύο φύσεις μετά την ένωσιν και να αναθεματίση τούς
πρεσβεύοντας τα αντίθετα, ωσάν να επρόκειτο περί ετέρας πίστεως.
Μία
τοιαύτη γνώμη δεν είναι πρωτοφανής. Έχει διατυπωθή ήδη εις τα
συγγράμματα των Αντιχαλκηδονίων θεολόγων53. Είναι όμως εσφαλμένη,
κρινομένη υπό το φως των ενεργειών του αγίου Κυρίλλου και των Πρακτικών
της Δ' Οικουμενικής Συνόδου.
Πρώτον.Ο άγιος Κύριλλος δια των Διαλλαγών διετύπωσε την άλλην πλευράν του
Χριστολογικού δόγματος, την ομολογίαν των δύο φύσεων εν Χριστώ, χωρίς να
πρόσθεση ή να αφαίρεση κάτι από την Πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου.
Αι Διαλλαγαί ήσαν ανάπτυξις της αυτής αποστολικής πίστεως και όχι ετέρα
πίστις. Παρά ταύτα δεν έγιναν δεκτοί από τον Ευτυχή54 και τον Διόσκορον.
Και ο μεν πρώτος ηρνείτο κατ' αρχήν την ομοουσιότητα του Χριστού με
ημάς, την οποίαν συνεκάλυπτε με την άρνησιν να "φυσιολογήση" τον Θεόν
και να ομολογήση τας δύο φύσεις. Ο Διόσκορος πάλιν, ενώ εδέχετο την
διπλήν ομοουσιότητα και κατεδίκαζε δια τούτο τον Ευτυχή, δεν ομολογούσε
τας δύο φύσεις εν Χριστώ, επειδή είχεν αρνηθή τας Διαλλαγάς και επομένως
την πραγματικήν διαφοράν των φύσεων.
Δεύτερον.
Οι πρόκριτοι των επισκόπων της Ληστρικής εγνώριζον ότι υπάρχει η
Επιστολή του αγίου Λέοντος προς τον άγιον Φλαβιανόν (ο Τόμος) εις χείρας
του αυτοκρατορικού νοταρίου, την οποίαν απέκρυψαν από το σύνολον των
επισκόπων. Το δογματικόν περιεχόμενον της επιστολής, η βεβαίωσις των δύο
εν Χριστώ φύσεων, ήτο καθοριστικόν δια την καταδίκην του Ευτυχούς επί
αιρέσει.
Τρίτον. Η Ληστρική δεν ήτο άμοιρος δογματικών συζητήσεων, έστω και υπό το
καθεστώς βαρύτατης ψυχολογικής πιέσεως. Εξ αυτών δεικνύεται ότι υπήρχε
πρόβλημα πίστεως και ότι η άποκήρυξις της Ληστρικής εις την Χαλκηδόνα
έγινεν όχι μόνον λόγω των βιαιοτήτων του Διοσκόρου. Ο Βασίλειος
Σελευκείας, π.χ., ομιλών εις την Δ' και υπενθυμίζων την αντίδραση; των
μοναχών του Βαρσουμά εις την ακοήν της ορθοδόξου (τω 448) ομολογίας του
«εν δύο φύσεσι μετά την ένωσιν» λέγει ότι, όλος ο όχλος εφώναζε: «τον
λέγοντα δύο φύσεις, εις δύο τέμνε· ο λέγων δύο φύσεις, Νεστόριος
έστιν»55. Ο Σέλευκος Αμασείας παρομοίως ανεκάλεσε την προηγηθείσαν εν
Κων/πόλει (τω 448) ομολογίαν του, ότι: «δειν εν δύο φύσεσι τον κύριον
ημών δογματίζεσθαι μετά την ένωσιν»56. Ο άγιος Φλαβιανός απ' εναντίας
αρνήθηκε ευθαρσώς να αθέτηση την προτέραν του ομολογίαν λέγων: «εμού των
πεπραγμένων ουδέν άπτεται δια τον θεόν. ουδέν γαρ ετέρως εδόξασα, ή
εφρόνησά ποτέ, ή φρονήσω»57.
Εκ
των ανωτέρω καθίσταται φανερόν ότι εις την Ληστρικήν επρυτάνευσεν η
άρνησις της φυσικής ετερότητας εν Χριστώ, και τούτο καθ' εαυτό αποτελεί
αίρεσιν.
* * *
Τα
ανωτέρω μεν ελέχθησαν εις απόδειξιν ότι οι Αντιχαλκηδόνιοι κατά το
παρελθόν δεν είχον την ιδίαν Χριστολογικήν πίστιν μετά της Εκκλησίας.
Υπάρχουν όμως ισχυροί μαρτυρίαι ότι και οι σύγχρονοι Αντιχαλκηδόνιοι δεν
έχουν Ορθόδοξον Χριστολογίαν.
Ο Πατριάρχης των Κοπτών Σενούντα Γ' μετά την λήξιν του επισήμου
θεολογικού Διαλόγου εξέδωκε βιβλίον το οποίον εκυκλοφόρησεν εις την
ελληνικήν γλώσσαν με τίτλον «Η Φύση του Χριστού. Η Θεότητα του Χριστού»,
εκδόσεις Αρμός 1996. Θα παραθέσωμεν χαρακτηριστικά αποσπάσματα, από τα
όποια γίνεται φανερόν ότι η Χριστολογία των Αντιχαλκηδονίων είναι
σεβηριανή (μονοφυσιτική).
Αναφερόμενος εις την Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον γράφει:
«Παρά
το γεγονός ότι η Σύνοδος της Χαλκηδόνος αναθεμάτισε τον Νεστόριο, οι
νεστοριανικές ρίζες απλώθηκαν και επέδρασαν στην σύνοδο της Χαλκηδόνος,
οπού η τάση να διαχωρισθούν οι δύο φύσεις άρχισε να γίνεται τόσο ορατή,
ώστε ειπώθηκε ότι ο Χριστός είναι δύο πρόσωπα... Ακολουθώντας την ίδια
τάση, ο Λέων, επίσκοπος Ρώμης, παρέθεσε τον περίφημο Τόμο του, που
απορρίφθηκε από την Κοπτική Εκκλησία. Η σύνοδος όμως τον αποδέχθηκε και
τον υπερψήφισε, βεβαιώνοντας έτσι ότι οι δύο φύσεις υπάρχουν στον Χριστό
και μετά την ένωση τους» (σελ. 23). Με το απόσπασμα αυτό εγκαλεί αυτήν
δια νεστοριανισμόν, όπως και ο Σεβήρος εις την εποχήν του.
Ερμηνεύων
τον τρόπον της ενώσεως των δύο φύσεων χρησιμοποιεί το παράδειγμα της
ενώσεως της ψυχής και του σώματος, όχι όμως κατά την έννοιαν των Αγίων
Πατέρων εις μίαν υπόστασιν αλλά κατά την αντίληψιν των Αντιχαλκηδονίων
εις μίαν σύνθετον φύσιν:
«Δεν
υφίσταται μετατροπή της ψυχής σε σώμα, ούτε του σώματος σε ψυχή, αλλά
αντιθέτως και τα δύο γίνονται ένα "εν τη ουσία και εν τη φύσει", ώστε να
λέμε ότι αυτό είναι μία φύση και ένα πρόσωπο. Αν λοιπόν κατανοούμε την
ιδέα της ένωσης μεταξύ ψυχής και σώματος σε μία φύση, γιατί να μην
κατανοούμε και την ενότητα του θείου και του ανθρωπίνου σε μία Φύση,»
(σελ. 25). Και σε άλλο σημείο συμπληρώνει χαρακτηριστικώς: «Αμφότερες η
θεία και η ανθρώπινη φύση ενώθηκαν εν ουσία και εν υποστάσει αχωρίστως»
(σελ. 32).
Αδυνατών
να κατανόηση ορθοδόξως το μυστήριον της απορρήτου ενώσεως, χρησιμοποιεί
μονοφυσιτικώς και το κλασικόν παράδειγμα του πεπυρακτωμένου σιδήρου:
«Όταν ο σιδηρουργός χτυπά τον πυρακτωμένο σίδηρο, στην πραγματικότητα το
σφυρί χτυπά και τον σίδηρο και το πυρ που είναι ενωμένο με αυτόν. Ο
σίδηρος μόνο λυγίζει ενώ το πυρ, μολονότι λυγίζει με τον σίδηρο,
παραμένει ανέγγιχτο» (σελ. 36).
Άλλα και εις το Πάθος του Κυρίου δίδει θεοπασχητικήν (μονοφυσιτικήν) ερμηνείαν:
«..."ποιμαίνειν την εκκλησίαν Κυρίου και Θεού, ην περιεποιήσατο δια του
ιδίου αίματος (Πράξ. 20, 28). Αναφέρει το αίμα του Θεού, μολονότι ο Θεός
είναι πνεύμα, και το αίμα ανήκει στην ανθρώπινη φύση του. Αυτή η
έκφραση είναι η θαυμασιότερη απόδειξη της Μίας Φύσης του Ενσαρκωμένου
Λόγου. Και οτιδήποτε σχετίζεται με την ανθρώπινη πλευρά, μπορεί συνάμα
να αποδοθεί και στην θεία αδιακρίτως, καθώς δεν υπάρχει διαχωρισμός
μεταξύ των δύο φύσεων» (σελ. 36-37).
Ο Κόπτης Πατριάρχης διαφοροποιείται περαιτέρω και από την διδασκαλίαν της
αγίας ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου. Γράφει σχετικώς προς τας θελήσεις και
ενεργείας του Χριστού:
«Έχει ο Κύριος Ιησούς Χριστός δύο θελήσεις και δύο ενέργειες, δηλαδή μία
θεϊκή και μία ανθρώπινη θέληση, καθώς και δύο ενέργειες, μία θεϊκή και
μία ανθρώπινη; Επειδή πιστεύουμε στη Μία Φύση του Ενσαρκωμένου Λόγου,
όπως την ονόμασε ο άγιος Κύριλλος, πιστεύουμε στη Μία Θέληση και στη Μία
Ενέργεια. Φυσικά, αφού φρονούμε ότι η Φύση είναι Μία, και η Θέληση και η
Ενέργεια είναι επίσης Μία» (σελ. 46-47). Είναι σαφής ο μονοενεργητισμός
και ο μονοθελητισμός καθώς και η απόδοσις των θελημάτων και των
ενεργειών εις την μίαν κατ' αυτόν σύνθετον φύσιν. Αι μονοενεργητικαι
αυταί απόψεις δεν είναι μόνον του Πατριάρχου Σενούντα, αλλά και των
Λοιπών Αντιχαλκηδονίων θεολόγων58.
Οι
Αντιχαλκηδόνιοι δεν προτίθενται να εγκαταλείψουν την μονοφυσιτικήν των
παράδοσιν. Είναι κατηγορηματική η άρνησις της Δ' Οικουμενικής Συνόδου
από τον Κόπτην Πατριάρχην: «Αρνούμεθα την Σύνοδον της Χαλκηδόνος...
Δύνομαι να είπω τελείως ανοικτά, ότι όλαι αι Ανατολικοί Εκκλησίαι δεν
δύνανται να αποδεχθούν την Σύνοδον της Χαλκηδόνος...»59.
* * *
Κατόπιν των ανωτέρω συμπεραίνονται τα ακόλουθα:
1.
Οι παλαιοί Αντιχαλκηδόνιοι ήσαν είτε ακραίοι
μονοφυσίται (ευτυχιανισταί, αρνούμενοι την ανθρωπίνην φύσιν) είτε
μετριοπαθείς μονοφυσίται (σεβηριανοί, ψιλώ μόνον ονόματι ομολογούντες
δύο φύσεις). Ο μονοφυσιτισμός, ως αντίληψις περί του μυστηρίου της
ενανθρωπήσεως του Κυρίου, εξεφράζετο δια συγκεκριμένων εκφράσεων, τας
οποίας ως ανορθόδοξους ήλεγξαν οι άγιοι Πατέρες εις τα συγγράμματα των. Ο
Διόσκορος ήτο φορεύς μιας μονοφυσιτικής αντιλήψεως, την οποίαν δεν
ημπόρεσε να αποβάλη κατά την διάρκειαν της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, αλλά
ενέμεινε εις αυτήν και έγινε αιρεσιάρχης και αρχηγός της σεβηριανής
παραδόσεως.
2. Οι Αντιχαλκηδόνιοι επί χίλια πεντακόσια ήδη χρόνια αρνούνται να
αποδεχθούν την αγίαν Δ' Οικουμενικήν Σύνοδον, παρά τας κατά καιρούς
ενωτικός προσπάθειας, διασαφήσεις και διαβεβαιώσεις ότι δεν είναι
νεστοριανή. Το αίτιον της τόσον απολύτου αρνήσεως δεν ημπορεί να είναι άλλο, παρά η διαφορετική αντίληψις περί του μυστηρίου της Ενσαρκώσεως, δηλαδή αυτή η αίρεσις.
3. Οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι, οι οποίοι από τριακονταετίας περίπου
διαλέγονται μετά των Ορθοδόξων, δεν παρέχουν εχέγγυα Ορθοδόξου Χριστολογικού φρονήματος. Παρά τον παραμερισμόν ώρισμένων
εκφράσεων, ως η σύνθετος φύσις, αι νέαι διατυπώσεις έχουν επίσης
μονοφυσιτικόν περιεχόμενον και το αυτό ειδικόν βάρος ως αι προηγούμενοι,
ως π.χ. η μία ηνωμένη θεανθρωπίνη φύσις.
4. Η μόνη ελπίς να υπερβούν τον μονοφυσιτισμόν των οι νυν Αντιχαλκηδόνιοι
και να ενωθούν μετά της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι να αποδεχθούν ως αγίας και Οικουμενικός την Σύνοδον της Χαλκηδόνος
και τας επόμενας αυτής, το όποιον σημαίνει να ομολογήσουν τας εκφράσεις αι οποίαι διασφαλίζουν το Ορθόδοξον φρόνημα από τον
μονοφυσιτισμόν60, και να αναθεματίσουν τους αρχηγούς της πρότερος και
μέχρι και νυν αιρέσεως των.
Μέχρι
τότε οφείλομεν να ευχώμεθα, να φωτίση ό Κύριος τους Αντιχαλκηδονίους
αδελφούς να επιστρέψουν εις την Ορθόδοξον Πίστιν και εις την κοινωνίαν
της αγίας Εκκλησίας. Άλλα και να τηρώμεν την Ορθόδοξον Πίστιν ακεραίαν
και ελεύθερον παντός δογματικού μινιμαλισμού και συμβιβασμού, προς
ασφάλειαν και σωτηρίαν ημών και ως μέτρον Ορθοδοξίας προς τους
ετεροδόξους.
Άγιον Όρος 27 Φεβρ. / 12 Μαρτίου 1999
Υποσημειώσεις:
1
Συλλογικός τόμος «ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΟΤΗΣ»,
έκδοσις της Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, 1997, σσ. 177-191.
2 Ένθ' ανώτ. σ. 190.
3
V. C. Samuel, The Council of Chalcedon and the Christology of Severus
of Antioch, Dissertation, Yale 1957, ao. 19, 27, 59, 192, 194, 195.
4 ΡG 89,1010. ΡG 94, 741-744. Έκδοσις ακριβής... Γ (3) 47.
5 Σπυρίδωνος Μίλια, Των Ιερών Συνόδων νέα και δαψιλεστάτη συλλογή, Παρίσιοι 1761, σ. 228.
6 Ένθ' άνωτ. σ. 56.
7 PG 91, 480AB.
8 «Τούτον ουν εστίν ειπείν Ενούσιον υπόστασιν και φύσιν του Θεού Λόγου» (ΡG94,146ΙD).
9 Αγίου Κυρίλλου, Προσφωνητικός ταις ευσεβεστάταις βασιλίσσαις, ΡG 76,1212ΑΒ
10ΡG 77, 237.
11ΡG 94, 1025ΑΒ.
12Ένθ' άνωτ.
13
Ως, λ.χ., εις την φράσιν: «Ου γαρ εις πρόσωπα δύο την οικονομίαν
μερίζομεν, ουδέ υιούς δύο αντί του Μονογενούς κηρύττομέν τε και
δογματίζομεν, αλλά δυο μεν τας φύσεις είναι και μεμαθήκαμεν και
διδάσκομεν έτερον γαρ θεότης, και έτερον ανθρωπότης• έτερον το ον, και
έτερον το γενόμενον... Ου τας φύσεις τοίνυν συγχέομεν... αλλά και του
Θεού Λόγου την φύσιν γνωρίζομεν και της μορφής του δούλου την ουσίαν
γινώσκομεν, εκατέραν δε φύσιν ως ένα προσκυνούμεν Υιόν θάτερον γαρ
θατέρω Χριστός ονομάζεται (Περί ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου, του Υιού
του Πατρός, ΡG 75, 1471CD).
14 Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 155.
15
Συνοδική Επιστολή, εν Ίω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία
της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Ι, Αθήναι 1960, σ. 215: «Τούτοις
ομοίως τοις ιεροίς Κυρίλλου του πανσόφου χαράγμασιν ως ιερόν και
ομότιμον δέχομαι και της αυτής ορθοδοξίας γεννήτριαν και την θεόδοτον
επιστολήν και θεόπνευστον του μεγάλου και λαμπρού και θεόφρονος
Δέοντος... ην και στήλην ορθοδοξίας καλώ και ορίζομαι, τοις ούτως αυτήν
καλώς ορισαμένοις Πατράσιν ανίοις επόμενος, ως πάσαν μεν ορθοδοξίαν ημάς
εκδιδάσκουσαν, πάσαν δε κακοδοξίαν αιρετικήν ολοθρεύουσαν».
16 Αγίου Εφραιμίου Θεουπόλεως, εν Βιβλιοθήκη Φωτίου, ΡG 103, 960C.
17 Ένθ' άνωτ., ΡG 103,944D.
18 Εγκώμιον εις την Παναγίαν Θεοτόκον Μαρίαν, ΡG 65,689Α.
19 Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 66.
20 Ένθ' άνωτ. σ. 56.
21 Ένθ' άνωτ. σ. 162.
22 Ένθ' άνωτ. σ. 65.
23 Ένθ' άνωτ. σ. 156.
24 Ένθ' άνωτ. σ. 78.
25 Ένθ' άνωτ. σ. 79
26 Έκθεσις ακριβής... Γ (3) 47, εν ΡG 94, 992Α.
27 ΡG 94, 1460D-1461D, ΡG 103, 977C-980Β, ΡG 103, 1004Α-D.
28
Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 66. Σημειωτέον ότι ό π. Ιωάννης
Ρωμανίδης εντάσσει εις την ερώτησιν των συγκλητικών την δευτερεύουσαν
πρότασιν: «εφόσον δέχθηκε Μίαν Φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην», ενώ εκ των
Πρακτικών δεν συνάγεται τοιούτον σχήμα ερωτήσεως. Με την ένταξιν αυτής
της προτάσεως αι απαντήσεις του Ευσταθίου και του Διοσκόρου εις την
ερώτησιν των συγκλητικών ανάγονται υπό του π. Ιωάννου ευθέως εις την
Μίαν Φύσιν του Λόγου Σεσαρκωμένην, όθεν συνάγεται φυσικότερον το «ότι
και οι δύο ήσαν σωστοί». Όμως εκ των Πρακτικών φαίνεται ότι αι
απαντήσεις ανάγονται αμέσως εις την Έκθεσιν των Διαλλαγών περί των δυο
φύσεων. Ενημερωτικώς σημειούμεν ότι αι ερωτήσεις των συγκλητικών εις την
υπ' όψιν περίστασιν είναι τρεις: α) μετά την ανάγνωσιν των Διαλλαγών:
«ποίω λόγω Ευτυχή μεν τον εναντία τούτοις (της Εκθέσεως των Διαλλαγών)
λέγοντα εδέξασθε εις κοινωνίαν, Φλαυιανόν δε τον της ανίας μνήμης, και
Ευσέβιον τον ευλαβέστατον επίσκοπον, τούτοις κεχρημένους καθείλετε;», β)
μετά την επίκλησιν υπό του Ευσταθίου των επιστολών του αγίου Κυρίλλου
προς Ακάκιον, Ουαλεριανόν και Σούκενσον: «λεγέτω ή αγία σύνοδος, ει ταις
κανονικαίς επιστολαίς του της όσιας μνήμης Κυρίλλου, ταις και εν τη
συνόδω δημοσιευθείσαις, και νυν αναννωσθείσαις, συμφωνεί ή διαλαλιά
Ευσταθίου του ευλαβέστατου επίσκοπου», και γ) μετά την ανάγνωσιν υπό του
Ευσταθίου της επιστολής του αγίου Κυρίλλου την περιλαμβάνουσαν τον
στίχον «ου δει τοιγαρούν νοείν δύο φύσεις, αλλά μίαν φύσιν του λόγου
σεσαρκωμένην», τας επεξηγήσεις του και την διαλαλιάν περί Φλαβιανού:
«Διατί τοίνυν Φλαυιανόν τον της ευλαβούς μνήμης καθείλες;».
29 Ένθ' άνωτ. σ. 57.
30Αναγινωσκομένης
της επιστολής, οι Πατέρες της Δ' Συνόδου εβόησαν: «ημείς ως Κύριλλος
πιστεύομεν, ούτως επιστεύσαμεν, ούτω πιστεύομεν ανάθεμα τω μη ούτω
πιστεύοντι». Οι Ανατολικοί επίσκοποι εβόησαν επιπλέον: «Φλαυιανός ούτως
επίστευε, Φλαυιανός ταύτα εξεδίκει δια ταύτα Φλαυιανός καθηρέθη,
Ευσέβιος Νεστόριον καθείλε, την πίστιν Διόσκορος παρέτρωσεν» (ενθ' άνωτ.
σ. 65).
31 Ένθ' άνωτ. σ. 65.
32 Ένθ' άνωτ. σ. 67.
33 Ένθ' άνωτ. σ. 69.
34 Ένθ' άνωτ. σ. 126.
35 Ένθ' άνωτ. σ. 125.
36
«Τον τε γαρ μακάριον εκείνον τον εν αγίοις της Κωνσταντινουπόλεως
ποιμένα Φλαυιανόν, την αποστολικήν προϊσχόμενον πίστιν, και τον
θεοφιλέστατον επίσκοπον Ευσέβιον, παρά πάσαν των κανόνων ακολουθίαν
καθείλε, και τον επί δυσσεβεία κατακεκριμμένον Ευτυχή, ταις της
τυραννίδας αυτού ψήφοις ηθώωσεν» (ενθ' άνωτ. σ. 23).
37
Αφού κατά την πρώτην συνεδρίαν της Δ' ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της
Ενδημούσης, κατά τα όποια ή Σύνοδος αυτή απηύθυνε προς τον Ευτυχή το
«ανάθεμα αυτώ», επειδή δεν έλεγε δύο φύσεις μετά την ένωσιν και δεν
ανεθεμάτιζε πάν το εναντίον προς την ομολογίαν αυτήν (Σπυρίδωνος Μίλια,
ένθ' άνωτ. σ. 79) και υπεγράφη ή καθαίρεσις (ενθ' άνωτ. σ. 94), και αφού
ανεγνώσθησαν τα Πρακτικά της Ληστρικής, κατά τα όποια υπό την απειλήν
των οπλών υπέγραψαν οι επίσκοποι την αθώωσιν του Ευτυχούς επί απλή
αναφορά ότι ακολουθεί την πίστιν της Νικαίας και της Εφέσου (ένθ' άνωτ.
σ. 96-97), οι επίσκοποι της αγίας Δ' Συνόδου απεφάσισαν να καθαιρέσουν
τον Διόσκορον, επειδή: «Φλαυιανός ό της ευλαβούς μνήμης, και Ευσέβιος ό
ευλαβέστατος επίσκοπος, εκ της των πεπραγμένων, και διαγνωσθέντων
ερεύνης, και αυτής της φωνής τίνων των εξάρχων γενομένων της τότε
συνόδου, ομολογησάντων εσφάλθαι, και μάτην αυτούς καθηρηκέναι, ουδέν
περί την πίστιν σφαλέντας δείκνυνται αδίκως καθηρημένον (ένθ' άνωτ. σ.
103).
38
Ό ίδιος ό Διόσκορος παρεδέχθη ότι, ή περί τον Ευτυχή κρίσις της
Ληστρικής, ήτο θέμα πίστεως: «επειδή περί πίστεως ην ό λόγος»
(Σπυρίδωνος Μίλια, ένθ' άνωτ. σ. 50). Επίσης, μετά την ανάγνωσιν της
ομολογίας πίστεως του αγίου Φλαβιανοϋ και την ερώτησιν των συγκλητικών
προς την Σύνοδον: «ούτως εκθεμένος την πίστιν ό οσίας μνήμης Φλαυιανός,
έσωσε την ορθόδοξον, και καθολικήν θρησκείαν, η τι περί αυτής εσφάλη,»,
οι επίσκοποι ό εις κατόπιν του αλλού απήντησαν ότι ορθοδόξως την των
αγίων πατέρων ημών πίστιν εξέθετο και πάντες αυτήν προθύμως δεχόμεθα.
Μόνον ό Διόσκορος διεφώνησε χαρακτηρίζων αιρετικόν το «μετά την ένωσιν
δύο φύσεις» (Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 66).
39 ΡG 91.480ΑΒ.
40 Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' ανώτ. σ. 153.
41
«Νυν δε το ζητούμενον, και κρινόμενον, και σπουδαζόμενόν έστι, ώστε την
αληθή πίστιν συγκροτηθήναι, δι΄ ην και μάλιστα, και ή σύνοδος γέγονε»
(Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 106).
42 Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 111.
43 Ενθ' άνωΐ. σ. 155.
44 Ενθ' άνωτ. σ. 114.
45 Ενθ' άνωτ. σ. 69.
46 Ενθ' άνωτ. σ. 228.
47 ΡG 89, 103D.
48 Ίω. Καρμίρη, ενθ΄ άνωτ. σ. 192.
49
Αγίου Σωφρονίου Ιεροσολύμων, Συνοδική Επιστολή, εν Ίω. Καρμίρη Τα
Δογματικά..., ενθ' άνωτ. σ. 216. Αγίου Φωτίου Κων/λεως, Επιστολή
προς τον θρόνον Αντιοχείας, εν Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Τόμος Χαράς,
εκδ. Ρηγόπουλου 1985, σ. 203, και του αυτού, Εγκύκλιος επιστολή προς
τούς της Ανατολής αρχιερατικούς θρόνους, αυτόθι σ. 223, 226. Αγ.
Νικόδημου Άγιορείτου, Πηδάλιον, εκδ. Ρηγόπουλου 1982, σ. 182.
50 Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις..., σ. 66.
51 Συνοδική Επιστολή, ενθ' άνωτ. σ. 214.
52 Μελετίου Μητροπολίτου Νικοπόλεως, Ή Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος, Αθήναι 1985, σελ. 163.
53 V. C. Samuel, ενθ' άνωτ. σ. 59.
54
«Το δε εκ δύο φύσεων ενωθεισών καθ' υπόστασιν γεγενήσθαι τον κύριον
ημών Ιησούν Χριστόν, μήτε μεμαθηκέναι εν ταις εκθέσεσι των αγίων
πατέρων, μήτε καταδέχεσθαι, ει τύχοι ή αυτώ τοιαύτα παρά τίνος
υπαναγινώσκεσθαι, δια το τας θείας γραφάς, ως έλεγεν, αμείνονας είναι
της των πατέρων διδασκαλίας» (Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 56-57).
55 Σπυρίδωνος Μίλια, ενθ' άνωτ. σ. 56-57.
56 Ενθ' άνωτ. σ. 96.
57 Ενθ' άνωτ. σ. 96.
58
Ιερά Κοινότης Αγίου Όρους, Παρατηρήσεις... σελ. 48-53, και Είναι οι
Αντιχαλκηδόνιοι ορθόδοξοι; εκδ. 1. Μονής Οσίου Γρηγορίου, 1995, σελ.
100-101 και υποσημ. 61α, 61β εν σελ. 125.
59 Είναι οι Χαλκηδόνιοι Ορθόδοξοι; ενθ' άνωτ. σελ. 35.
60 Κατά τον άγιον Μάξιμον: «πως ευσεβείν ημάς δυνατόν, τας εναντίας τοις αιρετικοίς φωνάς ουχ ομολογούντας;» (ΡG 91, 300Α-D).
Υπό Αρχιμ. Γεωργίου, Καθηγουμένου Ι. Μονής Οσίου Γρηγορίου 1999
Οι π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Ίω. Καρμίρης, π. Ίω. Ρωμανίδης. Τα θεολογικά λάθη μπορούν εύκολα να εντοπισθούν στα κείμενα των εισηγήσεων και των παρεμβάσεων στις ανεπίσημες εκείνες συζητήσεις. Ό καθηγητής Ίω. Καρμίρης π.χ. επρότεινε ως βάσιν ενώσεως την κυρίλλειο φράσι "Μία φύσις του Θεού Λόγου σεσαρκωμένη", την στιγμή πού αυτή είναι δεκτική μονοφυσιτικής ερμηνείας και για τον λόγο αυτό επί τω ακούσματι της εισηγήσεως του στο Aarhus οι Αντιχαλκηδόνιοι κτυπούσαν χέρια και πόδια πάνω στα έδρανα από την χαρά τους (βλ. Έκθεσι του π. Ίω. Ρωμανίδη περί της Συνελεύσεως της Μικτής Υποεπιτροπής και της Μικτής Επιτροπής τον έτους 1990 προς τον Άρχιεπ. Αθηνών Σεραφείμ, δημοσιευθείσα στο Διαδίκτυο). Ό ίδιος πολυΐστωρ καθηγητής παρερμήνευσε την έκφρασι του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: "τα δε άλλα πάντα ορθόδοξοι υπάρχοντες", την σχετική περί των Αντιχαλκηδονίων Εκκλησιών αναφορά της Συνόδου του 1672, και την έκφρασι του αγίου Φωτίου: "και λατρεύει σήμερον καθαρώς και ορθοδόξως ή των Αρμενίων λήξις την χριστιανών λατρείαν", ώστε άφησε να νοηθή ότι ή Εκκλησία δια των αιώνων ανεγνώριζε τους Αντιχαλκηδονίους ως Ορθοδόξους (βλ. εισήγησίν του στο Aarhus, Does Chalcedon divide or unite?, W.C.C, Geneva 1981, σελ. 30). Ό καθηγητής π. Ίω. Ρωμανίδης δεν διέκρινε μεταξύ της ορθοδόξου και της μονοφυσιτικής (σεβηριανής) ερμηνείας της εκφράσεως "τη θεωρία μόνη" (βλ. Άνδρ. Ν. Παπαβασιλείου, μνημ. εργ., σελ. 251-252) και νομιμοποίησε την αθώωσι του Ευτυχούς στην Ληστρική αποβλέπων στην συναγωγή της «ορθοδοξίας» του Διοσκόρου (βλ. Έκθεσις π. Ίω. Ρωμανίδη..., ένθ΄ άνωτ.). Ό αείμνηστος π. Δημ. Στανιλοάε, επηρεασμένος από τις διαβεβαιώσεις των θεολόγων ότι κατ' ουσίαν υπάρχει ταυτότης πίστεως, προέτεινε την βαθμιαία λήθη των αναθεμάτων και την κατάργησι των προσβλητικών εκφράσεων προς τους αιρεσιάρχας (Μητροπ. Αξώμης Μεθοδίου, Το έργον της Διορθοδόξου Θεολογικής Επιτροπής δια τον Διάλογον των Ορθοδόξων και των Αρχαίων Ανατολικών Εκκλησιών, περιοδ. Abba Salama (1976), σελ. 165).