Ο άγιος Μάρκος διαχωρίζει την θέση απ' τους Επισκόπους που υπέγραψαν τη κακόδοξη Σύνοδο!

 Ακτινογραφία των προδοτικών Διαλόγων και της συμπορεύσεως με τους Οικουμενιστές
από τον άγ. ΜΑΡΚΟ ΕΥΓΕΝΙΚΟ

    Παρουσιάζουμε ἕνα σημαντικὸ κείμενο τοῦ ἁγίου Μάρκου Εὐγενικοῦ μὲ τίτλο «Ἐγκύκλιος-Ἔκθεσις τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου...». Τὸ κείμενο αὐτό
     α) Ἀποτελεῖ μιὰ περιγραφή, μιὰ ἀκτινογραφία τῆς παθολογίας τῶν θεολογικῶν Διαλόγων καί, περιγράφοντας ὅσα ἔπραξε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος καὶ ὅσα παρέλειψαν νὰ πράξουν οἱ ἐπίσκοποι ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας, διαζωγραφίζει ἐκπληκτικά, τὰ ὅσα κατάπτυστα πράττουν σήμερα οἱ διάφοροι Βαρθολομαῖοι, Ζηζιούληδες, Σαββᾶτοι, Ἰγνάτιοι κ.λπ., οἱ ὁποῖοι εἶναι συνειδητοὶ προδότες τῆς Πίστεως μὲ δίπλωμα Παπικό: γνωρίζουν δηλ. ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, γνωρίζουν τί ἔπραξαν οἱ Ἅγιοί μας, γνωρίζουν τί ἔπραξε ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός (ποὺ ἀντιμετώπισε ταυτόσημα ἢ δίδυμα μὲ τὰ σημερινὰ θέματα τῶν συγχρόνων ἑνωτικῶν-οὐνιτικῶν Διαλόγων) κι ὅμως πράττουν τὰ ἀντίθετα, ἐκεῖνα ποὺ τοὺς ὑπαγορεύει ἡ ἀποκαλυπτόμενη ἀντίχριστη παγκόσμια ἐξουσία.
     β) (Δημοσιεύουμε τὸ κείμενο αὐτό) γιὰ νὰ παύσουν ἐπιτέλους οἱ ἀνακρίβειες καὶ οἱ ἀσέβειες πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου Μάρκου καὶ τῶν ἄλλων ἐπισκόπων ποὺ ἔλαβαν μέρος στὴν Σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας. Μὲ τὸ κείμενο δηλ. αὐτὸ διαψεύδονται ὅσοι Οἰκουμενιστὲς διασπείρουν τὶς ψευδεῖς πληροφορίες (κρίνοντας ἀπὸ κάποιες φιλόφρονες προσφωνήσεις κατὰ τὴν ἔναρξη τῆς Συνόδουὅτι ὅσοι ἔλαβαν μέρος στὸν Διάλογο μὲ τοὺς Παπικούς (καὶ φυσικὰ ἅγιος Μᾶρκος), εἴτε χαρίστηκαν στὸν Πάπα, εἴτε ἦσαν ἐξ ἀρχῆς φιλενωτικοὶ καὶ ἐνδοτικοὶ εἰς τὰ τῆς Πίστεως.
      Εἶναι, ἀκόμα, καιρὸς νὰ παύσουν νὰ παραπληροφοροῦν οἱ λεγόμενοι ἐκ Πειραιῶς "ἀντι-Οἰκουμενιστές" ποὺ τοὺς "συμφέρει" καὶ θέλουν νὰ ἀποδείξουν ὅτι ἅγιος Μᾶρκος ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικὰ μὲ λατινόφρονες (ὅπως αὐτοὶ σήμερα μὲ Οἰκουμενιστὲς Ἀρχιερεῖς καὶ Πατριάρχες) καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι δὲν εἶχε ἀποτειχιστεῖ ἀπὸ αὐτούς! Ὁ ἅγιος Μᾶρκος στὴν παρακάτω «Ἔκθεση», τοὺς διαψεύδει, ὅπως τοὺς διαψεύδει καὶ τὸ κείμενο τοῦ π. Ἀναστασίου Γκοτσόπουλου (προηγούμενη ἀνάρτηση ἐδῶ) ποὺ καταδεικνύει τὴν ἀποτείχιση τοῦ Ἁγίου!

     Καὶ ἕνα μεγάλο ἐρώτημα εἶναι: Πῶς ὁ ἅγ. Μᾶρκος ἀντελήφθη ἀμέσωςμετὰ τὶς πρῶτες συζητήσεις μὲ τοὺς Λατίνουςὅτι οἱ Παπικοὶ δὲν ἤθελαν νὰ εὕρουν στὴν Σύνοδο τῆς Φερράρας τὴν ἀλήθεια, καὶ οἱ δικοί μας Οἰκουμενιστὲς Ἀρχιερεῖς καὶ θεολόγοι, διαλεγόμενοι μὲ τοὺς Παπικούς ἐπὶ τόσα χρόνια, δὲν κατάλαβαν ὅτι οἱ Παπικοὶ τούς (καὶ μᾶς) ἐμπαίζουν, ὅτι προσθέτουν νέες αἱρέσεις ἐπὶ αἱρέσεων, ὅτι οὐδόλως ἐνδιαφέρονται γιὰ τὴν ἀλήθεια (παρὰ διατηροῦν τοὺς Διαλόγους γιὰ νὰ τὴν στραγγαλίσουν ὁλοκληρωτικά) καὶ ὅτι ὁ ἀπώτερος σκοπός τους (ὅπως ἐπὶ ἁγίου Μάρκου), δὲν εἶναι ἡ εὕρεση της ἀλήθειας, ἀλλὰ ἐπιθυμία τους νὰ μᾶς ὑποτάξουν; Πῶς αὐτὸ δὲν τὸ καταλαβαίνουν ( τὸ καταλαβαίνουν καὶ μένουν ἀδρανεῖς) οἱ ὑπόλοιποι εὐσεβεῖς ποιμένες;
     Στὴν Ἐγκύκλιο αὐτὴ ἅγιος Μᾶρκος γνωστοποιεῖ ἐπίσημα τὴν ἀπομάκρυνσή του-ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς τῆς ἐποχῆς του.


Ἐγκύκλιος
τοῦ ἁγιωτάτου μητροπολίτου Ἐφέσου, τίνι τρόπῳ ἐδέξατο
τό τῆς ἀρχιερωσύνης ἀξίωμα καί δήλωσις τῆς Συνόδου 
τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ γενομένης»

           Γράφει ὁ Κάλλ. Βλαστὸς πώς, ὅταν ὅλοι ὑπέγραψαν τὸν Ὅρον τῆς ἐν Φερράρᾳ-Φλωρεντίᾳ συνόδου, «ἐν τῇ ὁμηγύρει ἐκείνῃ ἐν ᾗ οἱ πάντες ἔμενον ἐννεοὶ καὶ ἐμβρόντητοι, παρεκάθητο καὶ ὁ Ἅγιος Μᾶρκος, ὁ τῆς Συνόδου Ἔξαρχος, «ἀλγῶν καὶ σιωπῶν», ὡς ἱστορεῖ ὁ αὐτόπτης Συρόπουλος. Τὸν προκείμενον Ὅρον πάντες, ἀπὸ τοῦ Βασιλέως ἀρξάμενοι, τρεμούσῃ χειρὶ ὑπέγραψαν, τοῦθ᾿ ὅπερ ἐδήλου, ὅτι πανηγυρικῶς ἠρνήθησαν τὴν Ὀρθοδοξίαν. Ἐνῷ δὲ πρὸς τὸν Ἱερὸν Μᾶρκον, οἱονεὶ κατῃσχυμμένοι, οἱ ὑπογράψαντες ἔστρεψαν δειλὸν τὸ ὄμμα, οὗτος ἀναστὰς ἐξῆλθε τῆς ὁμηγύρεως, τὸ περιλάλητον ἐκεῖνο ἐπιφωνῶν· «οὐχ ὑπογράψω, οὐδ᾿ εἴ τι καὶ γένηται». Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἤρξατο καὶ διὰ ζώσης καὶ δι᾿ ἐπιστολῶν κηρύττων πρὸς τοὺς ἁπανταχοῦ Ἕλληνας τὰ ἐναντία τοῖς ὑπὸ τοῦ Βησσαρίωνος κηρυττομένοις· τουτέστιν ἵνα μὴ ὑποτάξωσι κατὰ μηδένα τρόπον τὸν αὐχένα τῷ παπισμῷ, διότι τοῦτο ὡς ἀκολούθημα μὲν ἄμεσον φέρει τὴν τῆς πατρῴας εὐσεβείας ἀθέτησιν, ὡς ἔμμεσον δέ, τοῦ Γένους τὴν παντελῆ ἐξόντωσιν. Τοιαύτην τινὰ ἐγκύκλιον τοῦ Ἱεροῦ Μάρκου ἐπιστολὴν πρὸς τὸ Ὀρθόδοξον πλήρωμα ἀντιγράψαντες ἐκ χειρογράφου παραθέτομεν ἐνταῦθα».
(ΔΟΚΙΜΙΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΧΙΣΜΑΤΟΣ, ΚΑΛΛΙΣΤΟΥ ΒΛΑΣΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΟΥ, ἐδῶ).

     ἅγιος Μᾶρκος ἀρχίζει τὴνἜκθεσηδηλώνοντας ὅτι, παρότι ἀσθενής, μετέβη στὴν Φερράρα ὑπακούοντας στὴν Ἐκκλησία, καὶ ἐλπίζοντας ὅτι Θεὸς θὰ δώσει τὴν εὐλογημένη ἐπούλωση τοῦ τραύματος μεταξὺ Ἀνατολικῶν καὶ Δυτικῶν. Ἀλλὰ εὐθὺς ἐξαρχῆς σημειώνει, ἀντελήφθηκαν ὅτι οἱ Λατῖνοι ἔδειξαν τὴν κακή τους πρόθεση, ὅτι δηλαδὴ δὲν ἤθελαν ἕνωση ἐν τῇ ἀληθείᾳ, ἀλλὰ ἀποδοχὴ τῶν Λατινικῶν κακοδοξιῶν καὶ βέβαια ὑποταγὴ στὸν Πάπα.
     «Ἐγὼ διὰ τὴν ἐπιταγὴ τῆς τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας ἐπηκολούθησα τῷ οἰκουμενικῷ πατριάρχῃ πρὸς τὴν ἐν Ἰταλίᾳ σύνοδον, μήτε τὴν ἐμαυτοῦ ἀσθένειαν ὑπολογισάμενος, μήτε τὸ τοῦ προκειμένου πράγματος ἐργῶδές τε καὶ ὑπέρογκον, ἀλλ’ ἐλπίσας ἐπὶ Θεῷ, ὡς ἅπαντα ἡμῖν ἕξει καλῶς καί τι κατορθώσομεν μέγα καὶ τῶν ἡμετέρων πόνων καὶ ἐλπίδων ἄξιον. Ἐπεὶ δ’ ἐνταῦθα γενόμενοι, τῶν Λατίνων εὐθὺς ἐπειράθημεν ἄλλως ἡμῖν προσενεχθέντων ἢ ὡς ἠλπίζομεν, εὐθὺς μὲν ἀπογνῶναι τοῦ τέλους συνέπεσε, καί τις ἡμῶν εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον».
      Συνεχίζει ὁ ἅγιος Μᾶρκος: Καὶ ἀφοῦ μὲ προέτρεψαν, ὁμίλησα πρῶτος καὶ ἐπεσήμανα τὴν αἰτίαν τῆς διαιρέσεως καὶ τὴν ὑπεροψίαν τῶν Λατίνων· αὐτοὶ ὅμως ἀπέκρουαν τὶς αἰτιάσεις, δικαιολογώντας τὰ λάθη τους, ὅπως συνηθίζουν νὰ κάνουν. Τοὺς ἀπέδειξα ὅτι ἀπαγορεύεται ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους προσθήκη ἔστω καὶ μιᾶς λέξεως στὸ Σύμβολο (ὅπως τοῦ filioque), ἀκόμα καὶ μιᾶς συλλαβῆς. Γιὰ ἐκείνους δὲ ποὺ θὰ τολμήσουν νὰ προσθέσουν κάτι, ἂν εἶναι ἱερωμένους, οἱ Πατέρες «ἐκφωνοῦσι φρικώδεις» κατάρες, καὶ θεωροῦν ὅτι εἶναι ἀνίεροι ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ διαπράξουν αὐτὸ τὸ τόλμημα, καὶ «ἀλλότριοι (=ξένοι) τῆς χάριτος»· δὲ λαϊκὸς «ὑπόκειται ἀναθέματι»· τοῦτο δὲ εἶναι χωρισμὸς ἀπὸ τὸν Θεό.
«Καὶ δὴ προτραπεὶς ἐγὼ τῆς ὑποθέσεως ἄρξασθαι, πρῶτον μὲν ἐν τοῖς προοιμίοις ἐσπούδασα τὴν αἰτίαν αὐτοῖς ἀνάψαι τῆς διαιρέσεως καὶ τὸ ἄφιλον ἐγκαλέσαι καὶ ὑπεροπτικόν, ἐκείνων ἀπολογουμένων τε καὶ ἀντεγκαλούντων ἡμῖν καὶ ἑαυτοὺς δικαιούντων, ὅπερ εἰώθασιν.
      Ἔπειτα κατὰ τὰς ἐφεξῆς συνελεύσεις προχειρισάμενος τὰς πράξεις τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων, ἀνέγνων ἐξ αὐτῶν τοὺς ὅρους, ἐν οἷς ἀπαγορεύουσιν οἱ θεῖοι πατέρες ἐκεῖνοι τὴν ἐναλλαγὴν τοῦ συμβόλου μέχρι λέξεώς τε καὶ συλλαβῆς καὶ φρικώδεις ἀρὰς ἐκφωνοῦσι κατὰ τῶν ταύτην ποτὲ τολμησόντων, ὥστε τοὺς ἐπισκόπους μὲν καὶ τοὺς κληρικοὺς ἀνιέρους εἶναι τὸ ἀπὸ τοῦδε καὶ τῆς δεδομένης αὐτῆς χάριτος ἀλλοτρίους, τοὺς δὲ λαϊκοὺς ὑποκεῖσθαι τῷ ἀναθέματι, τοῦτό δέ ἐστιν ἀπὸ Θεοῦ χωρισμός.
      Ὅταν καταλάβαμε ὅτι οἱ Λατῖνοι δὲν ἐνδιαφέροντο γιὰ τὴν εὕρεση τῆς Ἀλήθειας, παύσαμε νὰ ἀντιπαραθέτουμε πρὸς τὶς πλάνες τους τὶς ὀρθόδοξες θέσεις, καὶ τοὺς παρακαλούσαμε νὰ ἐπανέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία· ἀλλὰ σὰ νὰ μιλούσαμε σὲ ντουβάρια. Οἱ Λατῖνοι, δηλδυσανασχετοῦσαν μὲν ἐλεγχόμενοι, ἀλλὰ ἔμεναν ἀδιόρθωτοι καὶ μᾶς παρακινοῦσαν νὰ παρακάμψουμε τὸ θέμα τοῦ filioque καὶ νὰ συζητήσουμε τὰ ἄλλα δογματικὰ θέματα, νομίζοντες ὅτι, μὲ ἑπόμενες θεολογικές τους διαλέξεις, θὰ ἔκαναν νὰ ξεχαστεῖ τὸ θέμα τῆς προσθήκης τοῦ filioque στὸ Σύμβολο. Ἀλλὰ ὅλοι οἱ Ἀνατολικοὶ (Πατριάρχης, Ἐπίσκοποι, συνοδοί) ἐπέμεναν νὰ συζητηθεῖ ὁπωσδήποτε κατὰ πρῶτον προσθήκη τοῦ filioque.
      «Ὡς δὲ ἑωρῶμεν τοὺς Λατίνους σαφῶς ἤδη παραγυμνώσαντας ἐν ταῖς πρὸς ἡμᾶς διαλέξεσιν, ὡς οὐ πρὸς ἀλήθειαν αὐτοῖς σκοπὸς οὐδὲ τὸ ταύτην εὑρεθῆναι διὰ σπουδῆς τίθενται, μόνον δέ γε τὸ δόξαι τι λέγειν καὶ τὰς ἀκοὰς τῶν οἰκείων προκατασχεῖν, τοὐντεῦθεν ἤδη τοῦ λέγειν παυσάμενοι, παρεκαλοῦμεν αὐτοὺς ἐπανελθεῖν πρὸς τὴν καλὴν συμφωνίαν ἐκείνην, ἣν εἴχομεν πρότερον. Ταῦτα λέγοντες, κενὴν ἐῴκημεν ψάλλειν, λίθον ἕψειν, κατὰ πετρῶν σπείρειν, καθὑγρῶν γράφειν, ὅσα ἄλλα ἐπὶ τοῖς ἀδυνάτοις αἱ παροιμίαι φασίν· ἐκεῖνοι μὲν τοῖς μὲν ἐλέγχοις στενοχωρούμενοι, διόρθωσιν δὲ οὐδαμῶς οὐδεμίαν παραδεχόμενοι διὰ τὸ ἀνιάτως ἔχει ὡς ἔοικε, παρεκάλουν ἡμᾶς ἐπὶ τὴν ἐξέτασιν μεταβῆναι τοῦ δόγματος, ὡς ἱκανῶν ἤδη ῥηθέντων τῶν ἐπὶ τῇ προσθήκῃ λόγων, οἰόμενοι διἐκείνων τῶν λόγων ἐπισκιάσειν τὸ τοῦ συμβόλου τόλμημα, τῆς δόξης ὑγιοῦς δεικνυμένης. Ἀλλοἱ ἡμέτεροι οὐν ἠνείχοντο καὶ ἀμεταθέτως εἶχον πρὸς τὴν τῆς δόξης ἐξέτασιν, εἰ μὴ διορθωθείη πρότερον προσθήκη».
       Ὅταν μεταφέρθηκε Σύνοδος στὴν Φλωρεντία ἀρχίσαμε νὰ συζητᾶμε τὰ θεολογικὰ θέματα καὶ οἱ Λατῖνοι παρουσίαζαν στὴ συζήτηση νοθευμένα καὶ ἀλλοιωμένα κείμενα καὶ πάνω σαὐτὰ στήριζαν τὶς κακοδοξίες τους. Τότε καὶ πάλι ἐγὼ ἐνεπλάκην στὴ συζήτηση, ἀποδεικνύοντας ὅτι παραθέτουν νοθευμένα κείμενα ὡς Πατερικά, ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἦσαν ἀμετάπιστοι κι ἔτσι χάναμε συζητώντας μαζί τουςτὸν καιρό μας.
      Γιαὐτὸ καὶ ἔπαυσα νὰ συμμετέχω στὶς συζητήσεις, βεβαιώνοντάς τους πὼς ἢ δὲν θὰ συμμετέχω στὴ Σύνοδο θὰ μετέχω σιωπῶν. Ἀλλὰ οἱ Λατῖνοι ἐπίεζαν τοὺς δικούς μας να συνεχίσουν τὶς συζητήσεις. Ὅλες αὐτὲς οἱ πιέσεις, ἔκαναν τοὺς δικούς μας νὰ καμφθοῦν, νὰ χάσουν τὴν ἀγωνιστικότητα καὶ τὸ θάρρος ποὺ εἶχαν, ἐπηρεαζόμενοι καὶ ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, ποὺ ἤθελαν τὴν ἕνωση, καὶ γιατὶ ἐπίσης ἐφοβοῦντο τὶς περαιτέρω διαμάχες. Οἱ Λατῖνοι, λοιπόν, τὴν σιωπήν μας ἐκλαμβάνοντες ὡς ὑποχώρηση καὶ ἀδυναμία, μᾶς προκαλοῦσαν πρὸς συζήτηση καί, καθὼς ἐμεῖς ἀποφεύγαμε νὰ ἐμπλακοῦμε σὲ μιὰ νέα συζήτηση, θριαμβολογοῦσαν ὡς νικηταί, ὡς ἔχοντες αὐτοὶ τὴν ἀλήθεια.
      «Ἔνθα (εἰς Φλωρεντίαν ἀπὸ τῆς Φερράρας) γενόμενοι, τῶν ἀπὸ τῆς δόξης διαλέξεων ἀπηρξάμεθα, τῶν Λατίνων προσενεγκόντων ῥητά, τὰ μὲν ἐξ ἀποκρύφων τινῶν καὶ ἀγνώστων βιβλίων, τὰ δὲ ἐκ νενοθευμένων καὶ διεφθαρμένων, ἐν οἷς ἰσχυρίζοντο τὴν ἑαυτῶν δόξαν συνίστασθαι. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ἐγὼ συμπλεκόμενος καὶ τὸ τῆς δόξης ἄτοπον διελέγχων καὶ νενοθευμένας εἶναι τὰ βίβλους προφανῶς παριστῶν, οὐδὲν ἤνυον εἰς πειθώ, πλὴν ὅσον τὸν καιρὸν ἀναλίσκειν εἰκῇ καὶ μάτην.
      Ἐπὶ τούτοις κατέλυσα τὰς πρὸς αὐτοὺς ὁμιλίας, μηκέτι συνελεύσασθαι μεταὐτῶν, γοῦν αὐτὸς σιωπήσειν βεβαιωσάμενος. Ἀλλἐκεῖνοι προσεκαλοῦντο τοὺς ἡμετέρους ἑκόντας ἄκοντας εἰς τὴν τῶν εἰρημένων ἀντίρρησιν. Ἐπεὶ δἐμοῦ σεσιωπηκότος, οὐδεὶς ἔτι τῶν ἡμετέρων πρὸς αὐτοὺς ἐθάρρησεν ἀντιτάξασθαι, τοῦτο μὲν τῶν ἀρχόντων οὕτω δέον εἶναι κρινόντων, τοῦτο δὲ καὶ ὀκνοῦντες ἅπαντες τὸν ἀγῶνα καὶ μὴ εἰς ἔριδας καὶ ταραχὰς ἐκπέσωσι δεδιότες, ἐκεῖνοι τὴν ἡμετέραν σιωπὴν ὥς ἕρμαιον λογισάμενοι, καθάπερ τινὰς φυγάδας προεκαλοῦντο πρὸς μάχην, καὶ μηδαμῶς ὑπακουόντων ἡμῶν, ἐπεκρότουν ὡς νικηταὶ καὶ τὴν ἀλήθειαν μεθἑαυτῶν ἔχοντες».
     Σαὐτὸ τὸ χρονικὸ σημεῖο ἄρχισαν νὰ ὑποχωροῦν οἱ δικοί μας (Ὀρθόδοξοι σύνεδροι), νὰ διαφοροποιοῦνται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ νὰ μιλοῦν περὶ Οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως. Κάποιος μάλιστα δικός μας ἐπεχείρησε νὰ μᾶς πείσει ὅτι καλὸ εἶναι νὰ εἰρηνεύσουμε μὲ τοὺς Λατίνους καὶ νὰ τὰ βροῦμε, γιὰ νὰ ἀποδείξουμε ὅτι οἱ Ἅγιοι συμφωνοῦν μεταξύ τους, καὶ νὰ μὴ δίδεται ἐντύπωση ὅτι διαφωνοῦν οἱ Δυτικοὶ μὲ τοὺς Ἀνατολικούς. Καὶ ἄρχισε νὰ λέγει ὅτι κάποιος ὀρθόδοξος διδάσκαλος θεολογεῖ ὅτι τὸ «διὰ» (τοῦ Υἱοῦ) ἔχει τὴν ἴδια σημασία μὲ τὸ «ἐκ» (τοῦ Υἱοῦ -ὡς πρὸς τὸ filioque). Ἔτσι λίγο-λίγο λατινικὴ κακοδοξία ἐπεκτεινόταν καὶ ἐπιβαλλόταν, καὶ πλέον ἔπαυσε συζήτηση νὰ ἀποσκοπεῖ στὴν ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, καὶ μετετράπη σὲ μιὰ (ἐμπορική) διαπραγμάτευση γιὰ τὴν Ἕνωση· πρὸς τοῦτο καὶ ἔψαχναν νὰ βροῦν τὴν κατάλληλη φόρμουλα, ἀναζητοῦσαν τὰ ρητὰ ἐκεῖνα ποὺ θὰ μποροῦσε κάθε πλευρὰ νὰ τὰ ἐξηγεῖ μὲ τὸ δικό της τρόπο, ἀσχέτως ἂν ἔρχονταν σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν Πίστη, ἀρκεῖ νὰ ἔφταναν στὴν Ἕνωση. Αὐτὴ μέθοδος τοὺς φάνηκε πὼς ἐξυπηρετοῦσε θαυμάσια τὸ σκοπό τους, ἀφοῦ θὰ τὸ ἀποδέχονταν εὔκολα καὶ ἀνεξέταστα οἱ μὲν καὶ οἱ δέ.
      «Ἐντεῦθεν ἀρχὴν λαμβάνει τὰ τῆς οἰκονομίας καὶ συγκαταβάσεως ρήματα, καί τις τῶν ἡμετέρων ἐπεχείρησε λέγειν ὡς καλόν ἐστι τὴν εἰρήνην ἀσπάσασθαι, καὶ τοὺς Ἁγίους συμφώνους ἀποδεῖξαι πρὸς ἑαυτούς, ἵνα μὴ δοκῶσιν οἱ δυτικοὶ τοῖς Ἀνατολικοῖς ἀντιφθέγγεσθαι· ἤδη δὲ καὶ περὶ τῆς διά, φιλοσοφεῖν τις ἤρξατο, παρὰ τοῖς ἡμετέροις διδασκάλοις εὑρισκομένης, ὡς ταὐτὸν τῇ ἐκ δυναμένης καὶ τὴν αἰτίαν τοῦ Πνεύματος τῷ Υἱῷ διδούσης. Οὕτω κατὰ μικρὸν λατινισμὸς ἐξερράγη, καὶ περὶ τοῦ τρόπου τῆς ἑνώσεως ἤρξαντο πραγματεύεσθαι, καί τινα ρητὰ περιεργάζεσθαι, δι᾿ ὧν ἑνωθήσονται, μέσην ἐπέχοντα χώραν καὶ δυνάμενα κατ᾿ ἀμφοτέρας τὰς χώρας λαμβάνεσθαι, καθάπερ τις κόθορνος. Τοῦτο γὰρ αὐτοῖς πρὸς τὴν ἐπίνοιαν ἔδοξε σφόδρα συμβάλλεσθαι, τῶν τε ἡμετέρων δι᾿ αὐτῶν ρᾷον προσαγομένων, καὶ τῶν ἐναντίων ἐλπιζομένων ἀνεξετάστως αὐτὰ παραδέξασθαι».
      Καὶ συνέθεσαν Ἔγγραφο, ποὺ περιεῖχε τὶς παραπάνω περίπου συμβιβαστικὲς θέσεις, στὸ ὁποῖο ὅμως παρετίθεντο ξεκάθαρα οἱ ἑνωτικὲς θέσεις τους, στοχεύοντας μὲ βάση αὐτὸ νὰ γίνει Ἕνωση· ὅμως τοῦτο δὲν ἐδέχτηκαν νὰ τὸ υἱοθετήσουν ἀνεξετάστως οἱ ὑπόλοιποι, ἀλλὰ τοὺς καλοῦσαν νὰ ἀναλύσουν καὶ ἐξηγήσουν τὶς διαφορὲς ποὺ περιείχοντο στὸ Ἔγγραφο. Ἐκεῖνοι ἔστειλαν τὸ ἔγγραφο, διὰ τοῦ ὁποίου ἀποδέχονταν τὸ filioque.
      Καὶ δή τι συντεσθέντες γραμμάτιον, τοιαῦτά τινα περιέχον, τὴν ἐκείνων δὲ δόξαν ὅμως καθαρῶς ἐκτιθέμενον, ἐξαπέστειλον αὐτοῖς, ὡς διὰ τούτων τὴν ἕνωσιν ποιησόμενοι· τοῖς δὲ οὐκ ἀνεκτὸν ἐδόκει τὸ γραμμάτιον δέξασθαι χωρὶς ἐξετάσεως, ἀλλ᾿ ἢ πρὸς ἀπολογίαν αὐτοὺς προκαλοῦντο καὶ λύσεις τῶν ἀμφισβητουμένων φωνῶν ἐν τῷ γράμματι, ἢ τὸ οἰκεῖον δέξασθαι παρηγγύων, ὅπερ αὐτοὶ φθάσαντες ἐξαπέστειλον· ν δὲ ἐκεῖνο συμφώνησις παντελὴς περὶ τὸ δόγμα τῶν Λατίνων τε καὶ Γραικῶν, καὶ ὁμολογία τοῦ καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐκπορεύεσθαι».
      Σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο χρονοτρίβησαν πολύ, καὶ οἱ δικοί μας ἀγανακτοῦσαν γιὰ τὴν παράταση τῶν συζητήσεων καὶ τὴν πεῖνα, ἀφοῦ οἱ Λατῖνοι γιὰ νὰ τοὺς ἐξαναγκάσουν νὰ ὑπογράψουν, δὲν τοὺς ἔδιναν τρόφιμα... Τελικά, αὐτοὶ οἱ δυσσεβεῖς καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολούθησαν, ἀφοῦ πείστηκαν στὶς ὑποσχέσεις τους, ξεκάθαρα ὁμολόγησαν ὅτι δέχονται πὼς Υἱὸς εἶναι αἴτιος τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὸ τὸ ἀποδέχτηκε καὶ Πατριάρχης, ἀφοῦ καὶ αὐτὸς προηγουμένως ἐπείσθη καὶ ὑποχώρησε ταλαίπωρος...
      «Τρίβεται δὲ πολὺς ἐπὶ τούτοις χρόνος, καὶ οἱ ἡμέτεροι τὴν ἀναβολὴν ἐδυσχέραινον καὶ πρὸς τὸν λιμὸν ἠγανάκτουν· καὶ γὰρ δὴ καὶ τοῦτο αὐτοῖς ἐπενοήθη, μηδενὶ διδόναι τῶν συγκειμένων ἀναλωμάτων, ἵν’ ἀναγκασθέντες ἐκ τούτου κατὰ μικρὸν ὑποκύψωσιν... Ἀλλ᾿ οἱ τολμηροὶ τὴν δυσσέβειαν, καὶ ὅσοι τούτοις παρηκολούθησαν, ἐπαγγελίαις λαμπραῖς ὑπαχθέντες καὶ δόμασι, γυμνῇ τῇ κεφαλῇ τὸν Υἱὸν ἀπεφήναντο τοῦ Πνεύματος αἴτιον, ὃ μηδ᾿ ἐν τοῖς τῶν Λατίνων ρητοῖς εὕρηταί που φανερῶς κείμενον. Τούτοις δὲ καὶ ὁ Πατριάρχης ἐπεψηφίσατο, προδιεφθαρμένος ἤδη καὶ αὐτὸς ὁ τάλας...».
      Ἐγὼ δέ, ἐπειδὴ εἶχα διατυπώσει τὴν γνώμη μου μὲ γραπτὸ κείμενο, τὸ ὁποῖο ταυτόχρονα ἀποτελοῦσε καὶ ὁμολογία Πίστεως, ὅταν εἶδα ὅτι οἱ δικοί μας εἶχαν συμβιβασθεῖ καὶ εἶχαν ἀποφασίσει τὴν Ἕνωση μὲ τοὺς Λατίνους, καὶ ἔτσι, αὐτοὶ ποὺ λίγο πρὶν ἦσαν σύμμαχοί μου στὴν ὑποστήριξη τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, τώραμὴ ὑπολογίζοντες τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων Πατέρωνἔγιναν σύμμαχοι τῶν Λατίνων, ἔκρυψα τὴν γραπτὴ αὐτὴ Ὁμολογία (ποὺ εἶχα ἑτοιμάσει) γιὰ νὰ μὴν τοὺς ἐρεθίσω περισσότερο, καὶ κατέθεσα ἐκφώνως τὴν γνώμη μου, ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ συμφωνήσουμε Δυτικοὶ καὶ Ἀνατολικοί, παρὰ μόνο βασιζόμενοι στὴν ἐξήγηση ποὺ ἔδωσε ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής... Καὶ αὐτοὶ μὲν ἔκαναν τὸ δικό τους καὶ συμβιβάστηκαν ὡς πρὸς τὸ filioque, προχώρησαν δὲ καὶ στὰ ὑπόλοιπα πρὸς ὑλοποίηση τῆς Ἑνώσεως μὲ τοὺς Λατίνους.
Ἔκτοτε, ἀφοῦ χωρίστηκα ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους Ἀνατολικούς (ἀποτειχίστηκα), παραμένω ἐν ἑαυτ, γιὰ νὰ μπορῶ ἔτσι νὰ συνεχίσω νὰ εἶμαι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους μου Πατέρες καὶ διδασκάλους (ἀφοῦ, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μὲ τοὺς αἱρετικούς, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἑνωμένος μὲ τοὺς Ἁγίους). Καὶ φανερώνω σὲ ὅλους τὴν ἀπόφασή μου αὐτὴ (τῆς ἀποτείχισης) μὲ τούτη τὴν Ἔκθεση, γιὰ νὰ μπορεῖὅποιος θέλεινὰ ἐξετάζει, γιὰ ποιό λόγο δὲν ἀποδέχτηκα τὴν Ἕνωση ποὺ ἔγινε. Δὲν τὴν ἀποδέχτηκα, ἐπειδὴ Ἕνωση στηρίχτηκε, ὄχι στὰ ὑγιῆ Ὀρθόδοξα δόγματα, ἀλλὰ στὰ κακόδοξα καὶ διεστραμμένα.
     «Ἐγὼ δὲ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἅμα καὶ ὁμολογίαν τῆς πίστεως συγγεγραμμένην ἔχων (οὕτω γάρ που διείρητο πρότερον, ἐγγράφως ἐπιδοῦναι τὴν ἑαυτοῦ γνώμην ἕκαστον), ὡς εἶδον αὐτοὺς ἐκθύμως ἤδη πρὸς τὴν ἕνωσιν ὡρμημένους, καὶ τοὺς ἐμοὶ συνεστῶτας πρότερον, ἄρτι συμπεπτωκότας ἐκείνοις, ἐγγράφων δὲ οὐδὲ μεμνημένους, πέσχον καὶ αὐτὸς τὴν γραφήν, ἵνα μὴ πρὸς ὀργὴν αὐτοὺς ἐρεθίσας εἰς προὖπτον ἤδη τὸν κίνδυνον ἐμαυτὸν ἐμβάλω· διὰ στόματος μέν τοι τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην ἐδήλωσα, μὴ ἂν ἄλλως δύνασθαι τὰ ρητὰ τῶν δυτικῶν καὶ νατολικῶν συμφωνῆσαι Πατέρων, εἰμὴ κατὰ τὴν ἐξήγησιν τῆς ἐπιστολῆς τοῦ σεπτοῦ Μαξίμου, τὸν Υἱὸν μὴ φαίημεν αἴτιον τοῦ ἁγίου Πνεύματος, προσεπισημηνάμενος ἅμα καὶ περὶ τῆς προσθήκης ὡς οὐδὲ ταύτην συγχωρῶ τοῖς Λατίνοις, ἅτε μὴ καλῶς οὐδ᾿ εὐλόγως κατὰ τοὺς εἰρημένους λόγους γεγενημένην. Ἐντεῦθεν οἱ μὲν τὸ ἑαυτῶν ἔπραξαν, καὶ πρὸς τὴν συνθήκην ὅρου καὶ τὰ λοιπὰ τῆς ἑνώσεως ἔβλεψαν· γὼ δὲ χωρισθεὶς αὐτῶν ἔκτοτε καὶ ἐμαυτῷ σχολάσας, ἵνα τοῖς ἁγίοις μου πατράσι καὶ διδασκάλοις διατελῶ συνημμένος, πᾶσι καταφανῆ ποιῶ τὴν ἐμαυτοῦ γνώμην διὰ τῆσδε μου τῆς γραφῆς, ὡς ἂν ἐξῇ δοκιμάζειν τῷ βουλομένῳ, πότερον ὑγιέσι δόγμασι χαίρων, διεστραμμένοις τισὶ τὴν γεγενημένην ἕνωσιν οὐ παρεδεξάμην».
 (Patrologia Orientalis, Τοme XV, Αu Concile de Florence, σ. 304-308).
      [σ.σ. Καὶ ἱστορία ἐπαναλαμβάνεται, ἀλλὰ μεταξὺ Οἰκουμενιστῶν καὶ ἀντι-Οἰκουμενιστῶν πλέον, οἱ ὁποῖοι ἔχασαν τὴν ἀγωνιστικότητά τους καὶ συμβιβάστηκαν. Θυμηθεῖτε τὸν παλμὸ ποὺ εἶχαν, ὅταν ξεκίνησε ὁ ἀγώνας κατὰ τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν τὸν Πάπα στὴν Ἀθήνα. Πάει αὐτός· τὸν κατέσβεσαν- καπνούρα ἀντὶ γιὰ φωτιά, παρόλο ποὺ τώρα συμβαίνουν τὰ τρισχειρότερα. Τότε Ἡγούμενοι, Ἀρχιμανδρίτες, πρωτοπρεσβύτεροι, Ἁγιορεῖτες καὶ λοιποὶ Συναξιακοὶ ἀπειλοῦσαν μὲ Διακοπὴ Μνημοσύνου. Τώρα κατηγοροῦν, ὅσους ἀκολούθησαν τὴν πρωτινὸ ἀγωνιστικό τους παλμὸ καὶ ἀποτειχίστηκαν, καὶ τοὺς θεωροῦν ὡς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἢ προχώρησαν σὲ μιὰ sui generis ἀποτείχιση, καὶ κοινωνοῦν ἢ μὲ τοὺς αἱρετικοὺς συνεπισκόπους τους Οἰκουμενιστές (τοὺς ὁποίους ταυτόχρονα τοὺς καταγγέλλουν ὅτι ἤδη ἔχουν κάνει τὴν Ἕνωση στὰ ὑψηλὰ κλιμάκια), ἢ μὲ ἐκείνους ποὺ κοινωνοῦν μαζί τους, παρότι ἔχουν ἀποδεχθεῖ τὴν Κολυμπάρια Σύνοδο. Συνεχίζουν δὲ ἀμετανόητα νὰ πρεσβεύουν τὶς αἱρετικὲς ἰδέες τους περὶ βαπτισματικῆς Ἐκκλησίας, περὶ ἀδελφῶν Ἐκκλησιῶν, περὶ «Πρώτου» καὶ ὅσες ἄλλες παρόμοιες, ἐπὶ πλέον συνεχίζουν νὰ ἀνήκουν στὸ Π.Σ.Ε. τῶν αἱρέσεων].
Σημάτης Παναγιώτης