Να λαμψη ο Ηλιος, να λειωση ο παγος

 Κυριακὴ μετὰ τὰ Φῶτα (Ματθ. 4,12-17)

    «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4,16 = Ἠσ. 9,2)

    κεῖ, ἀγαπητοί μου, ποὺ σβήνει ἕνα ἀστέρι, ἐκεῖ ὁ Θεὸς ἀνάβει ἕναν ἥλιο. Αὐτὸ δὲν γίνεται κάθε πρωὶ στὸν φυσικὸ οὐρανό; Τελευταῖο λαμπρὸ ἀστέρι ποὺ φαίνεται στὴν ἀνατολὴ εἶνε ὁ αὐγερινός· σὲ λίγο ὅμως, μὲ τὴν ἀνατολὴ τοῦ ἥλιου, τὸ φῶς τοῦ αὐγερινοῦ σβήνει, γιατὶ τὸ καλύπτει ὁ ἥλιος μὲ τὸ ἀ­συγ­κρίτως ἰσχυρότερο φῶς του. Αὐτὸ λοιπὸν ποὺ βλέπουμε στὸν φυσικὸ οὐρανὸ εἶνε μιὰ εἰκόνα, γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καὶ αἰσθανθοῦμε αὐτὰ ποὺ πα­ρατηροῦμε τώρα στὸν πνευματι­κὸ οὐ­ρανὸ μὲ τὶς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας.      Ἀστέρι λαμπρό, αὐγερινὸς ποὺ προμήνυε τὴν ἀνατολή, ἦταν ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος· καὶ ἥλιος ὁ Χριστός. Τὸ ἀστέρι, ὁ Ἰωάννης, ἀ­φοῦ ὡλοκλήρωσε κανονικὰ τὴν τροχιά του, ἀφοῦ φώτισε τὸν ὁρίζοντα τῆς γενεᾶς του μὲ τὰ ἀφυπνιστικὰ κηρύγματά του κι ἀφοῦ προετοίμασε κάθε καλοπροαίρετη ψυχὴ μὲ τὸ «βά­πτισμα μετανοίας» (Μᾶρκ. 1,4. Λουκ. 3,3) στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνου, ἔ­σβησε. Ἔσβησε μέσα στὴ φυ­λακή, ποὺ τὸν εἶχε ῥίξει ἡ κακία τοῦ Ἡρῴδου.
      Ἀλλὰ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πρόδρομος βασίλευε σὰν ἀστέρι ἐδῶ στὴ γῆ γιὰ ν᾽ ἀνατείλῃ καὶ νὰ πάρῃ τὴ θέσι του στὸν οὐράνιο πλέον κόσμο, τότε ἀκριβῶς στὸν ὁρίζοντα τοῦ κόσμου παρουσι­­άζεται ὁ Χριστός· ἀνατέλλει σὰν ὁλόλαμ­προς Ἥλιος, ποὺ φωτίζει, θερμαίνει καὶ ζωογονεῖ τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.      Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτὸ ἀρ­χίζει ὁ δημόσιος βί­ος καὶ τὸ κοσμοσωτήριο ἔργο τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ διαρκέσῃ τρισήμισυ χρόνια καὶ θὰ κλεί­σῃ μὲ τὸν σταυρικὸ θάνατο καὶ τὴν ἔνδοξη ἀ­νάστασί του. Ἀφήνει λοιπὸν τώρα τὸ χωριό του, τὴ μικρὴ Ναζαρέτ, καὶ τὸν ἰ­δι­ωτικὸ βίο τοῦ ἀσήμου ἐρ­γάτου, γιὰ νὰ κατεβῇ στὸ κέν­τρο, στὴν πρω­τεύουσα τῆς περιοχῆς, τὴν Καπερναούμ. Αὐτὸ λέει τὸ σημερι­­νὸ εὐαγγέλιο· «Ἀκούσας ὁ Ἰησοῦς ὅτι Ἰωάν­νης παρεδόθη (στὴ φυλακὴ ἐννοεῖται), ἀνεχώ­­ρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν…» (Ματθ. 4,12-13). Οἱ πρῶτες – πρῶτες χρυσὲς ἀκτῖνες τοῦ ἡ­λίου Χριστοῦ ἔπεσαν στὴ Γαλιλαία. Καὶ πρώτη πόλις ποὺ ἄκουσε τὸ κήρυγμά του εἶνε ἡ Καπερναούμ, μιὰ πόλις ποὺ βρίσκεται στὴν παραλία τῆς λίμνης Τιβεριάδος.

* * *

Ὦ Καπερναούμ, σὲ μακαρίζω. Στοὺς δρόμους σου περπάτησε ὁ Διδάσκαλος τοῦ κόσμου. Οἱ κάτοικοί σου ἄκουσαν τὰ θεϊκά του λόγια. Οἱ ἀσθενεῖς σου θεραπεύθηκαν ἀπὸ τὸν Ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων. Σὲ ζη­λεύω, Καπερναούμ· εἶδες καὶ ἄκουσες με­γαλεῖα, ποὺ δὲν ἀξιώθηκαν νὰ γνωρίσουν οὔ­τε οἱ μεγαλύτερες καὶ ἐνδοξότερες πόλεις τοῦ κόσμου. Σὲ ζηλεύω καὶ σὲ μακαρίζω.     Ἀλλὰ τί εἶμαι ἐγώ; πολὺ πρὶν ἀπὸ ἐμέ­να σὲ μακάρισε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, ὁ ὁποῖος ὀκτα­κόσα χρόνια προτοῦ νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, εἶδε, προφήτευσε καὶ εἶ­πε, ὅτι στὴν πόλι αὐ­τὴ καὶ στὴν εὐρύτερη περιοχή της θ᾽ ἀνέτελλε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12). Καὶ νά τώρα ἡ προφητεία τοῦ Ἠσαΐα πραγματοποιεῖται· «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» ἀνέτειλε· ὁ λαὸς ποὺ ζοῦσε μέσα στὸ πνευματικὸ σκοτάδι ἄνοιξε τὰ μάτια του καὶ εἶδε τὸ μέ­γα φῶς, καὶ γι᾽ αὐτοὺς ποὺ κάθον­ταν κάτω ἀπ᾽ τὴ σκιὰ τοῦ αἰωνίου θανάτου ἀνέτειλε γι᾽ αὐ­τοὺς φῶς αἰωνίου ζωῆς· «Ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκό­τει εἶδε φῶς μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4,16 = Ἠσ. 9,2).     Φῶς εἶνε ὁ Χριστός. Φῶς ἡ διδασκαλία του. Φῶς ἡ ζωή του. Φῶς τὰ θαύματά του. Φῶς ὁ σταυρός του. Φῶς ἡ ἀνάστασί του. Φῶς ἡ Ἐκ­κλησία του. Ἥλιος, ποὺ λάμπει στὰ μάτια τῶν πιστῶν. Ἥλιος, ποὺ θὰ λάμψῃ ἀκόμη περισσό­­τερο, χιλιάδες φορὲς πιὸ δυνατά, τὴν ἡ­μέρα τῆς Δευτέρας παρουσίας του. Τέτοιος ἥ­λιος εἶνε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.     Ἐδῶ ὅμως, ἀγαπητοί μου, παρατηρεῖται κά­τι τραγικό. Ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦρθε, ἐνῷ «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» ἔ­λαμψε καὶ ἡ θέρμη του ζεσταίνει τὶς καρδιές, στὴ γῆ μας ὑ­πάρχει ἀκόμα σκοτάδι καὶ παγωνιά. Κι ὅταν λέμε σκοτάδι καὶ παγωνιὰ δὲν ἐννοοῦμε τὸ φυσικὸ σκοτάδι τῆς νύχτας καὶ τοὺς πάγους τοῦ Βορείου Πόλου· ἐν­νοοῦμε τὴν ἁ­μαρτία. Αὐτὴ εἶνε ἡ νύχτα τοῦ διαβόλου, αὐτὴ εἶνε τὸ χειρότερο σκοτάδι, ἡ σκοτεινιὰ τοῦ θανάτου. Μέσα στὸ σκοτάδι αὐ­τὸ ὁ ἕνας δὲν διακρίνει τὸν ἄλλο, οὔτε βλέ­πει τί εἶνε ἐμπρός του.      Συνέβη κάποτε μέσα σὲ βαθὺ σκοτάδι ἕ­νας ἀδελφὸς νὰ σκοτώσῃ τὸν ἀ­δελφό του, γιατὶ δὲν τὸν διέκρινε· συνέβη ἄλ­λος νὰ πέσῃ σὲ λάκκο, μέσα σὲ πηγάδι, γιατὶ δὲν ἔβλεπε. Ἔτσι σήμερα ὁ σατανᾶς σκόρπισε τόσο σκοτάδι στὸν κόσμο, ὥστε δὲν ξέρουν τί κάνουν. Πολεμοῦν, χτυποῦν, φονεύουν, ἐξοντώνουν μὲ τὸν ἀγριώτερο τρόπο τοὺς ἄλλους, σὰν οἱ ἄλλοι νὰ μὴν εἶνε ἄνθρωποι, σὰν νὰ μὴν εἶνε Χριστιανοί, ἀδελφοὶ ποὺ πιστεύουν στὸν ἴδιο Κύριο καὶ ἔχουν τὴν ἴδια πίστι. Πέφτουν μέσα σὲ λάκκους, σὲ παγίδες, ποὺ ὁ πονηρὸς ἔχει ἀ­νοίξει σὲ κάθε βῆμα· λάκκους χειρότερους ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ ἔρριξαν κάποτε τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰακὼβ τὸν ἀδελφό τους τὸν Ἰωσήφ (βλ. Γέν. 37,20-24). Λάκκοι χειρότεροι ἀπὸ τὸ λάκκο ἐκεῖνον εἶνε τὰ διάφορα ἁμαρτήματα. Καὶ στοὺς «λάκκους» αὐτοὺς βρίσκονται παγιδευμένοι ὄχι ἕνας καὶ δύο ἀλλὰ ἀμέτρητοι ἄνθρωποι· γιατὶ δὲν ἔ­χουν φῶς, ἀλλὰ βαδίζουν στὸ σκοτάδι.      Σκοτάδι στὴ γῆ. Ἀλλὰ καὶ παγωνιά. Ὅπως τὰ σημεῖα ἐκεῖνα τῆς γῆς ποὺ δὲν τὰ βλέπει ὁ ἥ­λιος μένουν παγωμένα, ἔτσι καὶ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων εἶνε Βόρειος Πόλος. Δὲν νιώθουν μέ­σα τους ἀγάπη, δὲν συμπαθοῦν, δὲν συμ­πονοῦν στὰ παθήματα τῶν ἄλλων. Ὑπάρχουν καὶ πολλοὶ ποὺ ὅταν μάθουν ὅτι ὁ ἀντίπαλος δυστυχεῖ χαίρονται. Ἡ δυστυχία τοῦ ἄλλου γίνεται χαρά, ἡ καταστροφή του εὐτυχία τους· «ὁ θάνατός σου ζωή μου». Ποτέ ἄλ­λοτε οἱ καρ­διὲς δὲν ἦταν τόσο χαιρέκακες ὅ­σο τὴν περί­οδο αὐτή. Τὸ μῖσος σὰν ἄγριος βοριᾶς τοῦ χει­μώνα ἔχει μαράνει ὅλα τὰ λουλούδια τῆς ἀ­γάπης· ἔχει παγώσει τὶς καρδιές.      Ἡ οἰκογένεια, ὁ χῶρος ὅπου ἔπρεπε νὰ ὑ­πάρχῃ ἡ ἀγάπη τοῦ οὐρανοῦ, σήμερα πολὺ συ­χνὰ γίνεται χῶρος ὅπου ἀναπτύσσεται μῖσος, τὸ ὁποῖο καὶ τὴν ὁδηγεῖ ἐν τέλει σὲ διάλυσι. Ὁ ἄντρας ἔπαψε πιὰ νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὴ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιά του, ἀλλὰ καὶ ἡ γυναίκα ἔπαψε νὰ ἀγαπᾷ τὸν ἄντρα μὲ τὴν ἀγάπη ἐ­κείνη ποὺ κάποτε τοὺς ἔκανε νὰ θυσιάζων­ται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλο καὶ οἱ δυὸ γιὰ τὰ παιδιά. Γι᾽ αὐτὸ καὶ τὰ παιδιὰ μεγαλώνουν ἔτσι καὶ γίνονται ψυχρὰ καὶ ἀδιάφορα γιὰ τοὺς γονεῖς. Μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ σκυλιὰ παρὰ γιὰ τοὺς γονεῖς. Φωνάζει τὸ σκυλὶ καὶ ἡ οἰκοδέσποινα τοῦ δίνει κάτι νὰ φάῃ· φωνάζει ἡ πε­θερά, χτυπάει τὴν πόρτα καὶ ζητάει βοήθεια, καὶ τὴν κλείνει ἔξω, δὲν τῆς λέει οὔτε καλημέρα. Ὁ Χριστὸς καὶ πάνω ἀπ᾽ τὸ σταυρὸ θυμήθηκε τὴν παναγία Μητέρα του καὶ φρόν­­τισε νὰ τὴν παραδώσῃ στὸν ἀγαπημένο μαθη­τή του τὸν Ἰωάννη λέγοντάς τους· «Γύναι, ἴ­δε ὁ υἱός σου… Ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. 19,26-27). Οἱ σημερινοὶ χριστιανοί; Πάγωσε ἡ καρδιά τους.     Γιατί τόσο σκοτάδι, τόση κακία, τόση ἀσπλα­χνία, τόση παγωνιά; Μία ἡ ἀπάντησις, ἀγαπητοί μου· φύγαμε μακριὰ ἀπὸ τὸ Χριστό. Δὲν εἴ­παμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶνε «τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰω. 8,12), ὁ ἥλιος τῶν ψυχῶν; Ἔ, ὅπου δὲν πέφτει ὁ ἥλιος τί συμβαίνει; Ἁπλώνεται σκοτάδι καὶ παγωνιά, παγώνουν ὅλα· πηγές, ποτάμια, λίμνες καὶ θάλασσες ἀκόμη. Καὶ ὅλα τὰ καίει ἡ παγωνιά, νεκρώνουν τὰ πάντα. Λοιπὸν αὐτὸ ἔγινε. Σβήσαμε μέσα ἀπ᾽ τὶς ψυχές μας τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς ἀληθείας, γι᾽ αὐτὸ ἐ­πικρατεῖ τόση πλάνη· σβήσαμε τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς ἀγάπης, γι᾽ αὐτὸ κυριαρχεῖ τὸ μῖσος· σβήσαμε τὸ Χριστό, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, γι᾽ αὐτὸ βασιλεύει ἡ ἀνομία καὶ ἡ ἀδικία.

* * *

Ἀδελφοί μου! Ἂν θέλουμε νὰ λάμψῃ πάλι ἡ ἀλήθεια, ἂν θέλουμε ἡ ἀγάπη νὰ θερμάνῃ πάλι τὶς καρδιές, ἂν θέλουμε νὰ ἐπικρατήσῃ ἡ δικαιοσύνη, νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ Χριστό. Αὐ­τὸς θὰ διαλύσῃ τὰ σκοτάδια τοῦ νοῦ μας, θὰ λειώσῃ τοὺς πάγους τῆς καρδιᾶς μας, θὰ κάνῃ νὰ φυτρώσουν τὰ ἄνθη τῆς ἀρετῆς.     Μέσα σ᾽ αὐτὲς τὶς πονηρὲς ἡμέρες μας καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴ μοιχαλίδα γενεά μας, ἐμεῖς ἂς ζητήσουμε τὸ Χριστό, γιὰ ν᾽ ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος του πάλι καὶ σ᾽ ἐμᾶς. Καὶ τότε θὰ ποῦμε κ᾽ ἐ­μεῖς στὴν ψυχή μας αὐτὸ ποὺ εἶπε ὁ Ἠσαΐας στὴν προφητεία του γιὰ τὸ λαὸ ἐκεῖνον· Ψυχή μου! ἀρκετὰ κάθησες μέσα στὸ σκοτάδι καὶ σὲ πάγωσε τὸ μῖσος. Ξύπνα τώρα καὶ κοίταξε τὸν Ἥλιο. Αὐτὸς θὰ σὲ φωτίσῃ, θὰ σὲ θερμάνῃ, θὰ σὲ ζωογονήσῃ, θὰ κάνῃ κ᾽ ἐσένα ἕναν μικρὸ ἥλιο, ἄξιο νὰ λάμψῃ μετὰ τῶν ἁ­γίων καὶ τῶν ἀγγέλων στὴ βασιλεία τῶν οὐρα­νῶν, τῆς ὁποίας εἴθε ν᾽ ἀξιωθοῦμε· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπὸ τὸ χειρόγραφο ὁμιλίας, ἡ ὁποία ἔγινε σὲ ἄγνωστο ἱ. ναὸ τῆς ἱ. μητροπόλεως Αἰτωλίας & Ἀκαρνανίας καὶ πιθανῶς τὴν 8-1-1939.