ΑΝΗΚΟΥΜΕ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΧΩΡΙΣ ΕΝΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ;


     Εἶναι πανθομολογούμενο ἀπὸ ὅσους πιστοὺς ἀποδέχονται ὅτι ἡ μοναδικὴ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ὅτι ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη καὶ ὕπουλη αἵρεση ὅλων τῶν ἐποχῶν, εἶναι ἡ παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
    Εἶναι ἕνα εἶδος χαμαιλέοντα, ποὺ προσαρμόζεται σὲ ὅλες τὶς καταστάσεις·  εἶναι μιὰ αἵρεση, οἱ ἐμπνευστὲς καὶ οἱ διακινητὲς τῆς ὁποίας εἶναι πλήρεις ὑποκρισίας καὶ δολιότητος· πρόκειται γιὰ ἕνα ἀλλόκοτο ἀνακάτεμα τῆς ἀλήθειας, τῆς θεολογίας, τοῦ ἀμοραλισμοῦ, τῆς ἀνοχῆς, τῆς καλῆς καὶ τῆς κακῆς ὑπακοῆς, τῆς δοκησισοφίας, τῆς παραποιημένης ἐκκλησιολογίας, τῆς ψεύτικης ἀγάπης, τῆς δολοπλοκίας, τῶν διώξεων, τῆς καταπάτησης τῶν Ἱερῶν Κανόνων, τῆς ἐπικλήσεως ἀλλὰ καὶ καταστρατηγήσεως τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Κάτι σὰν ἐκεῖνο τὸν λόγο τοῦ Ξενοφῶντος: «ὥσπερ λίθους τε καὶ πλίνθους καὶ ξύλα καὶ κεράμους ἀτάκτως ἐρριμμένους», μὲ ἀποτέλεσμα, ὄχι μόνο ὅλα αὐτὰ «εἰς  οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν», ἀλλά, ὅπως χρησιμοποιῦνται,  νὰ εἶναι ἀναιρετικὰ τῆς Πίστεως.
       Ὁ Οἰκουμενισμὸς συναντᾶται στὸν ἀντίποδα τῆς ἐννοίας τῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, τὸ πρώτιστο κριτήριο γιὰ τὸ «ποῦ εὑρίσκεται ἡ Ἐκκλησία»,  εἶναι  Πίστη,   ἡ  ἑνότητα  τῆς  Πίστεως.
    Ποιά ἑνότητα ἐν ἀληθείᾳ ὅμως ἔχουν, καὶ μὲ ποιούς εἶναι ἑνωμένοι οἱ Οἰκουμενιστές, καθόσον ἀποδέχονται καὶ ὁμολογοῦν στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, πίστιν εἰς «Μίαν Ἐκκλησίαν» καὶ εἰς «ἓν βάπτισμα» καί, ὅταν συμμετέχουν στοὺς θεολογικοὺς Διαλόγους (καὶ στὶς συμπροσευχές), ἀποδέχονται πολλές Ἐκκλησίες, ἢ ὁμιλοῦν γιὰ «διηρημένη Ἐκκλησία», καὶ πολλὰ βαπτίσματα; Δὲν ἀποτελεῖ ἡ κάθε ἄλλη «ἐκκλησία» καὶ ἄλλη ἑτερόδοξη πίστη, ἄλλο Εὐαγγέλιο, τὰ ὁποῖα βέβαια, δὲν κήρυξαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, δὲν ἀποδέχεται καὶ δὲν προσυπογράφει διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων ὁ Κύριος;

      Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Κ. Μουρατίδης, γράφοντας περὶ Ἐκκλησίας, παρουσιάζει τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὅταν δὲν ὑπάρχουν κάποια σταθερὰ διαχρονικὰ στοιχεῖα, ὅπως τὰ καθόρισε ὁ Κύριος, δὲν μποροῦμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ γιὰ διαίρεση τῆς Ἐκκλησίας. Καὶ ἡ διαίρεση, εἶναι χαρακτηριστικὸ σημάδι τῆς «ἐκκλησίας» τῆς ἐποχῆς μας, τῆς «ἐκκλησίας» τοῦ Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Ζηζιούλα, οἱ ὁποῖοι (πέρα ἀπὸ τὰ προσωπικά τους ἁμαρτήματα, ποὺ ἐμεῖς δὲν ἐξετάζουμε) τολμοῦν καὶ τελοῦν τὴν Θείαν Εὐχαριστία, καὶ κοινωνοῦν, ἔχοντες ἄλλην πίστη. Καὶ δυστυχῶς, μ' αὐτοὺς τοὺς ἀκοινώνητους, κοινωνοῦν οἱ σημερινοὶ ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ στὴν πλειονότητά τους!
      Οἱ Οἰκουμενιστὲς μιλοῦν γιὰ ἑνότητα, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἑνότητα δὲν εἶναι ἡ ἑνότητα τοῦ Εὐαγγελίου, δὲν εἶναι ἑνότητα στὴν Ὀρθόδοξη Πίστη. Εἶναι ἑνότητα ἐλλειμματική. Καὶ ὅποιοι ἀποδέχονται αὐτὴν τὴν ἀντίχριστη ἐλλειμματικὴ ἑνότητα, ἀποδέχονται σιωπηρὰ τὴ δήλωση τοῦ Πάπα, ὅτι ἀνήκουν σὲ μιὰ «ἐλλειμματικὴ Ἐκκλησία», δίχως νὰ κάνουν καμιὰ προσπάθεια νὰ ἀναιρέσουν τὴν προσβολὴ αὐτὴ στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιατὶ ἤδη ἀνήκουν καὶ ἐργάζονται γιὰ τὴν «ἐκκλησία» τοῦ ἀντὶ «χριστοῦ»!
 Π.Σ.
      Τὸ μικρὸ ἀπόσπασμα ποὺ παρουσιάζουμε, εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ ἀείμνηστου καθηγητὴ Κανονικοῦ Δικαίου, Κωνσταντίνου Μουρατίδη, «Ἡ οὐσία καὶ τὸ πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας», σελ. 180-182.


     Α) Ἑνότης ἐν τῇ πίστει (ἐν ἀντικειμενικῇ ἐννοίᾳ), ἤτοι ἡ παραδοχὴ ὑπὸ πάντων τῶν ἐπὶ μέρους (Ὀρθοδόξων τοπικῶν) Ἐκκλησιῶν τῶν αὐτῶν δογματικῶν ἀληθειῶν. «Εἰς τὴν ἑνότητα, φησί, τῆς πίστεως. Τοὐτέστιν, ἕως ἂν δειχθῶμεν ἅπαντες μίαν πίστιν ἔχοντες. Τοῦτο γάρ ἐστιν ἑνότης πίστεως, ὅταν πάντες ἓν ὦμεν, ὅταν πάντες ὁμοίως τὸν σύνδεσμον ἐπιγινώσκωμεν»  (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Ἐφεσ. ὁμιλ. 11,3. P.G. 62, 83). “Διὰ τοῦτο καὶ τέκνα καὶ ἀδελφοὺς καλεῖ· ἐπειδὴ ἀπὸ τῆς αὐτῆς πίστεως ἐτέχθησαν ἀδελφοί… Τῷ οὐν κατὰ κοινὴν εἰπεῖν πίστιν, τὴν ἀδελφότητα ᾐνίξατο» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὁμιλ. 1,2. P.G. 62, 667).

     Τὸ περιεχόμενο τῆς κοινῆς πίστεως ἀναφέρεται εἰς τὴν διδασκαλίαν τῶν ἀποστόλων, ἡ ἀποδοχὴ τῆς ὁποίας συνενοῖ, ἅπαντας τοὺς πιστοὺς καὶ τὰς ἐπὶ μέρους Ἐκκλησίας. «Ἅπαντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύοντες ἕν εἰσιν»  (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Ἰωάν. ὁμιλ. 82, 2. P.G. 59, 443).

     Ἀντιθέτως πάλιν ἡ παρέκκλισις ἀπὸ τῆς διδασκαλίας τῶν ἀποστόλων ὁδηγεῖ εἰς τὴν διαίρεσιν καὶ διάσπασιν τῆς Ἐκκλησίας. «Ἡ δὲ διχοστασία πόθεν. Ἀπὸ τῶν δογμάτων τῶν παρὰ τὴν διδαχὴν τῶν ἀποστόλων»  (Χρυσοστόμου Ἰω., Ρωμ. ὁμιλ. 32, 1. P.G. 60, 675).



Β) Ἑνότης ἐν τοῖς μυστηρίοις-κοινωνία λατρείας.

     Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ὡς θείου καὶ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ ἐκδηλοῦνται κυρίως ἐν τῷ μυστηριακῷ βίω, καὶ δὴ ἐν τοῖς μυστηρίοις τοῦ βαπτίσματος καὶ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἐν τῇ λατρείᾳ καὶ τοῖς μυστηρίοις αὐτῆς ἐκφράζεται ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας τόσον πρὸς τὰ ἄνω, ἤτοι μεταξὺ τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ τῶν πιστῶν, ὅσον καὶ τῶν πιστῶν μετ’  ἀλλήλων. «Καὶ γὰρ ὡς μίαν οἰκίαν δεῖ τὴν Ἐκκλησίαν οἰκεῖν, ὡς σῶμα ἕν, οὕτω διακείσθαι  παντες· ὥσπερ οὖν καὶ βάπτισμα ἕν ἐστι καὶ τράπεζα μία»  (Χρυσοτόμου Ἰω., Εἰς Β΄ Κόρ. Ὁμιλ. 18, 3. PG. 61, 528).

     «Οὐ γὰρ ἵνα διάφορα γένηται σώματα, ἀλλ΄ ἵνα πάντες τὴν ἑνὸς σώματος ἀκρίβειαν πρὸς ἀλλήλους διασώζομεν, ἐβαπτίσθημεν. Τουτέστιν ἵνα πάντες ἓν σῶμα ὦμεν, εἰς τοῦτο ἐβαπτίσθημεν»  (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Α΄ Κόρ. ὁμιλ. 30, 1. P.G. 61, 251).

     Ἀλλ’ ἐνῷ τὸ μυστήριον τοῦ βαπτίσματος ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεσιν  τῆς συμμετοχῆς εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ διὰ τὸν λόγον τοῦτον ἅπαξ ἐπιτελεῖται, ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τὸ κέντρον τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Σώματος...· εἶναι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν τῷ μέσῳ τῶν μαθητῶν τῶν πιστῶν, ὅστις συνέχει καὶ συγκρατεῖ τὴν ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας· «Αὕτη γὰρ ἡ τράπεζα τῆς ψυχῆς ὑμῶν τὰ νεῦρα, τῆς διανοίας ὁ σύνδεσμος, τῆς παρρησίας ἡ ὑπόθεσις, ἡ ἐλπίς, ἡ σωτηρία, τὸ φῶς, ἡ ζωή» (Χρυσοστόμου Ἰω., Εἰς Α΄ Κορ. ὁμιλ. 24, 5. P.G. 61, 205).

     «Τοῦτο τὸ αἷμα τὴν εἰκόνα ἡμῖν ἀνθηρὰν ἐργάζεται τὴν βασιλικήν, τοῦτο κάλλος ἀμήχανον τίκτει, τοῦτο ἀπομαρανθῆναι τῆς ψυχῆς τὴν εὐγένειαν οὐκ ἀφίησιν, ἄρδον αὐτὴν συνεχῶς καὶ τρέφον. Τὸ μὲν γὰρ ἀπὸ τῶν σιτίων ἡμῖν αἷμα γινόμενον, οὐκ εὐθέως τοῦτο γίνεται, ἀλλ' ἕτερόν τι· τοῦτο δὲ οὐχ οὕτως, ἀλλ' εὐθέως τὴν ψυχὴν ἀρδεύει, καὶ μεγάλην τινὰ δύναμιν ἐμποιεῖ.

    Τοῦτο τὸ αἷμα ἀξίως λαμβανόμενον ἐλαύνει μὲν δαίμονας καὶ πόρρωθεν ἡμῶν ποιεῖ, καλεῖ δὲ ἀγγέλους πρὸς ἡμᾶς, καὶ τὸν Δεσπότην τῶν ἀγγέλων. Ὅπου γὰρ ἂν ἴδωσι τὸ αἷμα τὸ Δεσποτικόν, φεύγουσι μὲν δαίμονες, συντρέχουσι δὲ ἄγγελοι.

    Τοῦτο τὸ αἷμα ἐκχυθὲν πᾶσαν τὴν οἰκουμένην ἐξέπλυνε... Τοῦτο ἡ σωτηρία τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, τούτῳ λούεται ἡ ψυχή, τούτῳ καλλωπίζεται, τούτῳ πυροῦται, τοῦτο πυρὸς λαμπρότερον ἐργάζεται τὸν νοῦν τὸν ἡμέτερον, τοῦτο χρυσίου φαιδροτέραν τὴν ψυχὴν ποιεῖ, τοῦτο ἐξεχύθη τὸ αἷμα, καὶ τὸν οὐρανὸν ἐποίησε βατόν...

    Τοῦτο τὸ αἷμα ἄνωθεν προετυποῦτο ἀεί, ἐν θυσιαστηρίοις, ἐν δικαίων σφαγαῖς· τοῦτο ἡ τιμὴ τῆς οἰκουμένης, τούτῳ ἠγόρασε τὴν Ἐκκλησίαν ὁ Χριστός, τούτῳ κατεκόσμησεν αὐτὴν ἅπασαν...

     Ἀλλ' ὥσπερ ἐστὶ μέγα καὶ θαυμαστόν, οὕτως ἂν μὲν μετὰ καθαρότητος προσέλθῃς, εἰς σωτηρίαν προσῆλθες· ἂν δὲ μετὰ πονηροῦ συνειδότος, εἰς κόλασιν καὶ τιμωρίαν. Ὁ γὰρ ἐσθίων, φησί, καὶ πίνων ἀναξίως τοῦ Κυρίου, κρῖμα» (Χρυσοστόμου Ἰω., ὁμιλ. 47, 4. PG. 59, 261).