[Κορ. Α΄ 8,8 - 9,2]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΠΕΡΙΚΟΠΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΕΡΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ
«Βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ
παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα
(:δεν
είναι το φαγητό που μας παρουσιάζει ευάρεστους στο Θεό· διότι ούτε εάν φάμε
προκόπτουμε και προοδεύουμε στην αρετή, ούτε εάν δεν φάμε, υστερούμε και
μένουμε πίσω σε αυτήν)» [Α΄Κορ. 8,8].
Βλέπεις
πως πάλι περιόρισε την αλαζονεία τους;
Διότι, αφού είπε ότι «έχουμε γνώση όλοι
και όχι μόνο εκείνοι, και ότι κανείς τίποτε δεν γνωρίζει όπως πρέπει να το
γνωρίζει και ότι η γνώση καθιστά τον
άνθρωπο αλαζόνα», κατόπιν,
αφού τους παρηγόρησε και τους είπε ότι όλοι δεν κατέχουν τη γνώση και ότι αυτοί
μολύνονται εξαιτίας της αδυναμίας τους, για να μη λένε εκείνοι «και τι μας ενδιαφέρει, αν όλοι δεν κατέχουν
τη γνώση; Γιατί δεν έχει γνώση ο τάδε; Γιατί να είναι ασθενής στην πίστη;».
Για να μην προβάλλουν αυτά τα επιχειρήματα λοιπόν, δεν προχώρησε ευθέως να
τονίσει σαφώς ότι πρέπει κανείς να
απέχει από τα ειδωλόθυτα, για να μη βλάψει εκείνον που είναι ασθενής ως προς
την πίστη, αλλά αφού ανέφερε ακροθιγώς αυτό μόνο, κατά πρώτον αναφέρει κάτι
ανώτερο από αυτό.
Ποιο λοιπόν είναι αυτό; Ότι και αν ακόμη δεν βλαπτόταν κανείς και ούτε
υπήρχε ο κίνδυνος παρεξηγήσεως του πλησίον, ούτε τότε θα έπρεπε να κάνει κανείς
αυτό. Αυτό όμως θα ήταν ματαιοπονία· διότι εκείνος ο οποίος άκουσε να
βλάπτεται μεν άλλος, ο ίδιος όμως έχει κέρδος, δεν απέχει από κάτι, αλλά απέχει μάλλον τότε, όταν μάθει ότι ο ίδιος
δεν έχει καμία ωφέλεια από το πράγμα. Για τον λόγο αυτόν, θέτει αυτό πρώτο
λέγοντας: «βρῶμα δὲ ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ (:δεν είναι το φαγητό που μας
παρουσιάζει ευάρεστους στο Θεό)».
Είδες πώς εξευτελίζει αυτό, το οποίο φαινόταν ότι προερχόταν από τέλεια γνώση; «Οὔτε
γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύωμεν (:διότι
ούτε εάν φάμε, προκόπτουμε και προοδεύουμε στην αρετή)», δηλαδή δεν προοδεύουμε
κατά Θεόν με το να κάνουμε κάτι καλό και μέγα· «οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα
(:ούτε εάν δεν φάμε υστερούμε και μένουμε
πίσω σε αυτήν)», δηλαδή δεν
υστερούμε σε τίποτε.
Έως εδώ λοιπόν απέδειξε ότι αυτό δεν είναι
τίποτε και περιττό· διότι ό,τι ούτε
ωφελεί με το να γίνεται, ούτε βλάπτει, αν δε γίνεται, αυτό είναι περιττό·
στη συνέχεια όμως αποκαλύπτει και όλη τη βλάβη του πράγματος. Τώρα όμως
αναφέρει τη βλάβη που γίνεται στους αδελφούς· διότι λέγει: «Βλέπετε
δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν (:προσέχετε
όμως μήπως το δικαίωμα αυτό που έχετε να τρώτε από όλα, ακόμη και τα
ειδωλόθυτα, γίνει αιτία να αμαρτήσουν οι αδελφοί σας, που είναι αδύναμοι στην
πίστη)» [Α΄Κορ. 8,9]. Δεν είπε ότι «η ελευθερία σας γίνεται εμπόδιο», ούτε
εξέφρασε σαφή γνώμη, για να μην τους καταστήσει περισσότερο αδίστακτους· αλλά
τι είπε; «Προσέχετε», προσπαθώντας να τους εμπνεύσει φόβο και
δισταγμό και να τους φέρει να αρνηθούν να κάνουν αυτό. Και δεν είπε «αυτή η γνώση σας», το οποίο θα ήταν
μάλλον εγκώμιο, ούτε είπε: «αυτή η
τελειότητά σας» αλλά «το ελεύθερο δικαίωμα που έχετε», το
οποίο θεωρούνταν ότι είναι μάλλον
χαρακτηριστικό απερισκεψίας και αυθάδειας και αλαζονείας.
Και δεν είπε «στους αδελφούς», αλλά «στους
ασθενείς κατά την πίστη αδελφούς», αυξάνοντας την κατηγορία ότι δεν σκέπτονται ούτε τους ασθενείς στην
πίστη, και μάλιστα αδελφούς. «Έστω
λοιπόν· δεν διορθώνεις, ούτε εγείρεις·
γιατί αντιθέτως και υπονομεύεις και συντελείς σε παραπτώματα, ενώ έπρεπε να
βοηθείς; Αλλά δεν θέλεις να κάνεις αυτό; Ούτε να καταστρέφεις λοιπόν. Εάν μεν
ήταν πονηρός θα χρειαζόταν κόλαση, εφόσον όμως είναι ασθενής χρειάζεται
θεραπεία. Τώρα μάλιστα δεν είναι μόνο ασθενής αλλά και αδελφός».
«Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ
κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ
εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; (:και είναι
επόμενο να βλαφτούν σοβαρά οι αδύναμοι αδελφοί· διότι, εάν κανείς από αυτούς
δει εσένα που έχεις την ορθή γνώση να κάθεσαι στο τραπέζι κάποιου ναού των
ειδώλων, δεν θα παρασυρθεί και δεν θα παγιωθεί η συνείδησή του στο να τρώει τα
ειδωλόθυτα ως κάτι ιερό και άξιο ευλαβείας, αφού αυτός είναι ασθενής)» [Α΄Κορ. 8,10]. Αφού είπε: «Προσέχετε μήπως η ελευθερία σας αυτή γίνει
εμπόδιο», λέγει πώς και με ποιο τρόπο γίνεται. Και θέτει παντού την
ασθένεια, για να μη φανεί ότι η βλάβη προέρχεται από τη φύση του πράγματος και
φανούν φοβεροί οι δαίμονες. «Τώρα μεν»,
λέγει, «είναι πολύ πλησίον στο να
εγκαταλείψει αυτός ο αδελφός σου εντελώς τα είδωλα· επειδή όμως βλέπει εσένα να
εισέρχεσαι στον ναό ειδώλων με ευχαρίστηση, το εκλαμβάνει ως παραίνεση και
μένει και ο ίδιος εκεί». Ώστε η
επιβουλή δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της ασθένειας εκείνου αλλά και της δικής σου
άκαιρης συμπεριφοράς· διότι εσύ τον κάνεις ασθενέστερο.
«Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ
γνώσει, δι᾿ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν (:και θα χαθεί παρασυρόμενος στην
ειδωλολατρία ο αδελφός σου που είναι αδύνατος πνευματικά, εξαιτίας της δικής
σου γνώσεως. Αλλά για τη σωτηρία του αδελφού σου αυτού ο Χριστός θυσίασε τη ζωή
Του)» [Α΄Κορ. 8,11]. Δηλαδή δύο είναι αυτά, εξαιτίας των οποίων δεν είναι δυνατόν να συγχωρηθείς
για τη βλάβη αυτήν, το ότι είναι ασθενής
στην πίστη και το ότι είναι αδελφός· μάλλον υπάρχει και τρίτο, που είναι
και το φοβερότερο όλων. Ποιο λοιπόν
είναι αυτό; Ότι ο Χριστός δέχθηκε ακόμη
και να πεθάνει υπέρ αυτού, εσύ όμως δεν ανέχεσαι ούτε συγκατάβαση να δείξεις σε
αυτόν. Για τον λόγο αυτόν λοιπόν και υπενθυμίζει τον τέλειο, ποιος ήταν και
ο ίδιος προηγουμένως, και ότι και υπέρ αυτού πέθανε.
Και δεν είπε: «για τον οποίο έπρεπε ακόμη και να πεθάνεις», αλλά είπε αυτό που
ήταν πολύ μεγαλύτερο, ότι και ο ίδιος ο Χριστός πέθανε γι΄ αυτόν. «Επομένως, ο μεν Κύριός σου δέχθηκε να πεθάνει
υπέρ αυτού, εσύ όμως τόσο πολύ δεν τον σκέπτεσαι, ώστε να μην απομακρύνεσαι
ούτε από μολυσμένη τράπεζα χάριν αυτού· και μετά τη σωτηρία του, η οποία με
τέτοιο τρόπο του δόθηκε, τον αφήνεις να χαθεί, και το φοβερότερο, εξαιτίας του
φαγητού;»· διότι δεν είπε «εξαιτίας
της τελειότητάς σου», ούτε «εξαιτίας της
γνώσεώς σου», αλλά «εξαιτίας του
φαγητού σου». Ώστε τέσσερα είναι τα
εγκλήματά σου και μάλιστα πάρα πολύ μεγάλα, ότι είναι αδελφός σου, ότι είναι
ασθενής στην πίστη, και ότι ο Χριστός τόσο ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτόν, ώστε και να
πεθάνει υπέρ αυτού, και ότι πέραν όλων αυτών χάνεται εξαιτίας του φαγητού.
«Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ
τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε (:και έτσι διαπράττετε αμάρτημα, από το
οποίο βλάπτονται πολύ οι αδελφοί, και για τον λόγο αυτόν αποτελεί αμάρτημα προς
τους αδελφούς. Και πληγώνετε έτσι και χτυπάτε σκληρά τη συνείδησή τους, η οποία
είναι ασθενική και αδύνατη. Αλλά υποπίπτετε συγχρόνως και σε αμάρτημα που
αναφέρεται στον ίδιο τον Χριστό, ο οποίος πέθανε για να σώσει τους αδελφούς αυτούς)»
[Α΄Κορ. 8,12].
Βλέπεις ότι σιγά σιγά ανήγαγε το αμάρτημα στην ίδια την κορυφή της παρανομίας;
Και πάλι υπενθυμίζει την ασθένεια των
Κορινθίων προς τους οποίους απευθύνεται. Αυτό δηλαδή που νόμιζαν εκείνοι ότι
είναι υπέρ αυτών, τούτο το στρέφει από παντού κατά της κεφαλής τους. Και δεν
είπε «σκανδαλίζοντας», αλλά «πληγώνοντας», ώστε με την έμφαση της λέξεως να δείξει την ωμότητα· διότι τι σκληρότερο θα ήταν δυνατόν να
υπάρξει από έναν άνθρωπο, ο οποίος χτυπά έναν ασθενή; Διότι ο σκανδαλισμός είναι το φοβερότερο από κάθε
χτύπημα· ως γνωστόν, αυτός πολλές φορές προκάλεσε ακόμη και θάνατο. Και πώς
αμαρτάνει απέναντι στον Χριστό; Πρώτον, με το να θεωρεί δικά του όσα ανήκουν
στους δούλους Του· δεύτερον με το ότι όσοι πληγώνονται, το αποδίδουν στο σώμα
και στο μέλος Αυτού· τρίτον, ότι το έργο
Του, το οποίο οικοδόμησε με τη δική Του θυσία, αυτό το καταστρέφουν με την
πλεονεξία τους.
«Διόπερ εἰ βρῶμα
σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν
μου σκανδαλίσω (:γι' αυτό λοιπόν, εάν αυτό που τρώω γίνεται
αιτία σκανδάλου και αμαρτίας στον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος
κρεάτων, για να μη σκανδαλίσω τον αδελφό μου. Και έρχομαι τώρα να σας δείξω ότι
για τους αδύνατους αδελφούς έκανα και εξακολουθώ να κάνω θυσίες των δικαιωμάτων
μου)» [Α΄Κορ.
8,13]. Αυτό είναι χαρακτηριστικό
διδασκάλου αρίστου, το να διαπαιδαγωγεί δια του εαυτού του όσα λέγει. Και
δεν είπε: «είτε δικαίως είτε αδίκως»,
αλλά «καθ’ οιονδήποτε τρόπο». «Και δεν αναφέρω», λέγει, «ειδωλόθυτο, το οποίο μου απαγορεύεται και για άλλη αιτία· αλλά εάν σκανδαλίζει
ακόμη και κάτι από όσα έχω το δικαίωμα και μου επιτρέπονται, θα αποφύγω και
εκείνα· και όχι μόνο μία ή δύο ημέρες, αλλά σε όλη τη ζωή μου»· διότι
λέγει: «δε θα φάγω ποτέ κρέας». Και
δεν είπε «για να μη συντελέσω στην
απώλεια του αδελφού», αλλά απλώς «για να μη σκανδαλίσω». Δείχνει λοιπόν εσχάτη μωρία εκ μέρους μας,
αυτά που είναι πολύ σημαντικά για τον
Χριστό και είναι τέτοια, ώστε ακόμη
και θάνατο να προτιμήσουμε γι' αυτά,
αυτά να τα θεωρούμε τόσο ευκαταφρόνητα ώστε ούτε από φαγητά να απέχουμε προς
χάριν τους.
Αυτά θα ήσαν επίκαιρα να λέγονται όχι μόνο
προς εκείνους, αλλά και προς εμάς, οι
οποίοι καταφρονούμε τη σωτηρία των πλησίον και λέμε τους σατανικούς εκείνους
λόγους. Διότι το να λέμε «τι με
νοιάζει αν ο τάδε σκανδαλίζεται και ο τάδε χάνει τη σωτηρία του;». Ομοιάζει με την ωμότητα εκείνου (:του
σατανά) και το μίσος του κατά του ανθρώπου. Κα τότε μεν ο σκανδαλισμός
οφειλόταν στην αδυναμία των σκανδαλιζομένων,
στην εποχή μας όμως δεν οφείλεται πλέον σε αυτήν· διότι είναι τέτοια τα αμαρτήματά μας, που
σκανδαλίζουν και τους ισχυρούς. Όταν δηλαδή χτυπούμε και αρπάζουμε και
δείχνουμε πλεονεξία και συμπεριφερόμαστε προς ελεύθερους ανθρώπους ως σε
δούλους, ποιον δεν μπορούν αυτά να σκανδαλίσουν; Μην πεις ότι ο τάδε είναι
υποδηματοποιός, ούτε ότι ο άλλος είναι βαφέας, ούτε ότι ο άλλος είναι
χαλκουργός, αλλά σκέψου ότι είναι πιστός
και αδελφός. Είμαστε μαθητές εκείνων
των αλιέων, των τελωνών, των σκηνοποιών, Εκείνου που ανατράφηκε μέσα στην οικία
ξυλουργού, την μνηστή του οποίου αξιώθηκε να έχει Μητέρα, Εκείνου που
τοποθετήθηκε από τα σπάργανα επάνω σε φάτνη και δεν είχε πού να κλίνει την
κεφαλή Του, Εκείνου που έκανε τόσες οδοιπορίες ώστε να είναι κατάκοπος από
αυτές, Εκείνου που Τον έτρεφαν άλλοι.
Αυτά να σκέπτεσαι και να θεωρείς τιποτένια την ανθρώπινη αλαζονεία, αλλά και τον
σκηνοποιό και εκείνον που μεταφέρεται επάνω σε όχημα και έχει μυρίους υπηρέτες
και προχωρεί στην αγορά με μεγαλοπρέπεια να τον θεωρείς αδελφό, και μάλιστα
περισσότερο αυτόν παρά εκείνον. Ορθώς ονομάζεται αδελφός εκείνος που ομοιάζει περισσότερο. Ποιος λοιπόν
ομοιάζει με τους αλιείς; Εκείνος που τρέφεται από την καθημερινή εργασία του
και δεν έχει δούλο, ούτε κατοικία, αλλά είναι σε όλα εσταυρωμένος ή εκείνος ο
οποίος έχει τόση αλαζονεία και ενεργεί αντίθετα από τους νόμους του Θεού; Μη λοιπόν καταφρονείς τον αληθινό αδελφό
σου, διότι αυτός είναι εγγύτερα προς την εικόνα των Αποστόλων.
«Αλλά»,
θα έλεγε κάποιος, «αυτός είναι έτσι όχι
με τη θέλησή του, αλλά διότι πιέζεται από την ανάγκη· δεν το κάνει, διότι το
θέλει». Από πού το γνωρίζεις αυτό; Δεν άκουσες το «Μὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε (:μην κρίνετε, για να μην κριθείτε)»; [Ματθ. 7,1]. Για να μάθεις
επίσης ότι ζει έτσι με τη θέλησή του,
πλησίασε και δώσε μύρια χρυσά τάλαντα, και θα
τον δεις να τα αποκρούει. Ώστε, εάν και δεν κληρονόμησε πλούτο από τους
προγόνους του, εφόσον ενώ του είναι δυνατόν να λάβει, δεν τον δέχεται, ούτε τον
προσθέτει σε όσα έχει, παρουσιάζει μέγιστο
παράδειγμα περιφρονήσεως των χρημάτων. Και ο Ιωάννης ο γιος του Ζεβεδαίου
ήταν υιός ενός πολύ φτωχού ανθρώπου, αλλά οπωσδήποτε δε θα ισχυριστούμε ότι η
πενία του ήταν εξ ανάγκης. Όταν λοιπόν δεις κάποιον να καρφώνει καρφιά, να
σφυροκοπεί τα σίδερα, να έχει μαυρισμένο το πρόσωπό του από την καπνιά του
εργαστηρίου τους, μην τον περιφρονείς για τον λόγο αυτόν, αλλά για τον λόγο αυτόν ακριβώς να τον
θαυμάζεις, διότι και ο Πέτρος φόρεσε
ζώνη απλού εργάτη και έσυρε δίχτυα και αλίευε μετά την Ανάσταση του Κυρίου.
Και τι αναφέρω τον Πέτρο; Ο ίδιος ο Παύλος μετά τα μύρια ταξίδια και τα τόσα
θαύματα έμενε σε σκηνορραφείο και έραβε
δέρματα, και οι άγγελοι τον σέβονταν και οι δαίμονες τον έτρεμαν· και δεν
ντρεπόταν να λέγει: «Αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς
οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται (:εσείς οι ίδιοι γνωρίζετε ότι για τις ανάγκες τις δικές μου και για
τις ανάγκες εκείνων που ήταν μαζί μου υπηρέτησαν τα ροζιασμένα αυτά χέρια)» [Πρ. 20,34]. Και τι λέγω ότι «δεν ντρεπόταν»; Αντιθέτως μάλιστα, καυχιόταν γι'
αυτό.
«Και ποιος είναι τώρα», θα έλεγε κάποιος,
«όμοιος με τον Παύλο στην αρετή;».
Και εγώ γνωρίζω ότι κανείς δεν είναι, αλλά για τον λόγο αυτόν δεν είναι άξιοι
να περιφρονούνται όσοι υπάρχουν τώρα· διότι,
εάν τον τιμάς για τον Χριστό, ακόμη και αν είναι ο έσχατος, είναι όμως πιστός,
δικαιούται να τιμάται. Εάν δηλαδή έλθουν στρατηγός και απλός στρατιώτης,
και οι δύο φίλοι του βασιλιά, και εσύ ανοίξεις την οικία σου και στους δύο, με
ποιον φάνηκες περισσότερο ότι τιμάς τον βασιλέα; Είναι φανερό ότι τιμάς τον
Χριστό με τον στρατιώτη· διότι ο μεν στρατηγός και χωρίς τη φιλία του βασιλιά
είχε πολλά προσόντα ικανά να σε πείσουν να του αποδώσεις αυτήν την τιμή, ο δε στρατιώτης δεν είχε τίποτε άλλο παρά
την φιλία του βασιλιά. Για τον λόγο αυτόν και ο Θεός μάς παρήγγειλε να
καλούμε στα συμπόσια και τα δείπνα μας χωλούς και αναπήρους και όσους δεν μπορούν να μας τα ανταποδώσουν,
διότι αυτές προπαντός είναι οι αγαθοεργίες που γίνονται για τον Θεό. Αν φιλοξενήσεις κάποιον μεγάλο και επιφανή,
η πράξη σου δεν είναι εντελώς καθαρή ελεημοσύνη, αλλά πολλές φορές έχει
μερίδιο και η κενοδοξία σου και η επιθυμία σου να ευεργετείς και γίνεσαι
επιφανέστερος σε πολλούς χάρη σε εκείνον.
Θα μπορούσα λοιπόν να δείξω πολλούς, οι
οποίοι περιποιούνται τους επισημότερους των αγίων, για να έχουν περισσότερη
παρρησία στους άρχοντες χάρη σε εκείνους και για τον λόγο αυτόν να γίνονται
χρησιμότεροι στις περιουσίες και τις οικίες τους. Και πολλές τέτοιες χάριτες ζητούν από τους αγίους εκείνους, πράγμα το
οποίο καταστρέφει την ανταμοιβή της φιλοξενίας, εφόσον την προσφέρει με τέτοια
κίνητρα. Και γιατί πρέπει να αναφέρω αυτό περί των αγίων; Διότι εκείνος ο οποίος ζητεί από τον Θεό εδώ την
ανταμοιβή των κόπων του και ασκεί την αρετή για τα παρόντα, ελαττώνει τον μισθό
του· εκείνος όμως ο οποίος ζητεί ολόκληρους τους στεφάνους εκεί, φαίνεται πολύ
θαυμαστότερος, κατά το παράδειγμα εκείνου του Λαζάρου, που απολάμβανε όλα
τα αγαθά εκεί, κατά το παράδειγμα των τριών παιδιών, οι οποίοι, ενώ επρόκειτο
να ριφθούν στην κάμινο έλεγαν ότι «ἔστι γὰρ Θεὸς ἡμῶν ἐν οὐρανοῖς, ᾧ ἡμεῖς
λατρεύομεν, δυνατὸς ἐξελέσθαι ἡμᾶς ἐκ τῆς καμίνου τοῦ πυρὸς τῆς καιομένης, καὶ ἐκ
τῶν χειρῶν σου, βασιλεῦ, ῥύσεται ἡμᾶς (:διότι υπάρχει ο Θεός μας στους ουρανούς,
τον Οποίο εμείς λατρεύουμε και ο Οποίος είναι δυνατός να μας περιφρουρήσει από
την φλόγα της καμίνου της καιομένης και να μας γλυτώσει από τα χέρια σου· αλλά
και αυτό εάν δεν γίνει, μάθε, βασιλιά μου, ότι εμείς τους θεούς σου δεν θα τους
λατρεύσουμε, και το άγαλμα, το οποίον εσύ έστησες, δεν θα το προσκυνήσουμε)» [Δαν.3,17-18], κατά το παράδειγμα του Αβραάμ, ο οποίος έφερε τον υιό του στο όρος και
τον θυσίασε, και αυτά δεν τα έκανε για κάποιον μισθό, αλλά θεωρώντας μία αμοιβή
μέγιστη, την υπακοή στον Κύριο.
Αυτούς
ας τους μιμούμαστε και εμείς· διότι έτσι
θα έλθει σε εμάς άφθονη η ανταπόδοση των αγαθών, όταν με τέτοια αγαθά κίνητρα
πράττουμε τα πάντα, οπότε θα επιτύχουμε λαμπρότερους στεφάνους· αυτούς είθε
να τους επιτύχουμε όλοι εμείς με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας
Ιησού Χριστού, στον οποίο μαζί με τον Πατέρα και το άγιο Πνεύμα ανήκει η δόξα
στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
«Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν
ἑώρακα; οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; (:δεν είμαι απόστολος με ίσα δικαιώματα με τους
άλλους αποστόλους; Δεν είμαι ελεύθερος όπως οι άλλοι χριστιανοί; Δεν είδα τον
Ιησού Χριστό τον Κύριο μας; Και δεν είστε εσείς το έργο που με την βοήθεια του
Θεού επιτέλεσα;)» [Α΄Κορ. 8,13].
Επειδή είπε ότι «εἰ βρῶμα
σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν
μου σκανδαλίσω (:εάν αυτό που τρώω γίνεται αιτία
σκανδάλου και αμαρτίας για τον αδελφό μου, δεν θα φάω ποτέ οποιοδήποτε είδος κρέατος,
για να μην σκανδαλίσω τον αδερφό μου)» [Α΄Κορ. 8,13], πράγμα το
οποίο δεν είχε μεν κάνει, υποσχόταν όμως ότι θα το έκανε, εάν παρίστατο ανάγκη,
για να μη λέει κανείς ότι «κομπάζεις
άσκοπα και φιλοσοφείς με τα λόγια και υπόσχεσαι με το στόμα μόνο, κάτι που
είναι εύκολο και σε μένα και στον καθένα· εάν αυτά τα λες από την ψυχή σου,
δείξε με τα έργα τι καταφρόνησες, για να μην σκανδαλίσεις τον αδελφό σου», για
τούτο αναγκάζεται στη συνέχεια να προχωρήσει στην απόδειξη αυτών που έλεγε και
να δείξει ότι απείχε ακόμη και από όσα
επιτρέπονταν, προκειμένου να μην προκαλέσει σκανδαλισμό, αν και κανείς νόμος
δεν τον εξανάγκαζε σε αυτό. Και δεν είναι βέβαια αυτό θαυμαστό, αν είναι
θαυμαστό, ότι απείχε από όσα επιτρέπονταν, για να μη σκανδαλίσει, αλλά ότι το έκανε με πολύ κόπο και κίνδυνο.
«Γιατί»,
λέγει, «πρέπει να αναφέρω τα ειδωλόθυτα;»
«Διότι, ενώ ο Χριστός παρήγγειλε όσοι
κηρύττουν το Ευαγγέλιο να ζουν από τους μαθητές τους, εγώ δεν το έκανα αυτό, αλλά
προτίμησα και αν ακόμη παρίστατο ανάγκη, να πεθάνω από την πείνα και να βρω τον
χειρότερο θάνατο, προκειμένου να μη λάβω τίποτε από τους κατηχουμένους· όχι
διότι επρόκειτο να σκανδαλισθούν, εάν δεν λάμβανε, αλλά επειδή επρόκειτο να
οικοδομηθούν, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σπουδαιότερο». Και μάρτυρες γι’ αυτό
παρουσιάζει αυτούς, μεταξύ των οποίων ζούσε και εργαζόμενος και πεινώντας και
στενοχωρούμενος, επειδή τρεφόταν από άλλους, μην τυχόν τους σκανδαλίσει· διότι
πράγματι σκανδαλίζονταν με το τίποτε· αυτός τηρούσε τον νόμο, αλλά όμως
σκεπτόταν αυτούς πολύ περισσότερο. Εφόσον λοιπόν αυτός έπραξε περισσότερα από
ό,τι καθορίζει ο νόμος, για να μη σκανδαλιστούν, και απείχε ακόμη και από επιτρεπόμενα, για να οικοδομήσει άλλους, ποιας
καταδίκης θα ήσαν άξιοι αυτοί οι οποίοι δεν απέχουν από τα ειδωλόθυτα, τη
στιγμή μάλιστα, κατά την οποία για τον λόγο αυτόν πολλοί χάνονται, ενώ θα
έπρεπε να τα αποφύγουν και χωρίς να υπήρχε ο κίνδυνος του σκανδάλου για μόνο
τον λόγο ότι είναι η τράπεζα των δαιμόνων;
Αυτό λοιπόν είναι όλο το νόημα, το οποίο
αναλύει με πολλούς στίχους. Πρέπει όμως το θέμα αυτό να το αναπτύξει επί
ανωτέρας βάσεως. Δεν το θέτει σαφώς έτσι, όπως το είπα, ούτε εισέρχεται σε αυτό
ευθέως· αλλά αρχίζει από άλλο σημείο λέγοντας τα εξής: «Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; (:δεν είμαι απόστολος με ίσα δικαιώματα με
τους άλλους αποστόλους;)» [Α΄Κορ. 9,1].
Μαζί δηλαδή με όσα έχουν λεχθεί και αυτή δεν είναι μικρή διαφορά, το να είναι ο
Παύλος αυτός που κάνει αυτά· διότι, για να μη λένε ότι επιτρέπεται να γεύεται
κανείς, όταν σφραγίζει το ειδωλόθυτο με το σημείο του σταυρού, προς το παρόν
μεν δεν αρκείται σε αυτό, αλλά λέει ότι, και αν ακόμη επιτρεπόταν, δεν έπρεπε
να το κάνει για να μη σκανδαλιστούν οι αδελφοί· κατόπιν όμως αποδεικνύει ότι
ούτε επιτρεπόταν αυτό.
Τώρα όμως αποδεικνύει το πρώτο από τη δική
του περίπτωση· και ενώ πρόκειται να πει ότι τίποτε δεν έλαβε από αυτούς, δεν το
αναφέρει ευθύς αμέσως, αλλά κατά πρώτον αναφέρει το αξίωμά του, λέγοντας: «Οὐκ
εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; (:δεν είμαι απόστολος με ίσα δικαιώματα με τους
άλλους αποστόλους; Δεν είμαι ελεύθερος όπως οι άλλοι χριστιανοί;)».
Για να μη λένε δηλαδή ότι «και αν δεν
έλαβες τίποτε, δεν το έλαβες, διότι δεν σου επιτρεπόταν να λάβεις», για
τούτο κατά πρώτον αναφέρει τις αιτίες, για τις οποίες εύλογα θα λάμβανε, εάν
ήθελε να λάβει κάτι. Έπειτα, για να μη φανεί ότι διαβάλλει όσους βρίσκονταν
κοντά στον απόστολο Πέτρο -διότι εκείνοι λάμβαναν- κατά πρώτον τονίζει ότι επιτρεπόταν σε εκείνους να λαμβάνουν·
κατόπιν, για να μην πει κανείς ότι «στον
Πέτρο μεν επιτρεπόταν να λάβει, σε εσένα όμως δεν επιτρεπόταν», προλαμβάνει
τον ακροατή με τα εγκώμια του εαυτού του.
Και επειδή έβλεπε ότι ήταν ανάγκη να
εγκωμιάσει τον εαυτό του -διότι έτσι διορθώνονταν οι Κορίνθιοι- και επειδή
συγχρόνως δεν ήθελε να πει τίποτε υπερβολικό για τον εαυτό του, πρόσεχε πώς κάνει και τα δύο σε όσο βαθμό
το απαιτεί η ανάγκη, επαινώντας τον εαυτό του όχι τόσο όσο είχε επίγνωση, αλλά
όσο το απαιτούσε η ανάγκη της προκειμένης υποθέσεως. Ενώ δηλαδή μπορούσε να
πει ότι «Εγώ προπάντων έπρεπε να λαμβάνω
και μάλιστα περισσότερα από εκείνους, διότι κοπίασα περισσότερο από αυτούς»,
δεν λέει μεν αυτό, στο οποίο είχε υπεροχή, για όσα όμως εκείνοι ήσαν μεγάλοι
και για όσα δίκαια λάμβαναν, αυτά μόνο αναφέρει, λέγοντας τα εξής: «Δεν είμαι απόστολος; Δεν είμαι ελεύθερος;».
Δηλαδή «δεν εξουσιάζω τον εαυτό μου;
Μήπως είμαι υπό την εξουσία κάποιου, που με αναγκάζει και με εμποδίζει να λάβω;».
Αλλά εκείνοι έχουν κάτι επιπλέον, ότι
έζησαν μαζί με τον Χριστό. «Αλλά ούτε και
αυτού στερούμαι». Για τον λόγο αυτόν λέει: «Οὐχὶ Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; (:δεν είδα τον Ιησού Χριστό τον
Κύριο μας;)».
Διότι λέγει: «ἔσχατον δὲ πάντων ὡσπερεὶ τῷ ἐκτρώματι ὤφθη κἀμοί (:και τελευταία από όλους εμφανίστηκε και σε
μένα σαν σε έκτρωμα, σαν έμβρυο δηλαδή που παράκαιρα αποβλήθηκε από την κοιλιά
της μητέρας του)» [Α΄Κορ. 15,8].
Δεν ήταν και μικρή αυτή η τιμή, διότι λέγει: «Πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν
ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν (:πολλοί προφήτες και δίκαιοι επιθύμησαν να
δουν αυτά που βλέπετε εσείς, και δεν αξιώθηκαν να τα δουν. Επιθύμησαν και να
ακούσουν αυτά που εσείς ακούτε, και δεν τα άκουσαν· διότι έζησαν σε παλιότερα
χρόνια και δεν πρόφθασαν να δουν την επίγεια παρουσία μου)» [Ματθ.13,17], και: «ἐλεύσονται
ἡμέραι ὅτε ἐπιθυμήσετε μίαν τῶν ἡμερῶν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἰδεῖν, καὶ οὐκ ὄψεσθε
(:θα έλθουν λοιπόν μέρες που θα
επιθυμήσετε να δείτε μία από τις ένδοξες ημέρες της δευτέρας παρουσίας του υιού
του ανθρώπου˙και δεν θα τη δείτε)»
[Λουκ.
17,22].
«Τι
λοιπόν και αν είσαι απόστολος και ελεύθερος και έχεις δει τον Χριστό, εφόσον
όμως δεν έδειξες έργο αποστόλου, πώς δικαιούσαι να λαμβάνεις;», θα έλεγε
κάποιος. Για τον λόγο αυτόν μετά από αυτά, πρόσθεσε: «Οὐ τὸ ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; (:και δεν είστε εσείς το έργο
που με την βοήθεια του Θεού επιτέλεσα;)» [Α΄Κορ. 9,1]. Διότι το μέγα
είναι τούτο: εκείνα χωρίς αυτό δεν
ωφελούν καθόλου. Και ο Ιούδας και
απόστολος ήταν και ελεύθερος ήταν και τον Χριστό είδε, αλλά επειδή δεν είχε
έργο αποστόλου, εκείνα καθόλου δεν τον ωφέλησαν. Και επειδή είπε μεγάλο
λόγο, πρόσεχε πώς τον μετριάζει, λέγοντας: «ἐν Κυρίῳ», δηλαδή «του Θεού είναι έργο, όχι δικό μου».
«Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμι (:εάν για άλλους δεν είμαι απόστολος
τουλάχιστον όμως για εσάς είμαι απόστολος)»[Α΄Κορ. 9,2]. Βλέπεις ότι δεν
λέγει περιττά; Αν και μπορούσε να αναφέρει την οικουμένη και έθνη βάρβαρα και
τη γη και τη θάλασσα, εντούτοις δεν αναφέρει τίποτε από εκείνα, αλλά νικά
χρησιμοποιώντας τα ρητορικά σχήματα «κατά
συνδρομήν» [:προσωρινή παραδοχή του επιχειρήματος του αντιδίκου και μετά
από λίγο με ισχυρά επιχειρήματα εξαναγκασμός αυτού να παραδεχθεί το αντίθετο] και
«εκ περιουσίας» [:ανάπτυξη του θέματος διεξοδικά]. «Τι μου χρειάζονται», λέγει, «τα επιπλέον, όταν και αυτά αρκούν για την παρούσα υπόθεση; Δεν
αναφέρω λοιπόν όσα κατόρθωσα σε άλλους, αλλά όσων εσείς είστε μάρτυρες. Ώστε,
και αν ακόμη από πουθενά αλλού δεν έπρεπε να λάβω, από εσάς είχα κάθε δικαίωμα
να λάβω- διότι υπήρξα ο διδάσκαλός σας- από αυτούς δεν έλαβα. Εάν για άλλους
δεν είμαι απόστολος, για εσάς όμως τουλάχιστον είμαι». Πάλι χρησιμοποιεί
στον λόγο του το σχήμα «κατά συνδρομήν»,
διότι ήταν απόστολος της οικουμένης.
«Αλλά όμως»,
λέγει, «δεν λέγω αυτό, ούτε μάχομαι και φιλονικώ,
αλλά αναφέρω τη δική σας περίπτωση»· «ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν
Κυρίῳ (:διότι η
σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με τη
χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους εγώ οδήγησα στον Χριστό)» [Α΄Κορ. 1,2], δηλαδή η απόδειξη. «Και αν θέλει κανείς να μάθει για ποιο λόγο
είμαι απόστολος, προβάλλω εσάς· διότι σε σας επέδειξα όλα τα χαρακτηριστικά του
αποστόλου και τίποτε δεν υστέρησα».
Αυτό
ακριβώς το αναφέρει και στη δεύτερη επιστολή του λέγοντας: «Γέγονα ἄφρων καυχώμενος! ὑμεῖς
με ἠναγκάσατε. ἐγὼ γὰρ ὤφειλον ὑφ᾿ ὑμῶν συνίστασθαι· οὐδὲν γὰρ ὑστέρησα τῶν ὑπερλίαν
ἀποστόλων, εἰ καὶ οὐδέν εἰμι. τὰ
μὲν σημεῖα τοῦ ἀποστόλου κατειργάσθη ἐν ὑμῖν ἐν πάσῃ ὑπομονῇ, ἐν σημείοις καὶ
τέρασι καὶ δυνάμεσι. τί γάρ ἐστιν ὃ ἡττήθητε ὑπὲρ τὰς
λοιπὰς ἐκκλησίας, εἰ μὴ ὅτι αὐτὸς ἐγὼ οὐ κατενάρκησα ὑμῶν; χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν
ταύτην (:έγινα ανόητος με τις
καυχήσεις μου αυτές! Αλλά εσείς με αναγκάσατε να γίνω· διότι εγώ είχα το
δικαίωμα να συστήνομαι από σας και όχι να βρίσκομαι στην ανάγκη να σας συστήσω
τον εαυτό μου. Και είχα το δικαίωμα να συστήνομαι από σας, διότι σε τίποτε δεν
αποδείχτηκα κατώτερος από τους άλλους περισσότερο επιφανείς αποστόλους, αν και χωρίς
τη χάρη του Θεού δεν είμαι τίποτε. Όλες τις αποδείξεις που πιστοποιούν ότι
είμαι απόστολος σάς τις παρουσίασα ανάμεσά σας με κάθε υπομονή και με διάφορα
υπερφυσικά έργα, δηλαδή με θεϊκά σημεία, με εκπληκτικά θαύματα και με
υπερφυσικές δυνάμεις. Διότι ποιο είναι εκείνο στο οποίο φανήκατε κατώτεροι από
τις άλλες Εκκλησίες, εκτός από το ότι εγώ δεν σας επιβάρυνα με έξοδα της
συντηρήσεώς μου; Συγχωρήστε μου την αδικία αυτή)» [Β΄Κορ. 12,11-13]. Για τον λόγο αυτόν λέει:
«ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς
ἐστε ἐν Κυρίῳ (:διότι η
σφραγίδα με την οποία πιστοποιείται επίσημα το αποστολικό μου αξίωμα, με τη
χάρη του Κυρίου, είστε εσείς, τους οποίους εγώ οδήγησα στον Χριστό)» [Α΄Κορ.9,2]· «καθότι και σημεία επέδειξα και με τον λόγο μου δίδαξα και κινδύνους υπέμεινα
και βίο έζησα άψογο». Και όλα αυτά είναι δυνατόν να τα δει κανείς με τις
δύο αυτές επιστολές, πως για καθένα από
αυτά τους φέρει απόδειξη με ακρίβεια.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ
ΘΕΟΥ,
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος