Μια θεοφώτιστη επιστολή παρηγοριάς σε καιρό αιρέσεως. --Σαν να γράφτηκε για την εποχή μας!



Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ Πάπα Ὁρσμίδα, ποὺ διαβάστηκε στὴν ἐνδημοῦσα σύνοδο τῆς Κων/λεως τοῦ 536

     Στὴν ἐνδημοῦσα ἐν Κων/πόλει Σύνοδο τοῦ 536, ποὺ ἀσχολήθηκε μὲ μονοφυσιτικὲς αἱρέσεις, ὑπάρχει καὶ μιὰ θαυμασία ἐπιστολὴ τοῦ ὀρθόδοξου Ἐπίσκοπου Ὁρσμίδου (Πάπα Ρώμης), ποὺ προσφέρει πολλὰ στοὺς ἀγωνιζομένους χριστιανοὺς τῶν ἡμερῶν μας ἐναντίον τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Πολλὰ λέγει ἐκεῖ ὁ Ἐπίσκοπος γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, γιὰ τὸν μολυσμὸ ἐκ τῆς αἱρέσεως (ἀλλ’ ὄχι γιὰ ἀκυρότητα μυστηρίων).
     Παρουσιάζουμε τὸ τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς ποὺ ἀποδώσαμε νοηματικά.
Σημάτης Παναγιώτης

Ὁρσμίδας, ἐπίσκοπος τῆς πρεσβυτέρας Ρώμης, πρὸς τοὺς διακόνους καὶ ἀρχιμανδρίτες τοὺς εὑρισκομένους στὴν Δευτέρα Συρία, καὶ στοὺς λοιποὺς ὀρθοδόξους ποὺ ζοῦν σὲ οἱοδήποτε μέρος τῆς Ἀνατολῆς καὶ παραμένουν σὲ κοινωνία πίστεως μετὰ τὴς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
Ἀφοῦ ἀναγνώσαμε τὶς ἐπιστολὲς τῆς ἀγάπης σας, διὰ τῶν ὁποίων μᾶς ἔγινε γνωστὴ ἡ ἀφροσύνη τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ καί, ἐπίσης, ἔγινε φανερὴ τῶν ἀπίστων ἡ ἐπίμονη μανία, οἱ ὁποῖοι, ἐπειδὴ ἐμίσησαν τὸν Κύριο ἔχοντας τὸ πνεῦμα τῆς κακίας μέσα τους, διώκουν τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας μὲ ἀσέβεια, δοξολόγησα τὸν Κύριο ποὺ φυλάττει τὴν πίστη τῶν δικῶν του στρατιωτῶν, ποὺ ζοῦν ἀνάμεσα στοὺς ἐχθρούς Του αἱρετικοὺς καὶ ἀπίστους.
Διότι, ὅπως πρέπει ἐμεῖς νὰ διαφυλάττουμε σταθερὰ καὶ ἀδιαπραγμάτευτα τὰ δόγματα τῆς πίστεως, ἔτσι δὲν ἁρμόζει νὰ ἀμφιβάλλουμε ὅτι ὁ Θεὸς κατευθύνει καὶ κρίνει τὰ πράγματα σύμφωνα μὲ τὶς ἄγνωστες σὲ μᾶς βουλὲς τῆς θείας δικαιοσύνης Του.

Δὲν εἶναι νέα, ἀδελφοί μου, αὐτὴ ἡ στάση καὶ ὁ κόπος ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ Χριστιανοὶ ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας, γιὰ νὰ διαφυλλάξουν τὴν Ὀρθόδοξη πίστη. Ὅμως αὐτά (τὰ πράγματα) ποὺ θὰ νόμιζαν κάποιοι ὅτι μᾶς ταπεινώνουν, δι’ αὐτῶν ὁ Κύριος μᾶς ὑψώνει, καὶ δι’ αὐτῶν ποὺ φαίνεται ὅτι πτωχεύει ὁ πιστός, δι’ αὐτῶν πλουτίζεται πνευματικά.
Ἀπὸ πεῖρα οἱ πιστοὶ τοῦ Θεοῦ γνωρίζουν ὅτι διὰ τοῦ θανάτου τῶν σωμάτων (ὅταν αὐτὸς ἐπισυμβαίνει γιὰ τὴν πίστη στὸ Χριστό), κερδίζει τὴν αἰώνια βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἡ ψυχή τους. Ἀρνοῦνται οἱ πιστοὶ τὰ γήϊνα καὶ ρέοντα πράγματα, ἀλλὰ διὰ τῆς θυσίας αὐτῆς κερδίζουν τὰ αἰώνια. Καὶ ἐνῶ ὁ διωγμὸς στρώνει τὸν δρόμο τῆς δοκιμῆς (γιὰ τοὺς πιστούς), ἡ δοκιμὴ ἡ ἴδια γίνεται αἰτία κέρδους. Οἱ ἀνόητοι, ὅμως, αἱρετικοί, τυφλοὶ ἀπὸ τὸ φανατισμὸ καὶ τὴν μανία τους ἐναντίον τῶν πιστῶν, ἀγνοοῦν ὅτι ἐκείνους πού νομίζουν ὅτι ἔχουν τὴν δύναμη (διώκοντας ἢ θανατώνοντάς τους), νὰ τοὺς χωρίσουν ἀπὸ τὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, δὲν τοὺς κάνουν κανένα κακό· κι αὐτὸ γιατί, ἐπιτυγχάνουν τὸ ἀντίθετο ἀπὸ τὸ χωρισμὸ ποὺ ἐπιδιώκουν· δηλαδή, τοὺς ὁδηγοῦν στὸν οὐρανό καὶ τοὺς ἑνώνουν μὲ τοὺς Ἁγίους καὶ τὸ Θεό.
Ἀπὸ ἐδῶ, ἐξ αἰτίας αὐτῶν τῶν διωγμῶν καὶ τὴν οἰκειοθελῆ ἔκθεση τῶν Χριστιανῶν (γιὰ χάρη τῆς πίστεως στὸ Χριστό) σὲ συνεχεῖς κινδύνους, πηγάζει καὶ ἡ θέληση νὰ πάθουν γιὰ τὴν πηγὴ τῆς χαρᾶς, τὸν Χριστό, καὶ κατακλύζεται ἡ ψυχή τους ἀπὸ οὐράνια χαρά. Καὶ ἀποδέχεται αὐτοὺς τοὺς ἀγῶνες τῶν δικῶν Του ὁ Θεός, καὶ τοὺς ἀνταμείβει μὲ μεγάλες καὶ πλούσιες πνευματικὲς δωρεές.
(Ἐπίσης), ἡ διὰ τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν ἀπὸ τοὺς πιστούς, ἐκδιώκει τὴν πίκρα τῆς θλίψεως, ἀφοῦ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ, ὁ πιστὸς μέσα στὴν δοκιμασία, αἰσθάνεται τὴν παρηγοριὰ καὶ τὴ θεία ἀγαλλίαση. Διότι ποιός πιστὸς θὰ θεωρήσει μεγάλες τὶς ἡδονὲς τῆς παρούσης ζωῆς, ὅταν ἔχει κατανοήσει/προγευθεῖ τὴν ἀπόλαυση τῶν μελλόντων; Ποιός θὰ ἀποφύγει τὸν μαρτυρικὸ διὰ τὸν Χριστὸ θάνατο, ἐὰν ἔχει κατανοήσει πόσο μεγαλύτερα ἀγαθὰ θὰ τοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς ὡς ἀντάλλαγμα/βραβεῖο γιὰ τὴν θυσία του στὴν βασιλεία Του;
Γι’ αὐτό, ἀγαπητοί μου, σηκωθεῖτε καὶ σταθεῖτε ὄρθιοι καὶ σταθεροί, καὶ ἀφοῦ φυλάξετε ἀσάλευτη τὴν πίστη καὶ βέβαιο/ἀταλάντευτο τὸν λογισμό σας, ἀποκτεῖστε ὡς καρπὸν τὸν ἔπαινον διὰ τὴν ὑπομονήν σας· καὶ ὁ ἔπαινος δὲν εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ τὴν σωτηρία καὶ τὸ βραβεῖο τῶν καλῶν ἔργων. Εἶναι πολὺ μεγάλα πράγματα αὐτά, στὰ ὁποῖα ὁ Κύριος -ἐμᾶς τοὺς ἀνάξιους- ἔχει καλέσει.
Μὴ χρονοβοροῦμε διὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία, διότι στὸν ἀγώνα αὐτὸν τῆς πίστεως, θὰ ἔχουμε βοηθὸ τὸν δυνατὸ καὶ ἀξιόπιστο στὶς ἐπαγγελίες του Κύριο, ὁ ὁποῖος ἀνταποδίδει αὐτὰ ποὺ ἔχει ὑποσχεθεῖ. Ἂς μὴν ἀπατηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἐλπίδα τῶν εὐχαρίστων, μήτε νὰ προτιμήσουμε τὰ εὔκολα, διότι ὁ Κύριός μας δὲν μᾶς ὑποσχέθηκε τὰ εὔκολα καὶ εὐχάριστα σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Ἐκεῖνος ἔπαθλα ὑποσχέθηκε· αὐτὰ ὅμως ἀποκτῶνται μὲ ἀγῶνες, κι ὄχι μὲ ἀνέσεις. Δὲν συνταιριάζουν ὁ ἔπαινος καὶ ἡ πνευματικὴ τεμπελιά· διότι πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ἀνταμοιβή, ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει καμιὰ φροντίδα γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν;
Στενὴ εἶναι ἡ πύλη ποὺ ὁδηγεῖ στὸν Παράδεισο, ἀλλὰ εὐρύχωρη καὶ ἀπέραντη ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καὶ βέβαια λίγοι εἰσέρχονται σ’ αὐτή· καὶ αὐτοὶ ποὺ εἰσέρχονται, εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίστηκαν καὶ δοκιμάστηκαν στὴν παροῦσα ζωή.
Αὐτοὶ δὲν ἦσαν ἐξάλλου καὶ οἱ πρῶτοι λόγοι διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ, πρὸς τοὺς μαθητές Του, ὅταν τοὺς προέλεγε ὅτι θὰ σᾶς καταδιώξουν, καὶ θὰ σύρουν στὶς Συναγωγές καὶ θὰ σᾶς μαστιγώσουν; Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, (ὅπως πάλι ὁ Κύριος λέγει) διὰ τῆς ὑπομονῆς εἰς περίοδον διωγμῶν, ἂς θεμελιώσουμε τὴν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας, μήπως μὴ ἐπιδεικνύοντες ὑπομονή, πονέσουμε καὶ κλαύσουμε, ἐπειδὴ θὰ χάσουμε τὴν ψυχή μας αἰωνίως.
Ἐμεῖς εἰς τὸν βίο καὶ τὰ συγγράμματα τῶν Ἁγίων εἴδαμε, ψηλαφήσαμε κι ἐδοκιμάσαμε, ποιόν πρέπει νὰ ἀκολουθήσουμε… Προκαλεῖ δὲ εὐφροσύνη τὸ νὰ συνδιαλέγεται κανείς (μὲ σκοπὸ νὰ συνδράμει εἰς τὴν γνῶσιν τοῦ Εὐαγγελίου) μὲ ἐκείνους ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ διδαχθοῦν τὰ τῆς πίστεως καὶ νὰ προτρέπει πρὸς τὸν σωστὸ δρόμο αὐτοὺς ποὺ δὲν ἀντιστέκονται στὴν πίστη αὐτή.
Σεῖς δέ, ἔχετε ἀποδείξει μὲ τὶς ἐπιστολὲς ποὺ μᾶς ἀποστείλατε, καὶ διὰ τῶν ὁποίων μᾶς πληροφορούσατε γιὰ τὶς κακόδοξες θέσεις καὶ ἐνέργειες τῶν αἱρετικῶν, ὅτι κρατεῖτε τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως, καθὼς διακόψατε τὴν κοινωνία ἀπὸ τοὺς κατέχοντες τὸν ἐπισκόπικὸν θρόνον αἱρετικούς, καὶ ἔτσι ἐπανήλθατε στὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὰ ὀρθὰ δόγματα καὶ διδασκαλία, ποὺ κατέχει ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης.
Ἀργήσατε μὲν νὰ ἐπανέλθετε καὶ νὰ βαδίσετε τὴν ὁδὸ τῆς ἀληθείας, ἀλλὰ ἂς εἶναι εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος δὲν μᾶς ξεχνάει, καὶ δὲν μᾶς ἐγκαταλείπει, ὥστε νὰ χαθοῦμε, ἀλλὰ ὅλες οἱ ἐνέργειές Του σκοπὸ ἔχουν νὰ μᾶς ἐκπαιδεύσουν καὶ νὰ μᾶς ἰατρεύσουν ἀπὸ τὰ πάθη. Καὶ δὲν περιμένει ἄπραγος, ὥστε νὰ δώσει τὴν εὐκαιρία στοὺς αἱρετικοὺς λύκους νὰ διαρπάσουν καὶ νὰ διασκορπίσουν τὰ πρόβατα τῆς ποίμνης του, ποὺ ἂν καὶ ζοῦν σὲ διάφορες τοπικὲς Ἐκκλησίας, ὅμως συναποτελοῦν τὴν Μίαν ἑνωμένη ποίμνη Του· ἀλλὰ μὲ τὴν παιδαγωγικὴ πρακτική Του, δὲν παραβλέπει καὶ δὲν παύει νὰ χρησιμοποιεῖ κάθε μέτρο ποὺ ἀποβλέπει στὴν ἀσφάλεια καὶ τὴ σωτηρία τῶν πιστῶν.
Ἀλλὰ τί τὸ περίεργο ἄν, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ὁ ἀληθινὸς Ποιμὴν ἀπεμακρύνθη, τὰ πρόβατα ἀφοῦ διασκορπίστηκαν, συνελήφθησαν καὶ ταλαιπωρήθησαν διὰ τῶν ἐνεδρῶν ποὺ ἔστησε ὁ πανοῦργος καὶ ἅρπαξ διάβολος, ὁ μολυσμένος διὰ τῶν αἱμάτων τῶν ἀνθρώπων; Αὐτοὶ ποὺ δὲν ἀσφαλίζουν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴν ὑγιῆ πίστη, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι μὲ τὸν νὰ θέτουν ἀπρόσεκτα τὸν ἑαυτό τους σὲ κίνδυνο, κατασπαράσσονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό.
Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔστω καὶ τώρα, μείνατε ἀκλόνητοι καὶ μὲ σταθερὰ βήματα βαδίστε τὸν ὀρθόδοξο δρόμο τῶν Ἁγίων Πατέρων, πρὸς τὸν ὁποῖο ἐπιστρέψατε. Γιατὶ εἶναι δυνατὸν ὁ φιλεύσπλαχνος Κύριος νὰ προσμετρήσει καὶ καταλογίσει σὲ σᾶς ὡς μισθὸ ἀνταπόδοσης, τὴν διόρθωση, καὶ ἐπιστροφή, καὶ σωτηρία καὶ τῶν ἄλλων, ὅλων δηλ. ἐκείνων ποὺ βλέποντες τὴν δική σας ἐπιστροφή, καὶ ὀρθὴ καὶ συνεπὴ ὀρθόδοξη πορεία, ἔπραξαν τὸ ἴδιο.
Γι’ αὐτὸ λοιπόν, ξεκόψτε μὲ ἀπόλυτο τρόπο τοὺς ἑαυτούς σας ἀπὸ τὸ βόρβορο ποὺ ἔχει καταπιεῖ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς κρατᾶ μέσα του, ἀπομακρυνθεῖτε ἀπ’ αὐτοὺς τελείως καὶ ἐκτινάξατε ἀπὸ πάνω σας κάθε δεσμό, καὶ μολυσμό, καὶ ἀκαθαρσία ποὺ ἔχει μεταδοθεῖ μὲ τὴν ἕως τώρα ἐπικοινωνία μαζί του, καὶ ἔχει κολλήσει πάνω σας· καὶ ὅλους ἀνεξαιρέτως ἐκείνους ποὺ ἀποκλίνουν ἔστω καὶ λίγο ἀπὸ τὰ ἀποστολικὰ παραδεδομένα δόγματα, νὰ τοὺς ἀποκηρύξετε καὶ ἀναθεματίσετε μὲ εὐσεβῆ ὁμολογία πίστεως. Διότι οὐδεμία κοινωνία ὑπάρχει τοῦ φωτὸς πρὸς τὸ σκότος, καὶ εἶναι ἀδιανόητον, ἐκεῖνοι ποὺ βαδίζουν τὸν ἴσιο ὀρθόδοξο δρόμο, νὰ συμπλέκουν καὶ διασταυρώνουν τὰ βήματά τους μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀποκλίνουν ἀπὸ τὰ δόγματα τῆς Πίστεως.
 Ἂς διαλυθεῖ ἡ ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸν αἱρετικό, κι ἂς παραιτηθοῦμε ἀπὸ ὁποιαδήποτε σχέση μὲ τὸν μολυσμὸ τῆς αἱρέσεως, διότι (σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου) μὲ ὅποιο τρόπο ἑνώνεται καὶ γίνεται ἕνα πνεῦμα ὁ πιστὸς μὲ τὸν Κύριο, κατὰ παρόμοιο τρόπο αὐτὸς ποὺ ἑνώνεται μὲ μιὰ πόρνη γίνεται ἕνα μαζί της. Ὅποιος καλλιεργεῖ τὶς ἀρετές, ἐπιλέγει καὶ ἀγαπᾶ τὴν κοινωνία μὲ ἀνθρώπους ποὺ ἐξασκοῦν τὶς οὐράνιες ἀρετές. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, ὅσοι προσκολλῶνται καὶ ἑνώνονται μὲ τὴν αἵρεση, βυθίζονται στὸ βάθος τῆς κολάσεως.
Πρέπει λοιπόν (γιὰ νὰ ἀποφύγουμε νὰ καταποντιστοῦμε), νὰ ἔχουμε τὴν ὀρθόδοξη ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ δογματικὴ πίστη τῆς Ἐκκλησίας μπροστὰ στὰ μάτια μας, στὸ στόμα μας, στὰ χέρια μας καὶ διδασκόμεθα νὰ τὴν προφυλάττουμε ἀπὸ τὴν αἵρεση. Κάθε μέρα αἱ σεβάσμιες σύνοδοι μᾶς συσπειρώνουν καὶ διδάσκουν πῶς νὰ προφυλάσσουμε τὸν ἑαυτό μας (ἀπὸ κάθε κακοδοξία).
Κατὰ τούτων λοιπόν, τῶν αἱρετικῶν καὶ τῶν αἱρέσεων, ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, ἔχουμε ἀπὸ τοὺς Πατέρες ὡς φάρμακα παραδεδομένες διδασκαλίες καὶ ἐντολές. Αὐτές, μὲ τὴν δύναμη τοῦ πνεύματός σας, προσπαθεῖστε νὰ κάνετε κτῆμα σας, ἐπειδὴ βλέπετε ὅτι οἱ ἀσεβεῖς αἱρετικοὶ τὶς πολεμοῦν μὲ λύσσα. Ἂς μὴν γίνεται μὲ βραδύτητα ἡ διδασκαλία τῆς ἀλήθειας. Ποιά ἄραγε σοβαρότητα καὶ βιασύνη πρέπει νὰ δείχνετε, ἂν ἀγαπᾶτε τὴν σωτηρία, ὅταν βλέπετε τὴν θανατηφόρο ἀσθένεια, δηλ. τὴν αἵρεση νὰ γίνεται τόσο ἀποδεκτή; Ἂς ἐντραποῦμε, ὅταν μὲ νωχέλεια/ἀδιαφορία διδάσκουμε τοὺς εὐαγγελικοὺς νόμους, τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ αἱρετικοὶ μὲ ἐπιμονὴ προσπαθοῦν νὰ ἐπικρατήσουν καὶ νὰ ἐπιβάλουν τὶς πλάνες τους. Καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς μὲν τῶν αἱρετικῶν τοὺς κατέκριναν δίκαια, αὐτὰ ποὺ προείπαμε συνοδικὰ διατάγματα, ἀλλὰ ἐμεῖς, σᾶς θυμίζουμε ὅτι καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν κακοδοξία, πρέπει νὰ  ἀπομακρύνεσθε.
Αὐτοὺς ἡ Ἐκκλησία μας (τῆς Ρώμης) τοὺς συνέλαβε ἐπειδὴ ἦσαν παρόμοιας πίστης μὲ τοὺς κακόδοξους δασκάλους τους καὶ τοὺς ἔθεσε στὴν ἴδια μοῖρα μὲ τοὺς κατακριθέντας αἱρετικούς (ἐδῶ ἀναφέρει τὰ ὀνόματα τῶν αἱρετικῶν), ἀφοῦ αὐτοὶ εἶναι ἄξιοι κατακρίσεως, ὄχι μόνο γιατὶ ἐργάζονται τὴν δική τους ἀπώλεια, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν ἄλλων. Αὐτοὶ οἱ αἱρετικοί, γιὰ ὅσο χρόνο οἱ ἴδιοι κολυμποῦν ἀσταμάτητα μέσα στὶς ἀκαθαρσίες τῆς αἱρέσεώς τους, καὶ τοὺς ἄλλους ἐμόλυναν, ὅσους δηλαδὴ κακῶς τοὺς ἀκολούθησαν καὶ ἄκουαν τὴν διδασκαλία τους.
Γι’ αὐτὸ μὲ μιὰ γενικὴ ἀλλὰ σωτηριώδη διδασκαλία σᾶς συμβουλεύεω· κάθε τί ποὺ θὰ σᾶς παρασχεθεῖ, καὶ τὸ ὁποῖο εἶναι ἀντίθετο τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, νὰ τὸ ἀπωθήσετε καὶ ἀπορρίψετε. Κανεὶς ἀπὸ σᾶς νὰ μὴν ἀκολουθήσει διδασκαλίες ποὺ δὲν ὁδηγοῦν στὴν σωτηρία, νὰ μὴν ἀποδεχθεῖ νέα κακόδοξα δόγματα.  Περισσότερο παρώξυνε τὸν Κύριο, παρὰ τὸν ἐξιλέωσε, ἐκεῖνος ποὺ ξένο βέβηλο/αἱρετικὸ πῦρ εἰσήγαγε στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ χῶρο καὶ μὲ αὐτὸ τὰ ἱερὰ ἐμόλυνε.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἑνώνεται κάποιος διὰ τῆς συναναστροφῆς-συγκοινωνίας μὲ τὸ ὀλίσθημα αὐτῶν ποὺ πίπτουν (στὴν αἵρεση).
Χωρὶς τὴν δική μας ἀντίδραση καὶ ἐπιρροὴ καὶ ἐὰν δὲν μαστιγωθεῖ/πολεμηθεῖ ἡ πλάνη θὰ χαθοῦν ὅσοι θέλουν νὰ  ξεφύγουν ἀπὸ τὴν προσωπική τους ἀσέβεια.

Τὸ κείμενο:

«Ὁρσμίδας ἐπίσκοπος πρεσβυτέρας διακόνοις καὶ ἀρχιμανδρίταις τοῖς ἐν δευτέρᾳ Συρίᾳ οὖσι καὶ λοιποῖς ὀρθοδόξοις ἐν οἱῳδήποτε Ἀνατολικῷ κλίματι διάγουσι καὶ ἐν τῇ τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας κοινωνίᾳ διαμένουσιν. Ἀναγνωσθέντων τῶν γραμμάτων τῆς ὑμετέρας ἀγάπης, δι’ ὧν ἡ τῶν ἐχθρῶν τοῦ Θεοῦ ἀφροσύνη ἐφανερώθη, καὶ τῶν ἀπίστων ἡ ἐπίμονος μανία λυπηρῶς δήλη γέγονεν, οἵτινες ἐπειδὴ τῷ κακῶς ζῶντι πνεύματι ἐμίσησαν τὸν Κύριον, τὰ μέλη ἐκείνου ἀσεβῶς διώκουσι… ηὐλόγησα τὸν Κύριον τὸν τὴν πίστιν τῶν ἑαυτοῦ στρατιωτῶν μεταξὺ τῶν ἐναντίων φυλάττοντα. Καὶ γὰρ ὥσπερ χρὴ ἡμᾶς τὸ ἑδραῖον τῆς πίστεως φυλάττειν, οὕτως οὐχ ἁρμόζει περὶ τῆς δικαιοσύνης τῆς θείας κρίσεως ἀπιστεῖν. Οὐκ ἔστι νέος, ἀδελφοί, τῆς ἐκκλησίας οὗτος ὁ κόπος· ὅμως ἐν αὐτῷ τῷ ταπεινοῦσθε ὑψοῦται καὶ δι’ ἐκείνων δι’ ὧν πτωχεύειν δοκεῖ, πλουτίζεται.  Ἐν πείρᾳ ἐστὶ τοῖς πιστοῖς τοῦ Θεοῦ τὸ διὰ θανάτου τῶν σωμάτων τὴν ζωὴν κερδαίνειν τῶν ψυχῶν· ἀποβάλλονται μὲν τὰ ρέοντα, ἀλλ’ ἐμπορεύονται τὰ αἰώνια, καὶ ἐν τῷ τὸν διωγμὸν ὁδοποιεῖν τῇ δοκιμῇ αἰτία γίνεται τῆς ἀξίας ἡ δοκιμή. ἀνόητοι καὶ ἐν τῇ τυφλώσει μαινόμενοι ἀγνοοῦσιν ὅτι οὓς ἐκ τῆς τῶν ἀνθρώπων ἀναστροφῆς χωρίζειν δύνασθαι νομίζουσιν, τούτους εἰς τὴν βασιλείαν ἄγουσι τοῦ Θεοῦ. Ἐντεῦθεν ἐν αὐτοῖς τοῖς κινδύνοις αἱ εὐφροσύναι καὶ ἡ περὶ τὸ πάσχειν σπουδή· ἐκδέχεται γὰρ τοὺς ἀγῶνας τῶν ἰδίων ὁ τῶν μεγάλων δωρεῶν ἀνταποδότης· …ἀποκλείει τῶν θλίψεων τὸ πικρὸν ἡ γλυκεία γεῦσις τῶν ἀρετῶν. τίς γὰρ ἂν οἰηθείη τὰ παρόντα μεγάλα, ἐννοῶν τὰ μέλλοντα; τίς τὸν θάνατον ἀπαρνήσεται, εἰ τῶν μελλόντων τὴν ἀντίδοσιν κατανοήσειεν; Ἔνστητε, ἀγαπητοί μου, καὶ ἀσάλευτον πίστιν βεβαίῳ λογισμῷ φυλάττοντες, τῆς ὑπομονῆς τὸν ἔπαινον, ἐν ᾧ ἐστιν ἡ σωτηρία καὶ τῶν ἀγαθῶν ἔργων τὸ βραβεῖον, καρπώσασθε· μεγάλα εἰσὶν εἰς ἃ καλούμεθα οἱ ἀνάξιοι. Μὴ βραδυνάτω ἡ ἀσθένεια, ὅτι ὁ καλῶν ἀνταποδότης πιστὸς καὶ δυνατὸς βοηθός ἐστι· μὴ τῇ τῶν καταθυμιῶν ἐλπίδι ἀπατηθῶμεν μήτε τῶν ἡδέων, μήτε προκρίνωμεν τὰ εὐχερῆ· οὐ τρυφηλὰ ἡμῖν ὁ Κύριος ἡμῶν, οὐ κολακευτικὰ ἐπηγγείλατο· ἐκεῖνος ἔπαθλα ὑπέσχετο, οὐκ ἀργίας. Οὐ συμβαίνουσιν ἔπαινος καὶ ραθυμία· τίς τῆς ἀνταμείψεως ἔσεται τόπος, εἰ οὐδεμία ἐστὶ φροντὶς τῆς ἀρετῆς; Στενὴ ἡ πύλη, ἀλλὰ πλατέα τὰ βασίλεια· ὀλίγοις ἡ εἴσοδος, ἀλλὰ τοῖς δοκίμοις. Οὐχ οὗτοί εἰσιν οἱ πρῶτοι λόγοι πρὸς ἐκείνους οὓς ἐδίδαξε “διώξουσι καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς μαστιγώσουσιν ὑμᾶς”; διὰ τῆς ὑπομονῆς κτησώμεθα τὰς ἑαυτῶν ψυχάς, μήποτε ταύτας διὰ τῆς οὐχ ὑπομονῆς ἀλγήσωμεν ἀπολέσαντες. Ἡμεῖς ἐν τοῖς πατράσιν ἑωράκαμεν, ἐψηλαφήσαμεν, ἐδοκιμάσαμε τίνι ἀκολουθήσομεν… Εὐφροσύνη μὲν οὖν ἐστι τὸ διαλέγεσθαι τοῖς ἐθέλουσιν καὶ πρὸς τὴν ὀρθὴν ὁδὸν τοὺς μὴ ἀντιπαλαίοντας προτρέπεσθαι. Κατέχομεν γὰρ ἐνέχυρον τῆς πίστεως τῆς ὑμετέρας τὴν ὑπὸ τῶν γραμμάτων ὁμολογηθεῖσαν ἔνστασιν δι’ ἧς ἐκ τῆς τῶν παραβατῶν λύμης χωρισθέντες εἰς τὰ τῆς ἀποστολικῆς καθέδρας δόγματα καὶ ἐντολὰς ἐπανέρχεσθε, ὀψὲ μὲν ἐπιβάντες τῆς ὁδοῦ τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὃς οὐκ εἰς τέλος ἐπιλανθάνεται, ὃς παιδεύει καὶ ἰᾶται καὶ οὐδὲ τῆς ἡνωμένης αὐτοῦ ποίμνης τὰ πρόβατα καρτερεῖ τῶν ἐπιβουλευόντων λύκων τῇ ἁρπαγῇ διασπᾶσθαι, ὃς διὰ τῆς κεκραμένης αὐστηρίας οὐδὲ τῆς ἀσφαλείας τῶν ἰδίων ὑπερορᾷ οὐδὲ τῆς σωτηρίας. Ἀλλὰ τί θαυμαστὸν εἰ τὰ πρόβατα καταλειφθέντος ἐκείνου τοῦ ἑνὸς καὶ ἀληθινοῦ ποιμένος διασκορπισθέντα ὁ πανοῦργος ὁ αἵματι πεφυρμένος καὶ ἅρπαξ ταῖς ἐνέδραις ἐτάραξεν; Οἱ τὴν ἀσφάλειαν τὴν ἰδίαν καταλιμπάνοντες αὐτοὶ ἑαυτοὺς τοῖς κινδύνοις ὑφ’ ὧν σπαράττονται, ἐμβάλλουσιν. Ὥστε κἂν νῦν γοῦν στερροῖς βήμασι ἐν τῇ ὁδῷ τῶν πατέρων πρὸς ἣν ἀνέδραμετε, ἔνστητε. Δύναται γὰρ τὸ τοῦ Θεοῦ ἔλεος καὶ τὴν τῶν ἄλλων ὁμοίως διόρθωσιν τῷ ἡμετέρῳ μισθῶ, εἰ παρ’ ὑμῶν πρὸς τὸ εὐθὲς ὁδηγηθεῖεν, λογίσασθαι. Ἀλλ’ ἑαυτοὺς καθόλου ἀπὸ τοῦ βορβόρου ἐν ᾧ οἱ αἱρετικοὶ καταποθέντες κεκράτηνται, ἀποσπάσατε καὶ ἐκτινάξαντες τὴν ἀκαθαρσίαν τοῦ κονιορτοῦ τοῦ κολληθέντος γενικῶς ἅπαντας τοὺς ἀπὸ τῶν ἀποστολικῶν δογμάτων ἀποκλίναντας εὐσεβεῖ ἀποκηρύξει κατακρίνατε. Οὐδεμία τῷ σκότει πρὸς τὸ φῶς κοινωνία οὔτε οἱ διὰ τῶν εὐθειῶν ὁδῶν βαδίζοντες τὰ ἑαυτῶν ἴχνη μετὰ τῶν ἀποκλινόντων πλάνης συνάπτουσι. Κατασχετέος ἐστὶ τῆς πίστεως ὁ σύνδεσμος καὶ παραιτητέα ἡ ἐκ τῆς ἀπίστου κοινωνίας λύμη, ὅτι κατὰ τὸν ἀπόστολον ὃν τρόπον ὁ ἑαυτὸν προσκολλῶν τῷ Κυρίῳ ἓν πνεῦμα ἐστιν, οὕτως ὁ κολλώμενος τῇ πόρνῃ ἓν γίνεται σῶμα. ἀγαπῶσιν αἱ ἀρεταὶ τὰς ἀλλήλων κοινωνίας, καὶ τοὺς κολλωμένους αὐτῇ μεθ’ ἑαυτῆς ἡ ἀσέβεια ἐν τῷ βυθῷ καταποντίζει. Ἐν ὀφθαλμοῖς, ἐν τῷ στόματι, ἐν αὐταῖς ταῖς χερσίν εἰσι τῶν πατέρων τὰ δόγματα, ἃ φυλάττειν ἐντελλόμεθα. Κατὰ τούτων (τῶν αἱρετικῶν, δηλ. τοῦ Νεστορίου, Εὐτυχοῦς, Μάνεντος, Φωτεινοῦ…) ἀδελφοὶ ἀγαπητοί, προενοήθησαν ἰατρεῖαι· ἐκείνας τῇ τοῦ λογισμοῦ δυνάμει διεκδικήσατε, ἐπειδὴ εἰς ἀνατροπὴν αὐτῶν ὁρᾶτε τοὺς αἱρετικοὺς διὰ τῆς ἀσεβείας μαχομένους. Μὴ ἔστω ἐν ὄκνῳ τῆς διδασκαλίας ἡ ἀλήθεια· ποίᾳ χρὴ σπουδῇ τὴν σωτηρίαν ἀγαπᾶσθαι, ὁπότε ὁρᾶτε τὴν θανατηφόρον ἀπώλειαν οὕτω στεργομένην; Αἰδεσθῶμεν νωχελῶς σαφηνίζεσθαι τῆς ἀληθείας τοὺς νόμους, ὁπόταν ἐπιμόνως διεκδικῶνται αἱ πλάναι. Καὶ τοὺς ἀρχηγοὺς μὲν τῶν κακῶν ἐφευρέσεων, ἃ προείπωμεν συνοδικὰ θεσπίσματα δικαίαις κατακρίσεσι μετέρχονται ἀλλ’ ἡμεῖς καὶ τούτων τοὺς ἀκολούθους ὅπως ἐκκλίνητε ὁμοίως ὑπομιμνῄσκομεν, οὓς ἡ ἀποστολικὴ καθέδρα καὶ κατέλαβε παραπλησίους ὄντας τοῖς ἑαυτῶν διδασκάλοις καὶ τοῖς κατακριθεῖσι συνέζευξε…  οὐ μόνον ὑπὲρ τῆς οἰκείας, ἀλλὰ καὶ ὑπὲρ τῆς τῶν ἄλλων ὁμοίως ἀπωλείας κατακριτέους· οἵτινες ἐν ὅσῳ ἑαυτοὺς τοῖς ρύποις τῆς ἰδίας δόξης ἀπαύστως ἐγκυλίουσιν, ἄλλους ὁμοίως ἐν τῷ διδάσκειν τοὺς κακῶς αὐτοῖς ἀκολουθήσαντας ἐμόλυναν. Διὰ γενικῆς σωτηριώδους ἐντολῆς ὑμῖν παραινῶ· πᾶν ὁτιοῦν ἐξ ἐναντίας τῶν πατρικῶν κανόνων ἐξ οἱωνδήποτε ὑπομνημάτων προενεχθείη, ἀπώσασθε· μηδεὶς ὑμᾶς ἀπροσφόροις προστάγμασιν ἢ νεωτέροις ὁρίσμασι καινισάτω… Παρώξυνε μᾶλλον τὸν Κύριον ἤπερ ἐξιλεώσατο ὃς ἀλλότριον πῦρ ἐν τοῖς θείοις ἀδύτοις τὰ ἱερὰ μολύνας ἐπισήνεγκε… Οὐκ ἔστι συνάπτεσθαι μετὰ τοῦ τῶν πιπτόντων ὀλισθήματος. Ἄνευ τῆς ἡμετέρας λύμης ἀπολλύσθωσαν οἱ ἀπὸ τῶν οἰκείων ἀσεβειῶν μηδὲ μαστιγουμένης τῆς πλάνης ἐκκλίνοντες.