«Ανέχεσθε γαρ ει τις επαίρεται»


 (Απ. Παύλος – Β΄ Κορινθίους ΙΑ΄, 20)

Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ

Στο εδάφιο (ΙΑ, 20) της Β΄ προς Κορινθίους επιστολής, το σημείο πνευματικής εκκίνησης του Απ. Παύλου είναι η ανοχή των Κορινθίων στους ψευδαδέλφους και στους ψευδαποστόλους. Παρουσιάζει–περιγράφει ο Απόστολος το επίπεδο ανοχής των Κορινθίων ως εξής:
«Ανέχεσθε γαρ ει τις υμάς καταδουλοί, ει τις κατεσθίει, ει τις λαμβάνει, ει τις επαίρεται, ει τις υμάς εις πρόσωπον δέρει».
Μετάφραση: «Ναι, δέχεστε όποιον (με το πρόσχημα του διδασκάλου και του πνευματικού πατέρα) σας υποδουλώνει τελείως, όποιον σας εκμεταλλεύεται αγρίως, όποιον σας συλλαμβάνει στην παγίδα του, όποιον σας παριστάνει τον σπουδαίο, όποιον σας δέρνει κατά πρόσωπο» (π. Δανιήλ Αεράκης).

Είναι η περιγραφή του Αποστόλου εκκλησιολογική και ποιμαντική μέριμνα, που υπογραμμίζει όλες τις τροχιές των ψευδοδιδασκάλων, που με υπερηφάνεια–έπαρση εμπορεύονταν τη διακονία του λόγου του Θεού.
Αποδίδει το «επαίρεται», όλες τις αντι-εκκλησιαστικές θεωρητικές και πρακτικές συλλήψεις των ψευδοδιδασκάλων μα υπογραμμίζει, επίσης, και την έλλειψη συνειδητοποίησης του πνευματικού κινδύνου εκ μέρους των Κορινθίων.
Σήμερα, το «επαίρεται» εκφράζει, κυρίως, την εργαλειοτεχνική (πλάνη) θεολογία της οικουμενιστικής γλώσσας και την επίδρασή της στο πλήρωμα. Στο λεξικό της Καινής Διαθήκης (Αναστασίου Χατζηαργυρού) διαβάζουμε: «Επαίρειν=υπερηφανεύομαι – κάθε τι που υψώνεται αλαζονικά κατά της γνώσεως του Θεού».
Παραδείγματα:
–«Λογισμούς καθαιρούντες και παν ύψωμα επαιρόμενο κατά της γνώσεως του Θεού» (Β΄ Κορινθίους, Ι – 5).
–«Ανέχεσθε γαρ ει τις… επαίρεται» (Β΄ Κορινθίους, ΙΑ - 20).
–«… ο αντικείμενος και υπεραιρόμενος επί πάντα λεγόμενον Θεόν ή σέβασμα, ώστε αυτόν εις τον ναόν του Θεού ως Θεόν καθίσαι» (Β΄ Θεσ/κείς, Β – 4).
Στο σύνολο της Αγιογραφικής–ασκητικής γραμματείας υπογραμμίζεται (σε μια βαθειά ανατομία της κάθε πτώσεως), η υπερηφάνεια, ως η ουσία της αμαρτίας.
Αυτός ο φλογώδης πυρήνας (υπερηφάνεια) που δημιουργεί όχι μόνο την επιθυμία των οφθαλμών, την αλαζονεία του βίου και το σαρκικό φρόνημα, αυτή δημιουργεί και την μαύρη τρύπα των αιρέσεων,  που καταπίνει ανθρώπινες ψυχές.
Έτσι έγινε και με την εκκλησιολογική έπαρση (πτώση) της Δύσεως. Ο άγιος Ιωάννης της Κροστάνδης προσευχόμενος έλεγε, για τους παπικούς, Λουθηρανούς και Αγγλικανούς:
«Ανάκοψε την ισχυρογνωμοσύνη τους και την αντίθεσή τους στην αλήθεια Σου, για να μη χαθούν αθλίως με την αντίθεσή τους, όπως ο Κορέ, ο Δαθάν και ο Αβειρών, οι οποίοι αντετίθεντο στους δούλους Σου Μωϋσή και Ααρών». Στο δε σύμβολο της Πίστεως (Αγίου Αθανασίου Αλεξανδρείας), διαβάζουμε:
«Όστις βουλεύεται σωθήναι, προ πάντων χρη αυτώ την καθολικήν (ορθόδοξη) κρατήσαι πίστιν, ην ει μη τις σώαν και άμωμον τηρήσειν, άνευ δισταγμού, εις τον αιώνα απολείται». Στον σημερινό χώρο της εκκλησιαστικής ζωής έχει αναπτυχθεί έντονα το φαινόμενο του υπερφίαλου γεροντισμού.
Αυτοί οι «ποιμένες», επίσκοποι, ηγούμενοι ή πνευματικοί, είναι έντονα φορτισμένοι από τις κακοδοξίες της «συνόδου» της Κρήτης, της ευχαριστιακής εκκλησιολογίας, της θεολογίας του προσώπου, του «πρωτείου» της Ανατολής και από την εμμονή τους στην βατικανοποίηση της Ορθοδοξίας. Επαίρονται!
Πιστεύουν, ότι άνευ υπακοής εις τον της Κων/λεως οι πιστοί είναι «γη άνυδρος» και «άκαρπα δένδρα»!
Χωρίς να εφαρμόζουν υπακοή στους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, κρατούν το πλήρωμα στην οικουμενιστική σκιά τους, χωρίς εναντίωση στην παναίρεση του οικουμενισμού.
Το τι είναι αληθινό και ευάρεστο στο Θεό έχει εγκαταληφθεί!
Να θυμίσουμε, όμως, ότι η Ορθόδοξη Πίστη και οι Ι. Κανόνες δεν καταλύονται. Αντίθετα, οι αντινομοθετούντες κολάζονται, ως εισάγοντες αιρέσεις.
Επισκοπώντας τον εκκλησιαστικό ορίζονται του περασμένου αιώνα, βλέπουμε τις ποικιλόμορφες στο περιεχόμενο και στις εκδηλώσεις εξάρσεις της έπαρσης–αίρεσης. Αυτό καθ’ εαυτό το φαινόμενο δεν είναι νέο. Στις μέρες μας όμως, έχει πάρει πολύ ευρύτερες διαστάσεις.
Η ανοχή, η χλιαρότητα, η άγνοια και η αδιαφορία του πληρώματος της Εκκλησίας, πολλαπλασιάζει την πολυχρωμία της αιρέσεως του οικουμενισμού.
Αναμφίβολα, η ανοχή κλήρου και λαού στον οικουμενισμό, εκφράζει έλλειμμα θεολογίας. Οι δε Ι. Κανόνες, ως εκτεταμένα σύνορα της Ορθοδοξίας, δεν αποτελούν απλά σύστημα ευρύθμου ηθικής λειτουργίας της Εκκλησίας. Έχουν τις ρίζες τους στη θεολογία της Εκκλησίας και αναφέρονται σε πνευματικά μεγέθη που είναι αμετάβλητα.
Ο άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων, στον πάμπλουτο εκείνο δίγαμο που ζήτησε να χειροτονηθεί διάκονος, απάντησε ως εξής: «Κάλλιον φαίνεταί μοι εκλείψαι τον ήλιον, ή λείψαι τον θείον νόμον», δηλ. «Καλύτερα μου φαίνεται να εκλείψει ο ήλιος παρά ο θείος νόμος».
ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ