Τοῦ Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Ὀρθοδοξία καὶ ἐπιδημίες/πανδημίες
Παραδείγματα ἀπὸ τὴν παλαιότερη
καὶ νεότερη ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία
Ἡ ἐπιδημία/πανδημία τοῦ κορονοϊοῦ ποὺ βιώνουμε
στὴν ἐποχή μας, δὲν εἶναι ἡ πρώτη στὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ στὴν ἱστορία τοῦ
τόπου μας. Στὸ παρελθὸν οἱ ἄνθρωποι καὶ συγκεκριμένα οἱ Χριστιανοὶ ἦρθαν πολλὲς
φορὲς ἀντιμέτωποι μὲ κάθε εἴδους ἐπιδημίες καὶ πανδημίες. Ὅμως εἶναι ἡ πρώτη
φορὰ ποὺ οἱ Χριστιανοὶ ἀντιμετωπίζουν μία ἐπιδημία/πανδημία μὲ κλειστοὺς ναούς,
ἀπαγόρευση Θ. Λειτουργιῶν, ἀμφισβήτηση τῆς Θ. Κοινωνίας ὡς σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ
καὶ ἄρα ἄνευ κινδύνου μετάδοσης τῆς ἀσθένειας.
Συμβαίνει μάλιστα τὸ ἀκόλουθο παράδοξο, σημάδι τῆς ἀποστασίας
τοῦ σημερινοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τῆς ὑπεροψίας ποὺ τὸν διακατέχει: Ὁ
φαινομενικὰ πανίσχυρος σύγχρονος ἄνθρωπος, ποὺ πῆγε καὶ πηγαίνει στὸ φεγγάρι καὶ
στὸ διάστημα, ποὺ θέλει νὰ δημιουργήσει μόνος του ζωή, ποὺ διασταυρώνει ζῶα καὶ
φυτά, ποὺ ἐφευρίσκει φάρμακα κατὰ τῆς γήρανσης καὶ τῶν ρυτίδων, κλείνεται
πανικοβλημένος ἀπὸ τὸν Κορονοϊὸ στὰ σπίτια του, δέχεται κάθε ἐπιτήρηση καὶ
περιορισμο τῆς ἀτομικῆς καὶ θρησκευτικῆς του ἐλευθερίας.
Ἀκόμα πιὸ τραγικὸ συμπέρασμα ὅμως ἀποτελεῖ τὸ
γεγονός, ὅτι αὐτοὶ ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀπελευθερώσουν τὸν σημερινὸ φοβισμένο ἄνθρωπο,
οἱ ποιμενάρχες καὶ οἱ Χριστιανοί, αὐτοὶ ποὺ σὲ λίγες μέρες θὰ ψάλλουν (;;;) τὸ
«θανάτῳ θάνατον πατῆσας» κατέχονται ἀπὸ τὸν ἴδιο ἀκριβῶς φόβο.
Γιὰ νὰ γίνουν τὰ παραπάνω πιὸ κατανοητὰ καὶ γιὰ νὰ
καταλάβουμε ποιὰ εἶναι ἡ στάση τῶν ἀληθινῶν Χριστιανῶν, φαίνεται πρέπον νὰ
πάρουμε παραδείγματα ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία γιὰ τὸ πῶς ἀντιμετώπισαν οἱ
Χριστιανοὶ παλαιότερα κάθε εἴδους ἐπιδημία/πανδημία. Ἐπειδὴ χρειάζεται ὁλόκληρο
βιβλίο γιὰ νὰ περιγραφοῦν τὰ παραδείγματα αὐτά, θα παρουσιάσω μόνο κάποια
χαρακτηριστικά:
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Εὐσεβίου
Καισαρείας, ὅπου περιγράφεται ἡ αὐτοθυσία τῶν Χριστιανῶν κατὰ τὴ διάρκεια ἐπιδημίας
πανούκλας, τὸ 251 μ.Χ. (PG 20, 688C-689Α, σε μετάφραση):
«Οι
περισσότεροι από τους αδελφούς μας από την υπέρμετρη αγάπη και φιλαδελφία
τους, χωρίς να σκέπτονται τον εαυτό τους ... και χωρίς καμιά
προφύλαξη περιθάλποντας τους αρρώστους, υπηρετώντας τους και θεραπεύοντάς τους
εν Χριστώ, έπαιρναν με μεγάλη προθυμία τη θέση τους, αναλαμβάνοντας το πάθημά
τους, προσελκύοντας πάνω τους την αρρώστια από τους πλησίον και θεληματικά
καθαρίζοντας τις πληγές τους. Πολλοί, λοιπόν, αφού περιέθαλψαν και
ενδυνάμωσαν τους αρρώστους, πέθαναν, τραβώντας πάνω τους το θάνατο εκείνων…
Έτσι οι άριστοι από τους αδελφούς μας, πρεσβύτεροι και διάκονοι, με
αυτόν τον τρόπο έφυγαν από τη ζωή, επαινούμενοι από το λαό.
Από την άλλη μεριά, οι εθνικοί έκαναν ακριβώς το
αντίθετο: και όταν κάποιος άρχιζε να αρρωσταίνει, τον απωθούσαν και τον
απέφευγαν και τα πιο αγαπημένα του πρόσωπα. Έριχναν τους μισοπεθαμένους
στους δρόμους, και όταν πέθαιναν τους άφηναν άταφους να σκυλεύονται, προσπαθώντας να αποφύγουν
τη διάδοση του θανατικού χωρίς επιτυχία».
Διαβάζοντας τὰ παραπάνω βλέπουμε ὅτι ἐμεῖς οἱ
Χριστιανοί, ποιμένες
καὶ ποιμαινόμενοι σήμερα μοιάζουμε μᾶλλον μὲ τοὺς ἐθνικοὺς παρὰ μὲ τοὺς Χριστιανοὺς
τῶν πρώτων αἰώνων. Κι
ἂν κάποιος ἀντιπαραθέσει, ὄχι καὶ νὰ πεθάνω γιὰ τὴν πίστη μου, τότε πρέπει νὰ
ξανασκεφθεῖ, τί πιστεύει.
Στὸ «Επιδημίες και σεισμοί στα χρόνια των πρώτων
Ισαύρων» τῆς Εἰρήνης Ἀβραμίδου (ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2015) διαβάζουμε γιὰ τὰ αἴτια
μίας ἐπιδημίας κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς ἱστορικοὺς, πολλοί ἀπὸ αὐτοὺς Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας,
σελ. 74-75:
«Πού
απέδιδαν οι Βυζαντινοί τις συμφορές τους. Οι Βυζαντινοί απέδιδαν τις
συμφορές τους στην οργή του Θεού για τις αμαρτίες των πιστών. Ο,τιδήποτε κι
αν συνέβαινε στην αυτοκρατορία, είτε αφορούσε σε επιθέσεις εξωτερικών εχθρών
και εσωτερικά προβλήματα του κράτους είτε αφορούσε σε φυσικά φαινόμενα και
επιδημίες, οι κάτοικοι της το απέδιδαν στις δικές τους πράξεις που
προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια του Θεού και κατά συνέπεια την προσπάθεια εκ μέρους
του τελευταίου για συνετισμό και σωτηρία του χριστεπώνυμου πλήθους. Η θεία
οργή απέρρεε από τις αμαρτίες ενός μόνο ατόμου, συνήθως του αυτοκράτορα ή των
κατοίκων της αυτοκρατορίας συλλογικά. Ο Θεοφάνης αποδίδει όλα τα κακά που
συνέβησαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Λέοντα Γ΄, «περί τε τήν ὀρθόδοξον
πίστιν καί περί τῶν πολιτικῶν διοικήσεων αἰσχροῦ κέρδους καί φιλαργυρίας ἐπινοίᾳ
κατά τε Σικελίαν και Καλαβρίαν καί Κρήτην, ἥ τε τῆς Ἰταλίας ἀποστασία διά τήν αὐτοῦ
κακοδοξίαν, σεισμοί τε καί λιμοί καί λοιμοί καί ἐθνῶν έπαναστάσεις», στις
πράξεις του ίδιου του αυτοκράτορα και την ασέβεια που έδειξε προς τις εικόνες1. Ακόμη χαρακτηρίζει το
Βυζαντινό αυτοκράτορα δυσσεβή, διότι εξέδωσε διαγγέλματα σχετικά με την καθαίρεση
των εικόνων. Αλλά και στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Ε΄, την εικονομαχική του πολιτική
θεωρεί υπεύθυνη για την παρουσία της νόσου στην Κωνσταντινούπολη κατά την
περίοδο 747-748. Ο Θεοφάνης ερμηνεύει την εμφάνιση της πανώλης ως σημάδι του
Θεού προς τον αυτοκράτορα, προκειμένου να αναστείλει τη μανία του εναντίον της
αγίας Εκκλησίας και των σεπτών εικόνων. Και ο Πατριάρχης Νικηφόρος αποδίδει
το λοιμό αυτό στον αγώνα των Βυζαντινών αυτοκρατόρων εναντίον των αγίων εικόνων
που ήγειρε την οργή του Θεού, «ταῦτα ἐκρίνετο τοῖς ὀρθά φρονεῖν εἰδόσιν ἐκ
θείας ἐπισκήπτειν ὀργῆς, ἡνίκα ὁ τότε ἀθέως καί δυσσεβῶς κρατῶν, καί ὅσοι αὐτῷ
συνῄνουν τῷ ἀθέσμῳ φρονήματι, τάς χεῖρας ἐπαφεῖναι κατά τῶν ἁγίων ἀπεικονισμάτων
εἰς ὕβριν τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τετολμήκασιν». Ακόμη ο Θεοφάνης θεωρεί
πως ο Θεός έδωσε την εξουσία στον Κωνσταντίνο Ε΄, διάδοχο της κακίας του πατέρα
του και διώκτη των πατροπαράδοτων θεσμών, για να τιμωρήσει τους Βυζαντινούς
για τις αμαρτίες τους, “ἐβασίλευσε θείοις κρίμασι καί πλήθει πταισμάτων ἡμῶν”».
Ἡ ἐπιδημία, λοιπόν, κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς καὶ
κυριότερον κατὰ τοὺς Ἁγίους (Θεοφάνης, Νικηφόρος) στάλθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς
παιδαγωγικὸ μέσο, ὥστε νὰ μετανοήσουν οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, ἀπὸ τὴν ἀπληστία,
τὴν ἐκμετάλλευση, τὴν σιμωνία καὶ κυρίως ἀπὸ τὶς αἱρετικές τους θέσεις καὶ τὸν
πόλεμο ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως.
Τώρα ποὺ κυριαρχοῦν τὰ μνημόνια, ἡ ἐκμετάλλευση, ἡ
πτώχευση καὶ ἡ ἀσυδοσία στὴν πολιτική, καὶ στὴν ἐκκλησία ἡ σιμωνία καὶ κυρίως ἡ
ἐκκοσμίκευση καὶ ἡ Παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, δὲν πρέπει ἐπιτέλους καὶ ἐμεῖς
νὰ μετανοήσουμε;
Καὶ στὶς σελ. 27-28:
«Στα
χρόνια του Ιουστινιανού έκανε την εμφάνιση της μία επιδημία, η οποία ξεκινώντας
το 541 από το Πηλούσιο, στην ανατολική όχθη του Νείλου, εξελίχθηκε τελικά σε
πανδημία που έπληξε, άλλοτε σε μεγαλύτερο και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό, τη
βόρεια Αφρική, την Ασία και την Ευρώπη για περισσότερο από δύο αιώνες… Η εικόνα
της Κωνσταντινούπολης την περίοδο αυτή, όπως περιγράφεται από τον Προκόπιο, είναι
η εικόνα μίας πόλης έρημης, όπου δύσκολα συναντούσε κανείς άνθρωπο στους
δρόμους, ενώ κάθε είδους εργασία, αλλά και το εμπόριο είχαν παύσει. Η
πανώλη προσέβαλε και τον ίδιο το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστινιανό, «βασιλεῖ
νοσῆσαι ξυνέβη (καί αὐτῷ γάρ ξυνέπεσε βουβῶνα ἐπῆρθε)». Ωστόσο στο έργο του
Ανέκδοτα, ο Προκόπιος αποκαλύπτει πως ο Ιουστινιανός αν και επλήγη από τη νόσο
κατάφερε να αναρρώσει και συνέχισε να βρίσκεται στην εξουσία για δύο δεκαετίες
ακόμη».
Πῶς γιατρεύτηκε ὁ Ἰουστινιανός;
Στὰ «Ἀρχεῖα Ἑλληνικῆς Ἰατρικῆς, 2015, 32(2):
224-229» διαβάζουμε γιὰ τὶς θαυματουργικὲς θεραπεῖες τῶν ἀσθενειῶν τοῦ αὐτοκράτορα
Ἰουστινιανοῦ:
«Στο
παρόν άρθρο παρουσιάζεται ο θαυματουργικός τρόπος θεραπείας που έλαβε ο
αυτοκράτορας Ιουστινιανός, όταν αρρώστησε από πανώλη, αρθρίτιδα,
αφροδίσιο νόσημα και λιθίαση του ουροποιητικού… Σε όλες τις περιπτώσεις
η ίαση ήταν θαυματουργική, για την μεν πανώλη από θαύμα των αγ. Αναργύρων Κοσμά
και Δαμιανού, για την αρθρίτιδα από θαυματουργική ίαση από τα οστά της αγ.
Ειρήνης, του αφροδισίου νοσήματος μετά από επέμβαση του οσ. Σαμψών, και της
λιθίασης του ουροποιητικού μετά από παρέμβαση της Παναγίας».
Ὁ Ἰουστινιανὸς θεραπεύτηκε γιατὶ πίστευε καὶ γιατὶ
προστάτευε τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν Πίστη. Οἱ σημερινοὶ πολιτικοὶ ταγοί, ποῦ ἐλπίζουν
καὶ σὲ τί πιστεύουν;
Στὸ «Θαυματουργική θεραπεία κατά της πανώλης στη
νήσο Κέρκυρα από τον αγ. Σπυρίδωνα: συμβολή στην ιστορία της ιατρικής» (εδώ) διαβάζουμε τα ακόλουθα:
«Την
νύχτα των Χριστουγέννων του 1629 έκαναν την εμφανισή τους στην πόλη της
Κέρκυρας τέσσερα κρούσματα πανώλης… Τότε ο λαός της πόλεως με δεήσεις και
ικεσίες, που έλαβαν χώρα στον ναό του Αγίου, ζήτησε την βοήθειά του, για να
διασωθούν από την θανατηφόρο ασθένεια τα θύματα της οποίας είχαν φθάσει τα
εξήντα. Ο θαυματουργός Σπυρίδων εισάκουσε τις προσευχές των κατοίκων,
τα κρούσματα άρχισαν να υποχωρούν και εξαφανίστηκαν εντελώς την Κυριακή των
Βαΐων του 1630… Η δεύτερη περίπτωση που έσωσε ο Άγιος την Κέρκυρα από επιδημία
πανώλης είναι στα 1673».
Βλέπουμε ἐδῶ τὸν Ἅγιο νὰ γλυτώνει τὴν Κέρκυρα ποὺ εἶχε
τὰ ἴδια σχεδὸν θύματα μὲ ἐμᾶς (μέχρι πρὶν μία βδομάδα), ἀφοῦ ἔγινε παντοῦ ἀπὸ
κλῆρο καὶ λαὸ δεήσεις καὶ ἱκεσίες. Οἱ δὲ γνωστὲς λιτανεῖες τοῦ λειψάνου τοῦ Ἁγίου
καθιερώθηκαν μὲ ἀφορμὴ τὴν ἐπέμβαση αὐτὴ τοῦ Ἁγίου. Σήμερα ποιές λιτανεῖες ἔγιναν;
Ποιός μητροπολίτης κίνησε κλῆρο καὶ λαὸ σὲ ὁλοήμερες καὶ ὁλονύχτιες δεήσεις καὶ
ἱκεσίες;
Στὸ «Λοιμώδεις ασθένειες και επιδημίες στην ιστορία
της Άρτας και η αντιμετώπισή τους» τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Ἀθανασίου
διαβάζουμε:
«Ο
Μητροπολίτης Σεραφείμ Βυζάντιος στο Δοκίμιό του γράφει τα εξής για την επιδημία
της πανώλης στην Άρτα: «Εν τη δυστυχεί ταύτη πόλει συνέβη κατά το έτος 1816
Μαϊου 2 και διήρκησε 14 μήνας, άχρι του 1817 Ιουλίου 2, τρομερά λοιμική νόσος η
πανώλη, ήτις εν τω διαστήματι τούτω οδήγησεν εις τον Άδην περίπου των 3000
κατοίκων εκ των τριών γενών της πόλεως, απαλλαγείσης μόλις δια της εν Άρτη
αφιχθείσης, προσκλήσει των χριστιανών, Ιεράς και Χαριτοβρύτου κάρας του
Μητροπολίτου Λαρίσης Αγίου και θαυματουργού Βησσαρίωνος, κτήτορος της σεβασμίας
Μονής του Δουσίκου των Μεγάλων Πυλών. Εν τη δεινή ταύτη περιστάσει, πολλαί
μεν των Αρταίων οικογενειών μετέβησαν εις αλλοδαπήν. Άλλαι δε περίπου των
300 άνευ διακρίσεως θρησκείας κατέφυγον εις τα Μονάς Κάτω Παναγίας, Θεοτοκίου
και Βλαχέρνης, αίτινες όντως ανεδείχθησαν αρωγοί αυτών και συνετέλεσαν εις την
σωτηρίαν των ενδεών και άλλαι υπό σκηνάς από της πεδιάδος της πάλαι Μονής
Οδηγήτριας έως του κήπου της Μητροπόλεως, εγκαταλειφθείσης της Πόλεως ερήμου
και ακατοικήτου 14 μήνας… Για την επιδημία της πανώλης υπάρχει και σχετική
αναφορά στις ημερολογιακές σημειώσεις του ηγουμένου της Ιεράς Μονής Κάτω
Παναγιάς Κωνστάντιου: «Γίνεται δήλον ότι κατά το σωτήριο έτος 1816 ήρχισαν οι
εν Άρτη χριστιανοί του εορτάζειν τον εν Αγίοις πατέρα ημών Βησσαρίωνα
Μητροπολίτη Λαρίσης, τον ηκμάσαντα εν έτει 1501. Η αιτία ην αύτη: Λοιμός
εμάστιζεν την πόλιν ημών (ήτοι πανώλης). Προσκαλέσαντες την χαριτόβρυτον
αυτού κάραν μετά σεβασμού και ευλαβείας ποιήσαντες λιτανείαν μετ΄ αυτής,
ψάλλοντες και αγιασμόν εν ταις συνοικίαις των χριστιανών όντων τότε
διασκορπιζομένων εν τοις προαστίοις και τοις χωρίοις από 2 Μαϊου 1816 μέχρι του
1817 Αυγούστου 31. Και τη χάριτι του Χριστού και της Θεοτόκου και του εν Αγίοις
πατρός ημών Βησσαρίωνος απηλάχθησαν οι χριστιανοί της τρομεράς ταύτης νόσου την
οποίαν έφερε, ως λέγεται, ο Αλή Πασάς Τεπελενιώτης προς αποφυγήν του κινδύνου
του έφερεν ρούχα και πανιά μολυσμένα εξ Αιγύπτου και έδωσεν αυτά εις Αρταίους
και εν ακαρεί διεδόθη εις πάντας» (ενθύμηση στο βιβλίο-Ερμηνεία Καθολικών
Επιστολών Νικοδήμου. Δημοσιεύτηκε στην Ηπειρωτική εστία 1953 και από τον
Κ.Χ.Βάγια το 1975)...
Ο Άγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος μέσω της απειλής της
πανώλης στην Κωνσταντινούπολη, ήρθε σε συναίσθηση από την λάθος τροπή της ζωής
του. Ο φόβος του θανάτου, η αδυσώπητη επιδημία, τού έγινε φραγή της κακής
πορείας και αξιώθηκε και έγινε μάρτυρας του Χριστού αργότερα στη Λέσβο την 17η
Φεβρουαρίου του 1795, 21 χρόνων παλληκάρι. Αυτός ο Άγιος, που πίστεψε από
την απειλή της πανώλης, ήταν ο ίδιος που αργότερα στη Λέσβο έσωσε όλο το νησί
θαυματουργικά από άλλη επιδημία το 1832».
Καὶ σὲ αὐτὲς τὶς πηγὲς ἐπαναλαμβάνεται ἡ μετάνοια
λόγῳ τῆς ἐπιδημίας καὶ ἡ θαυματουργικὴ επέμβαση τῆς Παναγίας καὶ τῶν Ἁγίων μετὰ
ἀπὸ λιτανεῖες, προσευχές, δεήσεις κληρικῶν καὶ πιστῶν.
Κυρίως ὅμως συγκρινόμενες μὲ τὴν σημερινὴ κατάσταση,
ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἴδια διαπίστωση: Ὁ Κορονοϊὸς δείχνει πάνω ἀπὸ ὅλα τὸ παρὰ τὴν
ὑποτιθέμενη «παντοδυναμία» μας φοβικὸ σύνδρομο ποὺ μᾶς διακατέχει, τὴν
πνευματική μας γύμνια, τὸ μέγεθος τῆς ἀποστασίας μας, τὴν ἀπίστευτη πτώση
κληρικῶν καὶ λαϊκῶν, τὸ ἐκκοσμικευμένο καὶ αἱρετικὸ πνεῦμα ποὺ κυριαρχεῖ στὶς ἐκκλησίες
καὶ τοῦ ὁποίου αἰτία εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός. Εἶναι καιρὸς μετανοίας, ὄχι μόνο
λόγῳ τοῦ Πάσχα, ἀλλὰ λόγῳ τῆς ὅλης μας κατάστασης καὶ διάθεσης. Μετανοίας ὄχι
μόνο λόγοις ἀλλὰ καὶ ἔργοις. Ἂς ἀρχίσουμε τώρα. Ἂς ἀποτινάξουμε ἀπὸ τὴν ζωή μας
καὶ τὴν ἐκκλησία ὅλα τὰ κακῶς κείμενα ποὺ τὶς λυμαίνουν ὡς ἄλλος, χειρότερος ἀπὸ
τὸν Κορονοϊό, ἰός.
Καλή Ἀνάσταση
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου
__________________
"Όπως αναφέρει ο
Κερκυραίος ιστορικός Ανδρέας Μάρμορας, η μαρτυρία του οποίου είναι πολύ
σημαντική, γιατί είναι σύγχρονος της περιόδου που περιγράφουμε, τη νύκτα των
Χριστουγέννων του 1629 μΧ. έκαναν την εμφάνιση τους τέσσερα κρούσματα πανώλης
στην πόλη της Κέρκυρας. Αμέσως οι υγειονομικές αρχές του νησιού ξεκίνησαν
έρευνες, για να ανακαλύψουν την πηγή του κακού, τόσο μεγάλος ήταν ο φόβος
για την νόσο, ώστε το χαρακτηρίζουν ως θανατικό. Μάλιστα ο Μάρμορας την
αποκαλεί «βρωτολοιγός πανώλη και μίασμα» αναφέροντας ότι ήταν τόσο μεγάλη η
καταστροφή που προκάλεσε στο νησί λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «επήνεγκεν
ανεπανόρθωτον ερήμωσιν και καταστροφήν». Οι έρευνες έδειξαν ότι η πηγή του κακού
ήταν η ακόλουθη: ένας από τους υπηρέτες ενός ευπατρίδη Κερκυραίου, επιφανούς
κατοίκου και διαπρεπούς δικηγόρου του νησιού, του Οδηγητριανού Σαραντάρη, που
ήταν μάλιστα και ένας από τους προβλέπτες υγείας του νησιού, αγόρασε από να
Τουρκικό πλοίο, που ήταν δεμένο στο λιμάνι της πόλης, δύο περίτεχνα
τουρκικά μάλλινα μαντήλια «τα εν λόγω ρινόμακτρα ήσαν τεχνικώτατα κεντημένα»,
τα οποία και έδωσε ως δώρο στην κυρία του. Ή σύζυγος του Σαραντάρη τα έδωσε στη
συνέχεια στην κόρη της, για να τα φυλάξει σε ένα μπαούλο, όταν ξαφνικά ένοιωσε
αδιαθεσία και πέθανε αμέσως. Οι συγγενείς και οι φίλοι του ευγενούς Σαραντάρη,
ιδίως οι γυναίκες, που πήγαν στην οικία του για να συμπαρασταθούν στο πένθος
του, αποτέλεσαν τους πρώτους φορείς της ασθένειας…