Όποιος αγαπά πονά, αλλά δεν παραπονιέται. Ό,τι κι αν γίνη. Σκύβει μέσα του και
υπομένει τα πάντα για χάρη της αγάπης. Από κει αρχίζει και η θυσία. Και αγάπη
χωρίς θυσία του εαυτού μας δεν γίνεται. Δεν είναι αληθινή.
Είναι σαν την άκοπη ελεημοσύνη του
πλουσίου και όχι σαν το «δίλεπτον της χήρας». Γιατί το να υπομένης για την
αγάπη είναι να θυσιάζης την δική σου χαρά. Όπως θυσιάζεται η μάνα για το παιδί
της. Και τότε η αγάπη ξαναγίνεται χαρά και πολλαπλασιάζεται «τριάντα, εξήντα,
εκατόν φορές» πιο πολύ από το τάλαντον της πρώτης αγάπης, που είναι δώρον του
Θεού σε όλες τις ψυχές, όταν γεννιούνται σ’ αυτόν τον κόσμο.
Την αλήθεια τούτη δεν πρέπει κανείς να
την περάση μέσα από το εργαστήριο της λογικής, που μόνον πρόσθεση και αφαίρεση
ξέρει να κάνη και πιο πολύ προτιμά την διαίρεση και ποτέ τον πολλαπλασιασμό.
Μόνον στην αμαρτία ξέρει να πολλαπλασιάζη. Στα χρήματα, στις απολαύσεις, στην
δόξα την εγκόσμια. Γι’ αυτό την αλήθεια της αγάπης μόνο μέσα από την καρδιά
πρέπει να την βλέπουμε, να την νοιώθουμε, να την ζούμε. Άφησε την λογική, που
σου λέγει ότι έτσι, με την αγάπη, μπορεί να πέσης έξω, να σε ξεγελάσουνε, να σε
εκμεταλλευθούνε. Αυτές είναι πονηρίες άθλιες και προέρχονται από τον Πονηρό…
Θέλει να μας εμποδίση από την ευτυχία της αγάπης την ανείπωτη, από το φως της
ελευθερίας το ανέσπερο, που το δίνει κι αυτό η αγάπη και προπαντός ο μισόκαλος
Πονηρός θέλει να μας εμποδίση από το αγκάλιασμα του Θεού. Γιατί όποιος αγαπήση,
λίγο ή πολύ, νοιώθει αμέσως πάνω του το χέρι του Θεού, που τον χαϊδεύει
στοργικά.
– «Κατά την Δευτέραν Παρουσίαν θα μας
κοιτάξουνε εκείνα τα γλυκύτατα μάτια, τα γεμάτα ανείπωτη αγάπη και στοργή και
τρυφερότητα, θα μας κοιτάξουν παραπονεμένα και τότε θάναι, που δεν θα ξέρουμε
πού να πάμε να κρυφτούμε».
Ένα βλέμμα, που κανένας μας δεν θα μπορή
να το αντέξη και θα μας συντρίβη και θα μας πληγώνη όσο τίποτε άλλο, τίποτε
άλλο. Θα είναι σαν μία πληγή αγιάτρευτη και ίσως αυτή να είναι η Κόλαση, που
δεν τελειώνει, θα είναι το πυρ, που θα μας καίη συνεχώς και χωρίς τελειωμό. Οι
τύψεις και η αφόρητη πίκρα για την ευτυχία, που χάσαμε… Δεν είναι, λοιπόν,
παράπονο αυτού του κόσμου, αλλά λύπη του Χριστού, που θα βλέπη τους αμαρτωλούς
να χάνονται μακριά του, κατά την δική τους σημερινή επιλογή, και να ζουν την
ατέλειωτη δυστυχία μέσα στο «σκότος το εξώτερον», δηλαδή μακρυά από την
παρουσία του Θεού, που είναι ο αιώνιος Παράδεισος. Τότε…
Το παραπονεμένο βλέμμα του Χριστού δεν
είναι όπως τα δικά μας παράπονα. Εμείς παραπονιόμαστε συνήθως για τον εαυτό μας
τον αχόρταγο, γιατί κάποιος μας αδίκησε ή μας ξέχασε ή δεν έκανε αυτό, που
θέλαμε. Παραπονιόμαστε όταν δεν μας τιμούν, δεν μας κάνουν δώρο, δεν μας
ευεργετούν. Παραπονιόμαστε από εγωισμό και φιλαυτία. Από υπερηφάνεια και
φιληδονία. Το παράπονο του Χριστού, όμως, είναι αντίθετο. Είναι σαν να παραπονιέται
για λογαριασμό μας, για μας, που δυστυχούμε και δεν δεχτήκαμε τα δώρα του και
την αιώνια ευτυχία, που ετοίμασε ο Θεός «τοις αγαπώσιν αυτόν» (Α΄ Κορ. β’ 9).
Λυπάται, πονά, υποφέρει για την δική μας δυστυχία… Μπορείτε να το φαντασθήτε
αυτό; Λυπάται ο Χριστός, που δεν είμαστε ευτυχισμένοι, που δεν πήγαμε κοντά Του
να μας χαρίση την αιωνιότητα της χαράς!…
Τι να κάνουμε λοιπόν; Τι να πούμε στον
παραπονεμένο Χριστό, για την δυστυχία μας, την ψυχική, την υλική και την
πνευματική; Γιατί, ας μου επιτρέψη ο πολύ αγαπημένος μου Άγιος Ιωάννης ο
Χρυσόστομος να πω, ότι ο Χριστός δεν έχει παραπονεμένο βλέμμα μόνον κατά την
Δευτέρα Παρουσία, αλλά και τώρα το έχει διαρκώς επάνω μας, και ας είναι ήρεμο
και γαλήνιο στις βυζαντινές εικόνες, που βλεπουμε στους ναούς. Παραπονιέται και
τώρα, που δεν πάμε κοντά Του, αλλά Τον αποφεύγουμε γεμάτοι «προφάσεις εν
αμαρτίαις»…
Παραπονιέται, που δεν αξιοποιούμε την
θυσία Του και δεν παίρνουμε τα Τίμια Δώρα Του, που είναι ικανά και να μας
καθαρίσουν και να μας σώσουν και να μας χαρίσουν από τώρα την μεγάλη ευτυχία
της αγάπης. Έστω και στα πρώτα βήματα, έστω και στα πρώτα κύματα, που θα
αναταράξουν την νεκρωμένη θάλασσα της καρδιάς. Ο σπόρος της αγάπης υπάρχει σε
όλες τις ψυχές. Εμείς αδιαφορούμε για το βλάστημα και την ανθοφορία Του.
Πρέπει, όμως, να δεχθούμε την χάρη των Τιμίων Δώρων, το έλεος της Εκκλησίας Του
«εν ελευθερία» και όχι αναγκαστικά…
Το
παράπονο του Χριστού, αυτό το συγκλονιστικό παραπονεμένο βλέμμα, που μας
αγκαλιάζει όλους, μπορεί να μας οδηγήση από τώρα στην σωτηρία και την ανάσταση,
αν τα έχουμε διαρκώς μπροστά μας, σαν οδηγό.
Όχι για να φοβόμαστε την τιμωρία και την Κόλαση, αλλά για να μάθουμε να
αγαπούμε και ποτέ να μη χωριστούμε από την πηγή της αληθινής αγάπης, που είναι
ο Χριστός. Γιατί άλλος τρόπος πραγματικής μετανοίας δεν υπάρχει από την αγάπη
του Κυρίου. Μόνον το βλέμμα του Χριστού. Τότε μόνον η μετάνοιά μας μπορεί να
αρχίση και να ανθοφορήση και να καρπίση, αν δούμε κατάματα το βλέμμα του Κυρίου
και μόνον όταν κλάψουμε, έστω και με ένα δάκρυ, για την λύπη, που του
προκαλούμε. Τότε αρχίζουμε να μαθαίνουμε τα μυστικά της αγάπης, που αναλάμπουν
μέσα στα μάτια του Θεανθρώπου…
Το
παράπονο του Χριστού είναι γιατί δεν μετανοούμε, γιατί δεν απλώνουμε τα χέρια
μας να τον αγκαλιάσουμε. Γιατί αυτό είναι η μετάνοια: Να επικαλεσθούμε την
βοήθειά του και να δηλώσουμε ταπεινά την ανημπόρια μας. Αυτό το μικρό σημείον
ζητεί, αυτήν την πρώτη κίνηση από μας τα ελεύθερα πλάσματά Του, για να τρέξη
αστραπιαία κοντά μας και να μας αρπάξη από τον πύρινο ποταμό, που ζητά να μας
καταπιή. Ακόμα και ένα βλέμμα μας προς το πονεμένο πρόσωπο του Χριστού μπορεί
να μας σώση, αν το βλέμμα μας αυτό επικαλείται την χάρη Του με συντριβή.
Πόσοι δεν άρχισαν την επιστροφή τους
στον Θεό με ένα τέτοιο βλέμμα! Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Αποστόλου Πέτρου
με τα μεγάλα λόγια και τους μεγάλους ενθουσιασμούς. Τον πρόδωσε το ίδιο εκείνο
βράδυ, κι ας ήταν πρωτοκορυφαίος Αποστολος, λίγο μετά την προδοσία του Ιούδα,
όταν Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Και τότε το βλέμμα του Χριστού έκανε το θαύμα
του και σώθηκε ο αρνητής Πέτρος. Ήταν η στιγμή, που αρνήθηκε ο Πέτρος για Τρίτη
φορά τον Χριστόν, ενώ ήταν κοντά του, και «εφώνησεν αλέκτωρ». Και συνεχίζει ο
Ευαγγελιστής την αφήγησή του:
–
«Και στραφείς ο Κύριος ενέβλεψε τω Πέτρω, και υπεμνήσθη ο Πέτρος του λόγου του
Κυρίου, ως είπεν αυτώ ότι πριν αλέκτορα φωνήσαι απαρνήση με τρις· και εξελθών
έξω ο Πέτρος έκλαυσε πικρώς» (Λουκ. κβ’ 61-62).
Ας
βγούμε κι εμείς έξω από την καθημερινή μας ματαιοφροσύνη και ας κλάψουμε πικρώς
κάτω από το στοργικό βλέμμα του Χριστού. Αυτή η προσπάθεια είναι το κορυφαίο,
το πρώτο βήμα στον δρόμο της αγάπης και της σωτηρίας.