Μετά και το κλείσιμο των Εκκλησιών:




Ζοῦμε ὅλοι τὴν δυσάρεστη καὶ πρωτοφανῆ ἐνέργεια τῶν Ἐπισκόπων, νὰ ἀποφασίσουν Ἐπισκοποκεντρικά, Δεσποτοκρατικά καὶ αὐθαίρετα (ὡσὰν αὐτοὶ νὰ εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ὁ δὲ Λαὸς τσιφλίκι τους), τὸ κλείσιμο τῶν Ναῶν. Πολλοὶ εἰλικρινεῖς πιστοί, μέχρι τώρα ἔβλεπαν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους ὡς ἕνα ὑπερβολικὸ μέτρο, ὡς κάτι ποὺ δὲν εἴμαστε καὶ ὑποχρεωμένοι νὰ τὸ κάνουμε, καὶ ἐπίσης, σηκώνονταν οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς τους στὸ ἄκουσμα τοῦ μὴ ἐκκλησιασμοῦ σὲ ἐκκλησίες ποὺ λειτουργοῦν οἰκουμενιστές ἱερωμένοι. Τώρα ὄμως βλέπουν ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι ἐπιβάλλουν μὴ ἐκκλησιασμό(!), βλέπουν ὅτι ψελίζουν οἱ Ἐπίσκοποι -γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν στάση τους- ἄρρητα ρήματα, κατανοοῦν ὅτι ἐδῶ πρόκειται περὶ προδοσίας τῆς Πίστεως, καὶ κάνουν ἐξ αἰτίας τῶν παραπάνω δεύτερες σκέψεις.
Ὅταν ψηφίστηκαν τὰ κακόδοξα κείμενα τῆς Κολυμπάριας Συνόδου, καὶ ὅταν πραγματοποιήθηκε τὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα, δὲν ἔδωσαν τὴ βαρύτητα ποὺ ἔπρεπε, ἐπειδὴ οἱ Οἰκουμενιστὲς θόλωσαν μὲ οἰκουμενιστικὴ Δεσποτικὴ προπαγάνδα καὶ ἀλλοπρόσαλλες ἑρμηνεῖες τὰ νερά, καί, κυρίως, ἐπειδὴ οἱ λεγόμενοι ἀντι-Οἰκουμενιστὲς δὲν κατάφεραν νὰ κατέβουν στὸν ἀγώνα ἑνωμένοι καὶ μὲ ἀγάπη, ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ ἐκλαμβάνεται κάποιος ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις»! (Ἰω., ιγ´ 34-35). Ἔτσι, οἱ θεολογικὲς παράμετροι καὶ οἱ ὀδυνηρὲς σωτηριολογικὲς προεκτάσεις τῶν κακόδοξων ἐνεργειῶν τους, δὲν  ἔγιναν ξεκάθαρα ἀντιληπτὲς ἀπὸ τὸν ἁπλὸ πιστό, βοηθούσης πρὸς τοῦτο καὶ τῆς ἐπὶ τόσα χρόνια ἐπιβολῆς τῆς κακοδόξου ἀπόψεως περὶ τῆς ὀφειλόμενης ἀπροϋπόθετα (καὶ ὡς ἐκ τούτου κακῆς) ὑπακοῆς σὲ Ἐπισκόπους καὶ Γέροντες.
Ὅμως στὸ θέμα τοῦ κλεισίματος τῶν ἐκκλησιῶν, φάνηκε ὁλοκάθαρα ἡ τραγικὴ συγκατάθεση καὶ ὑπακοὴ τῶν Ἐπισκόπων στὸν Καίσαρα κι ὄχι στὸν Χριστό, ἀφοῦ ὁ Οἰκουμενισμὸς ἔχει ροκανίσει τὶς βάσεις τῆς ὀρθοδόξου πίστεώς τους, καὶ ἔτσι ἄνευ φόβου Θεοῦ καὶ τύψεων, τόλμησαν νὰ στερήσουν ἀπὸ τοὺς πιστοὺς τὴν πνευματικὴ τροφή, τὴν ἐξομολόγηση καὶ μάλιστα τὸ φάρμακο ἀθανασίας, τὴ Θ. Κοινωνία. Ἀλλά, ἐκτὸς αὐτῶν (χωρὶς νὰ τὶς ἐπικαλούμαστε ὡς προφητεῖες), ἀκούγονται ἔντονα οἱ φωνὲς κάποιων ἀδελφῶν, ποὺ λέγουν: αὐτοὶ οἱ Δεσποτάδες θὰ ποῦν ναί, σὲ ΟΛΑ. Καὶ πράγματι, ἂν δὲν τόλμησαν νὰ φέρουν ἀντίρρηση τώρα, ποὺ θὰ εἶχαν τὴν συμπαράσταση -ὅπως φάνηκε- ΟΛΩΝ τῶν πραγματικὰ πιστῶν, πῶς θὰ τολμήσουν νὰ ἀντισταθοῦν στὰ ἐμβόλια, στὶς κάρτες καὶ στὸ χάραγμα! Ὅταν ἀποδεικνύεις ὅτι εἶσαι «ἀνθρωπάκι», πολὺ δύσκολο νὰ μεταβληθεῖς ἀπότομα σὲ ἄνθρωπο ἐλευθερίας καὶ πίστης.
Μετὰ ἀπὸ αὐτά, εἶναι φυσικὸ κάποιοι νὰ ξανασκέφτονται τὴν πρακτικὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τῆς ἀπομακρύνσεως, ἀποτειχίσεως δηλ. ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς κι ὅσους -αὐτὲς τὶς ἐσχατολογικὲς ἡμέρες- τοὺς καλύπτουν καὶ τοὺς ἀκολουθοῦν.
Ἀμέσως ὅμως, εἴδαμε ὅτι, οἱ ἀρνούμενοι τὴν ἀποτείχιση (ἤ, ἴσως, καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές), μόλις ἀντελήφθησαν ὅτι ἐπανέρχεται τὸ θέμα τῆς ἀποτειχίσεως, ποὺ εἶναι ἡ ἀποτελεσματικὴ ἁγιοπατερικὴ στάση ἀντιμετωπίσεως τῆς κάθε αἱρέσεως, καὶ βοηθᾶ στὸ νὰ μὴν γίνουμε ΣΥΝΕΝΟΧΟΙ στὴν προδοσία τῆς Πίστεως, ἐπενέβησαν, καὶ μὲ σχόλια προσπαθοῦν καὶ πάλι νὰ ἀποπροσανατολίσουν τοὺς πιστούς. Διατυπώνουν μὲ ἀπόλυτα ΔΟΓΜΑΤΙΚΟ τρόπο -καὶ φυσικὰ χωρὶς ἐπιχειρήματα ἁγιοπατερικά- τὴν ἔνσταση, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς δὲν εἶναι ὑποχρεωτική, ὅτι ἡ ἀποτείχιση δηλ. εἶναι δυνητική! Δηλαδή: ἅμα θέλεις διακόπτεις τὴ σχέση σου μὲ τὸν αἱρετικὸ Οἰκουμενιστή, ἔστω κι ἂν τὸν κατηγορεῖς ἐσὺ ὁ ἴδιος ὅτι πρόδωσε τὴν Πίστη(!), ἅμα δὲν θέλεις, δὲν διακόπτεις καὶ συνεχίζεις χωρὶς κανένα κόστος τὴν κοινωνία μαζί του!

Καὶ εἶναι τραγικό, ὅτι δὲν ἀντιλαμβάνονται τὴν φοβερὴ ἀντίφαση νὰ κοινωνεῖς μὲ αὐτὸν ποὺ διαλύει τὴν Πίστη, παρὰ τὰ ἑκατοντάδες ἀντίθετα παραδείγματα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἀκόμα καὶ ἡ λογικὴ ἀντίφαση τοῦ ἐπιχειρήματος δὲν γίνεται κατανοητή, ὅτι δηλ. θὰ ἔχεις κοινωνία μὲ κάποιον, θὰ ἀποκαλεῖς ἀδελφὸ κάποιον, ποὺ ταυτόχρονα τὸν ἀποκαλεῖς αἱρετικὸ καὶ προδότη τοῦ Χριστοῦ!
Ἂς δοῦμε, γιὰ ὅσους ἐνδιαφέρονται, πῶς ἔχει τὸ θέμα.
Γιὰ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ εἶναι καταδικασμένοι ἀπὸ Σύνοδο, δὲν γεννᾶται συζήτηση· ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι (ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστὲς ποὺ δὲν ὀρθοδοξοῦν) δὲν ἔχουν σχέση μαζί τους, δὲν κοινωνοῦν, οὔτε παίρνουν μυστήρια ἀπ’ αὐτοὺς (π.χ. τοὺς Μονοφυσίτες).
Τί γίνεται ὅμως μὲ τοὺς μὴ καταδικασμένους αἱρετικούς, ὅπως ὁ Ζηζιούλας, ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Δημητριάδος, ὁ Μεσσηνίας ποὺ μὲ λόγο καὶ ἔργα προωθοῦν τὴν Παναίρεση; Πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς ἢ ὄχι; Καὶ ποιός θὰ μᾶς τὸ πεῖ αὐτό; Κάποιος σύγχρονος θεολόγος καθηγητὴς Πανεπιστημίου, ὁ τάδε ἁγιορείτης μοναχός, ὁ τάδε ἱστολόγος, ὁ λόγιος ἱερέας, ἐκεῖνος ὁ πνευματικός ἀρχιμανδρίτης καὶ Γέροντας ἢ ὁ ἄλλος καταξιωμένος πρωτοπρεσβύτερος καὶ καθηγητής; Ὅλοι βλέπουμε στὴν πράξη ὅτι ὁ καθένας ἔχει διαφορετικὴ θέση γιὰ τὸ θέμα. Ποιόν θὰ ἀκούσουμε; Γιὰ ὅλα τὰ πρακτικὰ κυρίως θέματα, ὑπάρχει ἡ διδασκαλία καὶ οἱ Κανόνες ποὺ τὰ ρυθμίζουν, μόνο γι’ αὐτὸ δὲν ὑπάρχει ἄραγε συγκεκριμένη διδασκαλία στὴν Π. Διαθήκη, στὴν Κ. Διαθήκη, στοὺς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι μὲ ἔργα τὴν πραγματοποίησαν καὶ μὲ λόγια νὰ τὴν ἔχουν διδάξει καὶ νὰ τὴν ἔχουν ἀφήσει ὡς παρακαταθήκη γιὰ τὶς ἑπόμενες γενεές; Στὸ θέμα αὐτὸ βαδίζουμε στὰ τυφλά; Εἶναι θολὸ τὸ τοπίο καὶ τὸ πᾶν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὶς ἀντικρουόμενες ἑρμηνεῖες συγχρόνων θεολόγων, ἱερωμένων καὶ Γερόντων; Δὲν ἰσχύουν οἱ λόγοι Ἁγίων, ὅπως τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, ὅτι πρέπει ἐν ἐλευθερίᾳ καὶ συμβουλευόμενοι πρωτίστως τὶς Γραφὲς καὶ τοὺς Ἁγίους, νὰ διαλέγουμε πνευματικὸ καὶ καθοδηγητὴ στὰ κρίσιμα αὐτὰ θέματα; Καὶ νὰ τὸν ἐπιλέγουμε, ἐὰν ἡ διδαχή του συμφωνεῖ μὲ τὴν Παράδοση κι ὄχι τὸ ἀντίθετο;
Παρομοίως καὶ ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος προτρέπει τοὺς πιστοὺς νὰ ἐπιτηροῦν τοὺς ἐπισκόπους γιὰ νὰ ἐλέγχουν ἂν εἶναι Ὀρθόδοξοι. «Τοὺς ἐπισκόπους ὑμῶν ἐπιτηρεῖτε, λέγει, ἵνα ὦσιν Ὀρθόδοξοι, καὶ μὴ διδάσκουσι δόγματα ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, μηδὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ τοῖς ἀπεσχισμένοις συλλειτουργῶσι». (Πατριάρχου Νεκταρίου, Ἐπιτομὴ Ἱεροκοσμικὴς Ἱστορίας, Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Σινᾶ, Ἀθῆναι 1980, σ. 231).

Ἀλλά, παρ’ ὅλα αὐτά, δυστυχῶς οἱ περισσότεροι ἀπὸ ὅσους ἔχουν διαφορετικὴ θέση, παραβλέπουν τὴν ἁγιοπατερικὴ Παράδοση καὶ προσπαθοῦν νὰ βγάλουν τὰ συμπεράσματα ποὺ τοὺς συμφέρουν ὀρθολογικά (γιὰ νὰ μὴν πῶ συμφεροντολογικά), ἑρμηνεύοντας κατὰ τὸ δοκοῦν τὸ θέμα αὐτό. Οἰκειοποιοῦνται καὶ ἀπολυτοποιοῦν τὶς θεάρεστες Οἰκονομίες ποὺ χρησιμοποίησαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀλλὰ ποὺ τὶς χρησιμοποίησαν γιὰ ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα, σὲ ἄλλους καιρούς, μὲ ἄλλο σκεπτικὸ καὶ ἄλλο σκοπό. Συνήθως δέ, στηρίζουν τὶς θέσεις τους, ἐπὶ σκοποῦ καὶ ἐπίτηδες, σὲ ἕνα μόνο Κανόνα, τὸν ΙΕ΄ τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου! (Ὁ Κανόνας καὶ ἡ ἑρμηνεία του ὑπάρχουν στὸ τέλος τοῦ ἄρθρου). Κι ὅμως γνωρίζουν πολὺ καλὰ ὅτι ὁ Κανόνας αὐτὸς δὲν ἔχει ὡς θέμα του τὴν ἀποτείχιση, τὴν ἀπομάκρυνση δηλ. τῶν πιστῶν ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες Ἐπισκόπους, ἀλλά, ἀντίθετα, ἔχει ὡς θέμα τὴν μὴ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, γιατί ἡ ἀναιτιολόγητη ἀπομάκρυνση ἀποτελεῖ σχίσμα.
Ὅμως οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐπειδὴ γνώριζαν ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, γνώριζαν ὅτι πυκνά-συχνὰ ἱερωμένοι καὶ μάλιστα οἱ Ἐπίσκοποι δημιουργοῦσαν ἢ ἐμπλέκονταν σὲ αἱρέσεις καὶ ἀποδέχονταν αἱρετικούς, γι’  αὐτὸ καὶ προνόησαν, στὸν ἴδιο αὐτὸ Κανόνα ποὺ ἀπαγορεύει τὴν ἀπομάκρυνση καὶ δὲν ἐπιτρέπει τὴν διακοπὴ μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, νὰ διατυπώσουν μία ἐξαίρεση: Ναί -λέγουν- νομοθετοῦμε ὅτι ἀπαγορεύεται ἡ διακοπὴ μνημοσύνου τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου, γιατί αὐτὸ εἶναι σχίσμα, ἀλλά, προσέξτε, αὐτὸ δὲν ἰσχύει, ὅταν ὁ Ἐπίσκοπος αἱρετίζει. Στὴν περίπτωση αὐτὴ (αὐτὴ εἶναι ἡ ἐξαίρεση) ἐπιτρέπεταιἀπομάκρυνση, ἀπόσχιση ἀπὸ αὐτὸν ποὺ αἱρετίζει ΑΠΟΔΕΔΕΙΓΜΕΝΑ καὶ ΦΑΝΕΡΑ, ἰδιαιτέρως ὅταν αὐτὴ ἡ αἵρεση κατοχυρώνεται Συνοδικά. Τότε αὐτὴ ἡ ἀπομάκρυνση δὲν θεωρεῖτε ὡς σχίσμα, ἀλλά, τὸ ἀντίθετο: ἐκεῖνος ποὺ ἀποτειχίζεται (ἀποφαίνεται ὁ Κανόνας) γλυτώνει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ τὸ σχίσμα καὶ γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ ἐπαινεῖται.
Τὸ β΄ ἥμισυ, λοιπόν, τοῦ ΙΕ΄ Κανόνας δὲν ἔχει «ὡς κύριο θέμα του τὴν ἀποτείχιση, ἀλλὰ ἀσχολεῖται κατ’ ἐξαίρεση μὲ τὸ θέμα τῆς ἀποτειχίσεως· καὶ ἀναφέρεται φυσικά, μόνο σὲ ἐκείνους πού, ὅταν συντρέχουν οἱ λόγοι, ἀποτειχίζονται. Καὶ τοὺς ἐπαινεῖ γιὰ τὸ καλὸ ποὺ προσφέρουν στὴν Ἐκκλησία. Καὶ τοὺς θέτει πρότυπα, ἀφοῦ τοὺς ἐπαινεῖ. Δὲν ἔχει κανένα λόγο νὰ ἀσχοληθεῖ καὶ νὰ θέσει τιμωρίες γιὰ ὅσους δὲν ἀποτειχίζονται, ὅπως ζητοῦν οἱ μὴ ἀποτειχισμένοι, ποὺ αἰσθάνονται «ἐντάξει», ἀφοῦ ὁ Κανόνας δὲν τοὺς τιμωρεῖ! (Δὲν δείχνουν μὲ αὐτὸ ὅτι στέκονται στὸ γράμμα τοῦ Νόμου καὶ χάνουν τὸ πνεῦμα; Δὲν δείχνουν ὅτι πράττουν τὸ κάθε τί στὴν Ἐκκλησία, μόνο ὅταν ὑπάρχει τιμωρία; Αὐτοὺς δὲν τοὺς ὀνομάζει ὁ Κύριος μισθωτούς; Τοὺς πράττοντες ὅμως ἀκόμα καὶ χωρὶς ὕπαρξη τιμωρίας τοὺς ὀνομάζει φίλους;).
Ἡ Σύνοδος λοιπὸν ποὺ ἐνομοθέτησε τὸν ἱερὸ Κανόνα, δὲν ἐνδιαφέρεται, οὔτε εἶναι στὶς προθέσεις της νὰ νομοθετήσει τὶς προϋποθέσεις, τοὺς ὅρους καὶ τὶς τιμωρίες περὶ τὴν ἀποτείχιση. Ἁπλῶς διατυπώνει αὐτὴν τὴν ἐξαίρεση, γιὰ νὰ συμβαδίσει μὲ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας περὶ ἀποτειχίσεως, ὅταν οἱ ἐν ἐνεργείᾳ Ἐπίσκοποι αἱρετίζουν.
Ἂν θέλετε, τὸ ὅτι δὲν ὁμιλεῖ ὁ Κανόνας γιὰ ὅσους δὲν ἀποτειχίζονται, θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ ἰσχυρισθεῖ ὅτι τὸ κάνει, ἐπειδὴ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἄξιοι μιμήσεως (βέβαια δὲν γνωρίζουμε τὴν σκέψη τῶν συνοδικῶν, ἀλλὰ τὸ ἀναφέρω, στὸν ἀντίποδα τῶν ἀντιθέτων τοποθετήσεων). Εἶναι σὰν μία ἔμμεση ἀποδοκιμασία, μομφή, τὸ ὅτι ἀρνοῦνται νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν αἱρετίζοντα. Καὶ γιὰ νὰ ἀναφέρω ἕνα ἀνάλογο παράδειγμα. Ἀκούγοντας ὅτι ὁ Κύριος μακαρίζει τοὺς πραεῖς, τοὺς εἰρηνοποιοὺς κ.λπ., δὲν καταρᾶται ὅμως τοὺς μὴ πραεῖς ἢ τοὺς μὴ εἰρηνοποιούς, τί συμπέρασμα βγάζουν οἱ ὑποστηρίζοντες τὸ δυνητικό του Κανόνος; Μήπως ὅτι εἶναι καλὸ πράγμα νὰ ὀργίζεσαι; Ὅτι δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶναι πράος; Ὅτι εἶναι ἀδιάφορο ἂν εἶναι κανεὶς πράος ἢ ὀργίλος; Ἢ ὅταν ὁ Κύριος λέγει, «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», μήπως αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ὅσοι δὲν θὰ Τὸν ἀκολουθήσουν, δὲν θὰ ἔχει ἐπιπτώσεις γιὰ τὸ αἰώνιο μέλον τους; Πολλὲς φορὲς στὴν Ἁγία Γραφὴ ἡ ἀναφορὰ τοῦ καλοῦ σημαίνει καὶ τὴν καταδίκη του ἀντιθέτου, χωρὶς ὅμως αὐτὸ νὰ ἀναφέρεται: «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου» (Ψαλ. 110,10)· ἄρα ἀρχὴ ἀνοησίας καὶ πτώσης, ἡ ἀφοβία ἀπέναντι στὸν Θεό!
Ἡ ἴδια ἀναλογία ὑπάρχει καὶ μὲ τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν αἱρετικό. Μπορεῖ νὰ μὴν ὑποχρεώνει ρητὰ ὁ Κανόνας γιὰ τὴν ἀποχώρηση ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες, ἀλλὰ ἔμμεσα μᾶς λέγει ὅτι ἡ παραμονὴ καὶ ἡ κοινωνία μὲ αὐτούς, δὲν συμβάλλει στὴν σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴν ἀποτροπὴ τῆς αἱρέσεως, ἀντίθετα, οἱ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς αἱρετικούς, συμβάλλουν στὴν ἐπικράτησή της αἱρέσεως, δηλαδὴ στὴν πρόκληση σχίσματος μεταξὺ τῶν ὀρθοδοξούντων καὶ τῶν αἱρετιζόντων. Γιατί δὲν νομίζω νὰ πιστεύει κανεὶς στὸν παραλογισμό, ὅτι καὶ οἱ μὲν καὶ οἱ δέ, συμβάλλουν στὴ σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας!
Καὶ ἐπειδὴ ὁ χαρακτηρισμὸς δυνητικὸὑποχρεωτικό, δὲν ἁρμόζει στὴν γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας καὶ γιὰ πράξεις ἐκκλησιαστικές, πρέπει νὰ τονιστεῖ ἐδῶ ὅτι ὁ Χριστός, ἡ Ἐκκλησία χαρακτηρίζεται ἀπὸ τὴν ἐλευθερία: «ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν»· καὶ ὅταν (καλῶς ἢ κακῶς) ἐπικράτησε νὰ μιλᾶμε γιὰ ὑποχρεωτικὸδυνητικό, ἐξυπονοεῖται ὅτι δὲν ἐννοοῦμε καταναγκασμό· ὁ κάθε ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἀκολουθήσει ἢ νὰ μὴν ἀκολουθήσει τὸν Χριστό· ἀλλὰ μιλᾶμε γιὰ τὸ ποιά ὑποχρέωση ἔχουμε, τί ἔχουμε χρέος νὰ κάνουμε, ἐφ’ ὅσον ἐπιλέξαμε νὰ εἴμαστε Χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι· ἐφ’ ὅσον ὡς πιστοὶ θέλουμε νὰ ὠφελήσουμε τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἐνδιαφερόμαστε νὰ συνεισφέρουμε στὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ὃ ἔχουμε ἀγαπητικὴ ὑποχρέωση ὡς μέλη της καὶ ἀδελφοὶ ἢ πατέρες τῶν ἄλλων μελῶν της.
Γιὰ νὰ ἀποφύγω τὴ λέξη «ὑποχρεωτικό», θὰ τὸ ὀνόμαζα καλύτερα «ἀναγκαῖο», «καθῆκον» ἀγάπης, «ὁμολογία».  Καὶ ὅπως ἡ Ἁγία Γραφὴ σὲ πολλὰ σημεῖα μᾶς δείχνει τὸ ἀναγκαῖον της τηρήσεως τῶν Ἐντολῶν, ἀσχέτως πῶς διατυπώνονται, ἔτσι προκύπτει τὸ ἀναγκαῖον της ἀποτειχίσεως. Ἄρα, πῶς μποροῦμε νὰ ποῦμε: ὅποιος θέλει τοὺς ἐφαρμόζει, ὅποιος θέλει δὲν τοὺς ἐφαρμόζει!!! Κι ὅτι κάνει καλά: καὶ αὐτὸς ποὺ ἐμποδίζει τὴν αἵρεση νὰ ἐπεκταθεῖ, κι αὐτὸς ποὺ κοινωνεῖ μὲ τὸν αἱρετικό, καὶ δίνει στοὺς ἄλλους τὸ μήνυμα νὰ κοινωνοῦν μαζί του, ἀφήνοντας ἐλεύθερο τὸν αἱρετίζοντα ἐπίσκοπο νὰ ἐπεκτείνη καὶ ἑδραιώση τὴν αἵρεσί του;
Ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἡ ἀποτείχιση ἐπιφέρει τόσα μεγάλα ἀγαθὰ καὶ ἀποτρέπει τὴν ψυχοφθόρο αἵρεση, δὲν εἶναι ὑποχρέωση κάθε πιστοῦ νὰ τὴν ἀκολουθήσει; -Ὄχι βέβαια μὲ τὸν βούρδουλα!
Ἔτσι, ἂν μείνουμε στὴν λεκτικὴ διατύπωση τοῦ Κανόνος, ἀποκομμένου ἀπὸ τὴν πράξη τῆς Ἐκκλησίας, θὰ ἀμφιβάλλουμε ἐὰν ἡ ἀποτείχιση εἶναι ἀναγκαία (καὶ ἄρα δηλ.  ὑποχρεωτικὴ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία), καὶ τότε φυσικά, θὰ λογιάζονται ὑπερβολικὲς οἱ θέσεις περὶ τῆς ἀνάγκης τῆς ἀποτειχίσεως.
Ὡς ἐκ τούτων, εἶναι λάθος νὰ ἀντικρούεται ἡ ἀναγκαιότητα τῆς ἀποτειχίσεως μὲ ΜΟΝΑΔΙΚΗ βάση τὴν προσωπικὴ ἑρμηνεία ἑνὸς Κανόνα, ποὺ δὲν ἔχει θεσπιστεῖ ὡς κανονιστικὸς τῆς ἀποτειχίσεως, ἀλλὰ ἀναφέρεται σὲ αὐτὴ ὡς ἐν παρόδῳ καὶ ὡς ἐξαίρεση. Τὸν ΙΕ΄ δηλ. Κανόνα, ποὺ μᾶς δίνει μόνο μιὰ τυπική-κανονική-νομικὴ κάλυψη. Καὶ συγχρόνως νὰ παραβλέπουμε τὴ διαχρονικὴ πράξη τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἁγίων, ποὺ ἔμπρακτα καὶ θεωρητικὰ μᾶς δίδαξαν περὶ τοῦ πρακτέου, πάντα σταθμίζοντας τὴν ἑκάστοτε κατάσταση καὶ τὸ ἑκάστοτε κίνδυνο ποὺ διατρέχει ἡ Ἐκκλησία-οἱ πιστοί.
Σημείωση: Ὑπ’  ὄψιν ὅτι μέχρι τώρα οἱ ὑποστηρίζοντες τὴν δυνητικὴ ἀποτείχιση, ΔΕΝ ΜΑΣ ΕΧΟΥΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΚΑΝΟΝΑ ΠΟΥ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ, παρὰ μόνο ἑρμηνεῖες προσωπικές, συλλογισμούς, εἰκασίες, ἀναλογίες καὶ τὰ τοιαῦτα! Μάλιστα πολλοὶ ποὺ πρῶτα μιλοῦσαν γιὰ Οἰκονομία, τώρα κατάλαβαν ὅτι αὐτὴ δὲν ὠφέλησε σὲ τίποτα καὶ τονίζουν τὸ ὑποχρεωτικό της ἀποτειχίσης, ὅπως π.χ. ὁ π. Θεόδωρος Ζήσης, ὁ π. Νικόλαος Μανώλης κ.α.
Πρέπει νὰ μείνουμε λίγο στὴ χαρακτηριστικὴ φράση τοῦ Κανόνος ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση γίνεται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο, ποὺ ἔχει ἀρχίσει νὰ κηρύττει αἵρεση «γυμν τ κεφαλ», δηλαδὴ ἔχει κακόδοξη πίστη καὶ αὐτὴ διδάσκει μὲ σκοπὸ νὰ «ἐπιβάλει τὶς αἱρετικές του ἀπόψεις» στοὺς ποιμαινόμενους.
Ὅταν λοιπὸν αὐτὸς χαρακτηρίζεται ἀπὸ ὅλους τους Ἁγίους (καὶ πρῶτα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή) ὡς «λύκος» καὶ ὡς «φίδι», ποὺ οἱ πιστοὶ πρέπει νὰ ἀποφεύγουν, πῶς τολμοῦν κάποιοι, ἑρμηνεύοντας τὸν ἱ. Κανόνα, νὰ λένε ὅτι ὁ κανὼν δὲν ἐπιβάλλει τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸν αἱρετικό; Νομίζουν πώς, χρησιμοποιώντας τὴν λέξη «ἐπιβάλλει», θὰ παραπλανήσουν κάποιους, πείθοντάς τους ὅτι, ὅσοι μιλοῦν γιὰ ὑποχρεωτικότητα καταλύουν τὴν ἐλευθερία «ᾗ Χριστὸς ἡμᾶς ἠλευθέρωσε»; (Γάλ. 5,1). Ναί, ὁ Χριστὸς κηρύττει τὴν ἑκουσία καὶ ἐλεύθερη συμπόρευση μὲ τὸ Εὐαγγέλιό Του· δὲν ἐπιβάλλει ὑποχρεωτικὰ κάτι. Μὰ ὅποιος Τὸν ἀκολουθεῖ, ἀναλαμβάνει ὑποχρεώσεις. Ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός, λοιπόν, εἶναι δυνατὸν νὰ ἐπιτρέπει διὰ τῆς κοινωνίας του μετὰ τῶν αἱρετικῶν ἢ ὅσων κοινωνοῦν μὲ αὐτούς, τὴν διὰ τῆς αἱρέσεως βλασφημία τοῦ Χριστοῦ; Τὴν αὔξηση καὶ ἐπικράτηση τῆς αἱρέσεως; Καὶ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ μὴ ὑπακούοντας μάλιστα στὶς θεῖες Ἐντολὲς καὶ μὴ ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐπιβάλλουν-εἰσάγουν τὴν αἵρεση στὴν Ἐκκλησία τοῦ Κυρίου;
Ἂν οἱ Χριστιανοὶ τῶν προηγουμένων αἰώνων δὲν εἶχαν διακόψει τὴν κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, πρὶν ἀπὸ τὴν καταδίκη τους, ἂν δὲν εἶχαν μὲ τὴν διακοπὴ αὐτὴ ἀναδείξει τὴν ἀλήθεια καὶ τὸν αἱρετικὸ χαρακτήρα τῶν ἐνόχων, οὔτε σύνοδος θὰ τοὺς εἶχε καταδικάσει, οὔτε ἐκκλησία θὰ ὑπῆρχε σήμερα, ὅπως ὑπέροχα σημειώνει σὲ ἐπιστολή του ὁ φωτισμένος γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος.
                   Αὐτὸ εἶναι τὸ θέμα.
Διότι ὅταν ἐπιτρέπει/ἔχει κάποιος κοινωνία μὲ τοὺς Οἰκουμενιστὲς (πέρα ἀπὸ τὴ δική του βλάβη) δίνει τὸ μήνυμα στὸν πιστὸ ὅτι δὲν ἔχει νὰ πάθει τίποτα (καὶ οὔτε θὰ πάθει) κοινωνώντας μὲ αἱρετικοὺς καὶ ὅσους τοὺς ἀποδέχονται· ὅτι ὑποκείμενος στὴν διδασκαλία τους, δὲν ὑπάρχει φόβος νὰ ἀλλοιωθεῖ προοδευτικὰ ἡ ὀρθόδοξη συνείδησή του! Ἀλήθεια μία τέτοια στάση καὶ σκέψη, σὲ τί διαφέρει ἀπὸ τοὺς Οἰκουμενιστές; Καὶ αὐτοὶ τὸ ἴδιο δὲν πρεσβεύουν, καὶ γι΄ αὐτὸ συνεχίζουν αὐτὰ ποὺ κάνουν.
Κι ὅμως τὰ ἐκκλησιαστικὰ βιβλία (Ἁγία Γραφή, ἐκκλ. ἱστορία, Γεροντικά, διδασκαλίες Ἁγίων Πατέρων κ.λπ.) εἶναι γεμάτα ἀπὸ παραδείγματα πιστῶν ποὺ ἐπηρεάστηκαν ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ αἱρετικούς. Ἀκόμα καὶ Ἐπίσκοποι (ὅσο δυνατοὶ κι ἂν εἶναι) κινδυνεύουν –τουλάχιστον– νὰ ὑστερήσουν ὡς πρὸς τὸ θέμα τῆς ὁμολογίας ἔχοντας συνεχῆ κοινωνία μὲ αἱρετικούς, κι ἀκόμα νὰ χάσουν τὴν πίστη τους, ὅπως ὁ ἀγωνιστὴς Νεστόριος, ποὺ κατατρόπωσε μία αἵρεση, ἐπολέμησε ἐπιτυχῶς τὸν Ἀρειανισμὸ ὡς Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας, ἀλλὰ ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ γίνει αἱρεσιάρχης καὶ νὰ καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο. Τὸ ἴδιο καὶ ὁ πατριάρχης Βέκκος!
Ὅσοι ἀκολουθοῦν τὴν δυνητικὴ θεώρηση τῆς ἀποτειχίσεως, στηρίζονται σήμερα στὴν «ἄχρι καιροῦ» κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετίζοντες, ποὺ εἰσήγαγε ὁ μακαριστὸς π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος. Ἀλλὰ αὐτή –ἐνῶ ὑπηρετοῦσε ἄλλο σκοπὸ πρὶν 60 χρόνια– ἐφαρμοζόμενη στὶς μέρες μας ἄκριτα καὶ ἀδιάκριτα, ὁδήγησε τὰ πράγματα ἕως ἐδῶ! Μποροῦμε νὰ ἀποδείξουμε τὸ ἀντίθετο;
Ἂς σκεφτοῦμε: Θὰ τολμοῦσαν νὰ προχωρήσουν τόσα ξεδιάντροπα στὰ ἀνοίγματα ποὺ προχώρησαν οἱ Οἰκουμενιστές, ἂν ἡ ἀντίσταση τῶν πιστῶν ἦταν δυναμικὴ ἐδῶ καὶ δεκαετίες; Ἂν ἡ ἀποτείχιση εἶχε πραγματοποιηθεῖ ΜΑΖΙΚΑ, π.χ. τὸ 2006, ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ἀποφασισθεῖ στὸ Μελισσοχώρι Θεσσαλονίκης/Λαγκαδᾶ, μὲ παρόντες 100 περίπου ἱερωμένους-μοναχούς, (στὸ ὁποῖο ἤμουν παρὼν καὶ ὅλοι χειροκροτήσαμε), θὰ τολμοῦσαν νὰ πραγματοποιήσουν τὴν Σύνοδο τῆς Κρήτης; Θὰ τολμοῦσαν οἱ Ἕλληνες Ἐπίσκοποι νὰ δεχθοῦν τὰ ψηφισθέντα; Θὰ τολμοῦσε νὰ προχωρήσει τὸ Φανάρι στὸ Οὐκρανικὸ σχίσμα; Θὰ τολμοῦσαν οἱ Ἐπίσκοποι νὰ προχωρήσουν στὸ κλείσιμο τῶν Ναῶν; Δὲν εἶναι ὅλα αὐτὰ ἀποτέλεσμα τῆς συνεχοῦς ὑποχωρητικότητας λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς ὁμολογιακῆς ἀπονευρώσεως ποὺ ἔγινε, ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ Ποιμένες παραδόθηκαν στὰ οἰκουμενιστικὰ προστάγματα τοῦ Βαρθολομαίου καὶ τῆς φατρίας του; Ἀλλὰ σφιγμομέτρησαν τὴν δειλία μας, πρωτίστως τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Ἀδελφοτήτων, τῶν ἀντιοικουμενιστῶν, κι ἀφοῦ κατάλαβαν τὴν ἀναποφασιστικότητάς μας οἱ Οἰκουμενιστὲς προχώρησαν περαιτέρω. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής Κορναράκης (μέλος τότε τῆς Συνάξεως) κατάλαβε τὸ φρόνημά τους καὶ εἶπε γιὰ τὶς ἑκατοντάδες ἱερωμένους-μοναχοὺς ποὺ ἀποτελοῦσαν τότε τὴν Σύναξη Γατζέας: μὲ τὴν φρόνημα-τακτικὴ ποὺ ἀκολουθεῖτε «δὲν θὰ κάνετε ποτὲ ἀποτείχιση».
Γι’ αὐτὸ εἶναι μεγάλη ἡ εὐθύνη ὅλων μας, ὅσο, ἐνῶ βλέπουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς συμπορεύσεώς μας μὲ τὴν Παναίρεση καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση μεγάλου μέρους ἱερωμένων καὶ λαϊκῶν, νὰ συνεχίζουμε -σὰ νὰ μὴ συμβαίνει τίποτα- ἁπλῶς νὰ φωνάζουμε λίγο, π.χ. γιὰ τὸ κλείσιμο τῶν Ναῶν, καὶ νὰ μὴν ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς ὑπευθύνους καὶ ὑπαιτίους ποιμένες! Ἀντίθετα, νὰ θεωροῦμε σχίσμα, αὐτὸ ποὺ οἱ Ἅγιοι Πατέρες θεωροῦσαν ὡς σωτηρία τῆς Ἐκκλησίας, δηλ. τὴν Ἀποτείχιση.

Βέβαια, εἶναι φανερὸ ὅτι –γιὰ διάφορους λόγους– δὲν μποροῦν ὅλοι νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμο τῆς ἀποτειχίσεως, ὅπως δὲν μποροῦμε νὰ ἀκολουθήσουμε καὶ πολλὰ ἄλλα ἀπὸ τὰ καθήκοντά μας ὡς Χριστιανοί. Ἐκεῖ ἰσχύει ἡ φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας και τοῦ Θεοῦ μας ποὺ μακροθυμεῖ: ἀρκεῖ νὰ συνειδητοποιοῦμε τὴν ἀδυναμία τους, νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ ἐπικαλούμεθα τὴν θεία Δύναμη, ποὺ κάνει τὰ «ἀδύνατα παρ’ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ»· Ἐδῶ οἱ Ποιμένες πρέπει νὰ κάνουν χρήση τῆς Οἰκονομίας, νὰ ἐνισχύουν καὶ νὰ κατηχοῦν τὸ λαό, κι ὄχι νὰ λένε ὅτι δὲν θὰ πάθεις τίποτα, ἂν κοινωνεῖς μὲ τοὺς αἱρετίζοντες! Γιατὶ ἡ δυνητικὴ διδασκαλία ὅμως ὅτι «ἂν θέλουμε ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ἂν θέλουμε δὲν ἀπομακρυνόμαστε», ἀποτελεῖ «βούτυρο στὸ ψωμὶ» τῶν οἰκουμενιστῶν καὶ οὐσιαστικὰ ἄδεια γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπιβολὴ τῆς Παναιρέσεως, ἀλλὰ κυρίως κίνδυνο γιὰ τοὺς πιστούς, νὰ ἐθιστοῦν-ἀφομοιωθοῦν- ἐξοικειωθοῦν μὲ πλευρὲς τῆς αἱρετικῆς κακοδοξίας. Ἡ ἐνδεδειγμένη στάση εἶναι, νὰ ἐξηγήσουν γιατί πρέπει νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, κι ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα, ὅποιος μπορέσει νὰ ἀκολουθήσει, γνωρίζοντας τὸ σωστό.

Στὴ σημεῖο αὐτὸ παραθέτω ἐλάχιστα ἀπὸ τὰ πολλὰ ὁμόγνωμα κείμενα Ἁγίας Γραφῆς καὶ τῶν Ἁγίων μας (Συμφωνία τῶν Πατέρων), ποὺ μᾶς διδάσκουν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, ποὺ δὲν ἔχουν ἀκόμα καταδικαστεῖ ἀπὸ Σύνοδο, ὅπως σήμερα δὲν ἔχουν καταδικαστεῖ οἱ Οἰκουμενιστές. (Καὶ περιμένουμε ἀπὸ τοὺς δυνητιστές, κείμενα Ἁγίων ποὺ νὰ λένε ὅτι δὲν πειράζει ἂν παραμένουμε σὲ κοινωνία μὲ αἱρετικούς!).
Ἡ Π.Δ., ὁ ἀπόστολος Παῦλος, οἱ Ἅγιοι στὴν συνέχεια ἐπαναλαμβάνουν, ὡς σύμφωνοι καὶ ὄντες τοῦ αὐτοῦ πνεύματος: «Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε!», χι μόνο νὰ μὴ κοινωνεῖτε, ἀλλὰ οὔτε «χαίρετε» (ὡς ἐκκλησιαστικὴ εὐχή) νὰ μὴν λέτε σ’ αὐτούς «Χαίρειν αὐτοῖς μὴ λέγητε»! «Αἱρετικόν… (καὶ ἀμετανόητον Πατρ. Βαρθολομαῖον) παραιτοῦ».
Στὶς «Διαταγὲς τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» διαβάζουμε: «Ὁμοίως καὶ οἱ λαϊκοί, τοῖς τῇ γνώμῃ τοῦ Θεοῦ ἐναντία δογματίσασιν μὴ πλησιάζετε μηδὲ κοινωνοῖ τῆς ἀσεβείας αὐτῶν γίνεσθε, λέγει γὰρ καὶ ὁ Θεός· “Ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν, καὶ ἀφορίσθητε, λέγει Κύριος, καὶ ἀκαθάρτου μὴ ἅπτεσθε, κἀγὼ εἰσδέξομαι ὑμᾶς”».
«Ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει: «Ἐξέλθετε οὖν ἐκ μέσου τῶν ἀπίστων, καί ἀφορίσθητε, τουτέστι, μονώθητε καί καθαρίσθητε, καί τότε εἰσδέξομαι ὑμᾶς».
Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς προτρέπουν: «Ὥσπερ γὰρ τῷ καλῶ ποιμένι τὸ μὴ ἀκολουθοῦν πρόβατον λύκοις ἔκκειται εἰς διαφθοράν. Οὕτω τῷ πονηρῷ ποιμένι τὸ ἀκολουθοῦν πρόδηλον ἔχει τὸν θάνατον ὅτι κατατρώξεται αὐτό. Διὸ φευκτέον ἀπὸ τῶν φθορέων ποιμένων».
Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος συμβουλεύει: «Βαδίζοντες τὴν ἀπλανῆ καὶ ζωηφόρον ὁδόν, ὀφθαλμὸν μὲν ἐκκόψωμεν σκανδαλίζοντα, μὴ τὸν αἰσθητόν…ἀλλὰ τὸν νοητόν. Οἷον, ἐὰν ὁ ἐπίσκοπος ἢ ὁ πρεσβύτερος, οἱ ὄντες ὀφθαλμοὶ τῆς Ἐκκλησίας, κακῶς ἀναστρέφωνται, καὶ σκανδαλίζωσι τὸν λαόν, χρὴ αὐτοὺς ἐκβάλλεσθαι. Συμφέρον γὰρ ἐστιν ἄνευ αὐτῶν συναθροίζεσθαι εἰς εὐκτήριον οἶκον, ἢ μετ’ αὐτοὺς ἐμβληθῆναι, ὡς μετὰ Ἄννα καὶ Καϊάφα, εἰς τὴν γέεναν τοῦ πυρός…ἵνα ἡ Ἐκκλησία ἀσκανδαλίστως συναγομένη διαφυλαχθήσεται» (ΒΕΠΕΣ 31, 311).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει: «Κρεῖττον γὰρ οὐδενὸς ἄγεσθαι. Πῶς οὖν ὁ Παῦλος φησὶ “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν” ἀνωτέρω εἰπών, “ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς, μιμεῖσθε τὴν πίστιν”, τότε εἶπε “πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε;” Τί οὖν φησίν; Ὅταν πονηρὸς , μὴ πειθώμεθα; Πονηρὸς πῶς λέγεις; Εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φύγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος , ἀλλὰ καὶ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών».
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης ὁρίζει: «Ἐχθροὺς γὰρ Θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99, 1049A)! Καὶ ἀλλοῦ θεωρεῖ «προδοσίαν τῆς Ὀρθοδόξου Ὁμολογίας» τὸ νὰ παραμένει κάποιος ἐν κοινωνίᾳ μὲ τὸν κακοδοξοῦντα ἐπίσκοπόν του (P.G. 99, 1365)! Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο λέει: «Ἔχουμε παραγγελία ἀπὸ τὸν ἀπ. Παῦλο νὰ θεωροῦμε ἀπαραδέκτους στὸν ἅγιο κλῆρο αὐτοὺς τοὺς ποιμένες, ποὺ διδάσκουν διαφορετικὰ ἀπὸ ὅσα παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες καὶ τὶς ἅγιες Συνόδους»!
Ὁ Μέγας Φώτιος λέει: «αἱρετικὸς ἐστὶν ὁ ποιμήν; λύκος ἐστίν. φεύγειν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει μὴν ἀπατηθῆναι προσέλθειν καν ἥμερον αὐτοῦ παρισαίνειν δοκεῖ, φύγε τὴν κοινωνίαν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως», (δηλ. Ὅταν καταλάβεις ὅτι ὁ ποιμένας σου εἶναι αἱρετικός, τότε θὰ τὸν ἐκλάβεις ὡς λύκο, καὶ πρέπει νὰ φεύγεις καὶ νὰ ἀπομακρύνεσαι ἀπ’ αὐτόν. Μὴ μᾶς ξεγελάσει ἂν παρουσιάζεται ὡς ἤρεμος· φύγε τὴν ἐπικοινωνίαν καὶ τὴν ὁμιλίαν, ὡσὰν τὸ δηλητήριον τοῦ φιδιοῦ).
Ἀλλὰ καὶ ὁ ΙΕ΄ Κανόνας, ὅπως ἑρμηνεύεται ἀπὸ διαπρεπῆ κανονολόγο Νικόδημο Μίλας τὸ ἴδιο λέγει: «Ἐὰν Ἐπίσκοπος τὶς ἢ Μητροπολίτης ἢ Πατριάρχης ἄρξηται νὰ διακηρύττη δημοσία ἐπ’ ἐκκλησίας αἱρετικὴν τινὰ διδαχήν, ἀντικειμένην πρὸς τὴν Ὀρθοδοξίαν, τότε οἱ προαναφερθέντες κέκτηνται δικαίωμα ἅμα καὶ χρέος ν’ ἀποσχοινισθῶσι πάραυτα τοῦ ἐπισκόπου, Μητροπολίτου καὶ Πατριάρχου ἐκείνου» (Ἐπισκόπου Νικοδήμου Μίλας, Οἱ Κανόνες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μεθ’ ἑρμηνείας, Ι Ι, Novi Sad, σ. 290 – 291, μτφρ. ἐκ τῆς Σερβικῆς ὑπὸ Ἱερομ. – νῦν ἐπισκόπου- Εἰρηναίου Μπούλοβιτς).
Οἱ ἐπὶ Βέκκου Ἁγιορεῖτες, σὲ ἐπιστολή τους πρὸς τὸν αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγο, ἔγραφαν: «Μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία, ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων»!
Καὶ ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικὸς λέγει: «Ἅπαντες οἱ τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλοι, πᾶσαι αἱ Σύνοδοι, πᾶσαι αἱ θεῖαι γραφαί, φεύγειν τοὺς ἑτερόφρονας παραινοῦσι καὶ τῆς αὐτῶν κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, 105C).

σο γιὰ τὸ θέμα τῆς συνύπαρξης πνευματικῆς κάθαρσης καὶ ἀποτείχισης καὶ ὡς ἀπάντηση σ’ αὐτοὺς ποὺ λένε: «ἂς κοιτάξουμε πρῶτα τὴν κάθαρσή μας, γιατὶ χωρὶς κάθαρση και φωτισμό, πῶς θὰ προχωρήσουμε σ’ αὐτὸ τὸ μέτρο;», θὰ σημειώσω τὰ ἑξῆς:
Ποιός μᾶς ἐμποδίζει, παράλληλα μὲ τὴν ἀποτείχιση (ποὺ εἶναι μία στιγμιαία ἀπόφαση, ἀλλὰ ὁμολογιακὴ ποὺ ἑλκύει τὴ Θ. Χάρη), νὰ συνεχίσουμε γιὰ τὴν κάθαρση ποὺ εἶναι ἀγώνας ὁλοκλήρου ζωῆς; Ποιός Ἅγιος μᾶς διδάσκει ὅτι, γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν αἵρεση, πρέπει πρῶτα νὰ ἐπιτύχουμε τὴν κάθαρση ἐκ τῶν παθῶν; Οἱ πιστοὶ ἐπιλέγουν τὸν δύσκολο δρόμο τῆς ἀποτείχισης, φρικιῶντες μὲ αὐτὸν τὸν κατεξευτελισμὸ τῆς ὀρθοδοξίας, ποὺ γίναμε «πόρνης μέλη» ἀνήκοντες ὡς μέλη στὸ Π.Σ.Ε. κατὰ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς! (Ἀπὸ τὸ 1970 τὰ ἔχει γράψει, κι ἀκόμα ἀνήκουμε στὸ Π.Σ.Ε.)· θὰ πρέπει δηλαδὴ νὰ περάσουν μερικὲς γιὰ τὸν καθένα μας δεκαετίες γιὰ νὰ φτάσουμε (θὰ φτάσουμε;) στὴν κάθαρση καὶ μετὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν αἵρεση; Μένοντας σὲ κοινωνία μὲ τὴν αἵρεση καθαιρόμεθα, βρίσκουμε/παίρνουμε ἢ χάνουμε τὴ Θ. Χάρη καὶ τὸ θεῖο φωτισμό; Κι ἂν τὸν χάνουμε, πῶς θὰ μπορέσουμε καὶ τὰ πάθη μας νὰ καταπολεμήσουμε καὶ τὴν ὀρθόδοξη ὁμολογία νὰ πραγματοποιήσουμε;

Θὰ κλείσω, παραθέτοντας στὴ συνέχεια καὶ κάποια κείμενα τοῦ π. Θεοδώρου Ζήση, ὁ ὁποῖος ἐπηρέασε πολλοὺς ὑπὲρ τῆς δυνητικῆς ἀποτειχίσεως, ἐπειδὴ κατὰ καιροὺς ἔχει διατυπώσει θέσεις ποὺ διαφέρουν. Τελευταῖα ὅμως, μιᾶς καὶ ἀποφάσισε νὰ ἀποτειχισθεῖ, ἔχει διατυπώσει καὶ τὶς παρακάτω θέσεις, τὶς ὁποῖες ἴσως δὲν γνωρίζουν, ὅσοι γνωρίζουν μόνο τὶς πρῶτες:
Ὁ π. Θεόδωρος, λοιπόν, γράφοντας γιὰ τὴν διακοπὴ μνημοσύνου τῶν 3 μητροπολιτῶν, τῶν Ἁγιορειτῶν καὶ τοῦ ἁγίου Παϊσίου τὴν περίοδο 1969-73, γράφει: «Καὶ τώρα ἀναλογικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ εἴχαμε κόψει χίλιες φορές, διότι αὐτὰ ποὺ κάνει ὁ Βαρθολομαῖος καὶ οἱ ἄλλοι εἶναι πολὺ χειρότερα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔκανε τότε ὁ Ἀθηναγόρας καὶ πολὺ πιὸ τολμηρά. Ἀλλὰ ποιός ξέρει; Ποιὸς ἐνημερώνεται γιὰ ὅλα αὐτά; Καὶ πῶς ἐμεῖς σήμερα ἐξακολουθοῦμε νὰ μὴν ἔχουμε τὴν εὐαισθησία ποὺ εἶχαν αὐτοὶ οἱ Ἁγιορεῖτες τότε;…»! Σε ἄλλο σημεῖο ὁμιλίας τοῦ ὁ π. Θεόδωρος: «ἀνέφερε τὴν ὀρθὴν ἑρμηνείαν τοῦ Κανόνος, εἰπῶν ἐπανειλημμένως ὅτι "ἐπιβάλλεται ἡ διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου"»! (Ἐδῶ). (http://krufo-sxoleio.blogspot.com/2016/11/2016.html).
Πάλι ὁ π. Θεόδωρος γράφει: Οἱ αἱρετικοὶ ἀποβάλλονται καὶ ἀναθεματίζονται. Τώρα ὄχι μόνο δὲν ἀποβάλλουμε καὶ δὲν ἀναθεματίζουμε τὶς αἱρέσεις, ἀλλὰ ἐξισώσαμε, σμικρύναμε καὶ εὐτελίσαμε τὴν Una Sancta, τὴν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, τὴν καταστήσαμε ἕνα μικρὸ ἀσήμαντο κομμάτι μεταξὺ τριακοσίων πενήντα περίπου προτεσταντικῶν αἱρέσεων, τὴν ὁδηγήσαμε σὲ βαβυλώνια αἰχμαλωσία, τῆς ἀφαιρέσαμε τὸν χιτώνα τῆς ἀληθείας, «τὸν ὑφαντὸν ἐκ τῆς ἄνω θεολογίας», καὶ τῆς φορέσαμε τὰ ράκη τῆς αἱρέσεως καὶ τῆς πλάνης.
Ὀρθῶς, λοιπόν, καὶ σύμφωνα μὲ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ τὴν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας οἱ Ἁγιορεῖτες διέκοψαν παλαιὰ τὸ μνημόσυνο τοῦ ἐπισκόπου τους, τοῦ Ἀθηναγόρα, καὶ οἱ σημερινοὶ κελλιῶτες τὸ μνημόσυνο τοῦ Βαρθολομαίου. Ὀρθῶς ἐπίσης ἔπραξαν τὸ 1970 οἱ τρεῖς ἀρχιερεῖς τῶν «Νέων Χωρῶν»… Τώρα τρέμουν καὶ δειλιοῦν καὶ δὲν θέλουν οὔτε νὰ ἀκούσουν τὴν λέξη Διακοπὴ Μνημοσύνου ἢ Ἀποτείχιση, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Βαρθολομαῖος ὑπερέβη ὅλα τὰ ἐκκλησιολογικὰ ὅρια καὶ εἰσήγαγε μὲ τὴν ψευδοσύνοδο τῆς Κρήτης τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μέσα στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας…Διακόπτω τὴν μνημόνευση τοῦ ὀνόματός σας κατὰ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες συμβολικὰ ἀπὸ σήμερα Κυριακή της Ὀρθοδοξίας. Δὲν ἀνέχεται ἡ ἱερατική μου συνείδηση ἡ μὲν Ἐκκλησία διὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ τῶν Ἁγίων Συνόδων νὰ καταδικάζει σήμερα ὅλες τὶς αἱρέσεις καὶ τοὺς εἰκονομάχους, σεῖς ὅμως νὰ ἀναγνωρίζετε τὶς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες καὶ νὰ συναποτελεῖτε μὲ τοὺς εἰκονομάχους Προτεστάντες τὸ «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» (ἐδῶ).

Μετὰ καὶ ἀπὸ αὐτὰ νομίζω ὅτι ἡ τοποθέτηση/διδασκαλία ὅτι ἡ ἀποτείχιση δὲν εἶναι ἀναγκαία (ἀφήνω κατὰ μέρος τὸν ὅρο δυνητική-ὑποχρεωτικὴ ποὺ μᾶς διχάζει), ἀποτελεῖ μία ἑρμηνεία ἐσφαλμένη.

Εἶναι καιρός, νομίζω, ἡ τελευταία σως εὐκαιρία, γιὰ νὰ σκεφτοῦν οἱ πιστοί, νὰ ἐξετάσουν τὰ πράγματα καὶ νὰ ἀποφασίσουν τὸ σωστὸ καὶ θεάρεστο. 
Σημάτης Παναγιώτης

_______________
Κανὼν ιε´ τῆς ΑΒ´ Συνόδου. Περὶ σχίσματος μητροπολιτῶν ἀπὸ τῶν ἰδίων Πατριαρχῶν.

Τὰ ὁρισθέντα ἐπὶ πρεσβυτέρων καὶ ἐπισκόπων καὶ μητροπολιτῶν, πολλῷ μᾶλλον καὶ ἐπὶ πατριαρχῶν ἁρμόζει. Ὥστε, εἴ τις πρεσβύτερος ἤ ἐπίσκοπος ἢ μητροπολίτης τολμήσειεν ἀποστῆναι τῆς πρὸς τὸν οἰκεῖον πατριάρχην κοινωνίας καὶ μὴ ἀναφέρει τὸ ὄνομα αὐτοῦ, κατὰ τὸ ὡρισμένον καὶ τεταγμένον, ἐν τῇ θείᾳ μυσταγωγίᾳ, ἀλλὰ πρὸ ἐμφανείας συνοδικῆς καὶ τελείας αὐτοῦ κατακρίσεως σχίσμα ποιήσει, τοῦτον ὥρισεν ἡ ἁγία σύνοδος, πάσης ἱερατείας παντελῶς ἀλλότριον εἶναι, εἰ μόνον ἐλεγχθείη τοῦτο παρανομήσας. Καὶ ταῦτα μὲν ὥρισται καὶ ἐσφράγισται περὶ τῶν προφάσει τινῶν ἐγκλημάτων τῶν οἰκείων ἀφισταμένων προέδρων καὶ σχίσμα ποιούντων καὶ τὴν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας διασπώντων. Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οἱ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.

Εκείνα όπου οι ανωτέρω Κανόνες εδιώρισαν περί Επισκόπων και Μητροπολιτών, τα αυτά διορίζει, και πολλώ μάλλον, ο παρών Κανών, περί Πατριαρχών, λέγων ότι, όστις Πρεσβύτερος, ή Επίσκοπος, ή Μητροπολίτης ήθελε χωρισθή από την συγκοινωνίαν του Πατριάρχου Αυτού, και δεν μνημονεύη το όνομα αυτού κατά το σύνηθες ( ο Μητροπολίτης δηλ. μόνος ο γαρ Πρεσβύτερος του Επισκόπου του το όνομα μνημονεύει, ο δε Επίσκοπος του Μητροπολίτου του) προτού να φανερώσουν τα κατά του Πατριάρχου αυτών εις την Σύνοδον, και παρά της Συνόδου αυτός να κατακριθή ούτοι, λέγω, πάντες να καθαίρωνται παντελώς, οι μεν Επίσκοποι και Μητροπολίται, πάσης Αρχιερατικής ενεργείας, οι δε Πρεσβύτεροι, πάσης Ιερατικής. Πλήν ταύτα μεν να γίνωνται, εάν δια εγκλήματα τινα, πορνείαν θετέον, ιεροσυλίαν και άλλα,χωρίζωνται οι Πρεσβύτεροι από τους Επισκόπους των, οι Επίσκοποι από τους Μητροπολίτας των, και οι Μητροπολίται από τους Πατριάρχας των(1), εάν δε οι ρηθέντες πρόεδροι ηναι αιρετικοί, και την αίρεσιν αυτών κηρύττουσι παρρησία(2), και δια τούτου χωρίζονται οι εις αυτούς υποκείμενοι, και προ του να γένη ακόμη συνοδική κρίσις περί της αιρέσεως ταύτης, οι χωριζόμενοι αυτοί, όχι μόνον δια τον χωρισμόν δεν καταδικάζονται, άλλα και της τιμής της πρεπούσης, ως ορθόδοξοι, είναι άξιοι, επειδή, όχι σχίσμα επροξένησαν εις την Εκκλησίαν με τον χωρισμόν αυτόν, άλλα μάλλον ηλευθέρωσαν την Εκκλησίαν από το σχίσμα και την αίρεσιν των ψευδεπισκόπων αυτών. Όρα και τον λά. Αποστολικόν.