Κομποσχοίνι: Πομπός Ἀσυρμάτου

Ἀρχιμ. Ἰωάννου Κωστώφ
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Κομποσχοίνι: Πομπός Ἀσυρμάτου
ἐκδ. Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός
Ὁ Arthur Koestler, γνωστός συγγραφέας, ἔγραψε, τήν πιό ἐπιτυχημένη, νομίζω, σκέψι γιά τήν προσευχή: Ὁ Θεός «ξέχασε» νά βάλη τό ἀκουστικό στή θέσι του. Ἡ τηλεφωνική ἐγκατάστασι τοῦ οὐρανοῦ δέν καταρρέει ποτέ. Ὅποτε θέλει ὁ πιστός, ἀνοίγει τήν καρδιά καί τό στόμα του καί ὁ Θεός εἶναι στό ἄλλο ἄκρο τῆς γραμμῆς.
Γράφει ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Πάλευε συνεχῶς νά συγκεντρώνης τό νοῦ σου πού σκορπίζεται σέ ρεμβασμούς. Ὁ Θεός δέν ζητᾶ ἀπό τούς ὑποτακτικούς τοῦ Κοινοβίου (ὅπως ἀπό τούς ἡσυχαστές) προσευχή ἀρρέμβαστη. Γι᾽ αὐτό νά μήν ἀθυμῆς, ἐπειδή κλέπτεται ὁ νοῦς σου. Ἀντίθετα νά εὐθυμῆς πού πάντοτε τόν ἐπαναφέρεις. Ἄλλωστε, μόνο στούς ἀγγέλους παρατηρεῖται τό… νά μήν κλέπτεται ὁ νοῦς τους».
• Ἀκόμα: «Πολλές φορές ἐνῶ προσευχόμασθε μᾶς ἦλθαν ἀδελφοί. Καί ἀναγκαστικά θά κάνουμε ἕνα ἀπό τά δύο, ἤ θά σταματήσουμε τήν προσευχή ἤ θά λυπήσουμε τόν ἀδελφό μας ἀφήνοντάς τον νά φύγη ἄπρακτος. (Σ᾽ αὐτή τήν περίπτωσι πρέπει νά σκεφθοῦμε, ὅτι) ἡ ἀγάπη εἶναι ἀνώτερη ἀπό τήν προσευχή, διότι κατά κοινή ὁμολογία ἡ προσευχή εἶναι μία ἐπί μέρους ἀρετή, ἐνῶ ἡ ἀγάπη τίς περικλείει ὅλες».
• Τέλος: «Νά μή λές, ὅτι ἄν καί προσευχήθηκες πολύ καιρό, δέν κατόρθωσες τίποτε, διότι ἤδη κάτι σπουδαῖο κατόρθωσες. Τί, ἀλήθεια, ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπό τήν προσκόλλησι στόν Κύριο καί ἀπό τή συνεχῆ παραμονή σ᾽ αὐτή τήν ἕνωσι;».

• Ἐπίσης: «Ἡ καμήλα γονατίζει τό βράδυ γιά νά τήν ξεφορτώσουν. Καί ξαναγονατίζει τό πρωΐ γιά νά δεχθῆ πάλι τό φορτίο στούς ὤμους της.
Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέπει νά γονατίζουμε πρωΐ καί βράδυ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, μέ προσευχή. Πότε γιά νά ξαλαφρώσουμε ἀπ᾽ τό φορτίο μας τῶν ἀναγκῶν, τῶν πόνων καί τῶν θλίψεων καί πότε, γιά νά πάρουμε δυνάμεις γιά τό νέο φορτίο τῆς ἡμέρας».
Χρησιμοποιώντας τήν εἰκόνα τῆς καμήλας κι ἕνας σύγχρονος θεολόγος γράφει: «Ἀλλά καί ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ, τί ἄλλο εἶναι παρά μιά πορεία μέσα στήν ἔρημο τοῦ κόσμου! Ὁ καυστικός ἥλιος, οἱ ἀμμοθύελλες μαζύ μέ τήν ἔλλειψι τοῦ νεροῦ, κάνουν τήν πορεία κουραστική. Κι ὁ χριστιανός, ὁ ἀποδημητής τούτης τῆς ζωῆς, προχωρεῖ μέ σκοπό νά φθάση στήν οὐράνια Σιών.
Ἔχει ἕνα φορτίο κάθε μέρα νά μεταφέρη. Κάποιο σταυρό διωγμοῦ καί δοκιμασίας, ἕνα ἀγῶνα ἀπελευθερώσεως ἀπό κάποιο πειρασμό ἤ ἀδυναμία, τή συνέχισι κι ὁλοκλήρωσι κάποιου ἔργου τό ὁποῖο ὁ Κύριος τοῦ ἀνέθεσε.
Πρέπει, λοιπόν, κι αὐτός κάθε πρωΐ καί κάθε βράδυ νά γονατίζη. Τό πρωΐ γιά νά ἐπικαλεσθῆ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πού θά τόν ἱκανώση νά βαστάξη τό ὁποιοδήποτε φορτίο τῆς ἡμέρας. Τό βράδυ γιά νά εὐχαριστήση τό Θεό, ζητώντας Του ταυτόχρονα συγγνώμη γιά κάποιο του σφάλμα ἤ ὀλιγωρία, τά ὁποῖα ἔδειξε στή διάρκεια τῆς ἡμέρας.
“Ἑσπέρας καί πρωΐ καί μεσημβρίας διηγήσομαι καί ἀπαγγελῶ, καί εἰσακούσεται τῆς φωνῆς μου”(Ψ 54, 18), γράφει ὁ Δαυΐδ».
«Εἴτε ἡσυχάζεις, εἴτε περπατᾶς, εἴτε ἐργάζεσαι, εἴτε τρῶς, εἴτε κάνεις κάτι ἄλλο, ἀκόμη καί αὐτή τή σωματική σου ἀνάγκη, ἔστω καί ἄν εἶσαι στραμμένος πρός τήν ἀνατολή ἤ πρός τή δύσι, νά μήν παραλείψης νά προσεύχεσαι. Διότι μᾶς παρήγγειλε ὁ Ἀπόστολος νά προσευχώμασθε ἀδιάλειπτα καί σέ κάθε τόπο. Καί ἀλλοῦ ἔχει γραφῆ: “Ἑτοιμάσθε δρόμους σ᾽ Εκεῖνον, ὁ Ὁποῖος σάν σέ ἅρμα καθισμένος, προχωρεῖ πρός δυσμάς, Κύριος εἶναι τό ὄνομά Του”(Ψ 67, 5). Πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι “πανταχοῦ” βρίσκεται ὁ Θεός. Καί ὅταν ἀκόμη εἶναι τό κεφάλι σου καλυμμένο, νά μήν ἀφήνης τήν εὐχή. Ἐκεῖνο μόνο νά προσέχης· νά μήν τό κάνης ἀπό καταφρόνησι καί συνήθεια».
«Ὁ Πατέρας μας ὁ Οὐράνιος, ἄν καί γνωρίζη ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη, πρίν νά Τοῦ τά ζητήσουμε —γιατί δέν εἶπε “μή ζητήσετε τίποτε, ἐφόσον ξέρω τί θέλετε, προτοῦ νά τά ζητήσετε”— μᾶς παρήγγειλε νά λέμε: “Ζητεῖσθε καί θά λάβετε”(Ἰω 16, 24) καί τά λοιπά».
Γράφει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὁ Μέγας:
«Τί τό θαυμαστό ἐάν, ὅταν παρακαλοῦμε, εἰσακουώμασθε βραδέως ἀπό τόν Κύριο, ἐφόσον ὅταν δίνη ἐντολές ὁ Κύριος ὑπακούουμε εἴτε βραδέως, εἴτε καί καθόλου;».
Συμβουλεύει ὁ ὅσ. Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος: «Ἐσεῖς παραβρίσκεσθε στίς Παρακλήσεις; Συμμετέχετε σέ μερικές, ἔστω, Λειτουργίες; Ἄν ὄχι, τότε ἡ πίστι σας εἶναι μουγγή… Παραγγείλατε νά γίνουν Παρακλήσεις καί δώσατε χρήματα γιά νά προσευχηθοῦν ἄλλοι· ἡ ἴδια πετάξατε ἀπό πάνω σας κάθε ἔγνοια… Ποιός, λοιπόν, συμπονᾶ τήν ἄρρωστη; Οἱ ἱερεῖς, πού τή μνημονεύουν; Μά γι᾽ αὐτούς δέν εἶναι παρά ἕνα ἁπλό ὄνομα ἀνάμεσα στ᾽ ἀναρίθμητα ἄλλα, τά ὁποῖα τούς δίνουν οἱ χριστιανοί μαζί μέ τίς προσφορές τους. Πῶς εἶναι δυνατόν νά πονοῦν ψυχικά μπροστά στόν Κύριο γιά τόσους ἀνθρώπους, ὅταν μάλιστα, δέν τούς γνωρίζουν; Ἄλλο πρᾶγμα εἶναι τό νά συμμετέχετε κι ἐσεῖς στήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας, γιατί τότε ἡ προσευχή αὐτή ἐνισχύεται ἀπ᾽ τόν πόνο τῆς καρδιᾶς σας καί ἀνεβαίνει πιό σύντομα στό θρόνο τοῦ Θεοῦ».
Ὁ Ἅγ. Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ ἐπισημαίνει: «Ὅπως δέν μποροῦμε νά μάθουμε μέ μιᾶς τίς ἐπίγειες ἐπιστῆμες καί τέχνες, ἀλλά κατά τήν ἐκμάθησί τους, πού ἀπαιτεῖ χρόνο πολύ, κάνουμε τόσα λάθη καί τόσες ἀνοησίες, ἔτσι θά πρέπη νά τό θεωροῦμε φυσικό ὅτι καί μέχρι πού νά ἐκμάθουμε τήν “τέχνη τεχνῶν” καί “ἐπιστήμη ἐπιστημῶν” δηλαδή τή μοναχική ζωή καί πολιτεία [κύριο χαρακτηριστικό τῆς ὁποίας εἶναι ἡ προσευχή], θά κάνουμε πολλά λάθη!».
Ὁ Ἅγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς γράφει:
«Πές στούς χλευαστές σου: μέ ἀπατοῦν τά μάτια μου ἤ βλέπω καλά; Ἐσεῖς πού κάθε μέρα παρακαλᾶτε τούς ἐμπόρους καί τούς γαιοκτήμονες καί τούς χωροφύλακες, τήν μία γιά τό ἕνα καί τήν ἄλλη γιά τό ἄλλο, χλευάζετε ἐμένα, ἐπειδή παρακαλῶ τόν αἰώνιο Δημιουργό μας; Δέν εἶναι πιό γελοῖο νά παρακαλᾶς τόν ἀνήμπορο παρά τόν Παντοδύναμο; Δέν εἶναι παράλογο νά προσκυνᾶς τή σκόνη παρά τό Ζωοδότη καί Κύριο;».
Ἰδού καί ὁ Βίος τῆς 15χρονης Ἁγ. Ἑλένης τῆς Σινωπίτιδος: «Ἦταν τά χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, 18ος αἰώνας. Κάποια μέρα ἡ μητέρα της ἔστειλε τήν Ἑλένη νά ἀγοράση νήματα. Στόν δρόμο τήν εἶδε ὁ Οὐκούζογλου πασᾶς, διοικητής τῆς Σινώπης. Ἡ ὡραιότητά της διέγειρε τίς σαρκικές του ἐπιθυμίες. Τυφλωμένος πιά δέν σκεπτόταν, παρά πῶς θά τήν πάρη στό χαρέμι του. Καί ἀφοῦ εἶχε ἐξουσία, διέταξε νά τοῦ τήν πᾶνε.
Καί πράγματι. Τοῦρκοι τήν ἅρπαξαν καί τήν ἐπῆγαν. Καί ὁ πασᾶς; Προσπαθεῖ νά κάνη τήν ἐπιθυμία του. Ἀλλά δέν τό καταφέρνει! Γιατί; Μιά ἀόρατη δύναμι τόν ἐμπόδιζε. Ἕνα ἀόρατο τεῖχος προστάτευε τήν Ἑλένη. Ἦταν τό τεῖχος τῆς προσευχῆς. Ἡ Ἑλένη προσευχόταν συνεχῶς. Ἔλεγε τόν ἑξάψαλμο. Τόν εἶχε μάθει στό σχολεῖο. Ἀπό τόν δάσκαλο-θεῖο της.
Ὅμως, ὁ πασᾶς δέν ἀπελπίσθηκε. Τήν κράτησε στό σπίτι του. Μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά τά κατάφερνε ἀργότερα. Ἀλλά ἡ Ἑλένη ἐκμεταλλεύθηκε κάποια εὐκαιρία καί δραπέτευσε. Καί γύρισε στούς γονεῖς της.
Ὁ πασᾶς, ὅταν τὄμαθε, ἔγινε ἔξω φρενῶν. Κάλεσε, λοιπόν, τή Δημογεροντία τῶν Ἑλλήνων καί ἀπείλησε γενική σφαγή, ἄν δέν τοῦ πᾶνε τήν Ἑλένη. Τότε ἡ Δημογεροντία συνῆλθε σέ σύσκεψι στό ἑλληνικό σχολεῖο τῆς Σινώπης καί κάλεσε καί τόν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ. Ξεσπώντας σέ λυγμούς, ὁ τραγικός πατέρας ἀναγκάζεται νά δεχθῆ νά παραδώση τήν κόρη του στόν πασᾶ. Καί ἀφοῦ, σάν νέος Ἀβραάμ, τήν ἐνίσχυσε μέ τήν εὐχή του καί τό ἀήττητο ὅπλο τῆς προσευχῆς, τήν παρέδωσε στόν ἀγαρηνό, γιά νά προσφέρη τόν ἑαυτό της θυσία, ὄχι στίς ἀσελγεῖς ὀρέξεις τοῦ τυράννου, ἀλλά στό Χριστό.
Ὁ πασᾶς προσπάθησε πάλι νά χορτάση τήν ἐπιθυμία του. Ἀλλά καί πάλι ἀπέτυχε. Ὁ φύλακας ἄγγελος τῆς ἁγίας τόν ἐμπόδισε. Γιατί ἡ Ἑλένη προσευχόταν ἀσταμάτητα. Ἐπανελάμβανε συνεχῶς τόν ἑξάψαλμο. Μέ αὐτό τό ὅπλο ἡ μικρή κοπέλλα, ἡ 15χρονη ἁγία Ἑλένη, ἀχρήστευσε τίς νάρκες τοῦ ἐχθροῦ.
Πῶς νά τήν “σηκώση” τέτοια ἀποτυχία ἕνας σαρκολάτρης ἄνθρωπος καί μάλιστα πασᾶς; Ὀργισμένος διέταξε νά τή βασανίσουν καί νά τή θανατώσουν. Τῆς ἔμπηξαν δύο καρφιά στό κεφάλι καί τήν ἀποκεφάλισαν. Ἔτσι ἡ Ἑλένη, μέ μοναδικό ὅπλο τήν προσευχή, ξέφυγε τήν πιό δύσκολη παγίδα τοῦ διαβόλου. Ἡ ψυχή της ἐλεύθερη ἀπό κάθε μολυσμό ἀνέβηκε στήν βασιλεία τοῦ Κυρίου.
Τό ἱερό καί πάνσεπτο λείψανό της τό ἔβαλαν μέσα σ᾽ ἕνα σάκκο. Καί τό ἔρριξαν στή θάλασσα. Ἀλλά δέν βυθίσθηκε. Ἐπέπλεε. Καί ἕνα γλυκύτατο φῶς κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό καί τό φώτιζε. Τό φῶς τό εἶδαν καί οἱ Τοῦρκοι καί ἄρχισαν νά φωνάζουν: “Ἡ γκιαούρισσα καίγεται!”. Πῶς νά καταλάβουν, τί φῶς ἦταν ἐκεῖνο, ἄνθρωποι ἀκόλαστοι; Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες τό ἀνέλκυσε ἕνα ἑλληνικό πλοῖο, πού εἶχε ἀγκυροβολήσει ἐκεῖ κοντά. Ὁ φύλακας τοῦ πλοίου εἶδε νά ἔρχεται ἀπό τόν πυθμένα τῆς θάλασσας φῶς. Καί νόμισε ὅτι θά εἶναι χρυσάφι. Καί… δέν ἔπεσε ἔξω! Ἦταν κάτι πολυτιμότερο.
Ἡ ἁγία κάρα τῆς Παρθενομάρτυρος Ἑλένης τῆς Σινωπίτιδος φυλάσσεται σήμερα στόν Ἱερό Ναό Ἁγίας Μαρίνης Ἄνω Τούμπας στή Θεσσαλονίκη. Εὐωδιάζει καί θαυματουργεῖ. Ἡ μνήμη της ἑορτάζεται τήν 1η Νοεμβρίου».
«Ἡ μοναχή Εὐδοκία δέν μποροῦσε νά συνηθίση στή θεία αὐτή ἐνασχόλησι, οὔτε καί μποροῦσε νά πεισθῆ για τή δύναμι τῆς προσευχῆς αὐτῆς [τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»]. Καί ξαφνικά εἶδε ἕνα ὄνειρο. Εἶδε ἕνα μεγάλο πλῆθος ἀνθρώπων κι ἀνάμεσά τους νά περπατοῦν οἱ δαίμονες καί νά τούς παρασύρουν σέ διάφορες ἁμαρτίες. Ἐκεῖνοι πού ἦταν ἄοπλοι, πήγαιναν ἀμέσως κι ἐκτελοῦσαν τίς ἐντολές τῶν δαιμόνων. Οἱ δαίμονες πλησίασαν καί τήν ἴδια. Ἄρχισε ἀμέσως νά προφέρη τήν Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ καί εἶδε νά σχηματίζεται ἕνα ξίφος, ἀπό τά λόγια αὐτά τῆς προσευχῆς, μακρύ καί φλογερό. Σέ ὅποια κατεύθυνσι ἔστρεφε τό ξίφος, οἱ δαίμονες ἔφευγαν πανικόβλητοι. Ἀπό τότε ἡ μοναχή Εὐδοκία ὑποστήριζε θερμά κι ἐργαζόταν τήν Προσευχή τοῦ Ἰησοῦ».
Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης τῆς Κρονστάνδης δίδασκε: «Στήν ἀρρώστια ὁ ἄνθρωπος δέν κατορθώνει νά φλέγεται ἀπό πίστι καί ἀπό ἀγάπη πρός τό Θεό, διότι στίς θλίψεις καί στίς ἀσθένειες ἡ καρδιά ἀδυνατίζει. Ἐνῶ ἡ πίστι καί ἡ ἀγάπη ἀπαιτοῦν ἰσχυρή καί ἤρεμη καρδιά. Γι᾽ αὐτό καί δέν ἐπιτρέπεται νά ἀπελπιζώμασθε, ὅταν κατά τήν ἀρρώστια ἤ τή δοκιμασία μας, δέν μποροῦμε νά πιστεύουμε, ὅπως θά θέλαμε στό Θεό».
«Τό ἱερατικό, λειτουργικό μας ἔργο μᾶς ὑποχρεώνει στήν ἐπανάληψι τῶν ἴδιων προσευχῶν, ὅπως τό καθῆκον τοῦ κάθε χριστιανοῦ τόν ὑποχρεώνει στή συνεχῆ ἐκπλήρωσι τῶν ἴδιων ἠθικῶν ἐντολῶν. Δέν σταθεροποιεῖται ἡ ψυχή τόσο μέ τήν ποικιλία τῶν προσευχῶν, ὅσο μέ τήν ἐπανάληψι καί τήν ἐμπέδωσι τῶν ἴδιων προσευχῶν».
«Τά λόγια τῆς προσευχῆς, ὅταν προφέρωνται μέ πίστι καί συναίσθησι, εἶναι σάν τίς σταγόνες τῆς βροχῆς ἤ τίς νιφάδες τοῦ χιονιοῦ. Ἡ βροχή καί τό χιόνι ποτίζουν τή γῆ κι ἐκείνη βλασταίνει καί παράγει καρπούς. Ἔτσι καί ἡ πνευματική βροχή, τά λόγια τῆς προσευχῆς. Ποτίζουν τήν ψυχή κι ἐκείνη γονιμοποιεῖται καί μᾶς δίνει τούς καρπούς τῶν ἀρετῶν, ἰδιαίτερα ὅταν τά λόγια τῆς προσευχῆς συνοδεύωνται ἀπό βροχή δακρύων».
π. Παΐσιος: «Γιά τό θέμα τῆς αὐτοσυγκεντρώσεως λόγῳ τῆς ὀχλαγωγίας θά πρέπη καί τώρα νά κάνης αὐτό τό ὁποῖο ἔκανες στό σχολεῖο. Τότε δέν σέ πείραζε ἡ ὀχλαγωγία, ἀλλά τό μάθημά σου πρόσεχες νά μάθης στά διαλείμματα, χωρίς νά ἀκοῦς τί γίνεται, τί λένε γύρω σου οἱ ἄλλοι, φοβούμενος μή σοῦ χαλάση ὁ βαθμός ἤ μήπως δέν περάσης. Τό ἴδιο καί περισσότερο θά χρειάζεται τώρα, διότι δέν πρόκειται περί βαθμῶν, ἀλλά περί σωτηρίας ψυχῆς ἤ κολάσεως. Ἔχοντας αὐτά ὑπόψιν σου ὁ νοῦς δέν θά σκορπάη, ἀλλά θά συγκεντρώνεται στήν εὐχή».
«Οἱ παληές οἱ μηχανές ἤ τά ἁλυσοπρίονα ἔχουν ἕνα σκοινί μ᾽ ἕνα ξύλο στήν ἄκρη. Ὅταν, λοιπόν, θέλης νά τή βάλης μπροστά, τυλίγεις τό σκοινί στή μηχανή καί τραβᾶς μέ δύναμι. Ἡ μηχανή, ὅμως, δέν παίρνει μπροστά ἀμέσως. Ἀφοῦ προσπαθήσουμε μέ τό σκοινί λίγες φορές, καί τά παγωμένα λάδια, κατά κάποιο τρόπο, ξεπαγώσουν κάπως, τότε παίρνει μπροστά μόνη της καί δουλεύει πλέον συνέχεια, χωρίς καμμία προσπάθεια ἀπό μέρους μας.
Ἔτσι γίνεται καί μέ τό κομποσκοίνι: Τό χρησιμοποιοῦμε, ὄχι γιά νά μετρᾶμε πόσα κομποσκοίνια κάναμε καί νά καυχώμασθε γι᾽ αὐτό, ἀλλά νά προσπαθοῦμε νά προθερμαίνουμε τήν καρδιά μας, ἔτσι ὥστε νά τήν κάνουμε νά δουλεύη ἀσταμάτητα γιά τό Θεό».
«Εὐλογημένε, πῶς νά νοιώσης τήν προσευχή, ὅταν προηγουμένως εἶχες στηθῆ τόση ὥρα μπροστά στήν τηλεόρασι κι ἄκουγες τίς εἰδήσεις καί μετά ἔκλεισες τήν τηλεόρασι κι ἄρχισες τό ἀπόδειπνο; Καλό εἶναι νά μή βλέπης καθόλου τηλεόρασι. Ἄν, ὅμως, δῆς, τότε, ἀφοῦ τήν κλείσης, κάνε μιά προθέρμανσι πρῶτα στήν ψυχή σου διαβάζοντας ἕνα κεφάλαιο ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἤ ἕνα κείμενο ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, μέ σκοπό, ἀφοῦ ἔχεις κατά κάποιο τρόπο μπῆ στόν “πνευματικό προθάλαμο”, νά μπῆς καί στό χῶρο τῆς προσευχῆς. Καί τότε θά δῆς πῶς θά νοιώθης τήν προσευχή τήν ὁποία θά κάνης! Μέ παγωμένη τήν ψυχή μας καί φορτωμένη τήν καρδιά μέ τά προβλήματα τῆς ἡμέρας δέν μποροῦμε νά συνομιλοῦμε μέ τό Δημιουργό μας, γιατί θά παρεμβάλλωνται ὅλα τά παράσιτα τῆς ἡμέρας».
«—…Στό στρατό ὅταν ἔκανε κρύο μᾶς ἔβαζαν νά κάνουμε σημειωτόν καί νά τραγουδᾶμε, αὐτό ἦταν γιά “συντήρησι” γιά νά μήν πάθουμε κρυοπαγήματα. Ἔτσι καί ἡ προσευχή πού δέν γίνεται μέ τήν καρδιά εἶναι γιά μᾶς μόνο, γιά τό λογισμό μας· δέν πάει παραπέρα.
—Κάνουμε προσευχή γέροντα καί ὁ νοῦς μας φεύγει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ, γιατί;
—Διότι εἶναι προσευχή χωρίς πόνο! Γιά νά προσευχηθοῦμε μέ τήν καρδιά, πρέπει νά πονέσουμε. Ὅπως ὅταν κτυπήσουμε στό χέρι ἤ κάπου ἀλλοῦ μαζεύεται ὁ νοῦς μας στό σημεῖο ὅπου πονᾶμε, ἔτσι γιά νά μαζευθῆ ὁ νοῦς στήν καρδιά πρέπει νά πονέση ἡ καρδιά.
—Πῶς μποροῦμε νά διατηρούμασθε σ᾽ αὐτή τήν κατάστασι ὅταν δέν ἔχουμε κάποιο πρόβλημα, κάποιο πόνο;
—Νά κάνουμε τόν πόνο τοῦ ἄλλου δικό μας! Πρέπει ν᾽ ἀγαπήσουμε τόν ἄλλο, νά τόν πονέσουμε, γιά νά μπορέσουμε νά προσευχηθοῦμε γι᾽ αὐτόν. Νά βγοῦμε σιγά-σιγά ἀπό τόν ἑαυτό μας καί νά ἀρχίσουμε ν᾽ ἀγαπᾶμε, νά πονᾶμε καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους, τήν οἰκογένειά μας πρῶτα καί ὕστερα τήν μεγάλη οἰκογένεια τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Θεοῦ».
«Τά βράδυα προσπαθοῦν τά ταγκαλάκια νά μοῦ γκρεμίσουν τήν καλύβα. Κτυποῦν μέ κορμούς ἐπάνω ἀπ᾽ τή λαμαρίνα κι ἐγώ τότε ψέλνω ἀπό κάτω: “Τόν Σταυρόν σου προσκυνοῦμεν Δέσποτα καί τήν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν ὑμνοῦμεν καί δοξάζομεν” καί πανικόβλητα φεύγουν».
«Ἡ προσευχή εἶναι τό πιό δυνατό ὅπλο ἀπ᾽ ὅλα. Ἄν βοηθάω ἤ ἐλευθερώνω ἕνα φυλακισμένο, δέν κάνω καί πολλά πράγματα. Ἡ προσευχή τόν σώζει ὄχι μόνο γι᾽ αὐτή τή ζωή, ἀλλά καί γιά τήν αἰώνια. Δέν εἶναι δουλειά τοῦ μοναχοῦ νά ἐπισκέπτεται τούς ἀρρώστους, ἀλλά νά προσεύχεται γιά τήν ψυχή τους. Στήν Ἐκκλησία ὑπάρχουν καί ἐκεῖνοι πού φροντίζουν τούς ἀρρώστους καί ἐκεῖνοι πού τούς συμπαραστέκονται. Ὁ μοναχός, ὅμως, εἶναι διαφορετικό πρᾶγμα. Μά ποιός εἶναι περισσότερο φυλακισμένος ἀπ᾽ τούς νεκρούς πού βρίσκονται στόν Ἅδη καί δέν μποροῦν πιά νά κάνουν τίποτε γιά νά μετανοήσουν; Ἐμεῖς, ὅμως, μποροῦμε νά τούς σώσουμε. Πρέπει νά προσευχώμασθε καί νά κάνουμε μετάνοιες γιά τούς νεκρούς! Τό ἴδιο καί γιά τούς ζωντανούς. Μόνο ἡ προσευχή μπορεῖ νά ἀναγκάση τό Θεό νά ἐπέμβη μέ τό ζόρι σέ μερικές καταστάσεις. Ὁ Θεός σέβεται τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Διαφορετικά ὁ διάβολος θά τοῦ ἔλεγε, “Αἴ, γιατί λειτουργεῖς μ᾽ αὐτό τόν τρόπο;”. Ἀντίθετα, ὅταν ἕνας χριστιανός προσεύχεται, ἀναγκάζει τό Θεό νά ἐπέμβη μέ τή βία, ἀκόμα καί ἐνάντια στήν ἐλευθερία αὐτοῦ τοῦ ταλαίπωρου πού ζῆ μέσα στήν ἁμαρτία!».
Ὁ Στάρετς Βαρσανούφιος τόνιζε: «Τήν ὥρα τῆς προσευχῆς μέ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ ἁγιάζεται ἀκόμη καί τό στόμα μας».
Ὁ Στάρετς Σέργιος ἔλεγε: «Ἄν ἡ προσευχή βρίσκεται μέσα μας, καθιστᾶ ἀδύνατη κάθε σαρκική ἁμαρτία. Κατά τόν ἴδιο τρόπο, ἡ σαρκική ἁμαρτία καθιστᾶ ἀδύνατη τήν προσευχή».
Ὁ μακαριστός Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος Σελέντης ἀνέφερε: «Μ’ ἔμαθε νά προσεύχωμαι κατανυκτικά καί μέ δάκρυα μία ἁπλῆ γυναικούλα, πού κατοικοῦσε στό Πέραμα Πειραιῶς καί τήν ἀποκαλοῦσαν περιφρονητικά ὄχι μέ τ’ ὄνομά της, ἀλλά μέ τό παρατσούκλι “ἡ Αὐγουλοῦ”, γιατί πούλαγε φρέσκα αὐγά, νά ἐξοικονομήση τόν “ἄρτον τόν ἐπιούσιον”.
Ὡς περιοδεύων πέρασα μιά μέρα ἀπ’ τό φτωχικό της σπίτι, γιά νά εἰσπράξω μιά συνδρομή γιά τό περιοδικό ΖΩΗ. Ἡ ἴδια ἀπουσίαζε καί βρισκόταν ἐκεῖ τό παιδί της, πού διήρχετο τήν ἐφηβεία. Ἔκαιγε τό καντήλι στό εἰκονοστάσι κι ἔκανα στό παιδί τήν πρότασι ἄν ἤθελε μέχρι νά ᾽λθη ἡ μητέρα του νά προσευχηθοῦμε λιγάκι. Κάπως ἀδιάφορα κούνησε καταφατικά τό κεφάλι του καί εἶπε ἄς προσευχηθοῦμε. Ὅταν τελειώσαμε τήν προσευχή, μοῦ λέει κάπως χαριτολογώντας, ἄ, ἐσύ δέν ξέρεις νά προσευχηθῆς! Ἐγώ κατεπλάγην ἀπ’ τήν τολμηρή αὐτή παρατήρησι καί τόν ρώτησα νά μοῦ ἐξηγήση, πῶς κατά τή γνώμη του πρέπει νά προσεύχεται ἕνας Ὀρθόδοξος Χριστιανός; Ἐγώ, κύριε, μοῦ λέει δέν ξέρω Θεολογία, ἀλλά βλέπω τό παράδειγμα τῆς μητέρας μου, πού ὅταν προσεύχεται κραυγάζει συνεχῶς “Κύριε Ἐλέησον”, πέφτει συνεχῶς σέ μετάνοιες, κτυπάει τό στῆθος της καί τρέχουν ποτάμι τά δάκρυά της!
Μετά ἀπ’ αὐτή τήν ἀφήγησι, μεγάλωσε ἡ ἐπιθυμία μου νά γνωρίσω αὐτή τήν ὑπέροχη γυναῖκα καί νά διδαχθῶ κάτι ἀπ’ τή χαρισματική προσευχή της.
Ἐκείνη τή μέρα δέν ἦλθε κι ἀποχώρησα. Μιά ἄλλη μέρα πέρασα νά τή συναντήσω καί βρέθηκα μπροστά σέ μιά συγκλονιστική σκηνή προσευχομένου ἀνθρώπου. Ὁ ἄνδρας της, ὅπως ἔμαθα, ἦταν ἕνας μέθυσος κι ἀχαΐρευτος, πού τῆς ἔπαιρνε ὅ,τι οἰκονομοῦσε ἀπ’ τά αὐγά καί μπεκρόπινε. Ἐκείνη τή μέρα κατά τήν ὁποία πῆγα, ἀπ’ τό μεθύσι του τήν εἶχε ξυλοκοπήσει, τῆς εἶχε πάρει τά χρήματα καί τῆς εἶχε πετάξει τήν Καινή Διαθήκη μέσα στό πηγάδι! Ἐγώ δέ, τή βρῆκα γονατιστή στό πηγάδι νά προσεύχεται καί νά λέη: Χριστέ μου καί Παναγία μου Μεγαλόχαρη, τό βιβλίο μέ τά ἱερά γράμματα, τό ὁποῖο ἔρριξε ὁ ἄνδρας μου στό πηγάδι δέν τό ἔκανε ἀπό ἀσέβεια, ἀλλά ἦταν μεθυσμένος. Κάνε Παναγία μου τά ἱερά αὐτά Γράμματα, πού θά λειώσουν καί θά γίνουν ἕνα μέ τό νερό, νά τά πιῆ ὁ ἄνδρας μου, νά μετανοήση, νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ, νά μήν πάη στήν κόλασι, Χριστουλάκη μου, γιατί ὁ κόσμος μέ ἔχει γιά καλή, ἐνῶ ἐγώ ἡ τρισάθλια ἔχω πολλά ἀθεράπευτα πάθη κι ἁμαρτίες!
Μέ μικρές παραλλαγές θά λέγαμε, πώς ἡ προσευχή αὐτῆς τῆς ἀνώνυμης γυναικούλας τοῦ πλήθους μοιάζει μ’ ἐκείνη τοῦ τσαγκάρη τῆς Αἰγύπτου, στόν ὁποῖο ἔστειλε ὁ Ἄγγελος τοῦ Θεοῦ τό Μέγα Ἀντώνιο γιά νά διδαχθῆ τήν ταπεινοφροσύνη».
Γράφει ὁ Μητροπολίτης Anthony Bloom: «Ἡ γνῶσι τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά προσληφθῆ καί νά προσφερθῆ μόνο μέσα στήν κοινωνία μέ τό Θεό, μόνο ὅταν μοιραζώμασθε μέ τό Θεό αὐτό τό ὁποῖο Ἐκεῖνος εἶναι, καί μόνο μέχρι τοῦ σημείου στό ὁποῖο Ἐκεῖνος μᾶς ἐπιτρέπει μιά τέτοια κοινωνία… Ὁ Ἅγ. Μάξιμος χρησιμοποιεῖ τό παράδειγμα ἑνός ξίφους πού πυρακτοῦται. Τό ξίφος δέν γνωρίζει ποῦ ἡ φωτιά τελειώνει καί ἡ φωτιά δέν γνωρίζει ποῦ τό ξίφος ἀρχίζει, οὕτως ὥστε κάποιος μπορεῖ, καθώς λέει, νά κόψη μέ τή φωτιά καί νά κάψη μέ τό σίδηρο… Κατά τόν ἴδιο, ἐπίσης, τρόπο ὅταν εἰσερχώμασθε στή γνῶσι τοῦ Θεοῦ, δέν ἐμπεριέχουμε τό Θεό, ἀλλά ἐμπεριεχόμασθε σ᾽ Αὐτόν, κι ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γινόμασθε, σ᾽ αὐτή τή συνάντησι μέ τό Θεό, ἀσφαλεῖς μέσα στήν ἀπεραντοσύνη Του».
Ὁ Ἐπίσκοπος Διοκλείας Κάλλιστος Ware σημειώνει γιά τίς ὁμοιότητες καί τίς διαφορές μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί θρησκειῶν: «Καταπληκτικές ὁμοιότητες ὑπάρχουν μεταξύ τῶν φυσικῶν μεθόδων τίς ὁποῖες συνιστοῦν οἱ Βυζαντινοί Ἡσυχαστές καί αὐτῶν τίς ὁποῖες χρησιμοποιοῦν στήν Ἰνδική yoga καί τό [μουσουλμανικό] Σουφισμό. Μέχρι ποιό σημεῖο οἱ ὁμοιότητες εἶναι τό ἀποτέλεσμα μιᾶς ἁπλῆς συμπτώσεως, μιᾶς ἀνεξάρτητης ἄν καί ἀνάλογης ἀναπτύξεως σέ δύο χωριστές παραδόσεις;… Ἕνα σημεῖο, πάντως, δέν θά πρέπη νά ξεχασθῆ. Μαζί μέ τίς ὁμοιότητες ὑπάρχουν, ἐπίσης, καί διαφορές. Ὅλες οἱ εἰκόνες ἔχουν πλαίσια καί ὅλα τά πλαίσια τῶν εἰκόνων ἔχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά· κι, ὅμως, οἱ εἰκόνες μέσα στά πλαίσια ἴσως νά εἶναι ὁλότελα διαφορετικές. Αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι ἡ εἰκόνα, ὄχι τό πλαίσιο. Στήν περίπτωσι τῆς Εὐχῆς τοῦ Ἰησοῦ, οἱ φυσικές ἀσκήσεις εἶναι σάν τό πλαίσιο, ἐνῶ ἡ νοητική ἐπίκλησι τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ εἰκόνα μέσα στό πλαίσιο. Τό “πλαίσιο” τῆς Εὐχῆς μοιάζει, βεβαίως, μέ διάφορα μή Χριστιανικά “πλαίσια”, ἀλλά αὐτό δέν θά πρέπη νά μᾶς ἀποσπᾶ τήν προσοχή ἀπό τή μοναδικότητα τῆς εἰκόνος πού περικλείεται, ἀπό τό χαρακτηριστικά χριστιανικό περιεχόμενο τῆς προσευχῆς. Τό οὐσιῶδες σημεῖο στή Νοερά Προσευχή δέν εἶναι ἡ πρᾶξι τῆς ἐπαναλήψεως αὐτή καθ᾽ ἑαυτήν, οὔτε τό πῶς καθόμασθε ἤ ἀναπνέουμε, ἀλλά σέποιόν μιλᾶμε καί στήν περίπτωσι αὐτή οἱ λέξεις ἀπευθύνονται ξεκάθαρα στόν Ἐνσαρκωμένο Σωτῆρα Ἰησοῦ Χριστό, Υἱό τοῦ Θεοῦ καί Υἱό τῆς Μαρίας».
Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος γράφει: «Ἡ “εὐχή” λέγεται “εὐχή” τοῦ Ἰησοῦ, ἀλλά βρίσκεται σέ μία Τριαδολογική βάσι. Ἄλλωστε ὁ Χριστός, “εἷς ὤν τῆς Ἁγίας Τριάδος”, δέν ὑπάρχει ποτέ ἄνευ τοῦ Πατρός καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί ἀποτελεῖ μέ τά ἄλλα Πρόσωπα “Τριάδα ὁμοούσιον καί ἀχώριστον”. Ἡ Χριστολογία συνδέεται στενά μέ τήν Τριαδολογία. Ἄς ἔλθω στό θέμα τῆς “εὐχῆς”. Ὁ Πατήρ ὁ οὐράνιος διά τοῦ ἀγγέλου ἔδωσε παραγγελία στόν Ἰωσήφ νά ὀνομάση τό Χριστό Ἰησοῦ: “… καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν…”(Μθ 1, 21). Ὁ Ἰωσήφ, κάνοντας ὑπακοή στόν Πατέρα, κάλεσε τόν υἱό τῆς Παρθένου, Ἰησοῦ. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, πού φώτισε τόν ἀπ. Παῦλο, “οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ”(Α´ Κορ 12, 3). Ἄρα, λέγοντας τήν “εὐχή” “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με”, ἀναγνωρίζουμε τόν Πατέρα καί κάνουμε ὑπακοή σ᾽ Αὐτόν κι ἐπιπλέον αἰσθανόμασθε τίς ἐνέργειες καί τήν κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οἱ Πατέρες, φωτισθέντες ἀπ᾽ τό Ἅγιο Πνεῦμα, μᾶς εἶπαν ὅτι “Ὁ Πατήρ δι᾽ Υἱοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ ποιεῖ τά πάντα”. Ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα δημιούργησε τόν κόσμο κι ἔπλασε τόν ἄνθρωπο καί πάλι ὅλη ἡ Ἁγία Τριάδα ἀναδημιούργησε καί ἀνέπλασε τόν ἄνθρωπο καί τόν κόσμο. “Ὁ Πατήρ ηὐδόκησεν (: θέλησε), ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο” καί “ἐγένετο σάρξ” “ἐκ Πνεύματος Ἁγίου”. Δηλ. ἡ ἐνανθρώπησι τοῦ Χριστοῦ ἔγινε “εὐδοκίᾳ τοῦ Πατρός καί συνεργίᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος”. Γι᾽ αὐτό καί λέμε ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί ἡ πρόσκτησι τῶν θείων Χαρίτων εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Παναγίας Τριάδος».
«Εἶπε πάλι ἄλλος:
—Ἡ ὑπερηφάνειά μας κάνει κουφό τό Θεό».
Ὁ Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης ἔλεγε:
«Στίς Ἀκολουθίες αὐτός [ὁ δαιμονισμένος] δέν πήγαινε μέσα μέ τούς πατέρες, παρά γύριζε ἔξω μέ τό κομποσχοίνι στά βράχια· καί φώναζε συνεχῶς τήν εὐχή: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Ἀντιβοοῦσε ὁ τόπος. Εἶχε λάβει πεῖρα πόσο ἡ εὐχή καίει τό δαίμονα. Καί ἐκεῖ πού τριγυρίζοντας τά βράδια ἔλεγε ἀσταμάτητα τήν εὐχή, ξαφνικά ἄλλαζε ἡ φωνή του καί ἄρχιζε ὁ δαίμονας· —Σκάσε, σοῦ εἶπα, σκάσε! Μ᾽ ἔσκασες! Τί κάθεσαι ἐδῶ ἔξω καί γυρίζεις τά βράχια καί μουρμουρίζεις; Πήγαινε μέσα μέ τούς ἄλλους καί ἄφησε αὐτό τό μουρμουρητό. Τί λές καί ξαναλές τά ἴδια καί τά ἴδια μέρα-νύκτα, καί δεν τό καταλαβαίνεις; Καί ὅταν περνοῦσε ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ἐκεῖνος πάλι τήν εὐχή μέ τό κομποσχοίνι: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με! Εἶχε καταλάβει πολύ καλά αὐτό τό ὁποῖο ὁ διάβολος νόμιζε ὅτι δέν μποροῦσε νά καταλάβη. Καί ἦταν ἕνας πόνος ψυχῆς καί μία ἐλπίδα νά τόν βλέπης νά ὑποφέρη, νά ἀγωνίζεται, νά ὑπομένη. Τέλος ἔμεινε καιρό μαζί μας καί ἀρκετά βελτιωμένος ἔφυγε. Καί δέν τόν ξαναείδαμε. Ὁ Θεός γνωρίζει τί ἀπέγινε».
• Δίδασκε ὁ π. Πορφύριος: «Ἡ δύναμι τῶν πολλῶν πολλαπλασιάζεται, σάν νά βλέπουν ἕνα ὡραῖο πρᾶγμα καί τό κοιτάζουν ὅλοι μαζί μέ λαχτάρα. Αἴ, ἡ ὅρασί τους, πού σμίγει σ᾽ αὐτό τό ὡραῖο, τούς ἑνώνει. Παράδειγμα, ἡ λύτρωσι τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου ἀπ᾽ τή φυλακή: “Προσευχή δέ ἦν ἐκτενής γινομένη ὑπό τῆς ἐκκλησίας”(Πρξ 12, 5). Αὐτή ἡ προσευχή ἔβγαλε τόν Πέτρο ἀπ᾽ τά δεσμά τῆς φυλακῆς».
• Ἐπίσης: «Θά ἔρχεσαι στό ἐσωτερικό κέντρο τοῦ κεφαλιοῦ σου καί μέσα ἐκεῖ ἀκριβῶς, θά λές τό “Κύριε Ἱησοῦ Χριστέ Υἱέ καί Λόγε τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος Ἐλέησόν με” ἤ τό “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Ἐλέησόν με”, μέ πολύ ἠρεμία, ἁπαλότητα καί γλυκύτητα . Νά μή ταράζεσαι ἀπό τίς διάφορες εἰκόνες τίς ὁποῖες θά σοῦ φέρνη ὁ πονηρός, οὔτε νά βιάζεσαι νά λές τίς λέξεις αὐτές, καί νά προσέχης καλά τό νόημά τους. Εἶναι ἔτσι σάν νά κτυπᾶ ἐκεῖ μέσα μιά καμπάνα πολύ δυνατά πρός τά ἐσωτερικά τοιχώματα τοῦ ἐγκεφάλου. Τότε οἱ ἐξωτερικοί λογισμοί τοῦ πονηροῦ δἐν μποροῦν νά μποῦν μέσα, γιατί ἐξοστρακίζονται καί ὠφελεῖσαι τά μέγιστα. Νά μή δίνης σημασία στίς διάφορες εἰκόνες τίς ὁποῖες θά βλέπης, νά μήν τίς ἀπωθῆς μέ ἀπότομο τρόπο, ἀλλά ἤρεμος καί πρᾶος νά συνεχίζης νά λές αὐτή τήν εὐχή».
Ὁ Γέροντας Ἀρσένιος Μπόκα δίδασκε: «Δέν φωτίζει τό καντήλι δίχως τό λάδι, οὔτε καί ἡ προσευχή χωρίς τήν ἀγάπη. Ὁ καπνός τοῦ θυμιάματος δέν ἀνεβαίνει ψηλά, χωρίς τό ἀναμμένο κάρβουνο, οὔτε καί ἡ προσευχή ἀνεβαίνει στό Θεό, χωρίς τήν ἀγάπη».
Ὁ π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος γράφει: «Τό ὑποσυνείδητο εἶναι σάν ἕνα καζάνι. Ἄν στό καζάνι αὐτό βάλουμε νά βράση τό καυτό ὕδωρ τοῦ Ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καί ἄν αὐτό βράση πολύ, τότε δέν θά τολμήση ὁ διάβολος νά βάλη μέσα τό χέρι του, γιά νά βγάλη εἰκόνα ἡ φαντασία. Τί χρειαζόμασθε, λοιπόν; Πύκνωσι τῆς μνήμης τοῦ Θεοῦ μέσα μας. Καζάνι, πού βράζει, μπορεῖ νά χαρακτηρισθῆ κυρίως ὁ νοῦς, πού κρατεῖ τ᾽ Ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ κι ἔτσι δέν μπορεῖ νά βάλη τό χέρι του ὁ πονηρός μέσα, γιατί θά ζεματισθῆ ἀπ᾽ τήν εὐχή καί θά σηκωθῆ νά φύγη».
• Ἀναφέρει καί ἡ Μοναχή Καλλίστη: «Ὁ Γέροντας Παναῆς Χατζηϊωνᾶς ἦταν ἄνθρωπος τῆς προσευχῆς. “Θέλεις νά προσευχηθῆς;”, μᾶς ἔλεγε. “Πρέπει νά κάνης ἐγκατάστασι. Χωρίς ἐγκατάστασι, δέν μπορεῖς ν᾽ ἀνοίξης τό κουμπί καί ν᾽ ἀνάψη τό φῶς. Ἐνῶ, ὅταν κάνης ἐγκατάστασι, ἔτσι κι ἀγγίζης τό κουμπί, ἀρχίζεις ν᾽ ἀνεβαίνης στόν οὐρανό”.
Ἔτσι ἔβλεπε τή διαρκῆ σύνδεσί μας μέ τό Θεό. Ὅπως, ἀκριβῶς, μέσῳ μιᾶς ἠλεκτρικῆς ἐγκαταστάσεως, εἴμασθε συνεχῶς συνδεδεμένοι μέ τόν τόπο παροχῆς τοῦ ρεύματος κι ἔτσι ἔχουμε πάντοτε φῶς. Καί συμπλήρωνε: “Νά βάλης τά σύρματα, νά βάλης τίς λάμπες καί τό μόνο, πού θά χρειάζεται μετά, θά εἶναι ν᾽ ἀγγίζης τό κουμπί”».
Ὁ Φιλλανδός Ὀρθόδοξος Τito Colliander γράφει: «Ὁ προσευχόμενος προχωρεῖ μέ τήν προσευχή του πρός τό Δημιουργό τῆς δημιουργίας. Ἡ ἀγάπη του δέν κατευθύνεται στή θερμότητα, ἀλλά στήν πηγή τῆς θερμότητος· ὄχι στίς λειτουργίες τῆς ζωῆς, ἀλλά στήν πηγή τῆς ζωῆς· ὄχι στό ἐγώ του, ἀλλά στήν πρώτη ἀρχή, πού ἔδωσε τή συνείδησι τοῦ ἐγώ, στό Δημιουργό τῆς ὑπάρξεως».
«Ἡ προσευχή εἶναι ἕνα κτήριο, πού συνήθως ἀφήνουμε μιά πλευρά του μισοκτισμένη. Εἶναι ἡ πλευρά τῆς εὐχαριστίας. Φροντίζουμε νά εἶναι πλήρης ἡ πλευρά τῆς δοξολογίας καί οἱ ἄλλες πλευρές τῶν αἰτημάτων μας, ἀλλά ξεχνοῦμε συχνά νά συμπληρώνουμε τίς εὐχαριστίες τίς ὁποῖες ὀφείλουμε στόν Κύριο γιά ὅσα καλά —γνωστά ἤ ἄγνωστά μας— πήραμε ἀπ᾽ τήν ἀγαθότητά Του.
Ἄς πάρουμε, λοιπόν, τίς πέτρες τῆς καλῆς μνήμης, τή λάσπη τῶν δακρύων καί τό μυστρί τῆς εὐγνωμοσύνης κι ἄς συμπληρώσουμε τόν τοῖχο τῆς “εὐχαριστίας”».
«Θά ἦταν ἀσφαλῶς χίμαιρα γιά ἕνα ζωγράφο νά ζωγραφίζη χωρίς χρώματα, γιά ἕνα συγγραφέα νά γράφη χωρίς πέννα καί χαρτί, γιά ἕνα γλύπτη νά σκαλίζη χωρίς σμίλη, γιά ἕνα στρατιώτη νά πολεμᾶ χωρίς ὅπλο, γιά ἕναν ἀοιδό νά τραγουδᾶ χωρίς γλῶσσα, γιά ἕνα βασιλιᾶ νά κυβερνᾶ χωρίς νόμους, γιά ἕνα ποιητή νά γράφη ποιήματα χωρίς… λέξεις.
Τό ἴδιο εἶναι χίμαιρα γιά ἕνα Χριστιανό νά νομίζη ὅτι μπορεῖ νά εἶναι Χριστιανός χωρίς νά προσεύχεται».
«Ἄν ἡ προσευχή δέν βγάλη τήν ἁμαρτία ἀπ᾽ τή ζωή σου, τότε ἡ ἁμαρτία θά βγάλη τήν προσευχή ἀπ᾽ τό ὁπλοστάσιό σου».
Ὁ πολυδοκιμασθείς Ἀναστάσιος Μ. γράφει: «Τόν ἐχθρό μας νά τόν φέρνουμε στό ὕψος κι ἐμεῖς στά πόδια του νά παρακαλοῦμε τό Θεό νά τόν συγχωρέση· νά δίνης ἐκτίμησι στόν ἐχθρό. Στό ὕψος νά τούς βάλουμε κι ἐμεῖς νά εἴμασθε στά πόδια τῶν ἐχθρῶν μας… Ὅσο πιστεύης στό Θεό τόσο δέν θέλης νά χαλάσης τήν ψυχή τοῦ ἄλλου. Δέν λέει προσευχηθῆτε γιά ὅσους σᾶς κατατρέχουν;…
Ἐμένα μέ κύκλωσαν ἀδικίες κι ἔκανα προσευχή. Ὅταν ἔβλεπα ἀδικία καί δέν μποροῦσα νά τή σταματήσω γονάτιζα καί φώναζα συγχώώώώρεσέ με Κύριε… Ἔτσι μοῦ περνοῦσε ἡ στενοχώρια… Γιατί οἱ προσευχές φθάνουν ἐπάνω. Οἱ προσευχές τά πάντα τά λειώνουν κι ἀμέσως προλαβαίνει ἡ καλωσύνη τοῦ Θεοῦ».
Ἡ Βασιλική Φωτοπούλου-Παλαιοῦ σημειώνει: «Δέν χρειάζεται Fax οὔτε Τelex
οὔτε ἄλλη τηλεφωνική
ἤ δορυφορική ἐπικοινωνία.
Δέν χρειάζεται εἰδικό ραντεβού
ἀπ᾽ τόν “ἰδιαίτερο”.
Οὔτε κἄν ὁρισμένη ὥρα
γιά νά Σοῦ μιλήσουμε.
Κι ἄς εἶσαι ὁ Βασιλεύς
τῶν βασιλέων.
Μόνο… μιά φωνή “ἐκ βαθέων”
χρειάζεται…».
«Ὁ μεγάλος ρῶσος λογοτέχνης L. Tolstoy στό βιβλίο του Παιδικά, Ἐφηβικά καί Νεανικά χρόνια περιγράφει μιά ἐμπειρία του ἀπό τά παιδικά του χρόνια, πού ἔμεινε βαθειά χαραγμένη στήν ψυχή του.
Φιλοξενοῦσαν συχνά στό σπίτι τους ἕναν ἄνθρωπο πολύ πονεμένο, πού ἐλάχιστες “ἄσπρες” μέρες εἶχε δεῖ στή ζωή του. Σέ μιά ἀπό αὐτές τίς ἐπισκέψεις, ὁ Tolstoy μαζί μέ τά μικρά του ἀδέλφια, παρακολούθησαν κρυφά τό γέροντα πού προσευχόταν στό δωμάτιο τό ὁποῖο τοῦ εἶχαν παραχωρήσει. Καί περιγράφει ὡς ἑξῆς τήν ἀνεξίτηλη σφραγίδα τήν ὁποία ἄφησε πάνω του αὐτή ἡ ἐμπειρία:
“Σταυρώνοντας τά μεγάλα του χέρια στό στῆθος, ὁ Γκρίσα, στεκόταν πρῶτα σιωπηλός μέ σκυμμένο τό κεφάλι μπροστά στίς εἰκόνες. Μετά ἔπεσε στά γόνατα καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Στήν ἀρχή ἀπάγγειλε σιγαλά γνωστές προσευχές· μετά τίς ἐπανελάμβανε δυνατότερα. Μετά ἄρχισε νά προσεύχεται μέ δικά του λόγια. Προσευχήθηκε γιά ὅλους τούς εὐεργέτες του (ἔτσι ἀποκαλοῦσε αὐτούς πού τόν φιλοξενοῦσαν)· ἀνάμεσα σ᾽ αὐτούς καί γιά τήν μητέρα μας καί γιά μᾶς.
Προσευχήθηκε γιά τόν ἑαυτό του, ζητώντας ἀπό τό Θεό νά συγχωρήση τίς προηγούμενες ἁμαρτίες του· καί μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη: Θεέ μου, συγχώρεσε τούς ἐχθρούς μου. Μετά συνέχισε νά ἐπαναλαμβάνη πολλές φορές: Κύριε, ἐλέησέ με· ἀλλά κάθε φορά μέ ἀνανεωμένη δύναμι καί μέ θέρμη.
Μετά εἶπε: Συγχώρεσέ με, Κύριε, καί δίδαξέ με, πῶς νά ζῶ. Καί τό εἶπε μέ τόση ἁπλότητα καί πίστι σάν νά περίμενε μιά ἄμεση ἀπάντησι στό αἴτημά του. Καί ἔπειτα τό μόνο τό ὁποῖο μπορούσαμε νά ἀκούσουμε, ἦταν λυπητερά ἀναφυλλητά. Σέ λίγο σηκώθηκε στά γόνατά του, σταύρωσε τά χέρια του στό στῆθος καί ἔμεινε σιωπηλός…
Καί ξαφνικά ἀναφώνησε: Γενηθήτω Κύριε, τό θέλημά Σου! Καί πέφτοντας μέ τό μέτωπο στό πάτωμα ἄρχισε πάλι νά κλαίη μέ λυγμούς σάν παιδί…”.
Καί συνεχίζει ὁ Tolstoy:
“Πολλές ἀναμνήσεις τοῦ παρελθόντος ἔχουν χάσει τή σημασία τους γιά μένα· ἀκόμη καί ὁ Γκρίσα ὁ προσκυνητής ἔχει ἀπό καιρό τελειώσει τό τελευταῖο του ταξίδι. Ἀλλά ἡ ἐντύπωσι, τήν ὁποία μοῦ ἔκανε ἐκείνη ἡ βραδυνή προσευχή του, δέν θά ξεθωριάση ποτέ!
Ὠ ἀληθινέ Χριστιανέ Γκρίσα! Ἡ πίστι σου ἦταν τόσο δυνατή πού ἔνοιωθες ζωντανή τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη σου γιά τό Θεό ἦταν τόσο μεγάλη, πού οἱ λέξεις ξεχύνονταν ἀπό τά χείλη σου ἀπό μόνες τους, χωρίς νά τίς μετρᾶς μέ τή λογική σου. Καί τί ὑπέροχη δοξολογία πρόσφερες, γιά νά δοξάσης τό μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ, ὅταν —μή βρίσκοντας λέξεις μέσα στόν πόνο σου— ἔπεσες κλαίγοντας στό πάτωμα καί φώναξες: Γενηθήτω, Κύριε τό θέλημά σου!”.
Εἴμασθε εὐγνώμονες στό μεγάλο Tolstoy γιά τήν “μαγνητοσκόπησι” αὐτῆς τῆς συγκλονιστικῆς προσευχῆς τοῦ ἁπλοϊκοῦ γέροντα προσκυνητῆ. Καί εἶναι κρίμα, πού ὁ τραγικός συγγραφέας, φυλακισμένος στόν ἑωσφορικό ἐγωϊσμό του, δέν φρόντισε ποτέ νά ἀξιοποιήση σωστά τό μάθημα τῆς προσευχῆς, τό ὁποῖο πῆρε ἀπό τόν ἀγράμματο χωρικό.
Τουλάχιστον ἔκανε τήν πολύ σωστή διαπίστωσι ὅτι οἱ λέξεις “Γενηθήτω τό θέλημά Σου”, εἶναι ἡ πιό ὑπέροχη δοξολογία τοῦ Θεοῦ».
«Ἕνας γέρος βαρκάρης πήγαινε βόλτα μέ τή βάρκα του ἕνα νέο. Στά κουπιά τῆς βάρκας του εἶχε γραμμένο στό ἕνα τή λέξι: Προσευχή καί στό ἄλλο τή λέξι: Ἐργασία.
Στ᾽ ἀνοικτά ὁ νέος λέει σαρκαστικά στό γέρο:
—Πᾶς πολύ ἀργά· ὅποιος ἐργάζεται δέν ἔχει ἀνάγκη νά προσεύχεται.
Ὁ γέρος δέν ἀπάντησε, μόνο ἄφησε τό κουπί πού εἶχε τή λέξι προσευχή καί ἄρχισε νά κωπηλατῆ μόνο μέ τ᾽ ἄλλο. Κωπηλατοῦσε… κωπηλατοῦσε καί ἡ βάρκα γυρνοῦσε πάντα στό ἴδιο μέρος.
Ἔτσι ὁ νέος εὔκολα κατάλαβε ὅτι μέ τό κουπί τῆς ἐργασίας χρειάζεται καί τό κουπί τῆς προσευχῆς καί αὐτά τά δύο δέν χωρίζονται».
«Ξέρετε τί εἶναι λάθος μέ τόν κόσμο σήμερα; Ὑπάρχουν πολλοί θεολόγοι καί θεολογοῦντες καί λίγοι ἄνθρωποι τῶν γονάτων τῆς προσευχῆς».
«Ρωτήσανε κάποτε ἕνα σοφό ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ· “ποιά εἶναι ἡ τελεία προσευχή”; Κι ἐκεῖνος ἀπάντησε:
Τέλεια προσευχή εἶναι ἐκείνη πού ἔχει τή θέρμη τῆς ἐπικλήσεως τοῦ Βαρτιμαίου, τήν ἐπιμονή τῶν λόγων τῆς Χαναναίας καί τήν πίστι τοῦ ἑκατοντάρχου».
«Ὁ Θεός ἐνδιαφέρεται περισσότερο νά μᾶς κάνη αὐτό πού πρέπει νά εἴμασθε, παρά νά μᾶς δώση ἐκεῖνο πού ἐμεῖς νομίζουμε ὅτι θά πρέπη νά ἔχουμε».
Γράφει ὁ π. Αnthony Βloom: «Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται καί νομίζουν ὅτι ἀπευθύνονται σέ ἄδειο οὐρανό· πολύ συχνά συμβαίνει αὐτό ἐπειδή ἡ προσευχή τους εἶναι χωρίς νόημα, παιδαριώδης.
Θυμᾶμαι τήν περίπτωσι ἑνός ἡλικιωμένου ἀνθρώπου πού μοῦ ἔλεγε ὅτι ὅταν ἦταν παιδί, προσευχόταν πολλούς μῆνες γιά νά τοῦ δώση ὁ Θεός τό καταπληκτικό δῶρο τό ὁποῖο ὁ θεῖος του κατεῖχε —δηλαδή κάθε βράδυ νά βγάζη τά δόντια του ἀπό τό στόμα του καί νά τά βάζη σ᾽ ἕνα ποτήρι νερό— καί ὅτι ἀργότερα ἦταν τρομερά εὐτυχισμένος διότι ὁ Θεός δέν τοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἐπιθυμία του. Συχνά οἱ προσευχές μας εἶναι τόσο παιδιάστικες, ὅπως αὐτή, καί φυσικά δέν ἱκανοποιοῦνται».
«Καθώς κάποτε ὁ Χριστός “οὐκ ἀπεκρίθη λόγον” στή Χαναναία, ἔτσι καί σέ μᾶς ὁ Θεός δέν ἀποκρίνεται. Ὁ Θεός σιγᾶ. Σιγᾶ, ὅταν σ᾽ ὅλη τους τή ζωή ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ τοῦ ζητοῦν τέκνο. Σιγᾶ, ἐνῶ ἐπί τρεῖς ὁλόκληρους αἰῶνες ἡ καταδιωκόμενη Ἐκκλησία περιμένει τήν ἀπολύτρωσι. Ὁ Θεός σιγᾶ. Ἀλλά δέν εἶναι ἀδράνεια, ἀγαπητοί, ἡ σιγή. Τόσα πράγματα ἐνῶ σιγοῦν ἐκτελοῦν τίς μεγαλύτερες ἐργασίες! Ὁ σπόρος πού δρᾶ ἀπαρατήρητος στά βάθη τῆς γῆς, οἱ χημικές ἀναλύσεις καί συνθέσεις πού διαμορφώνουν ὁλόκληρα ἐργαστήρια ἀλχημείας στά σπλάγχνα της, ἡ τεράστια κίνησί γύρω ἀπό τόν ἥλιο, οἱ ἀδιάκοποι στροβιλισμοί παμμεγίστων σφαιρῶν καί συστημάτων στό ἄπειρο κενό, ὅλα αὐτά σιγοῦν καί ὁ ἐλάχιστος κρότος τους δέν ἀκούγεται· ἀλλά ποιός θά παρέβαλλε πρός τίς ἐνέργειές τους τίς βοές ἑνός κενοῦ βαρελιοῦ; Ὅσο εὐθύτερος σπεύδει πρός τόν ὠκεανό ὁ ποταμός, τόσο πιό ἀνωφελής εἶναι, καί ὅσο περισσότερο θλᾶται δεξιά καί ἀριστερά καί διαγράφει ρεῦμα ἑλικοειδές ἀνάμεσα στίς πεδιάδες, καί καθυστερεῖ νά βυθισθῆ στή θάλασσα, τόσο περισσότερο εὐεργετικός εἶναι σέ μεγαλύτερες ἐκτάσεις. Ἐκεῖνα τά πλοῖα ἔρχονται φορτωμένα μέ πλούσια ἐμπορεύματα, ὅσα ἔρχονται ἀπό μακρυνές χῶρες καί ὕστερα ἀπό πολύμηνα ταξίδια, ἐνῶ ὅσα ἔρχονται ἀπό τά γειτονικά λιμάνια μᾶς φέρνουν λεμόνια καί καρπούζια. Σιγᾶ, λοιπόν, καί καθυστερεῖ ὁ Θεός; Σιγᾶ καί καθυστερεῖ γιά νά πληρώση μέ τόν τόκο. Τί Τοῦ ζητοῦν ὁ Ζαχαρίας καί ἡ Ἐλισάβετ; Τέκνο; Ἀλλ᾽ Αὐτός ἀργεῖ γιά νά τούς προσφέρη ὄχι ἁπλῶς τέκνο, ἀλλά τό μέγιστο τῶν προφητῶν. Καί τί Τοῦ ζητᾶ ἡ καταδιωκόμενη Ἐκκλησία; Ἀπολύτρωσι ἀπό τούς φονιάδες της; Ἀλλ᾽ Αὐτός θά στείλη τήν ἀπάντησί Του μετά ἀπό τρεῖς αἰῶνες, γιά νά τήν ἀνεβάση καί στούς θρόνους τῶν Καισάρων. Ἄλλωστε, εἶναι ἀνάγκη νά μάθη αὐτός πού ζητᾶ τί θέλει καί ἀπό Ποιόν λαμβάνει καί πόσο ὀφείλει νά εὐγνωμονῆ καί ποῦ νά προσκολλᾶται σάν σέ βράχο ἀρραγῆ καί πῶς νά καλλιεργῆ τίς ἐλπίδες του στό Θεό καί μέ ποιό τρόπο νά τροχίζη τήν πίστι του ἀδάμαστη, τά ὁποῖα δέν θά ἀπολάμβανε, ἐάν ἀμέσως καί σάν ἀπό μηχανῆς ὁ οὐρανός συμβιβαζόταν σύμφωνα μέ τίς θελήσεις του. Αὐτά, λοιπόν, ἔχοντας ὑπόψιν, ἀγαπητέ, μή ἀποκάμης καί νά μήν ἀποθαρρύνεσαι στίς προσευχές σου. Κτύπα τόν χάλυβα καί μιά φορά καί δυό καί τρεῖς καί δέκα, μέχρι νά ἀναδοθοῦν ἀπ᾽ αὐτόν οἱ σπινθῆρες τοῦ θείου. Κτύπα τή θύρα ὄχι ὅπως οἱ ἀλῆτες, οἱ ὁποῖοι κτυποῦν τίς γειτονικές θύρες καί φεύγουν, διότι θέλουν ἁπλῶς νά παίξουν, ἀλλά κροῦε σπουδαῖα καί κροῦε καί πάλι κροῦε, μέχρι νά ἀνοίξη ὁ οἰκοδεσπότης καί λάβης τήν ἀπάντησι τήν κατάλληλη. Μήν περιορίζεσαι ἁπλῶς στό νά ἐγχειρίσης τήν ἐπιταγή σου στόν τραπεζίτη, ἀλλά περίμενε, ναί, περίμενε νά σοῦ τήν ἐξαργυρώση καί νά βάλης τό χρῆμα στίς τσέπες. Ἄς εἶναι οἱ δεήσεις σου ὄχι σάν βολές πού ρίχνονται ἄσκοπα στόν ἀέρα, ἀλλά παρόμοιες μέ τό φημισμένο τόξο τοῦ Ἰωνάθαν, τοῦ ὁποίου οὐδέποτε κανένα βέλος δέν ἐπέστρεψε πίσω κενό. Νά μιμῆσαι τέλος τήν καρτερική Χαναναία, ἡ ὁποία δέν ἔπαυσε τρέχοντας καί κράζοντας καί προσκυνώντας μπροστά καί πίσω τόν Κύριο πού ἔφευγε, μέχρι πού ἀπέσπασε ἀπό τό στόμα Του τήν παρήγορη ἀπάντησι: “Ὦ γύναι, μεγάλη σου ἡ πίστις! γενηθήτω σοι ὡς θέλεις”».
«Ὅσο πιό ἀποκαρδιωμένοι αἰσθανόμασθε τόσο μεγαλύτερη παρίσταται καί ἡ ἀνάγκη γιά προσευχή καί αὐτό ἀσφαλῶς ἔνοιωσε μιά ἡμέρα, κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς του, ὁ Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης καθώς ἕνας διάβολος πού τόν παρακολουθοῦσε τοῦ ψιθύριζε: “ὑποκριτά, πῶς τολμᾶς νά προσεύχεσαι μέ τό ρυπαρό νοῦ σου γεμᾶτο ἀπό σκέψεις τίς ὁποῖες διαβάζω;”. Καί αὐτός ἀπάντησε: “ἐπειδή ἀκριβῶς ὁ νοῦς μου εἶναι γεμᾶτος ἀπό σκέψεις τίς ὁποῖες ἀντιπαθῶ καί πολεμῶ, γι᾽ αὐτό προσεύχομαι στό Θεό».
Ὁ Στάρετς Ἀμβρόσιος ἔλεγε: «Προσεύχεσαι ἀνόρεκτα, μόνο καί μόνο, ἐπειδή σοῦ τό ἐπέβαλε ὁ Πνευματικός; Δέν πειράζει ἄν εἶναι καί ἀνόρεκτα. Ἡ ὑπακοή εἶναι πάνω ἀπ᾽ ὅλες τίς νηστεῖες καί ὅλες τίς προσευχές».
[Γέρ. Παΐσιος:]—Νά … γιά παράδειγμα: Ἐγώ καμμιά φορά βαριέμαι νά ἑτοιμάσω φαγητό ἤ μοῦ εἶναι πικρό καί δέν θέλω νά τό φάω. Ναί, ἀλλά αὐτό μοῦ δημιουργεῖ μιά ἐξάντλησι! Σταμάτα, λέω· τί θά γίνη ἐδῶ; ποῦ πάει τό πρᾶγμα;… Σηκώνομαι καί τό τρώω. Πικρό-ξεπικρό φᾶτο τώρα, σάν φάρμακο. Τό κάνω αὐτό καί χαίρομαι. Πρέπει νά βιάζη κανείς τόν ἑαυτό του, ἀλλά νά τοῦ προξενῆ χαρά αὐτό… Ἀλλοιῶς θά κάνη ἐμετό! Ἐνῶ ἄν σκέπτεται ὅτι αὐτό εἶναι πικρό, ἀλλά εἶναι φάρμακο καί θά μέ γιατρέψη, θά μοῦ κάνη καλό στήν ὑγεία, βιάζεται νά τό κάνη ἀλλά νοιώθει καί χαρά. Ἔτσι εἶναι καί μέ τήν προσευχή… μέ τά πνευματικά. Πρέπει κανείς νά βιάζη τόν ἑαυτό του ἀλλά νά τό κάνη μέ χαρά! Νά τοῦ προξενῆ χαρά αὐτό».
• Σημειώνει καί ὁ Στάρετς Μακάριος: «Λές ἀκόμα ὅτι στό σπίτι προσεύχεσαι πολύ καλύτερα, βιώνοντας μιά ἀπερίγραπτη πνευματική ἡδονή, καί διαπιστώνοντας τόν προσπορισμό μεγάλης πνευματικῆς ὠφέλειας. Ἐνῶ, ἀντίθετα, στήν ἐκκλησία δέν ἔχεις τόσο καρποφόρα προσευχή.
Δέν καταλαβαίνεις ὅτι αὐτό εἶναι μιά μεγάλη πλάνη, τροφοδοτημένη μάλιστα, ἀπό τήν ἴδια ἐκείνη δηλητηριασμένη πηγή, πού μαραίνει τήν ἠρεμία καί τήν εἰρήνη τῆς καρδιᾶς σου;
Νά εἶσαι σίγουρος πώς ὅταν προσεύχεσαι μόνος σου, μ᾽ ἕνα τρόπο πού σέ γεμίζει γλυκύτητα καί σοῦ φέρνει ἀπολαυστικά δάκρυα, ὁ Θεός δέν ἱκανοποιεῖται. Ἡ γλυκύτητα καί τά δάκρυα, πού δέν συνοδεύονται ἀπό ἕνα βίωμα βαθύτατης ταπεινοφροσύνης, δέν εἶναι παρά πειρασμικά. Ἔχοντας, λοιπόν, ὑποκύψει στό σπίτι σ᾽ αὐτό τόν πειρασμό, καί μή βρίσκοντάς τον στήν ἐκκλησία, συμπεραίνεις, ὅτι σοῦ εἶναι ἄχρηστος ὁ ἐκκλησιασμός. Μετά ἀπ᾽ αὐτό, γιατί ἀπορεῖς πού γίνεσαι ἕρμαιο μιᾶς θανάσιμης καταθλίψεως; Μήν ἀμφιβάλλης ὅτι αὐτή ἡ κατάθλιψι εἶναι ὁ καρπός τῶν προσευχῶν σου στό σπίτι: Ὁ πειρασμός πρῶτα σέ ἐκτοξεύει ψηλά, στήν κορυφή τοῦ κύματος, κι ἔπειτα σέ καταποντίζει στά βάθη τῆς ἀβύσσου. Κι ἐσύ ἔχεις γίνει ἕνα πειθήνιο ὄργανό του, ἕνα παιχνιδάκι στά χέρια του. Γιατί; Ἐπειδή ἔχεις παγιδευθῆ στά δίκτυα τῆς κενοδοξίας.
Σοῦ συνιστῶ νά προσεύχεσαι μέ ἁπλότητα. Μήν προσδοκᾶς καί μήν ἐπιδιώκης νά δῆς μέσα σου κάποιους ἐντυπωσιακούς καρπούς ἤ “δῶρα” τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ. Θεώρησε τόν ἑαυτό σου ἀνάξιο γι᾽ αὐτά. Μόνο ἔτσι θά βρῆς τήν εἰρήνη.
Χρησιμοποίησε τήν ἄδεια, τήν παγερή, τή στεγνή προσευχή σου σάν τροφή γιά τήν ταπείνωσι. Ἐπαναλάμβανε σταθερά: “Εἶμαι ἀνάξιος! Κύριε, εἶμαι ἀνάξιος!”. Ἀλλά λέγε το ἤρεμα, χωρίς ταραχή. Αὐτή τήν ταπεινή προσευχή, ἀντίθετα μ᾽ ἐκείνη τήν ἀπολαυστική πού σ᾽ εὐχαριστεῖ, τήν ἀποδέχεται ὁ Θεός».
Γράφει ὁ π. Ἀλέξανδρος Ἐλτσιανίνωφ: «Μιά καί “γινώσκει ὁ Πατήρ”(τίς ἀνάγκες μας), γιατί νά Τοῦ ζητᾶμε, ὅπως πράττουμε στό “Πάτερ ἡμῶν” καί σ᾽ ἄλλες προσευχές; Τό νόημα, ὅμως, τῆς προσευχῆς εἶναι τοῦτο, ὅτι ἐνέχει μέσα της τήν ἐνσυνείδητη στροφή μας πρός τό Θεό καί τήν ταπείνωσί μας, ὅπως καί τή συναίσθησι τοῦ δεσμοῦ μας καί τῆς ἐξαρτήσεώς μας ἀπό τό Θεό· πέρα ἀπ᾽ αὐτό, εἶναι σημαντικό τό γεγονός ὅτι ἐκφραζόμασθε κι ἐπικοινωνοῦμε μαζύ Του».
«Ὁ θεμελιωτής τῆς συγχρόνου φυσικῆς Μax Ρlanck ἀναφερόμενος στίς ὠφέλειες τῆς προσευχῆς γράφει τά ἑξῆς: “Μόνο ἡ ἐπικοινωνία μέ τό Θεό ἐξασφαλίζει τήν ἐσωτερική σταθερότητα καί τή διαρκῆ ψυχική γαλήνη, τήν ὁποία θεωροῦμε ὡς τό ὕψιστο ἀγαθό. Καί ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός εἶναι ὄχι μόνο παντοδύναμος ἀλλά καί ἀγαθός καί εὔσπλαγχνος, τότε ἡ πρός Αὐτόν καταφυγή ἐξασφαλίζει, σ᾽ αὐτό πού διψᾶ παρηγορία, ἐξαιρετικῶς μέγα αἴσθημα εὐτυχίας. Ὑπέρ τῆς ἀπόψεως αὐτῆς δέν εἶναι δυνατόν νά προκύψη οὔτε ἡ ἐλάχιστη ἀντίρρησι ἐκ μέρους τῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν. Ὁπουδήποτε καί ὁσονδήποτε βαθύτερα ἄν προσηλώσουμε τά βλέμματά μας, πουθενά δέν βρίσκουμε καμμιά ἀντίφασι μεταξύ θρησκείας καί τῶν Φυσικῶν Ἐπιστημῶν, ἀντιθέτως μάλιστα, στά κρισιμότερα ἀκριβῶς σημεῖα βρίσκουμε πλήρη συμφωνία.
Ὁ ἀπό τούς μεγαλύτερους ἀστρονόμους τοῦ αἰῶνα μας [τοῦ 20οῦ] Εddington, ὁ ὁποῖος στό εὐρύ κοινό ἦταν γνωστός ὡς φιλόσοφος-Χριστιανός, σέ μιά διάλεξί του ἀνέφερε ὅτι “Ἡ ἐπιστήμη εὑρισκομένη ἐνώπιον συναθροίσεως ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι διαπνέονται ἀπό ἀγάπη πρός τό Ὑπέρτατο Ὄν καί τόν πλησίον, καί οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνουν τά αἰσθήματα τάὁποῖα τούς διακατέχουν μέ ζωντανή προσευχή, ἡ ὁποία ἐξαγιάζει τό περιβάλλον καί παρασύρει καί τούς παρόντας, τυχόν ἀδιαφόρους, σέ ἀνάτασι πνευματική καί ἐπαφή μέ τό ὑπέρτατο Ὄν, ὀφείλει νά σταθῆ μέ εὐλάβεια καί νά μή θελήση νά ἐξηγήση μέ ἐπιστημονική ἐμπειρία τό συναρπαστικό αὐτό φαινόμενο”
Ὁ ἐπινοητής τῆς ἀσυρμάτου τηλεγραφίας Μarconi ὑπῆρξε πιστός Χριστιανός καί ὑπέρμαχος τῆς ἀξίας τῆς προσευχῆς. “Διακηρύττω”, ἔλεγε, “μέ ὑπερηφάνεια, ὅτι εἶμαι πιστός. Πιστεύω στή δύναμι τῆς προσευχῆς. Πιστεύω σ᾽ αὐτό ὄχι μόνο ὡς πιστός Χριστιανός, ἀλλά συγχρόνως ὡς ἐπιστήμων”. Ὅταν δέ αὐτός ἐπιχείρησε καί πέτυχε τήν πρώτη ἀσύρματη σύνδεσι, οἱ πρῶτες φράσεις τίς ὁποῖες ἐξέπεμψε ἦταν: “Γενηθήτω τό θέλημά Σου· ρῦσαι ἡμᾶς ἀπό τοῦ πονηροῦ”. Δηλαδή δυό φράσεις ἀπό τήν προσευχή τήν ὁποία παρέδωσε στούς μαθητές Του ὁ ἴδιος ὁ ἱδρυτής τοῦ Χριστιανισμοῦ».
«Ἡ προσευχή εἶναι ἀνέβασμα τοῦ μυαλοῦ. Τά λόγια τά ὁποῖα λέμε, δέν τά λέμε γιά νά τά ἀκούση ὁ Θεός, ἀλλά γιά νά τά ἀκούσουμε ἐμεῖς. Γιά νά πληροφορηθοῦμε ἐμεῖς, γιά νά πειθαρχήσουμε τή σκέψι μας. Ἀλλά ὅταν οἱ σκέψεις εἶναι πειθαρχημένες καί ἀνεβαίνουν, τότε ἀνεβαίνει ὅλο τό εἶναι μας».
«Ὑπάρχουν προσευχές πού ἀποτελοῦν φλυαρία, πού καταρρίπτουν καί τήν ἀνθρώπινη ἀξιοπρέπεια ἀκόμη. Μήπως δέν ὑπάρχουν κίβδηλα νομίσματα; Τρόφιμα νοθευμένα; Καί φάρμακα νοθευμένα; Ἔτσι ὑπάρχει καί νοθευμένη προσευχή. Ἀλλά ἡ γνήσια, ἡ ἀληθινή προσευχή εἶναι μία ἐπαφή τήν ὁποία ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέ τό αἰώνιο… Μήν παραμελῆς τήν προσευχή κι ὅταν ἀκόμη σοῦ ἔρχονται τέτοιες ἀμφιβολίες [γιά τήν ὠφελιμότητα τῆς προσευχῆς]. Καί μή φοβηθῆς μήπως δέν εἶναι εὐπρόσδεκτη ἔναντι τοῦ Οὐρανοῦ ἡ προσευχή πού γίνεται μέ ἀμφιβολία. Βέβαια, νά μή γίνεται μέ ὑποκρισία, μέ ἀδικία, μέ ἀνοσιότητα. Ἀλλά ὅταν γίνεται μέ ἀμφιβολία ἁγνή, τότε ὁ Πατέρας σου… γι’ αὐτό εἶναι Πατέρας, γιά νά καταλαβαίνη τήν ἀμφιβολία αὐτή».