Oι τελευταίες ώρες της Πόλης… και η τελευταία Λειτουργία στην Αγια Σοφιά…


Δέν τελείωσεν μως τελευταία λειτουργία. Μίαν μέραν, τήν ποίαν θ δώση Θεός, θά παναρχίση π’ κε, που σταμάτησε, κα θ εναι μεγάλη μέρα, τήν ποίαν περιμένει τ γένος τν Ελλήνων...

Αλαλαγμοί χαρς δι τά πιλάφια το Παραδείσου κα τούς θησαυρος τς γς κούοντο ες λον τό στρατόπεδον. Τν σπέραν ναψαν μεγάλας πυράς ξω τν τειχν κα φωταγώγησαν λα τ πλοα ες τν Κεράτιον Κόλπον, ς ν το πανήγυρις. Ενας πύρινος κύκλος ζωνε τν Πόλιν, Κα στραψαν π τς γρίας φλόγας Πόλις, λιμήν, Γαλατάς. Καί τ πυροβόλον το χθρο διαρκς κρότει κα διαρκς νοιγε τς πς ες τ τείχη, δι ν νοίξη πύλας, ν εσέλθη χθρός.         
Εντός μως τς πολιορκημένης Πόλεως, τν ποαν ζωνον ο χθροί, τίποτε δν μοίαζε μ τ βάρβαρον ατ θέαμα. Ο πρόμαχοι το Γένους σαν τοιμοι ν ποθάνουν δ, δι τν πίστιν το Χριστο κα δι τν Πατρίδα, χι δι τ πιλαφια κα το μέλι το Παραδείσου.Α φωταψίαι, α μουσικα κα ο λαλαγμο τν χθρν, ξω π τ τείχη, τος εδοποίουν, τι εχε φθάσει μεγάλη, κρίσιμος στιγμή.
       
Ατοκράτωρ εχε στειλει τος Αρχιερες, τος ερες κα τος μοναχος ν νθαρρυνουν τ πλήθη, χι ποσχόμενοι, πως ο δερβίσαι το Μωάμεθ, πίγεια γαθά, λλ μ τν πίστιν κα τν πομονν ες τ θέλημα το Θεο με τν θαυματουργν εκόνα τς Παναγίας Οδηγητρίας, στορημένην π τν ερώτατον ζωγράφον, παρακαλοντες τν Μεγαλόχαρην ν σώση πάλιν τν Βασιλεύουσαν, πως τν εχε σώσει τόσας λλας φοράς.            
Κα ν ερ λιτανεία διήρχετο τ τείχη, λας ναρίθμητος, γυνακες κα παιδιά, με δάκρυα ες τος φθαλμος,κολούθουν ψλλοντες:«Κύριε λέησον ! Κύριε λέησον !»Αλλ τ θέλημα το Θεο το ν πέση «παρτη» Πολις.            
Ο Κωνσταντνος φιππος έν μέσ τν πολεμιστν του πάνω ες τ τείχη, διδε παντο τς τελευταίας του διαταγς, δι τν μεγάλην στιγμήν, μψυχώνων με τ παράδειγμά του το θάρρος των.« κίνδυνος εναι μέγας. . .» τος επε. «λλά δέν πρέπει ν’πελπιζώμεθα. Θες εναι μαζί μας».Μία βοή ψώθη τότε π χιλιάδας στόματα. βομβαρδισμς τν τειχν εχε σταματήσει μίαν στιγμή.          
Κωνσταντνος εχεν ννοήσει, τι χθρς τοιμάζεται δια τν μεγάλην φοδον. Κα πρν πέσ μαζ μ τν τελευταον λεμιστήν πάνω ες τ τείχη τς Πόλεως ς βασιλεύς,θέλησε ν κτελέσ, τ τελευταον του χρέος ς χριστιανός. Και κέντησε τν ππον του δι τ «Μεγάλο Μοναστήρι».          Μετ’ λίγον Κωνσταντνος εσήρχετο, μ τήν κεφαλήν ελαβς σκυμένη, ες τν δοξασμένον Ναν τς Αγίας Σοφίας. φο διλθε τς βασιλικς κα τς λλας ξ πύλας του σωνάρθηκας,προχρησε δι μέσου τν μεγαλοπρεπν κιόνων τς μεσαίας στος,κάτωθεν το περλαμπρου θόλου, στις ς λλος ορανός, λουόμενος ες τ φς, πλώνεται πάνω ες τς κεφαλς τν πιστν.         
Η λειτουργία εχεν ρχίσει. Και το τελευταία λειτουργία το μεγάλου ναοτς χριστιανοσύνης. Τν ντύκτα κείνην π τν θόλον τς Αγίας Σοφίας, νας λας λόκληρος, γονατιστός, δέετο δι τν σωτηρίαντς Θεοφρουρήτου Πόλεως. το κε ,λη βασιλικ οκογένεια,λοι ο νθρωποι το παλατίου, λοι ο επατρίδαι τς βυζαντινς ριστοκρατίας,, νωμένοι μ τος πολεμιστς κα το νθρώπους το λαο. λληνες, Γενουήνσιοι, Βενετοί, ς νας νθρωπος, μιά ψυχή, μία,καρδία λοι.«Σσον, Κύριε τν λαόν Σου !»          
Ηστραπτον τ πολύχρωμα μάρμαρα το ραίου ναο, πράσινα,σμαράγδινα, λευκά, κόκκινα, κυαν, ροδόχροα, τα μάρμαρα χιλίων τόπων κα χιλίων λατομείων, κάτω π τ φς τν πολυελαίων. φάντταζαν θαυμαστά στορήματα μ τ πλούσια μωσαϊκά. ζωντάνευαν μέσα εςτ σύννεφα το λιβάνου α εκόνες τν γίων ες τ τέμπλον κα τ εκονοστάσια, πισθεν τν μεγάλων στραπτερν μανουαλίων.Καί α εραί ψαλμωδίαι, πό τα χείλη το χορο τν ερέων κα τν ψαλτν,νέβαιναν ς γγελικά σματα, πρς τον θρόνον το πολυελέου Θεο.         
«Σσον, Κύριε τν λαόν Σου !»  Κωνσταντνος προχώρησε σκυμένος κα γονάτισεν ν μέσω το πλήθους τν πιστν, ν τά χείλη του σάλευον ελαβς. βασιλες προσηύχετο. Κα τ δάκρυα τν πιστν τρεχον κράτητα λόγυρ του:          
«Σσον, Κυριε, τν λαόν Σου !»Μία βαθύτατη σιωπ χύθη λόγυρα. Κα ν τ μέσ τς βαθείας σιωπς κούσθη π τ βάθη το ερο:
«Μετ φόβου Θεο, πίστεως κα γάπης προσέλθετε !»          
Ο Κωνσταντνος γέρθη πρτος, προχώρησε πρς τ ερόν, μτ κολουθίαν το χορο τν διακόνων κα ς να εχε τ ξίωμα το ρχιερέως, πως πεκράτει π τος Ρωμαίους Ατοκράτορας, στάθη πρ τς Ωραίας Πύλης, πέναντι τς Αγίας Τραπέζης, φαιρν τ στέμμα το, βασιλεύς ατς τς γης, πρ το Βασιλέως το Ορανο.           
«Μεταλαμβάνει δολος το Θεο Κωνσταντνος. . .»  Κωνσταντνος λαβε μ ελάβειαν το δισκοπότηρον. Το φερονες τ χείλη του, τ σπάσθη κα πως το συνήθεια ν μεταλαμβάνει μόνος του βασιλεύς, κοινώνησε τν Αχράντων Μυστηρίων.            
Οδες μπόρεσε ν κρατήση τ δάκρυά του. Μία βο πό πνιγομένους λιγμος πλημύρισε τν έρα το μεγάλου ναο τς Χριστιανοσύνης.Μ τν ατν τάξιν Κωνσταντνος ξλθε το ναο καί κατηυθύνθη πρς τ νάκτορά του κατ’ εθείαν. Ατήν τ φορά μως δν εσήρχετοες τα νάκτορά του ς βασιλεύς. Εσήρχετο ς μαρτωλός, στις,ρχετο ν ζητήση χριστιανικώς συγχώρησιν κα π τν τελευταον του πηρέτην. «Συγχωρετε με ! . . .»         
Κα τν στιγμν κείνην, γράφει κάποιοις, ποος παρέστη  κε, πρεπε ν εναι κανες π πέτραν ξύλον καμωμένος, δι ν μ δακρύση.Τν ατήν σπέραν Κωνσταντνος, τελευταίος Παλαιολόγος,πιπτε νεκρός, πολεμν ς τελευταιος στρατιώτης πρό τς πύλης το γίου Ρωμανο. Κα ατό το βράδυ πιπτεν «παρτη» Πόλη. τελευταία λειτουργία τς γίας Σοφίας πνίγηκε στ αμα τνΧριστιανν, ες τήν μεγαλην θυσίαν.«Κ Δέσποινα ταράχτηκε, δακρύζουν ο εκόνες . . .»
Δέν τελείωσεν μως τελευταία λειτουργία. Μίαν μέραν, τήν ποίαν θ δώση Θεός, θά παναρχίση π’ κε, που σταμάτησε, κα θ εναι μεγάλη μέρα, τήν ποίαν περιμένει τ γένος τν Ελλήνων.


Παύλος Νιρβάνας
"Σημεία των καιρών"