Παπα-Ηλίας Υφαντής
Εκείνος περίπου 80χρονος κι εκείνη περίπου 25χρονη. Εκείνη καθηγήτρια της ιστορίας σε πανεπιστήμιο της Γαλλίας κι εκείνος μόλις απόφοιτος της 2ας Δημοτικού. Εκείνη παντελώς άθεη- ή για την ακρίβεια
μηδενίστρια-κι εκείνος-σοφός μέσα στην αγραμματοσύνη του-φώτιζε, δρόσιζε και πότιζε τα κοπάδια των ανθρώπων, που τον επισκέπτονταν στο Μήλεσι της Αττικής. Όπου κι εκείνη, αναζητώντας, μέσα στα σκοτάδια της πολυγνωσίας της, τη διέξοδο κάποιου κεριού, οδηγείται στο ερημητήριό του, όπως η Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ.
Η έξοδός της απ’ το κελί, μετά τη συνομιλία τους, επισφραγίστηκε με δάκρυα ευτυχίας. Διαμαρτυρήθηκε στη σύνοδό της, που της είχε πει ότι ο Γέροντας, που τόση ώρα της μιλούσε στα γαλλικά, δεν γνωρίζει ούτε λέξη από τη γαλλική γλώσσα.
Και οι παρευρισκόμενοι έμειναν κατάπληκτοι, όταν άκουσαν ότι και η Γαλλίδα, που ο Γέροντας την άκουγε να του μιλάει ελληνικά δεν γνώριζε ούτε κι αυτή ελληνικά.
Δεν τα πιστεύετε; Δικαίωμά σας. Επιτρέψτε μου όμως να σας πω ότι πρόκειται για τον Άγιο Πορφύριο, που, σαν τον Τειρεσία, τυφλός στα γεράματά του έβλεπε το καθετί, σαν μέσα σε μια σπιθαμή νερού. Και πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε το θαύμα της Πεντηκοστής. Τότε που οι μαθητές του Χριστού μιλούσαν στην μοναδική γλώσσα που γνώριζαν-εβραϊκή ή αραμαϊκή-κι εκείνοι, που δεν γνώριζαν αυτή τη γλώσσα, άκουγαν ο καθένας να τους μιλούν στις πολλές και διάφορες δικές τους γλώσσες.
Και το περιστατικό αυτό δεν είναι το μοναδικό στις μέρες μας. Διηγείται κάποιος παπάς: Μιλούσαν ιδιαιτέρως ο Άγιος Παΐσιος, μ’ έναν Γάλλο, που δεν γνώριζε ελληνικά. Και μετά ένα τέταρτο συζήτησης ο Γάλλος έφυγε χαρούμενος….
Και, βέβαια, πρόκειται για τη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος. Αυτήν, που μίλησε ο άνθρωπος, όταν ήταν στον Παράδεισο. Αυτήν που μιλούν οι άγιοι σε κάθε εποχή. Και με την οποία όχι μόνο με όλους τους ανθρώπους μπορούν να συνεννοηθούν, αλλά κόμη και με τα ζώα και τ’ άψυχα.
Βέβαια κάποιοι θα μας πουν ότι το θαύμα αυτό στις μέρες μας έγινε, χάρη στην προηγμένη τεχνολογία, πεζή πραγματικότητα, στα διάφορα διεθνή συνέδρια. Όπου τα λεγόμενα του καθενός ομιλητή μεταφράζονται αυτόματα σε άλλες γλώσσες, που γνωρίζουν οι ακροατές.
Όμως υπάρχει μια μεγάλη διαφορά. Οι άνθρωποι των διαφόρων συνεδρίων, παρότι καταλαβαίνουν τα λεγόμενα των συνομιλητών τους, δεν μπορούν εντούτοις να συνεννοηθούν.
Και γιατί συμβαίνει αυτό; Πώς, δηλαδή, συμβαίνει οι άγιοι να συνεννοούνται ακόμη και με τα ζώα και τ’ άψυχα κι εμείς να μη μπορούμε ούτε με τους συνανθρώπους μας να συνεννοηθούμε;
Είναι, θα μπορούσαμε να πούμε, πολύ απλό. Γιατί η γλώσσα δεν βρίσκεται στο στόμα μας αλλά στην καρδιά μας. Οι άγιοι συνεννοούνται με τα ζώα και τ’ άψυχα, γιατί γνωρίζουν και μιλούν τη γλώσσα της αγάπης. Γιατί όλοι και όλα σε τελική ανάλυση αναπαύονται και ειρηνεύουν με τη γλώσσα της αγάπης.
Οι άνθρωποι έπαψαν να συνεννοούνται, όχι όταν κομματιάστηκε σε διάφορα γλωσσικά ιδιώματα ο προφορικός τους λόγος, αλλά όταν κομματιάστηκε, απ’ την αλαζονεία και την απληστία, η γλώσσα της καρδιάς τους. Και αυτό ακριβώς υπονοεί η διήγηση σχετικά με... τον Πύργο της Βαβέλ:
Γιατί η γλώσσα της Βαβέλ εκφράζει την εωσφορική επιβολή και την τιτανική αλαζονεία. Με την οποία ο άνθρωπος θέλει, όχι μόνο να φτάσει το Θεό αλλά και να τον εξοβελίσει. Πρόκειται για τη γλώσσα του δεσποτισμού και της τυραννίας. Που χρησιμοποιούν αυτοί, που κατακερματίζουν την κοινωνία και την Εκκλησία. Και μας καλούν κάθε φορά να επικροτήσουμε και χειροκροτήσουμε αυτούς και της γλώσσα τους. Ή μάλλον πιο σωστά τη σύγχυση και τη σκοτοδίνη τους.
Είναι η γλώσσα που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση χρησιμοποίησαν στη Σερβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία και στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη μας, αυτόν τον καιρό, οι ΝΑΤΟϊκοί και οι Τούρκοι. Και που καθόλου δεν τους αρέσει να την μιλούν οι άλλοι σ’ αυτούς. Γιατί, όταν την μιλούν αυτοί στους άλλους, τη λένε γλώσσα της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Ενώ όταν οι άλλοι τη μιλούν σ’ αυτούς, τη λένε γλώσσα της τρομοκρατίας.
Κι αυτή τη γλώσσα, δυστυχώς, χρησιμοποιούμε, στη συντριπτική πλειονότητά μας, όλοι οι άνθρωποι: Τη γλώσσα, που μας εμπνέει τη διάθεση να γελούμε στον πόνο των άλλων. Κι όταν εκείνοι ζητούν ψωμί και αγάπη, εμείς να τους προσφέρουμε μίσος, μαχαίρι και θάνατο. Κι όμως…
Όλοι μας θέλουμε να μας αγαπούν οι άλλοι. Και στις δύσκολες στιγμές μας να μας συμπαραστέκονται. Κι όλοι μας θέλουμε ν’ ακούσουμε απ’ τους άλλους τον καλό και τον γλυκό τους λόγο. Αλλά γιατί δεν θέλουμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο γι’ αυτούς, που ζητούν τη δική μας βοήθεια και συμπαράσταση; Και γιατί να οπλίζουμε τη γλώσσα μας με θανατηφόρο δηλητήριο!
Δεν θα ’ταν καλύτερα απ’ το «εγώ» να μεταφερθούμε στο «συ»; Να μπαίνουμε, δηλαδή πριν από κάθε λόγο και πράξη μας στη θέση του άλλου! Κι αν δεν μπορούμε-σαν το Άγιο Πορφύριο, το Άγιο Παΐσιο να μιλούμε τη γλώσσα του Αγίου Πνεύματος, να μιλούμε τουλάχιστο τη γλώσσα της ανθρωπιάς και της καλοσύνης! Που κι εμείς θα θέλαμε να μιλούν για μας οι άλλοι…
Και, αφού μπορούμε να κάνουμε τη ζωή μας αν όχι παραδείσια, τουλάχιστο ανθρώπινη, γιατί να βολοδέρνουμε μέσα στα αδιέξοδα της κόλασης, που η γλώσσα της Βαβέλ μας υπαγορεύει!
«Πᾶνος»