ΜΙΑ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ! Πώς, ως αποτειχισμένος, χειροτονησε ιερομόναχο!
ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΔΙΑΨΕΥΣΤΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ
ΧΕΙΛΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ ΤΟΥ ΙΑΤΡΟΥ ΜΑΣ ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ, ΟΤΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΕΙΧΕ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΟΥ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΧΩΡΙΣΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟ ΤΗ "ΖΩΣΑ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ"!
Το να γίνω επίσκοπος ήταν για μένα ένα απροσδόκητο γεγονός, όμως υπήρξε για
αυτό μια φανερή κλήση του Θεού. Στην Τασκένδη, όπου εκείνη την εποχή εργαζόμουν
ως γενικός γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης, έγινε ένα επαρχιακό συνέδριο, στο
οποίο πήρα μέρος και εγώ και έκανα μάλιστα και μία εισήγηση για ένα πολύ σοβαρό
ζήτημα. Όταν τελείωσε το συνέδριο με πλησίασε ο επίσκοπος Ιννοκέντιος και με
πήρε από το χέρι. Βγήκαμε μαζί έξω από την εκκλησία. Μου είπε για την μεγάλη
εντύπωση, που του προξένησε η εισήγησή μου. Ξαφνικά σταμάτησε, με κοίταξε στα
μάτια και μου είπε:
«Γιατρέ μου, πρέπει να γίνετε ιερέας».
Αν και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου μία τέτοια
σκέψη, όμως την πρόσκληση αυτή προς την ιερωσύνη από το στόμα ενός αρχιερέα την
δέχθηκα σαν ήταν η κλήση του Θεού και χωρίς κανένα δισταγμό αμέσως του
απάντησα:
«Καλά, Σεβασμιώτατε, το δέχομαι».
Την επόμενη Κυριακή χειροτονήθηκα διάκονος και την
μεθεπόμενη ιερέας. Ήμουν τελευταίος στην τάξη ιερέας στον καθεδρικό ναό της
πόλης. Από τις πρώτες μέρες τις διακονίας μου στον ναό ανέπτυξα μεγάλη
δραστηριότητα και ως ιεροκήρυκας. Εκήρυττα και εκτός των ακολουθιών. Αλλά και
σε συζητήσεις με αθέους ήμουν αμείλικτος προς αυτούς.
Μετά από δύο χρόνια και τέσσερις μήνες χειροτονήθηκα
επίσκοπος και ο Κύριος με οδήγησε σε μία μακρινή πόλη, το Ενισέσκ. Όλοι οι
ιερείς σε αυτήν την πόλη η οποία είχε πολλές εκκλησίες, όπως και οι ιερείς της
πρωτεύουσας του νομού, Κρασνογιάρσκ, είχαν προσχωρήσει στη «ζώσα εκκλησία».
Για αυτό το λόγο ήμουν αναγκασμένος να τελώ τις
ακολουθίες με τους τρείς ιερείς που ήλθαν μαζί μου, στο διαμέρισμα, όπου
κατοικούσα.
Κάποτε, όταν μπήκα στο δωμάτιο για να τελέσω τη Θεία
Λειτουργία, είδα εκεί έναν ηλικιωμένο μοναχό, ο οποίος στεκόταν κοντά στη
πόρτα. Αυτός, όταν με είδε κοκάλωσε και ούτε καν με χαιρέτησε.
Αυτό συνέβη για τον εξής λόγο: οι ορθόδοξοι του
Κρασνογιάρσκ, οι οποίοι δεν ήθελαν να έχουν κοινωνία και να προσεύχονται μαζί με τους προδότες ιερείς της «ζώσας εκκλησίας», διάλεξαν αυτό το μοναχό
και τον έστειλαν στην πόλη Μινουσίνσκ, η οποία βρίσκεται νότια του
Κρασνογιάρσκ, σ’ έναν ορθόδοξο επίσκοπο, ο οποίος ζούσε εκεί, για να τον χειροτονήση
ιερομόναχο. Όμως κάποια ανεξήγητη δύναμη τον οδήγησε όχι νότια αλλά βόρεια, στο
Ενισέσκ, όπου ζούσα εγώ. Μου διηγήθηκε το γιατί κοκάλωσε όταν με είδε:
Πριν δέκα χρόνια, όταν ακόμα ζούσα εγώ στη Μέση Ρωσία,
είδε ένα όνειρο. Είδε στον ύπνο του κάποιον αρχιερέα, άγνωστο σ’ αυτόν, ο οποίος τον
χειροτόνησε ιερομόναχο. Όταν με είδε αναγνώρισε σε μένα εκείνον τον
Αρχιερέα.
(σ.σ.
Συνεπώς ο άγιος Λουκάς χειροτόνησε ιερομόναχο έναν αποτειχισμένο μοναχό, για
τις ανάγκες του Ορθόδοξου αποτειχισμένου ποιμνίου του Κρασνογιάρσκ).
Το να γίνω επίσκοπος ήταν για μένα ένα απροσδόκητο γεγονός, όμως υπήρξε για αυτό μια φανερή κλήση του Θεού. Στην Τασκένδη, όπου εκείνη την εποχή εργαζόμουν ως γενικός γιατρός στο νοσοκομείο της πόλης, έγινε ένα επαρχιακό συνέδριο, στο οποίο πήρα μέρος και εγώ και έκανα μάλιστα και μία εισήγηση για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Όταν τελείωσε το συνέδριο με πλησίασε ο επίσκοπος Ιννοκέντιος και με πήρε από το χέρι. Βγήκαμε μαζί έξω από την εκκλησία. Μου είπε για την μεγάλη εντύπωση, που του προξένησε η εισήγησή μου. Ξαφνικά σταμάτησε, με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
«Γιατρέ μου, πρέπει να γίνετε ιερέας».
Αν και ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου μία τέτοια σκέψη, όμως την πρόσκληση αυτή προς την ιερωσύνη από το στόμα ενός αρχιερέα την δέχθηκα σαν ήταν η κλήση του Θεού και χωρίς κανένα δισταγμό αμέσως του απάντησα:
«Καλά, Σεβασμιώτατε, το δέχομαι».
Την επόμενη Κυριακή χειροτονήθηκα διάκονος και την μεθεπόμενη ιερέας. Ήμουν τελευταίος στην τάξη ιερέας στον καθεδρικό ναό της πόλης. Από τις πρώτες μέρες τις διακονίας μου στον ναό ανέπτυξα μεγάλη δραστηριότητα και ως ιεροκήρυκας. Εκήρυττα και εκτός των ακολουθιών. Αλλά και σε συζητήσεις με αθέους ήμουν αμείλικτος προς αυτούς.
Μετά από δύο χρόνια και τέσσερις μήνες χειροτονήθηκα επίσκοπος και ο Κύριος με οδήγησε σε μία μακρινή πόλη, το Ενισέσκ. Όλοι οι ιερείς σε αυτήν την πόλη η οποία είχε πολλές εκκλησίες, όπως και οι ιερείς της πρωτεύουσας του νομού, Κρασνογιάρσκ, είχαν προσχωρήσει στη «ζώσα εκκλησία».
Για αυτό το λόγο ήμουν αναγκασμένος να τελώ τις ακολουθίες με τους τρείς ιερείς που ήλθαν μαζί μου, στο διαμέρισμα, όπου κατοικούσα.
Κάποτε, όταν μπήκα στο δωμάτιο για να τελέσω τη Θεία Λειτουργία, είδα εκεί έναν ηλικιωμένο μοναχό, ο οποίος στεκόταν κοντά στη πόρτα. Αυτός, όταν με είδε κοκάλωσε και ούτε καν με χαιρέτησε.
Αυτό συνέβη για τον εξής λόγο: οι ορθόδοξοι του Κρασνογιάρσκ, οι οποίοι δεν ήθελαν να έχουν κοινωνία και να προσεύχονται μαζί με τους προδότες ιερείς της «ζώσας εκκλησίας», διάλεξαν αυτό το μοναχό και τον έστειλαν στην πόλη Μινουσίνσκ, η οποία βρίσκεται νότια του Κρασνογιάρσκ, σ’ έναν ορθόδοξο επίσκοπο, ο οποίος ζούσε εκεί, για να τον χειροτονήση ιερομόναχο. Όμως κάποια ανεξήγητη δύναμη τον οδήγησε όχι νότια αλλά βόρεια, στο Ενισέσκ, όπου ζούσα εγώ. Μου διηγήθηκε το γιατί κοκάλωσε όταν με είδε:
Πριν δέκα χρόνια, όταν ακόμα ζούσα εγώ στη Μέση Ρωσία, είδε ένα όνειρο. Είδε στον ύπνο του κάποιον αρχιερέα, άγνωστο σ’ αυτόν, ο οποίος τον χειροτόνησε ιερομόναχο. Όταν με είδε αναγνώρισε σε μένα εκείνον τον Αρχιερέα.
(σ.σ. Συνεπώς ο άγιος Λουκάς χειροτόνησε ιερομόναχο έναν αποτειχισμένο μοναχό, για τις ανάγκες του Ορθόδοξου αποτειχισμένου ποιμνίου του Κρασνογιάρσκ.)
Πηγή: Αγίου Λουκά, Αρχιεπισκόπου Κριμαίας. Λόγοι και Ομιλίες, Τόμος Α΄. σελ. 31-33. Εκδόσεις Ορθόδοξος Κυψέλη.