ΕΝΩΘΗΤΕ!

«Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς… Ἵνα πάντες ἓν ὦσι… Ἵνα ὦσι τετελειωμένοι εἰς ἕν» (Ἰω. 17,11,21,22,23)

Ο ΚΥΡΙΟΣ

      Μὴν περιμένετε ἀπὸ μένα, ἀγαπητοί μου, νὰ σᾶς πῶ πράγματα παράξενα καὶ δυσνόητα. Τὸ Εὐαγγέλιό μας δὲν εἶνε καμμιὰ φιλοσοφία· εἶνε λόγια τόσο ἁπλᾶ, ποὺ μποροῦν νὰ τὰ καταλάβουν καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ καὶ νὰ τὰ αἰσθανθοῦν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους.
       Ἀρχίζω λοιπὸν τὸ κήρυγμά μου μὲ ἕνα παράδει­γμα παρμένο ἀπὸ τὰ ἀκριτικά μας μέρη. Περιοδεύοντας ἐκεῖ ἔφτασα σ᾽ ἕνα χωριὸ καὶ μπῆκα σὲ μιὰ καλύβα. Στὸν τοῖχο εἶδα μερι­κὲς μικρὲς κορνίζες. Σὲ μία–δύο ἦταν φωτο­­γραφίες· σὲ μία ἄλλη ἦταν κάτι γράμματα. Τὴν κατέβασα νὰ τὰ διαβάσω. Ρωτάω τὸν χωρικό·
–Τί εἶνε αὐτό;
–Ἄ, μοῦ λέει, εἶνε ἕνα γράμμα σημαντικό.
–Τί λέει δηλαδή;
–Μοῦ τὸ ἔ­στειλε ὁ πατέρας μου ἀπὸ ἄλλο χωριό, ὅπου βρισκόταν τὶς δύσκολες ἡμέρες τῆς γερμανι­κῆς κατοχῆς· μοῦ ἔδινε συμβου­λὲς νὰ μείνω πιστὸς στὴν πατρίδα, καὶ στὸ τέλος μοῦ ἔδινε τὴν εὐ­­χή του· διαβάστε το.

Τὸ διάβασα λοιπὸν καὶ δὲν μποροῦσα νὰ κρατήσω κ᾽ ἐγὼ τὰ δάκρυά μου.
–Σκεφθῆτε ἀκόμη, μοῦ λέει, ὅτι εἶ­νε τὰ τελευ­ταῖα λόγια τοῦ πατέρα μου· λίγη ὥρα ἀφ᾽ ὅ­του τὰ ἔγραψε, ἐκεῖνος πέθανε ἀ­πὸ συγ­κοπὴ καρδίας, μὴ ὑποφέρον­τας τὸ δρᾶ­μα τῆς πατρίδος. Γι᾽ αὐτὸ τό ᾽χω κειμήλιο· τὸ διαβάζω ὁ ἴδιος, τὸ διαβάζω καὶ στὰ παιδιὰ κ᾽ ἐγγόνια μου, νὰ μὴ ξεχαστῇ τί ὑπέφερε αὐτὴ ἡ Μακεδονία!…
Γιατί τὸ εἶπα αὐτό; Ξέρουμε ὅλοι, ὅτι τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ πατέρα καὶ τῆς μάνας μας, τοῦ συζύγου ἢ τῆς συζύγου ποὺ πέθανε, εἶνε ἀλησμόνητα καὶ μᾶς συγκινοῦν. Καὶ ἄν, ἀδέρφια μου, νιώθουμε τὰ τελευταῖα λόγια προσ­φι­λῶν μας προσώπων σὰν καρφιὰ στὴν καρδιά μας, πόσο μᾶλλον τὰ λόγια Ἐκείνου ποὺ εἶνε πάνω ἀπὸ τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα μας, Ἐκείνου ποὺ εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα, ὁ Πλάστης, ὁ Σωτήρας, ὁ Κριτής μας, τὸ πᾶν;
Ἂς προσέξουμε τὰ τελευταῖα λόγια τοῦ Χρι­στοῦ ποὺ τ᾽ ἀκούσαμε στὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἂν κάποιον δὲν τὸν συγκινοῦν, πρέπει νά ᾽νε πέτρα. Πότε τὰ εἶπε; Τὴν τελευταία του νύ­χτα ἐπάνω στὴ γῆ, τὴ νύχτα ποὺ δὲν ἔκλεισε μάτι·
• στὸ τέλος τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου, ἀφοῦ εὐ­λόγησε τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ καὶ εἶπε «Λάβετε φάγετε… Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες…» (Ματθ. 26,26-27)·
• ὅ­ταν ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ἐγκατέλειψε τὸ ὑπε­ρῷο καὶ πῆ­­γε νὰ τὸν προδώσῃ·
• λίγο πρὶν ξεκινή­σῃ γιὰ τὴ Γεθσημανῆ. Τότε ὕψωσε τὰ μάτια στὸν οὐ­ρανὸ καὶ ἔκανε τὴν πιὸ κατα­νυκτικὴ προσευ­χὴ στὸν Πατέρα του. Λόγια ἀθάνατα. Δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἐξηγήσουμε ὅλα· ἕνα μαργαριτάρι μόνο θὰ πάρουμε ἀπὸ αὐτά.
Προσευχήθηκε γιὰ τὸν ἑαυτό του ὡς ἄν­θρω­­πο, γιὰ τοὺς μαθητάς του, γιὰ ὅλους ὅσοι θὰ πίστευαν σ᾽ αὐτόν. Καὶ τέλος εἶπε· Σὲ παρακα­λῶ, οὐράνιε Πατέρα, «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» (Ἰω. 17,21), νά ᾽νε ὅ­­λοι οἱ μαθηταί μου ἕνα, νά ᾽νε πάν­­τα ἑνωμέ­νοι. Καὶ ἦταν πράγματι· ἑνωμένοι τὸ βράδυ ποὺ μετέλαβαν τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα του· ἑνωμένοι τὸ πρωινὸ ποὺ δέχθηκαν τὸ Πνεῦ­­μα τὸ ἅγιο στὸ ὑ­περῷο· ἑνωμένοι τὴν ὥρα ποὺ «ἐκ περάτων συνέδραμον» νὰ κηδεύ­σουν τὸ σῶμα τῆς Παν­­αγίας. Ἔ­μειναν ἑνωμένοι, παρὰ τὶς διαφορὲς (καταγω­γῆς, χαρακτῆ­ρος, τάξεως) ποὺ ὑ­πῆρχαν μεταξύ τους.
Ἑνωμένοι οἱ δώδεκα ἀπόστολοι, ἑνωμένοι οἱ ἑβδομήκοντα ἀπόστολοι, ἑνωμένοι καὶ –ποιοί; οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ ἑ­ορτάζουν σήμερα. Ἂν δὲν ἦταν ἑνωμένοι, δὲν θὰ εἴ­χαμε Ὀρθοδοξία. Νάτους, νάτους! τοὺς βλέπετε; Μπορεῖτε νὰ τοὺς δῆτε. Στὴν Ἐκκλησία λειτουργεῖ πνευματικὴ τηλεόρασι. Ὅποιος ἔ­χει καθαρὴ καρδιά, βλέπει τὸ Θεό, ὅπως τὸ εἶπε ὁ Χριστός μας· «Μακά­ριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θε­ὸν ὅψονται» (Ματθ. 5,8). Ἕνα ἀθῷο παιδάκι στὴν Ἀ­θήνα –ἂν σώσῃ ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, θὰ τὸν σώ­σῃ ἀπὸ τὰ παιδάκια αὐτά–, ἐνῷ λειτουργοῦσε ἕνας εὐλαβὴς παπᾶς κι αὐτὸ ἦταν ἐκεῖ μὲ τὴ γιαγιά του, ὅ­ταν ὁ παπᾶς κρατοῦσε τὰ ἅγια, εἶπε· Γιαγιά, ὁ παπᾶς δὲν πατάει κάτω, εἶνε ψηλά!… Ἔ­βλεπε μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του. Γιατὶ ἔχει καὶ ἡ ψυ­χὴ μάτια καὶ βλέπει· πνευματικὴ τηλεόρασι.
Μὲ τὰ μάτια λοιπὸν τῆς ψυχῆς βλέπουμε κ᾽ ἐμεῖς σήμε­ρα, Κυριακὴ τῶν Πατέρων τῆς Πρώ­της (Α΄) Οἰ­κουμενικῆς Συνόδου, τοὺς ἁγίους αὐτούς. Πόσοι εἶνε; Πλῆθος. Ἀπὸ τὰ μαρτύρια τῶν διωγμῶν, τοῦ ἑνὸς εἶνε κομμένα τὰ αὐ­­τιά, τοῦ ἄλλου βγαλμένα τὰ μάτια, ἄλλος εἶνε χτυπημένος παντοῦ ἀπ᾽ τὰ βασανιστήρια. Σηκωθῆ­τε, χαιρετίστε τους, ἀσπασθῆτε τους! Νά πρῶ­­τος ὁ μικρὸς στὸ ἀνάστημα ἀλλὰ μέγας στὴν πίστι Ἀθανάσιος. Μετὰ ὁ ἅγιος Νικόλαος, ποὺ ἦταν «εἰκόνα πραότητος» (ἀπολυτ.) ἀλλὰ ῥάπισε τὸν Ἄρειο ὅταν βλασφημοῦσε τὸν Κύριο. Με­τὰ ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ἁπλὸς βοσκὸς ποὺ δὲν ἤ­ξερε πολλὰ γράμμα­τα, ἀλλ᾽ ἀποστόμωσε τὸν Ἄρειο μὲ θαῦμα ποὺ ἔδειξε πῶς ἡ μία Θεότης εἶνε τρία Πρόσωπα· πῆρε ἕνα κεραμίδι καὶ εἶπε «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος», κι αὐτὸ χωρίστηκε στὰ συ­στατικά του, δηλαδὴ –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄ­πιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε– ἡ φωτιὰ πῆγε πρὸς τὰ ἐπάνω, τὸ νερὸ πῆγε πρὸς τὰ κάτω, καὶ μέσα στὴ χούφτα του ἔμεινε τὸ χῶμα.… Πλῆθος πατέρες. Μετρῆστε τους· εἶνε 318. Αὐτοὶ τὸ 325 μ.Χ. στὴ Νίκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συνέτα­ξαν τὸ «Πιστεύω», τὸ σύμβολο τῆς πίστεως.
Οἱ πατέρες ἦταν ὅλοι ἕνα, ὁμόψυχοι. Ἕνας μόνο ἔφυγε· ὅπως ἀπὸ τοὺς Δώδεκα ἔφυγε ὁ Ἰούδας, ἔτσι ἀπὸ τοὺς 318 ἔφυγε ὁ Ἄρειος. Καὶ αἰτία ἦταν ἡ ὑπερηφάνεια, ποὺ εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο ἁμάρτημα. Ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος, λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ἔχει κάτι δαιμονικό· ὁ ταπεινὸς ἔχει χάρι Θεοῦ. Ὑπερηφανεύτηκε ὁ Ἄρειος, βλαστήμησε τὸ Χριστό, καὶ χάθηκε. Χάθηκε ὁ Ἰούδας, γιατὶ χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς δώδεκα μαθητάς· χάθηκε καὶ ὁ Ἄρειος, γιατὶ χωρίστηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους πατέρας. Καὶ καταδικάστηκε ἀπὸ τὴν Σύνοδο, γιὰ νὰ προστατευθοῦν τὰ ἄλλα μέλη τῆς Ἐκκλησίας
Διότι τί εἶνε ἡ Ἐκκλησία;
Εἶνε σὰν τὸ σῶμα, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦ­λος (βλ. Α΄ Κορ. 12,12-27). Ἀ­ποτελεῖται ἀπὸ ἀμέτρη­τα κύτταρα, ποὺ ἀ­παρτίζουν ὀστᾶ, φλέβες, μῦς, νεῦ­ρα, ἱστούς, ὄργανα. Ὅταν τὰ κύτταρα εἶνε γε­ρά, εἶνε ὑ­γιὴς ὁ ὀργανισμός· ὅταν εἶνε ἄρρωστα, ὁ ὀρ­γανισμὸς ἀσθενεῖ. Τί θέλω νὰ πῶ· ὅ­λα τὰ ὄρ­γανα λειτουργοῦν μαζί, ἑνωμένα· δὲν ἀντιμάχεται τὸ ἕνα τ᾽ ἄλλο, καὶ ὑπάρχει ἁρμονία, ὑ­γεία. Ἂν κάποιο ἀρρωστήσῃ, νοσήσῃ ἀ­θεράπευτα, πάθῃ γάγγραινα, τότε, ὅσο καὶ ἂν ἀ­γαπᾶμε τὸ σῶμα, τὸ ὁδηγοῦμε στὸ χειρουργεῖο καὶ τὸ σάπιο ἀποκόπτεται, γιὰ νὰ σωθῇ ὅ­λο τὸ σῶ­μα. Κρατῆστε το αὐτό, ἔχει σημασία.
Εἶνε σὰν τὸ δέν­τρο, ποὺ εἶνε ἕνα, μὰ μὲ πλῆ­θος κλαδιὰ καὶ ἀμέτρητα φύλλα. Μία ῥίζα ἀν­τλεῖ νε­ρό, τὸ ἀνε­βάζει ψηλὰ καὶ τροφοδοτεῖ καὶ τὸ τελευ­­ταῖο φύλλο. Ἂν ὅμως κάποιο κλαδὶ ξερα­θῇ, τότε ὁ περιβολάρης πάει μὲ τὸ κλαδευτήρι, κόβει καὶ πετάει τὸ ξεράδι. Θυμηθῆ­τε το καὶ αὐ­τὸ ποὺ σᾶς λέω, ἔχει σημασία.
Εἶνε σὰν τὸ μαντρί. Βοσκός, ποὺ ἀγαπάει τὰ πρόβατά του, εἶνε ὁ Χριστός· «Ἐγώ εἰμι ὁ ποι­μὴν ὁ καλός» (Ἰω. 10,11). Ὁ βοσκὸς φροντίζει τὸ κοπάδι, νὰ φάῃ, νὰ πιῇ, τὸ φυλάει ἀπὸ τοὺς λύκους. Ὅποιο πρόβατο ἀρρωστήσῃ, τὸ περι­ποιεῖται. Ἀλλ᾽ ἐὰν κόποιο προσβληθῇ ἀπὸ ψώ­ρα, ἀμέσως τὸ πιάνει καὶ τὸ βγάζει ἀπὸ τὸ μαντρί· γιατὶ ἂν ἀφήσῃ ἕνα ψωριασμένο πρόβατο μέσα, θὰ ψωριάσουν ὅλα τὰ πρόβατα. Θυμηθῆτε το καὶ αὐτό, ἔχει σημασία.
Συμπέρασμα. Σὰν τὸ γιατρὸ ποὺ κόβει τὸ σά­πιο, σὰν τὸν περιβολάρη ποὺ κόβει τὸ ξερά­δι, σὰν τὸν τσοπᾶνο ποὺ βγάζει ἔ­ξω τὸ ψωριασμένο πρόβατο, ἔτσι ἐνεργοῦσαν οἱ πατέρες ἔναντι τῶν αἱρετικῶν, ποὺ δὲν συμφωνοῦν μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, μὲ ὅσα δίδαξε ὁ Χριστός. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἶπε· ἂν παρουσιαστῇ κάποιος καὶ πῇ πράγματα ποὺ δὲν τὰ διδάξαμε ἐμεῖς καὶ ὁ Χριστός, μὴν τὸν ἀκούσετε· κι ἂν ἀκόμα εἶνε ὄχι παπᾶς, ὄχι δεσπότης, ὄχι πατριάρχης, ἀλλὰ καὶ «ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ», μὴν τὸν ἀκούσετε. «Ἤτω ἀνάθεμα», νά ᾽νε ἀπο­χωρισμένος (Α΄ Κορ. 16,22). Αὐτὴ εἶνε ἡ Ἐκκλησία, αὐ­τὸ ἔκαναν οἱ Πατέρες ὅταν ἀφώριζαν τὸν Ἄρειο.

* * *

Ἡ ἅγια αὐτὴ ἡμέρα φωνάζει, ἀδέρφια μου· Μείνετε σταθεροί! Θὰ πέσῃ κόσκινο· κοσκινίζει ὁ διάβολος. Λίγοι θὰ μείνουμε. Ξερά­δια πολλὰ ἐπάνω στὸ δέν­τρο τῆς Ὀρθοδοξί­ας μας καὶ θὰ γίνῃ κλάδεμα· κλαδεύει ὁ Θεός.
Ἑνωθῆτε! φωνάζει ὁ Χριστὸς σήμερα. Ἑ­νω­θῆτε, φωνάζουν οἱ 318 πατέρες. Πρόβατο ποὺ βγαίνει ἀπ᾽ τὸ μαντρὶ τὸ τρώει ὁ λύκος, κλαδὶ ποὺ κόβεται ἀπὸ τὸ δέντρο ξεραίνεται, καὶ κύτταρο ποὺ νοσεῖ πεθαίνει.
Νὰ μείνουμε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ, νὰ μὴ ὑ­πάρξῃ μεταξύ μας οὔτε ἕνας διάβολος, οὔ­τε ἕνας Ἰούδας, οὔτε ἕνας χιλιαστής, οὔτε ἕ­νας μα­σόνος, οὔτε ἕνας ἄθεος! Μὲ ἔμβλημα τὸ «Ἐν τούτῳ νίκα», νά ᾽χουμε τὴν εὐλογία τῶν ἁ­­γίων Πατέρων, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἄσπρα Χώματα – Περιστερίου – Ἀθηνῶν τὴν 7-6-1970. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 23-4-2020.