ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΠΕΘ ΣΕ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ «ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΙΣΛΑΜΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ»



   Η Π.Ε.Θ., με πρόσφατη ανακοίνωσή της, καταδίκασε «τη μετατροπή της Ιστορικής Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας της Αγίας Σοφίας σε τζαμί από τη σημερινή τουρκική πολιτική ηγεσία». Παράλληλα άσκησε κριτική έναντι της υποκριτικής νοοτροπίας, που ευαγγελίζεται «μια ψευδεπίγραφη κοινωνική αλληλεγγύη, μια επιτήδεια καμουφλαρισμένη ανθρωπιστική κρίση και μια πολυπολιτισμικότητα, που εκτρέφει μίσος προς την ορθόδοξη ιστορική διαχρονία αυτού του τόπου». Η ΠΕΘ στην εν λόγω ανακοίνωση άσκησε κριτική στο γεγονός ότι η νοοτροπία αυτή, που μεταφράζεται σε πολιτικές πράξεις και αποφάσεις από την ελληνική πολιτική σκηνή και τη θεσμική έκφραση της Εκκλησίας της Ελλάδος, «οδηγεί στην αποθράσυνση της τουρκικής αφιλάνθρωπης πολιτικής αλλά και στην κατακόρυφη αύξηση της προπαγάνδας, με όργανο την ισλαμική θρησκεία». 

Στο πλαίσιο αυτό, έθεσε ερωτηματικά για «την ενδοτική και φιλική προς την ισλαμοποίηση της Ελλάδος θρησκευτική πολιτική των Κυβερνήσεων των τελευταίων ετών». Μάλιστα, κατονόμασε τον  -επί δεκαετίας σταθερό στη θέση του, παρά τις εναλλαγές κυβερνήσεων- Γενικό Γραμματέα Θρησκευμάτων του Υπουργείου Παιδείας κ. Γεώργιο Καλαντζή, ως ένα εμβληματικό πρόσωπο προώθησης της λαθεμένης αυτής προσέγγισης.
Η ΠΕΘ, ως επιστημονικό και συνδικαλιστικό σωματείο, εστίασε την κριτική της στον συγκεκριμένο κυβερνητικό παράγοντα, αναφέροντας έξι παραδείγματα των άστοχων πολιτικών, που διαχρονικά και από ηγετική θέση υπηρέτησε. Το σημείο (2) αφορούσε «την ίδρυση Ισλαμικού Τμήματος εντός του Τμήματος Θεολογίας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, στο οποίο διδάσκεται η Ισλαμική Θεολογία του Κορανίου».
Ο εν λόγω κυβερνητικός παράγοντας, τον οποίο ονομαστικά η ΠΕΘ, ως συνδικαλιστικό σωματείο, θέτει υπό κριτική, τηρεί σιγή ιχθύος. Αντ’ αυτού, όμως, έσπευσε να απαντήσει στην ανακοίνωσή μας το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ! Ακόμα κι αν υποθέσει κανείς (αγνοώντας τα πραγματικά γεγονότα) ότι την αρχική ιδέα και την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Ισλαμικού Τμήματος την είχαν καθηγητές του Τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ, η ΠΕΘ ως συνδικαλιστικό σωματείο (βάσει έμπρακτων στοιχείων), στρέφει τον κριτικό λόγο της, πρωτίστως, στην πολιτεία, που έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα και ευθύνη της ίδρυσης πανεπιστημιακών Τμημάτων.
Η πρόσφατη ανακοίνωση του Τμήματος Θεολογίας (και ισλαμικών σπουδών), η οποία αποτελεί απόφαση της Συνέλευσης του Τμήματος που πραγματοποιήθηκε στις 16.7.20, αποτελεί, δυστυχώς, χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιακαδημαϊκής νοοτροπίας. Είναι, μάλιστα, εξαιρετικά θλιβερό το ότι βρίθει υβριστικών και υποτιμητικών χαρακτηρισμών για το δημοκρατικά εκλεγμένο Δ.Σ. της ΠΕΘ, που νομίμως εκπροσωπεί τα πολυάριθμα μέλη της. Οι βαρύγδουποι βερμπαλισμοί, οι ύβρεις, οι συκοφαντίες και τα ψεύδη, αν και κενά ουσιαστικού περιεχομένου, εμφανίζονται πομποδέστατα, για να καλύψουν κακόηχα τον καθαρό ήχο της ακαδημαϊκής δεοντολογίας και του ήθους της.
Δεν θα ακολουθήσουμε την ανακοίνωση του Τμήματος Θεολογίας (και ισλαμικών σπουδών) του ΑΠΘ στη στείρα ανταλλαγή χαρακτηρισμών. Με την ίδια ευκολία που μας χαρακτηρίζει «σκοταδιστές», «φονταμενταλιστές» και τα τετριμμένα παρόμοια, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον συντάκτη (ή τους συντάκτες) της ομοίως και εμείς. Αντί, λοιπόν, να καταλήξουμε μαζί του/τους σε μια αντιλογία άσκοπου συκοφαντικού επιπέδου, προκρίνουμε να ασχοληθούμε επί της ουσίας με τα παρακάτω ζητήματα.
1. Το θέμα της έγκρισης μιας γραπτής ανακοίνωσης αυτού του είδους (βλ. την ανακοίνωση στο: https://www.theo.auth.gr) από τη Συνέλευση ενός Τμήματος, θα έπρεπε να αποτελεί θέμα της ημερήσιας διάταξης και να αναγράφεται στην πρόσκληση της Συνεδρίασης, που κυκλοφορεί στα μέλη της τουλάχιστον δύο ημέρες νωρίτερα. Τα μέλη της Συνέλευσης πρέπει να είναι προετοιμασμένα για ουσιαστική συζήτηση σε τέτοιας φύσης θέματα. Αυτό, βέβαια, δεν έγινε. Η κρυφή ατζέντα, με την ένταξη τέτοιου είδους θεμάτων στη γενική κατηγορία «Ανακοινώσεις-αιτήσεις-προτάσεις», δίνει την εντύπωση μεθόδευσης που είναι ελεγχόμενη, αν όχι ως διοικητικό ατόπημα, σίγουρα, πάντως, ως πράξη στερούμενη δημοκρατικού και ακαδημαϊκού ήθους.
2. Το κείμενο της απαντητικής ανακοίνωσης στην ΠΕΘ δεν εγκρίθηκε ομόφωνα. Δύο μέλη της Συνέλευσης, τα οποία είναι και μέλη του ΔΣ της ΠΕΘ, διαφώνησαν με την έκδοσή της και ζήτησαν να αναγραφεί αυτό στη σκοπούμενη έκδοση. Επομένως, θα ήταν δεοντολογικά ορθό να επισημαίνεται ότι η απόφαση για την έκδοση της εν λόγω ανακοίνωσης και η έγκριση του περιεχομένου της ελήφθη κατά πλειοψηφία. Η ανάγκη για μια τέτοια αναφορά επιτείνεται, λοιπόν, από το γεγονός ότι τα δύο μέλη-καθηγητές της Συνέλευσης του Τμήματος που διαφώνησαν, τυγχάνουν ταυτόχρονα και μέλη του Δ.Σ. της ΠΕΘ. Χωρίς την αναφορά αυτή, δύο μέλη της Συνέλευσης του Τμήματος Θεολογίας, παρελκυστικά και ψευδοπρεπώς, φέρονται έτσι, ως μη όφειλε, να καθυβρίζουν ανάρμοστα τον ίδιο τους τον εαυτό, ως συνυπογράφοντες δηλαδή την ανακοίνωση κατά του Δ.Σ. της ΠΕΘ, του οποίου είναι μέλη. Η «παράλειψη» αυτή δείχνει έλλειμμα δημοκρατικής ευθύνης και αντισυναδελφική συμπεριφορά.
3. Στην ανακοίνωση του Τμήματος Θεολογίας και ισλαμικών σπουδών επαναλαμβάνεται το παρελκυστικό επιχείρημα ότι οι ισλαμικές σπουδές δεν αποτελούν Τμήμα, αλλά «ανεξάρτητο επιστημονικό πρόγραμμα προπτυχιακών σπουδών». Τέτοιου είδους παίγνια με τις λέξεις, βέβαια, και τέτοιες άτσαλες δοκιμές δημιουργίας εικονικής πραγματικότητας, μόνον σε δυστοπικά οργουελικά μυθιστορήματα ανήκουν κανονικά. Όπως και να βαφτίσει κανείς τις ισλαμικές σπουδές στο τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ το γεγονός είναι ότι:
 α) Διαθέτουν ειδικό-τμηματικό κωδικό στα μηχανογραφικά δελτία που συμπληρώνουν οι μαθητές μετά τις Πανελλήνιες εξετάσεις.
β)  Έχουν καθορισμένο αριθμό εισακτέων.
γ) Οδηγούν σε αυτόνομο πτυχίο Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών.
δ) Δεν περιλαμβάνουν την παρακολούθηση κοινών με άλλες κατευθύνσεις μαθημάτων στα πρώτα έτη σπουδών (όπως συμβαίνει σε όλα τα Τμήματα με εσωτερικές κατευθύνσεις), αλλά έχουν αποκλειστικά δικό τους πρόγραμμα σπουδών, από την αρχή μέχρι το τέλος.
ε) Σημειώνουμε, λοιπόν, ότι τον Ιούνιο του 2020 εξεδόθη η υπ’ αριθμ. 77275/Ζ1 Απόφαση του Υπ. Παιδείας, σχετικά με τις αντιστοιχίες Τμημάτων για τις μετεγγραφές του ακαδημαϊκού έτους 2020-2021, όπου η επίμαχη «Κατεύθυνση» αναφέρεται ξεχωριστά από το Τμήμα Θεολογίας ως Τμήμα ΑΕΙ, που δεν έχει αντιστοιχία στις μετεγγραφές, με ξεχωριστό από το Τμήμα Θεολογίας κωδικό (αριθμ. 32) και έχει ως τίτλο: Τμήμα Θεολογίας – Εισαγωγική κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών, ΑΠΘ Θεσσαλονίκη. Επίσης, με την υπ. αριθμ. Φ. 253.1/56061/Α5 (Καθορισμός αριθμού εισακτέων σπουδαστών στις Σχολές της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης για το ακαδ. έτος 2020-2021) καθορίζεται ότι στο Τμήμα Θεολογίας – Εισαγωγική Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών θα εισαχθούν 53 φοιτητές/τριες, ξεχωριστά από το Τμήμα Θεολογίας, στο οποίο θα εισαχθούν 212 φοιτητές/τριες.
4. Από τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι οι ισλαμικές σπουδές στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, αποτελούν ένα ιδιότυπο, μοναδικό (unicum) ανά την Ελλάδα και κατ’ ουσίαν ετερόκλητο Τμήμα μέσα σε ΤμήμαΚανονικά και σύμφωνα με τον νόμο, τα Τμήματα των Πανεπιστημίων μπορούν να ανήκουν μόνο σε Σχολές. Το γεγονός, βέβαια, αυτό, δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά μια καταφανώς παράδρομη μεθόδευση, που λειτουργεί σε συνέχεια του γεγονότος ότι η Θεολογική Σχολή, τεχνηέντως, παρακάμφθηκε και δεν συνήλθε ποτέ για την απόφαση της ίδρυσης των ισλαμικών σπουδών. Αυτό, βέβαια, έγινε διότι οι πλειοψηφίες, σε επίπεδο Θεολογικής Σχολής (Τμήμα Θεολογίας και Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας μαζί), δεν βόλευαν το «ισλαμικό σχέδιο». Πώς μπορούν, λοιπόν, να καλυφθούν τέτοιου είδους χονδροειδείς αυθαιρεσίες;
5. Το ιδιόρρυθμο αυτό «Τμήμα μέσα σε Τμήμα» διοικείται από μέλη ΔΕΠ που ούτε βασικό πτυχίο έχουν, σχετικό βεβαίως με την επιστήμη της ισλαμικής θρησκευτικής διδασκαλίας (εφόσον είναι ορθόδοξοι θεολόγοι, ειδικευμένοι στο χριστιανικό θεολογικό πλαίσιο) ούτε μεταπτυχιακές και διδακτορικές ειδικεύσεις για την ισλαμική θρησκευτική διδασκαλία διαθέτουν. Εξάλλου, τα μέλη του Τμήματος Θεολογίας, που διδάσκουν με ανάθεση διδασκαλίας στο τμήμα ισλαμικών σπουδών, δεν αποδεικνύουν ότι έχουν γνώση της αραβικής ή της περσικής γλώσσας, που παρέχει πρόσβαση σε πηγές της ισλαμικής θρησκευτικής διδασκαλίας. Γενικά, είναι απολύτως καινοφανές, σε παγκόσμιο επίπεδο, να διδάσκουν σε ένα Τμήμα επιστήμονες, οι οποίοι δεν είναι ειδικευμένοι στα γνωστικά αντικείμενα των εν λόγω σπουδών. Πράγματι, αυτό δεν αντέχει σε κάποια κριτική. Είναι τόσο αντιεπιστημονικό και παράλογο, που δύσκολα θα βρει κανείς όμοιό του γεγονός στην παγκόσμια ιστορία των πανεπιστημίων ανά την υφήλιο.
6. Είναι αυτοαναιρετικό, βεβαίως, όταν  λέγεται ότι «η Κατεύθυνση Μουσουλμανικών Σπουδών δεν προορίζεται για τους φοιτητές θεολογίας». Αν ήταν Κατεύθυνση (όπως ψηφίστηκε στη Συνεδρίαση του Τμήματος Θεολογίας και της Συγκλήτου να είναι), θα προοριζόταν γι’ αυτούς ως ειδίκευση κατευθυντήρια σε ένα Τμήμα που, καθώς τονίσαμε, τα (2) πρώτα έτη θα είχε κοινά μαθήματα. Αδυνατούμε, λοιπόν, να πεισθούμε ότι οι πτυχιούχοι της «Κατεύθυνσης» αυτής προορίζονται για τα μουσουλμανικά διδασκαλεία της Θράκης. Από τα πράγματα αποδεικνύεται ότι οι πτυχιούχοι αυτοί προορίζονται, με παράδρομο τρόπο, για τη Μέση Εκπαίδευση και, ειδικά, για τη διδασκαλία του πολυπαθέστατου μαθήματος των Θρησκευτικών, του οποίου ο χαρακτήρας έχει ορισθεί σαφώς από πρόσφατες Αποφάσεις του ΣτΕ.
7. Εμείς, συνεπώς, εκζητώντας τις σωστές λέξεις (lesmotsjustes) στην επιστημονική-ακαδημαϊκή δεοντολογία, θέτουμε τα εξής ερωτήματα: Καλούνται τα μέλη του Τμήματος Θεολογίας να εκλέξουν νέα μέλη ΔΕΠ στο τμήμα ισλαμικών σπουδών, σε ξένα προς το γνωστικό αντικείμενό τους αντικείμενα; Μπορούν να λειτουργήσουν ως Σύμβουλοι και μέλη εξεταστικών επιτροπών για τη χορήγηση μεταπτυχιακών και διδακτορικών τίτλων, που αφορούν το Ισλάμ, μέσα από το σώμα του Τμήματος Θεολογίας, όντας τα ίδια αυτά μέλη εντελώς ανειδίκευτα; Μήπως έχουμε εν προκειμένω περίπτωση αντιποίησης τίτλων και παραποίησης της επιστημονικής ευθύνης. Μήπως μπορεί να εμφιλοχωρήσει σε όλο τούτο το κλίμα ευνοιοκρατία και νεποτισμός;
8. Εξάλλου, για την έγκριση της ίδρυσης του ιδιόρρυθμου αυτού Τμήματος από τη σύγκλητο του ΑΠΘ, κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης της Συγκλήτου, όπως φαίνεται από τα Πρακτικά, δόθηκαν υποσχέσεις πλουσιοπάροχης εξωτερικής χρηματοδότησής του από εξωτερικές πηγές (πλούσιες Μουσουλμανικές χώρες του Κόλπου). Μήπως είναι δυνατόν να εκτεθεί πόσα χρήματα δόθηκαν μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν; Μήπως, σε μια εποχή που τα Τμήματα των Πανεπιστημίων πάσχουν από αδιανόητη υποχρηματοδότηση και υποστελέχωση, το πολιτικό σύστημα της πατρίδας μας, με ορισμένους πρόθυμους ακαδημαϊκούς, ίδρυσε το Τμήμα αυτό, χρηματοδοτώντας το από χρήματα του Έλληνα φορολογούμενου (και όχι κάποιου ζάμπλουτου Σεΐχη);
9. Επιπροσθέτως, είναι συμπτωματικό, που σε μια παρόμοιας εμβέλειας ατέρμονη ψευδολογία χρησιμοποιήθηκε, από τον τότε Πρόεδρο του Τμήματος Θεολογίας και μετέπειτα Διευθυντή Σπουδών της ισλαμικής Κατεύθυνσης (βεβαίως υπάρχει στα Πρακτικά της συνεδρίασης της Συγκλήτου για την ίδρυση του μουσουλμανικού αυτού υποτμήματος αυτό), ακόμη και το όνομα του φορέα του Οικουμενικού Θρόνου της Κωνσταντινουπόλεως; Γνωρίζουμε, μάλιστα, από σχετική Συνέλευση του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας) ότι αυτό έγινε αυθαίρετα, χωρίς να υπάρχει απόδειξη εμπλοκής του Οικουμενικού Θρόνου στη στήριξη του εγχειρήματος ίδρυσης τέτοιου Τμήματος στο ΑΠΘ. Αν κανείς κάνει τον κόπο και ρίξει μία ματιά στο κείμενό μας προς τον Τούρκο Πρέσβη για την Αγία Σοφία,  θα διαπιστώσει ποια είναι η συμπεριφορά της ΠΕΘ έναντι του ιστορικού οικουμενικού θεσμού της Ορθοδοξίας.
10. Πράγματι, από όσα εναργώς αναφέραμε φαίνεται γιατί δημιουργείται κλίμα έντονης στοχοποίησης όσων διαφωνούν με την ψευδοκατεύθυνση αυτή ενός θεολογικού Τμήματος, στο οποίο κατά το παρελθόν δίδαξαν σπουδαίοι θεολόγοι. Αυτό το κλίμα είναι καταδικαστέο, διότι, ενδεχομένως, στην πλειοψηφία των μελών που διδάσκουν σε αυτή την παράταιρη Κατεύθυνση μπορεί να αναπτύσσεται αρνητική τάση ενάντια σε όσους, ευσυνείδητα, δεν θέλουν να συμμετέχουν σε διαδικασίες, που αντιβαίνουν στην επιστημονική και διοικητική δεοντολογία.
Ως  ΠΕΘ, δηλώνουμε ότι δεν διαφωνούμε με τη δημιουργία Τμήματος Ανατολικών (και όχι μόνο Ισλαμικών Σπουδών). Ένα τέτοιο Τμήμα, όμως, θα έπρεπε να συνδεθεί με ειδικούς στα αντικείμενα φορείς, στον χώρο και στη Σχολή που τους αρμόζει. Αυτή δεν είναι, βέβαια, η Θεολογική Σχολή. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα έπρεπε να παρέχεται έγκυρη επιστημονική γνώση από εξειδικευμένους επιστήμονες, όπως η νομολογία και η επιστημονική δεοντολογία επιβάλλει. Μία «Κατεύθυνση Ισλαμικών Σπουδών», με διευθυντή σπουδών έναν «ορθόδοξο δογματολόγο», μόνο ως κακόγουστο ανέκδοτο μπορεί να ακουστεί στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα.
Για να καταλάβει και ο μη ειδικός στα θέματα αυτά θα σημειώσουμε το εξής: ας φαντασθούμε να έλεγε η τουρκική κυβέρνηση ότι, αντί για τη Χάλκη θα γίνει Τμήμα ορθόδοξων σπουδών, που θα το έλεγχαν διοικητικά και θα δίδασκαν σε αυτό ισλαμολόγοι Καθηγητές!
Αυτά αρκούν νομίζουμε, ώστε ο αντικειμενικός αναγνώστης, να αντιληφθεί τις αδιανόητες μεθοδεύσεις, τα ψεύδη, τις παραδρομίες που χαρακτήρισαν και χαρακτηρίζουν το εγχείρημα αυτό, από την αρχή του μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένης και της απαράδεκτης απαντητικής ανακοίνωσης στο κείμενο της ΠΕΘ.
Εμείς, ως ανεξάρτητοι από πολιτικοϊδεολογικούς παράγοντες και εντολοδοχίες, εκπροσωπώντας την Ένωσή μας, με τον ασυγκρίτως μέγιστο πλειοψηφικό αριθμό θεολόγων μελών στη χώρα μας, γνωρίζουμε και παραπέμπουμε στην επιστημονική αλήθεια. Καθηκόντως, για την αδιαφάνεια έναντι του ελληνικού λαού, και τις μεθοδεύσεις, οφείλει να επέμβει η ευρύτερη επιστημονική κοινότητα των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων του τόπου μας και να αποδοθούν οι αναλογούμενες ευθύνες.
Η ΠΕΘ, λοιπόν, ως έγκυρη και ομόκλητη Πανελλήνια Ένωση, που φέρει ευθύνη για τα πάρα πολλά μέλη της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, διατηρεί το δικαίωμά της και έχει ιστορικά το χρέος να κινηθεί, καθηκόντως, σε έγκυρη κριτική και δέουσες πράξεις. Οι εποχές το απαιτούν και ο ελληνικός λαός αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι του αξίζει κάτι καλύτερο από αυτό το τοξικό περιβάλλον, το οποίο δημιουργείται από κονδυλοφόρους που παραποιούν την πραγματικότητα, συκοφαντώντας την αλήθεια.
Το ΔΣ της ΠΕΘ