Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ (675 – 749)
Ἡ πανδημιουργός σοφία καί δύναμη τοῦ Θεοῦ, στόν Ὁποῖο βρίσκονται κρυμμένοι ὅλοι οἱ θησαυροί τῆς γνώσεως (Κολ. 2, 6) εἶπε τόν ἑξῆς λόγο: «ὑπάρχουν μερικοί ἀπό αὐτούς πού στέκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, μέχρι νά δοῦν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔρχεται στήν Βασιλεία Του» (Ματθ. 16, 28).
Γιατί λέγει «μερικοί» καί ὄχι ὅλοι; Γιατί δέν προσκλήθηκαν ὅλοι νά δοῦν αὐτό τό γεγονός; Δέν ἦσαν ὅλοι μαθητές καί ἀπόστολοι; Δέν προσκλήθηκαν ὅλοι ὁμοίως καί ἀκολούθησαν; Δέν δόθηκε σέ ὅλους ἐξίσου τό χάρισμα τῆς ἴασης; Πῶς λοιπόν δέν ἀξιώθηκαν ὅλοι νά δοῦν αὐτή τήν ἀνυπέρβλητη θέαση; Ὁ Δεσπότης δέν εἶναι ἀπροσωπόληπτος;
Ἦσαν βεβαίως ὅλοι μαθητές, ἀλλά δέν ἦσαν ὅλοι τυφλωμένοι ἀπό τή νόσο τῆς φιλαργυρίας. Ὅλοι ἦσαν μαθητές, ἀλλά δέν εἶχαν χάσει ὅλοι τήν καθαρότητα τῶν ματιῶν τους ἀπό τήν τσίμπλα τῆς βασκανίας. Ὅλοι ἦσαν μαθητές, ἀλλά δέν ἦσαν ὅλοι προδότες. Ὅλοι ἦσαν ἀπόστολοι, ἀλλά δέν περιτυλίχθηκαν ὅλοι μέ τόν βρόχο τῆς ἀπόγνωσης, προσπαθώντας νά διορθώσουν τό κακό μέ ἄλλο κακό. Ὅλοι ἀγαποῦσαν τόν Χριστό, μά ἕνας ἀγαποῦσε τά χρήματα. Αὐτός ἦταν ὁ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης. Ἕνας μόνο δέν ἦταν ἄξιος νά δεῖ τήν θεότητα. Ἄν ξεχωριζόταν ἀπό τούς ἄλλους μόνος ὁ φθονερός μαζί καί βάσκανος, θά ἔφθανε σέ περισσότερη μανία. Ἔπρεπε βέβαια νά δοῦν τή δόξα Του ὅλοι, ὅσοι θά ἔβλεπαν στή συνέχεια τά παθήματά Του. Γι' αὐτό παίρνει μαζί Του ὡς μάρτυρες τῆς δόξας καί τῆς λαμπρότητάς Του τούς κορυφαίους τῶν ἀποστόλων. Καί ἦσαν τρεῖς στόν ἀριθμό ὑποδηλώνοντας ἔτσι τό σεπτό μυστήριο τῆς Τριάδος.
Ὁ νόμος πάλι ὁρίζει ὅτι μέ δύο ἤ τρεῖς μάρτυρες ἀποδεικνύεται κάθε γεγονός. Μέ αὐτόν τόν τρόπο συγχρόνως ἀποκλείει γιά τόν προδότη τά ἐγκλήματα τῆς προδοσίας καί ἀποκαλύπτει στούς ἀποστόλους τήν θεότητά Του. Βλέποντας δηλαδή ὁ Ἰούδας τόν Ἀνδρέα νά ἔχει μείνει κάτω μαζί μέ τούς ὑπολοίπους, δέν μποροῦσε νά πεῖ μέ τό πρόσχημα τῆς δικαιολογίας ὅτι δέν προσκλήθηκε νά δεῖ τήν Μεταμόρφωση γι' αὐτό καί ὁδηγήθηκε στήν προδοσία τοῦ Κυρίου. Γι' αὐτό τόν λόγο εἶχε μείνει κάτω ὁ Ἀνδρέας καί ὁ ὑπόλοιπος ὅμιλος τῶν ἀποστόλων. Αὐτοί ἦσαν χωρισμένοι σωματικά ἀπό τόν τόπο ὅπου ἔλαβε χώρα ἡ Μεταμόρφωση, ἦσαν ὅμως ἑνωμένοι μέ τούς ἄλλους τρεῖς μέ τόν δεσμό τῆς ἀγάπης. Μέ τό σῶμα ἦσαν κάτω, ἀλλά μέ τόν πόθο τους ἀκολουθοῦσαν ἐπάνω στό ὄρος τόν Διδάσκαλο μέ τά σκιρτήματα τῆς ψυχῆς τους.
Ἀλλά γιατί πῆρε μαζί Του τόν Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν Ἰωάννη; Πῆρε τόν Πέτρο, ἐπειδή ἤθελε νά δείξει μαρτυρημένη ἀπό τόν Πατέρα τήν μαρτυρία πού ἀληθινά ἔδωσε ὁ Πέτρος καί νά βεβαιώσει καί τήν δική του ἀπόφαση, ὅτι ὁ οὐράνιος Πατέρας τοῦ ἀποκάλυψε τήν μαρτυρία αὐτή καί ὅτι θά δεχόταν ὡς προκαθήμενος τά πηδάλια ὅλης τῆς Ἐκκλησίας. Πῆρε τόν Ἰάκωβο, ἐπειδή θά πέθαινε γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ πρίν ἀπό ὅλους τούς μαθητές, θά ἔπινε τό ποτήριό Του καί θά βαπτιζόταν τό ὑπέρ Χριστοῦ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου. Πῆρε τέλος τόν Ἰωάννη, διότι ἦταν τό παρθενικό καί καθαρότατο ὄργανο τῆς θεολογίας, ὥστε, βλέποντας τήν ἄχρονη δόξα τοῦ Υἱοῦ Θεοῦ στήν Μεταμόρφωση, νά βροντοφωνάξει τό «ἐν ἀρχῇ ἦταν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦταν μαζί μέ τόν Θεό καί ὁ Λόγος ἦταν Θεός» (Ἰωάν. 1, 1). Γι' αὐτό καί ὀνομάστηκε υἱός τῆς βροντῆς (Μάρκ. 3, 17).
Καί γιατί ἀνεβάζει τούς μαθητές σέ ψηλό ὄρος; Ὄρη ἡ Ἁγία Γραφή ὀνομάζει μεταφορικά τίς ἀρετές καί ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές κορυφή καί ἀκρόπολη εἶναι ἡ ἀγάπη. Διότι μέσα σ' αὐτήν ὁρίζεται ἡ τελειότητα. Γιατί «ἄν κάποιος μιλᾶ τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων καί τῶν ἀγγέλων, καί ἄν ἔχει τέτοια πίστη, ὥστε νά μετακινεῖ βουνά, κι ἄν ἔχει ὅλη τή γνώση, κι ἄν γνωρίζει ὅλα τά μυστήρια, κι ἄν παραδώσει τό σῶμα του γιά νά καεῖ, ἀλλά δέν ἔχει ἀγάπη, εἶναι σάν θορυβῶδες χάλκινο δοχεῖο ἤ σάν κύμβαλο πού ἠχεῖ ἄτακτα καί δέν θά θεωρηθεῖ τίποτα» (Α΄Κορ. 13, 1-13).
Πρέπει λοιπόν, ἀφήνοντας τά χωμάτινα στό χῶμα νά ἀνεβοῦμε πάνω ἀπό τό σῶμα τῆς ταπείνωσης. Κι ἀφοῦ φθάσουμε στήν πανύψηλη καί θεϊκή σκοπιά τῆς ἀγάπης, ἔτσι νά θεωροῦμε τά ἀθέατα. Γιατί, ὅποιος ἔφθασε στό ἄκρο τῆς ἀγάπης, βγαίνοντας κατά κάποιο τρόπο ἀπό τόν ἑαυτό του, κατανοεῖ τόν ἀόρατο. Καί πετώντας πάνω ἀπό τόν ζόφο τοῦ σωματικοῦ νέφους πού ἔχει μπροστά του καί μπαίνοντας μέσα στήν αἰθρία τῆς ψυχῆς, ἀτενίζει καθαρότερα πρός τόν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, ἄν καί δέν μπορεῖ νά ἐμφορηθεῖ ἀπό ὁλόκληρη τή θέα Του.
Μένει τότε μόνος του γιά νά προσευχηθεῖ. Γιατί μητέρα τῆς προσευχῆς εἶναι ἡ ἡσυχία καί ἡ προσευχή εἶναι ἡ φανέρωση τῆς θείας δόξας. Ὅταν δηλαδή σφαλίσουμε τίς αἰσθήσεις μας καί μείνουμε μόνοι μέ τόν ἑαυτό μας καί τόν Θεό καί, ἀφοῦ ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τήν ἐξωτερική τύρβη τοῦ κόσμου, κλειστοῦμε στόν ἑαυτό μας, τότε θά δοῦμε καθαρά μέσα μας τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γιατί «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» πού εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ «ὑπάρχει μέσα μας» (Λουκ. 17, 21) εἶπε ὁ Ἰησοῦς ὁ Θεός μας.
Παίρνοντας λοιπόν μαζί Του στό ὄρος Θαβώρ αὐτούς πού διέπρεπαν στίς ἀρετές, μεταμορφώθηκε μπροστά στά μάτια τους. Μεταμορφώνεται μπροστά στούς μαθητές Του, Αὐτός πού ἦταν αἰωνίως τό ἴδιο δοξασμένος καί ὁλόλαμπρος μέ τήν λάμψη τῆς θεότητας.
Μεταμορφώνεται, προσλαμβάνοντας ὄχι αὐτό πού δέν ἦταν, ἀλλά φανερώνεται στούς μαθητές Του αὐτό πού ἦταν, διανοίγοντας τά μάτια τους καί ἀπό τυφλούς τούς κάνει νά βλέπουν. Αὐτό σημαίνει ἡ φράση «μεταμορφώθηκε μπροστά τους». Παραμένοντας ὁ ἴδιος σέ αὐτό πού ἦταν, Τόν ἔβλεπαν τώρα οἱ μαθητές Του διαφορετικό στήν ὄψη ἀπό ὅτι φαινόταν ὡς τότε.
Μακάρι νά θυμᾶσθε πάντοτε τά λόγια πού ἀκούσατε. Νά ἔχετε στήν καρδιά σας τήν ὀμορφιά τῆς εἰκόνας τῆς θείας Μεταμορφώσεως καί νά ἀκοῦτε διαρκῶς τή φωνή τοῦ Πατέρα «Αὐτός εἶναι» ὄχι δοῦλος, οὔτε πρεσβευτής, οὔτε ἄγγελος, ἀλλά «ὁ ἀγαπητός μου Υἱός, αὐτόν νά ἀκοῦτε»...
Ἄς φυλάξουμε τίς θεῖες ἐντολές τοῦ Χριστοῦ μέ κάθε προσοχή γιά νά ἀπολαύσουμε καί ἐμεῖς τή θεία Του ὡραιότητα νοιώθοντας τή γλυκύτατη γεύση Του. Τώρα βέβαια ὅσο εἶναι δυνατό σέ ὅσους εἶναι φορτωμένοι μέ τοῦτο τό χωμάτινο σκήνωμα τοῦ σώματος, ἔπειτα ὅμως ἐντονότερα καί καθαρότερα, τότε πού θά λάμψουν οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος. Τότε πού, ἀπαλλαγμένοι ἀπό τίς ἀνάγκες τοῦ σώματος, θά εἶναι ἄφθαρτοι μαζί μέ τόν Κύριο, ὅπως οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ κατά τή μεγάλη καί ἔνδοξη ἀποκάλυψη ἀπό τούς οὐρανούς τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ...
(Ἐπιλογή ἀποσπασμάτων ἀπό τήν ὁμιλία «Στήν ὑπερένδοξη Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ - PG 96, 545 - 576 καί ΕΠΕ τ. 9ος, σ. 10 - 56).
Πηγή: Εδώ.