Εγωισμός, το αναρχικό παιδί τής υπερηφανείας --Η καυχησιολογία και η ανθρωπαρέσκεια

Η  ρίζα τού κακού
Αγίου Παϊσίου Αγιορείτου

«Ο υπερήφανος είναι χωρισμένος από τον Θεό, γιατί η υπερηφάνεια είναι κακός αγωγός, μονωτικό, που δεν αφήνει την Χάρη τού Θεού να περάσει, και μάς απομονώνει από τον Θεό».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 - Η υπερηφάνεια είναι πολύμορφη
Η κρυφή υπερηφάνεια
– Μού είπατε, Γέροντα, ότι έχω κρυφή υπερηφάνεια. Ποια είναι η κρυφή υπερηφάνεια;
– Είναι η εσωτερική υπερηφάνεια. Και η εσωτερική υπερηφάνεια είναι πολύ χειρότερη από την εξωτερική.
– Γέροντα, τι διαφορά έχει η εξωτερική από την εσωτερική υπερηφάνεια;
– Η εξωτερική υπερηφάνεια φαίνεται και θεραπεύεται εύκολα. Ο άνθρωπος που έχει εξωτερική υπερηφάνεια φαίνεται και από τα ρούχα του και από το περπάτημά του και από την ομιλία του, και έτσι μπορεί κανείς να τού πη καμμιά κουβέντα και να βοηθηθή. Ενώ η κρυφή υπερηφάνεια είναι πολύ ύπουλη και γι αυτό δύσκολα θεραπεύεται. Κρύβεται και δεν την βλέπουν οι άλλοι· μόνον ένας πεπειραμένος μπορεί να την καταλάβη. Η κρυφή υπερηφάνεια συνήθως υπάρχει στους πνευματικούς ανθρώπους. Και τότε, ενώ έχουν εξωτερικά σχήματα ταπεινά, σχήματα ευλαβείας, μέσα τους κρύβουν τού κόσμου την υπερηφάνεια! Βλέπεις, ντύνεται στα κουρέλια το ταγκαλάκι.

– Γέροντα, ο άνθρωπος που έχει κρυφή υπερηφάνεια την καταλαβαίνει;
– Αν παρακολουθή τον εαυτό του, την καταλαβαίνει.
– Γέροντα, έχω τον λογισμό ότι αυτός που έχει κρυφή υπερηφάνεια, δεν νιώθει μέσα του ανάπαυση.
– Ανάπαυση θεϊκή δεν νιώθει, ούτε γνώρισε ποτέ την θεϊκή ανάπαυση, αλλά αναπαύει τον λογισμό του.
– Τι θα με βοηθήση, Γέροντα, να καταλάβω αν έχω κρυφή υπερηφάνεια και να αγωνισθώ να την διώξω;
– Αν κάνης, ας υποθέσουμε, έναν πνευματικό αγώνα και σού λέη ο λογισμός ότι κάνεις κάτι σπουδαίο, είσαι ενάρετη κ.λπ., σίγουρα υπάρχει μέσα σου υπερηφάνεια, αλλά την κρύβεις. Αν λοιπόν προσέξης, θα δης ότι νιώθεις μια ικανοποίηση ψεύτικη. Για να φύγη η κρυφή υπερηφάνεια, πρέπει να σιχαθής αυτό το ψεύτικο και να το πετάξης. Αυτούς που έχουν εξωτερική υπερηφάνεια, τους σιχαίνονται οι άλλοι, και έτσι μπορούν να διορθωθούν· ενώ, όσοι έχουν εσωτερική, κρυφή, υπερηφάνεια, πρέπει οι ίδιοι να σιχαθούν τον εαυτό τους, για να απαλλαγούν από αυτήν. Αλλά, και όταν δίνης στους άλλους το δικαίωμα να σού κάνουν παρατηρήσεις, αυτό θα σε βοηθήση, γιατί θα βγη έξω η κρυφή υπερηφάνεια, θα φανερωθή και σιγά-σιγά θα φύγη.

Εγωισμός, το αναρχικό παιδί τής υπερηφανείας
– Γέροντα, άλλο πάθος είναι η υπερηφάνεια και άλλο ο εγωισμός;
– Η υπερηφάνεια, ο εγωισμός, η κενοδοξία κ.λπ., εκτός από την έπαρση που είναι εωσφορικός βαθμός, είναι το ίδιο πάθος με μικρές διαφορές και διαβαθμίσεις.
Ο εγωισμός είναι το αναρχικό παιδί τής υπερηφανείας· δεν το βάζει κάτω, επιμένει. Όπως όμως τα δένδρα που δεν λυγίζουν, σπάζουν τελικά από τον αέρα, έτσι και ο άνθρωπος που έχει εγωισμό, επειδή δεν κάμπτεται, σπάζει τελικά τα μούτρα του. Μεγάλο κακό ο εγωισμός! Ενώ και ανάπαυση δεν έχει ο εγωιστής, πάλι επιμένει! Δεν βλέπεις, ο Άρειος; Όταν η μητέρα του τού είπε: «καλά, τόσοι λένε ότι σφάλλεις· δεν το καταλαβαίνεις;», «ναι, το ξέρω, τής απάντησε, αλλά πώς να υποταχθώ σ αυτούς;». Ο εγωισμός του δεν τον άφηνε να παραδεχθή το λάθος του.
– Και δεν τον απασχολούσε, Γέροντα, που είχε παρασύρει τόσον κόσμο στην αίρεση;
– Όχι, δεν τον απασχολούσε. «Αν παραδεχθώ ότι σφάλλω, έλεγε, θα εξευτελισθώ και στους οπαδούς μου». Και όσο καταλάβαινε ότι κάνει λάθος, άλλο τόσο ζοριζόταν να τους πείση ότι είχε δίκαιο. Φοβερό πράγμα ο εγωισμός!
– Σε τι διαφέρει, Γέροντα, ο εγωιστής από τον υπερήφανο;
– Ο εγωιστής έχει θέλημα, πείσμα, ενώ ο υπερήφανος μπορεί να μην έχη ούτε θέλημα ούτε πείσμα. Ας πούμε ένα παράδειγμα: Στην εκκλησία προσκυνάτε τις εικόνες με μια σειρά· η καθεμιά ξέρει την σειρά της. Μια αδελφή, αν έχη εγωισμό και τής πάρη κάποια άλλη την σειρά, θα κατεβάση τα μούτρα και μπορεί να μην πάη ούτε να προσκυνήση. «Αφού προσκύνησε εκείνη πριν από μένα, θα πη, δεν πάω να προσκυνήσω». Ενώ, αν έχη υπερηφάνεια, πάλι θα πειραχθή, αλλά δεν θα αντιδράση έτσι· μπορεί μάλιστα να πη και στις επόμενες, δήθεν με ευγένεια: «Περάστε! πέρνα κι εσύ, πέρνα κι εσύ!».
– Τι να κάνω, Γέροντα, όταν πληγώνεται ο εγωισμός μου;
– Όταν πληγώνεται ο εγωισμός σου, μην τον περιθάλπης· άφησέ τον να πεθάνη. Αν πεθάνη ο εγωισμός σου, θα αναστηθή η ψυχή σου.
– Και πώς πεθαίνει, Γέροντα, ο εγωισμός;
– Πρέπει να θάψουμε το εγώ μας, να σαπίση και να γίνη κοπριά, για να αναπτυχθή η ταπείνωση και η αγάπη.

 Η μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας
– Γέροντα, γιατί υπερηφανεύομαι εύκολα;
– Για να υπερηφανεύεσαι εύκολα, σημαίνει ότι έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου. Πιστεύεις ότι κάτι είσαι. Δεν μπορεί να υπερηφανευθή κανείς, αν δεν πιστεύη ότι κάτι είναι. Αφού λοιπόν πιστεύεις ότι είσαι σπουδαία, μετά με το παραμικρό υπερηφανεύεσαι, σαν τους υπερτασικούς πού, μόλις λίγο στενοχωρηθούν, αμέσως ανεβάζουν πίεση.
– Γέροντα, έχει παγώσει πάλι η καρδιά μου. Γιατί φθάνω σ αυτήν την κατάσταση;
– Γιατί αφήνεις το κεφάλι σου ξεβίδωτο και παίρνει αέρα το μυαλό σου. Εγώ βάζω τάπα, την βιδώνω, αλλά εσύ την πετάς. Τώρα χρειάζεται να βάλουμε τάπα μεγάλη και να την βιδώσουμε γερά-γερά. Ξέρεις πόσα θα σού έδινε ο Χριστός, αν δεν είχες αυτό το ελάττωμα; Όταν δεν προσέχουμε, έρχεται ο διάβολος ύπουλα, μάς τρυπάει το κεφάλι με το σουβλί του, την οίηση, μάς το φουσκώνει σαν μπαλόνι και μάς σηκώνει στον αέρα.
– Γέροντα, ένας που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, δεν είναι εύκολο να δη το καλό που έχει ο άλλος.
– Έτσι είναι. Αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, παραμένει μέσα στην αντάρα τής υπερηφανείας και δεν έχει ούτε πνευματική υγεία ούτε ορατότητα, οπότε δεν μπορεί να δη τα χαρίσματα τού άλλου. Αλλά γιατί να έχη κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του; Πώς θα έρθουν οι θείες ιδέες, αν δεν πετάξη την δική του μεγάλη ιδέα; Αν πάρη το κατσαβίδι ο Χριστός, λίγο την βιδούλα να στρίψη, μπανταλομάρες θα λέμε. Τι ιδέα να έχης λοιπόν για τον εαυτό σου;
Αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, είναι εκτός τού εαυτού του, παράφρων. Χρειάζεται να κατεβή-να κατεβή, να προσγειωθή, για να βρη τον εαυτό του· αλλιώς θα γυρίζη στα σύννεφα και θα ξοδεύη την βενζίνη στον αέρα!

Η αυτοπεποίθηση
– Γέροντα, τι σημαίνει: «Εάν μη Κύριος οικοδομήση οίκον, εις μάτην εκοπίασαν οι οικοδομούντες»;
– Αυτό αναφέρεται στην αυτοπεποίθηση τού ανθρώπου. Βλέπεις, και στην Ακολουθία τού Μεγάλου Σχήματος, όταν ο υποψήφιος μοναχός ερωτάται: «Ταύτα πάντα υπομένεις;», απαντά: «Ναι, τού Θεού συνεργούντος». Δεν λέει: «Ναι, εγώ μόνος μου θα υπομείνω». Όταν ο άνθρωπος δεν βάζη σε όλα μπροστά τον Θεό, αλλά λέη: «εγώ μόνος μου θα κάνω αυτό, εγώ με τις δικές μου δυνάμεις θα κάνω εκείνο», τότε και τα μούτρα του τρώει και τίποτε δεν κάνει.
– Γέροντα, στενοχωρώ πολύ τις αδελφές· άλλα μού λένε να κάνω, άλλα κάνω.
– Από την αυτοπεποίθηση το παθαίνεις. Εσύ νομίζεις ότι πιάνεις πουλιά στον αέρα, ενώ πιάνεις αέρα! Σηκώνεις το χέρι σου και νομίζεις ότι έπιασες ένα πουλί. «Το έπιασα» λες, αλλά το χέρι σου είναι άδειο. Σηκώνεις και το άλλο σου χέρι, «το έπιασα» λες, αλλά και πάλι το χέρι σου είναι άδειο. Να βλέπης πρώτα αν είναι γεμάτο το χέρι σου και ύστερα να λες «το έπιασα».
– Γέροντα, οι αδελφές μού λένε ότι δυσκολεύονται μαζί μου, επειδή επιμένω στην γνώμη μου· εγώ όμως δεν το καταλαβαίνω πάντοτε.
– Ξέρεις τι συμβαίνει μ εσένα; Όταν σχηματίζης μια γνώμη για κάτι, δεν λες: «μού πέρασε αυτός ο λογισμός, δεν ξέρω αν είναι σωστός», αλλά πιστεύεις ότι η γνώμη σου είναι πάντοτε σωστή και επιμένεις. Κάνεις σαν εκείνη την νοικοκυρά που τής αγόρασε ο άνδρας της ένα χταπόδι να μαγειρέψη, αλλά τού έλειπε το ένα πλοκάμι. «Το μαγείρεψες, τής λέει, το χταπόδι; έβρασε;». «Ποιο χταπόδι; λέει εκείνη, το επταπόδι». Όχι το οχταπόδι-όχι το επταπόδι, νευρίασε στο τέλος ο άνδρας της από την επιμονή της και την πέταξε στο πηγάδι. Αλλά και από κει έδειχνε με τα δάκτυλά της «επτά, επτά, επτά»! Κοίταξε, να λες τον λογισμό σου, αλλά να μην επιμένης.
– Όμως, Γέροντα, πολλές φορές βλέπω ότι η δική μου γνώμη είναι καλύτερη από την γνώμη τών αδελφών με τις οποίες συνεργάζομαι.
– Από την αυτοπεποίθηση που έχεις βλέπεις έτσι τα πράγματα. Να προσέξης πολύ, γιατί όποιος έχει πολλή λογική και κρίση με εγωισμό και αυτοπεποίθηση, μπορεί να φθάση να μην παραδέχεται κανέναν.
– Πώς θα απαλλαγώ από την αυτοπεποίθηση;
– Αν γνωρίσης τον εαυτό σου, θα δης ότι δεν έχεις τίποτε δικό σου και τίποτε δεν μπορείς να κάνης χωρίς την βοήθεια τού Θεού. Αν λοιπόν καταλάβης πως ό,τι καλό κάνεις είναι από τον Θεό και όσες χαζομάρες κάνεις είναι δικές σου, τότε θα πάψης να έχης εμπιστοσύνη στον εαυτό σου και θα απαλλαγής από την αυτοπεποίθηση.

Η καυχησιολογία
– Γέροντα, όποιος έχει υπερηφάνεια πάντοτε λέει το καλό που κάνει;
– Και να το πη και να μην το πη, τόχει μέσα του κρυφό καμάρι! Να, αυτές τις μέρες ήρθε κάποιος να με δη. Μού μιλούσε συνέχεια για τον εαυτό του και κάθε τόσο πρόσθετε: «Εις δόξαν Θεού τα λέω». Έλεγε-έλεγε... «Εις δόξαν Θεού τα λέω». Με τρόπο τού είπα: «Μήπως μπαίνει λίγο και η δόξα η δική σου;». «Α, όχι, μού λέει, όλα εις δόξαν Θεού...». Και τελικά δεν είχε έρθει να μού πη κάτι που τον απασχολούσε, αλλά να μού διηγηθή τα κατορθώματά του «εις δόξαν Θεού...», ενώ στην πραγματικότητα όλα τα έλεγε για την δόξα την δική του.
Πάντως, όταν ο άνθρωπος κάνη γνωστό το καλό που κάνει και υπερηφανεύεται, πάντοτε το χάνει. Τότε και κουράζεται άσκοπα και κολάζεται. Κάποιος που επρόκειτο να γίνη ιερέας πήγε σε ένα απομονωμένο μοναστήρι να καθήση σαράντα μέρες πριν από την χειροτονία του. Στις τριάντα οκτώ όμως μέρες παρουσιάσθηκε κάποια ανάγκη και χρειάσθηκε να κατεβή στον κόσμο. Μετά έκανε το παν να επιστρέψη, για να μείνη ακόμη δυο μέρες, γιατί πώς θα έλεγε ότι κάθησε στην έρημο σαράντα μέρες πριν από την χειροτονία του; Βλέπεις, και ο Μωυσής σαράντα μέρες κάθησε στο Σινά, πριν πάρη τις δέκα εντολές!... Έλεγε μετά παντού: «Εγώ πριν από την χειροτονία μου κάθησα στην ησυχία σαράντα μέρες». Έτσι έρχεται η Χάρις; Χίλιες φορές να καθόταν είκοσι μέρες ή δεκαπέντε ή να μην καθόταν ούτε μια μέρα, για να μη καυχιέται ότι κάθησε σαράντα μέρες. Τότε περισσότερη Χάρη θα είχε.
– Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος λέει: «Ο καυχώμενος εν Κυρίω καυχάσθω». Αυτή η καύχηση μπορεί να έχη υπερηφάνεια;
– Όχι, πώς να έχη υπερηφάνεια; Αυτό έχει μια δοξολογία, μια ευχαριστία στον Θεό. Αν θεωρούμε μεγάλη τιμή και ευεργεσία που οικονόμησε ο Καλός Θεός να είμαστε Χριστιανοί, αυτή η καύχηση δεν έχει υπερηφάνεια. Όταν κάποιος, ας υποθέσουμε, θεωρή ευλογία και χαίρεται που ο Θεός οικονόμησε να έχη καλούς, ευλαβείς, γονείς, αυτό δεν σημαίνει ότι καμαρώνει κοσμικά, αλλά ότι έχει ευγνωμοσύνη προς τον Θεό.

Η ανθρωπαρέσκεια
– Γέροντα, πολλές φορές με πιάνει ένα παράπονο.
– Τι παράπονο έχεις;
– Να, λέω: «Γιατί δεν αναγνώρισαν τον κόπο μου και μού συμπεριφέρθηκαν έτσι;».
– Όταν κάποιος κάνη κάτι ταπεινά και με αγάπη, και δεν βρη αναγνώριση, μπορεί να τού έρθη και ένα παράπονο. Αυτό είναι ανθρώπινο – όχι φυσικά ότι και αυτό είναι σωστό, αλλά τότε έχει κανείς κάποια ελαφρυντικά. Όταν όμως απαιτή την αναγνώριση, αυτό είναι βαρύ· έχει μέσα εγωισμό, δικαίωμα, ανθρωπαρέσκεια. Όσο μπορείς, να κινήσαι ταπεινά. Ό,τι κάνεις να το κάνης με φιλότιμο, για τον Χριστό, και όχι από ανθρωπαρέσκεια και κενοδοξία, για να ακούσης το «μπράβο» από τους ανθρώπους. Όταν ο άνθρωπος δεν δέχεται τα «μπράβο» από τους ανθρώπους και εργάζεται μόνον για τον Θεό, τότε ανταμείβεται από τον Θεό και σ αυτήν την ζωή με την άφθονη Χάρη Του, και στην άλλη με τα αγαθά τού Παραδείσου.
– Μπορεί, Γέροντα, μέσα στο φιλότιμο να υπάρχη ανθρωπαρέσκεια;
– Μπορεί ο διάβολος, που όλα θέλει να τα μολύνη, να κλέβη το λίγο φιλότιμο με την ανθρωπαρέσκεια. Έχει δηλαδή ο άνθρωπος λίγο φιλότιμο, αλλά, αν δεν προσέξη, μπαίνει μέσα η ανθρωπαρέσκεια και μετά, ό,τι κι αν κάνη, πάει χαμένο. Είναι σαν να βγάζη νερό με τρύπιο κουβά. Αν όμως καταλάβη πως ό,τι κάνει από ανθρωπαρέσκεια μολύνεται, μετά δεν θα έχη όρεξη να κάνη κάτι για να επιδειχθή· δεν θα έχη μάτια να δη αν τον καμαρώνουν οι άλλοι ούτε αυτιά να ακούση τι λένε γι αυτόν.
– Γέροντα, εγώ δεν μπορώ να ξεχωρίσω αν κάτι το κάνω από καθαρό φιλότιμο ή από ανθρωπαρέσκεια.
– Το καθαρό φαίνεται. Όταν κινήται κανείς με καθαρό φιλότιμο, έχει πληροφορία εσωτερική, έχει δηλαδή μέσα του ανάπαυση, γαλήνη, ενώ η ανθρωπαρέσκεια φέρνει ανησυχία, ταραχή.
– Γέροντα, μού λέει ο λογισμός πως πέφτω σε πειρασμούς, επειδή η καρδιά μου δεν είναι ολοκληρωτικά δοσμένη στον Θεό.
– Ναι, κλέβεσαι από την ανθρωπαρέσκεια. Προσπάθησε στην κάθε φιλότιμη ενέργειά σου να μη σφηνώνεται η ανθρωπαρέσκεια, για να έχης και καθαρό μισθό, χωρίς κρατήσεις από το ταγκαλάκι, αλλά και περισσότερη εσωτερική ειρήνη. Να εξετάζης τα ελατήρια με τα οποία κινείσαι και, μόλις αντιληφθής ότι κινείσαι από ανθρωπαρέσκεια, να την χτυπάς αμέσως. Αν κάνης αυτόν τον «καλόν αγώνα», θα αποτοξινωθής από κάθε κοσμικό ελατήριο που έχει κέντρο το εγώ. Τότε θα γίνωνται όλα καλά και δεν θα έχης πειρασμούς ούτε εξωτερικούς ούτε δικούς σου εσωτερικούς, αλλά θα έχης εσωτερική ειρήνη.
– Γέροντα, στενοχωριέμαι για την στασιμότητα που έχω. Θα ήθελα κάθε μέρα να προοδεύω πνευματικά.
– Ξέρεις τι συμβαίνει καμμιά φορά; Μπορεί να θέλουμε να απαλλαγούμε από τα πάθη μας και να γίνουμε καλύτεροι, όχι για να ευαρεστήσουμε τον Θεό, αλλά για να αρέσουμε στους άλλους. Κι εσύ, ας πούμε, θέλεις να γίνης καλύτερη, να προχωρήσης πνευματικά. Εξέτασες όμως γιατί το θέλεις; Το θέλεις, για να πλησιάσης περισσότερο στον Θεό ή για να φαίνεσαι καλύτερη από τις άλλες αδελφές; Βιάζεσαι λ.χ. να πας στην εκκλησία. Γιατί το κάνεις; για να είσαι από την αρχή στην Ακολουθία, επειδή αυτό είναι το σωστό ή για να πας πρώτη και να λένε οι αδελφές καλά λόγια για σένα; Ο πνευματικός άνθρωπος ενδιαφέρεται να αρέση στον Θεό, όχι στους ανθρώπους. «Αν ήθελα να αρέσω στους ανθρώπους, λέει ο Απόστολος Παύλος, δεν θα ήμουν δούλος τού Χριστού».
– Γέροντα, έχω πάντοτε έναν φόβο μην ξεπέσω στα μάτια τών άλλων, ενώ δεν σκέφτομαι πώς με βλέπει ο Θεός. Πώς θα αυξηθή ο φόβος τού Θεού;
– Εγρήγορση χρειάζεται. Σε κάθε σου ενέργεια, ακόμη και στην παραμικρή σου κίνηση, κέντρο να είναι ο Θεός. Στρέψε όλον τον εαυτό σου προς τον Θεό. Αν αγαπήσης τον Θεό, ο νους σου θα είναι συνέχεια στο πώς να ευχαριστήσης τον Θεό, στο πώς να αρέσης στον Θεό, και όχι στο πώς να αρέσης στους ανθρώπους. Αυτό πολύ θα σε βοηθήση να ελευθερωθής από τις βαρειές αλυσίδες τής ανθρωπαρέσκειας που σού είναι εμπόδιο για την ανώτερη ζωή. Και όταν θα χαίρεσαι, γιατί ξέπεσες στα μάτια τών ανθρώπων, τότε θα γλυκαίνεσαι εσωτερικά από τον Γλυκύ Ιησού.

Η καραμέλα τού επαίνου
– Γέροντα, άκουσα κάτι επαίνους και...
– Έ, και τι έγινε; Τελείως κούφιο είσαι, βρέ παιδί; Εμάς τι πρέπει να μάς ενδιαφέρη; Πώς μάς βλέπουν οι άλλοι ή πώς μάς βλέπει ο Χριστός; Οι άλλοι θα είναι για μάς η κινητήρια δύναμη ή ο Χριστός; Εσύ έχεις σοβαρότητα· μη γίνεσαι ελαφρούτσικη. Εμένα πολλές φορές, ακόμη και σοβαροί άνθρωποι, μού λένε κάτι επαινετικό και μού έρχεται να κάνω εμετό. Γελώ από μέσα μου και το πετώ πέρα. Κι εσύ κάτι τέτοια να τα πετάς αμέσως. Είναι χαμένα πράγματα! Τι κερδίζουμε, αν μάς καμαρώνουν οι άλλοι; Για να μάς καμαρώνουν μεθαύριο τα ταγκαλάκια; Όποιος χαίρεται, όταν τον καμαρώνουν οι άνθρωποι, κοροϊδεύεται από τους δαίμονες.
Οι έπαινοι, είτε κοσμικοί είναι είτε πνευματικοί, είτε στο σώμα αναφέρονται είτε στην ψυχή, βλάπτουν, όταν ο άνθρωπος είναι βλαμμένος, όταν δηλαδή έχη υπερηφάνεια ή προδιάθεση υπερηφανείας. Γι αυτό να προσέχουμε να μην επαινούμε εύκολα τον άλλον, γιατί, αν τυχόν είναι φιλάσθενος πνευματικά, παθαίνει ζημιά· μπορεί να καταστραφή.
Οι έπαινοι είναι σαν τα ναρκωτικά. Κάποιος, ας υποθέσουμε, που ξεκινά να κάνη κηρύγματα, μπορεί την πρώτη φορά να ρωτήση αν το κήρυγμα ήταν καλό, αν πρέπη κάτι να προσέξη, για να μην κάνη κακό στον κόσμο. Οπότε και ο άλλος, για να τον ενθαρρύνη, τού λέει: «Καλά τα είπες· μόνο σ εκείνο το σημείο ήθελε λίγο να προσέξης». Ύστερα όμως, αν έχη λίγη προδιάθεση υπερηφανείας, μπορεί να φθάση να ρωτάη αν ήταν καλό το κήρυγμα, μόνον και μόνο για να ακούση ότι ήταν καλό και να αισθανθή ικανοποίηση. Κι αν τού πουν: «πολύ καλό ήταν», χαίρεται. «Α, λένε καλά λόγια για μένα!», σκέφτεται και φουσκώνει. Αν όμως τού πουν: «δεν ήταν καλό», στενοχωριέται. Βλέπετε πώς με μια καραμέλα επαίνου τον ξεγελάει το ταγκαλάκι; Στην αρχή ρωτάει με καλό λογισμό, για να διορθωθή, και μετά ρωτάει, για να ακούη επαίνους και να χαίρεται!
Αν χαίρεσθε και νιώθετε ικανοποίηση, όταν σάς επαινούν, και στενοχωριέσθε και κατεβάζετε τα μούτρα, όταν σάς κάνουν καμμιά παρατήρηση ή σάς πουν ότι μια δουλειά δεν την κάνατε καλά, να ξέρετε ότι αυτό είναι μια κοσμική κατάσταση. Και η στενοχώρια είναι κοσμική και η χαρά είναι κοσμική. Ένας που έχει πνευματική υγεία, και να τού πης: «αυτό δεν το έκανες καλό», χαίρεται, γιατί τον βοήθησες να δη το λάθος του. Πιστεύει ότι δεν το έκανε καλό, γι αυτό τον φωτίζει ο Θεός και την επόμενη φορά το κάνει πολύ καλό. Αλλά και πάλι αυτό το αποδίδει στον Θεό. «Τι θα έκανα εγώ μόνος μου; λέει. Αν δεν με βοηθούσε ο Θεός, μπανταλομάρες θα έκανα». Όλα δηλαδή τα τοποθετεί σωστά.
– Πώς θα μπορέσουμε, Γέροντα, να αισθανώμαστε το ίδιο, και όταν μάς επαινούν και όταν μάς προσβάλλουν;
– Αν μισήσετε την κοσμική προβολή, τότε θα δέχεσθε με την ίδια διάθεση και τον έπαινο και την προσβολή.

Η κενοδοξία
– Γιατί, Γέροντα, νιώθω μέσα μου ένα κενό;
– Από την κενοδοξία είναι. Όταν επιδιώκουμε να ανεβαίνουμε στα μάτια τών ανθρώπων, νιώθουμε μέσα μας κενό – τον καρπό τής κενοδοξίας –, γιατί ο Χριστός δεν έρχεται στο κενό, αλλά στην καρδιά τού καινού ανθρώπου. Δυστυχώς, πολλές φορές οι πνευματικοί άνθρωποι θέλουν την αρετή, αλλά θέλουν και κάτι που να τρέφη την υπερηφάνειά τους, δηλαδή αναγνώριση, πρωτεία κ.λπ., κι έτσι μένουν με ένα κενό στην ψυχή τους, το κενό τής κενοδοξίας· δεν υπάρχει το πλήρωμα, το φτερούγισμα τής καρδιάς. Και όσο μεγαλώνει η κενοδοξία τους, τόσο μεγαλώνει και το κενό μέσα τους και τόσο περισσότερο υποφέρουν.
– Γέροντα, από πού προέρχεται το ζόρισμα που νιώθω στον αγώνα μου;
– Δεν αγωνίζεσαι ταπεινά. Όποιος αγωνίζεται ταπεινά, δεν συναντά δυσκολία στον αγώνα του. Όταν όμως υπάρχουν πνευματικές επιδιώξεις ποτισμένες με κενοδοξία, τότε η ψυχή ζορίζεται. Τα άλλα πάθη δεν μάς δυσκολεύουν τόσο πολύ στο πνευματικό ανέβασμα, όταν επικαλούμαστε ταπεινά το έλεος τού Θεού. Όταν όμως μάς κλέβη το ταγκαλάκι με την κενοδοξία, μάς δένει τα μάτια και μάς οδηγεί από το δικό του δύσβατο μονοπάτι και τότε ζοριζόμαστε, γιατί βρισκόμαστε σε ταγκαλίστικο χώρο.
Η πνευματική ζωή δεν είναι όπως η κοσμική ζωή. Εκεί, για να πάη, ας υποθέσουμε, καλά μια επιχείρηση, πρέπει να κάνη κανείς την τάδε διαφήμιση, να ρίξη αυτά τα φέιγ-βολάν, να κοιτάξη πώς να προβληθή. Στην πνευματική ζωή όμως, μόνον αν μισήση κανείς την κοσμική προβολή, πάει καλά η επιχείρηση η πνευματική.
– Γέροντα, πώς θα διώξω τους λογισμούς κενοδοξίας;
– Να χαίρεσαι με τα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν οι κοσμικοί. Μόνο με τα αντίθετα τών κοσμικών επιδιώξεων θα μπορέσης να κινηθής στον πνευματικό χώρο. Στοργή θέλεις; Να χαίρεσαι, όταν δεν σού δίνουν σημασία. Ζητάς θρόνο; Κάθισε τον εαυτό σου στο σκαμνί. Ζητάς επαίνους; Αγάπησε την περιφρόνηση, για να νιώσης την αγάπη τού Περιφρονημένου Ιησού. Ζητάς δόξα; Ζήτα ατιμία, για να νιώσης την δόξα τού Θεού. Και όταν νιώσης την δόξα τού Θεού, θα νιώθης τον εαυτό σου ευτυχισμένο και θα έχης μέσα σου την μεγαλύτερη χαρά από όλες τις χαρές όλου τού κόσμου
Πηγή: Εδώ.