Περί Αρχιερέων και Ιερέων (Α΄)




    «Θεῖον μὲν χρῆμα ἡ ἱερωσύνη, καὶ τῶν ὄντων ἀπάντων τὸ τιμιώτατον. Ὑβρίζουσι δὲ εἰς αὐτὴν μάλιστα πάντων οἱ κακῶς αὐτὴν μεταχειριζόμενοι· οὓς ἱερᾶσθαι παντάπασιν οὐκ ἐχρῆν». (ΑΓΙΟΣ ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΠΗΛΟΥΣΙΩΤΗΣ PG78,493).


δὼ ποὺ φτάσαν τὰ πράγματα, δὲν ὑπάρχουν περιθώρια γιὰ ὑπεκφυγὲς καὶ ὑπονοούμενα καὶ τυπικές εὐγένειες. Ἡ Ἐκκλησία διώκεται καὶ διῶκτες εἶναι οἱ ταγμένοι γιὰ φύλακες, ἡ εὐσέβεια διαστρέφεται καὶ διαστροφεῖς εἶναι οἱ ταγμένοι γιὰ ὑπηρέτες της. Ἐπανεισάγονται αἱρέσεις στὴν ἐκκλησία (νέα εἰκονομαχία-νέος βαρλααμισμός) καὶ τὶς εἰσάγουν καὶ τὶς προωθοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι δυστυχῶς ἔχουν αὐθαδιάσει. Δὲν ἀκολουθοῦν τοὺς ἁγίους Πατέρες. Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι τὸ νὰ θέτουν τὴ γνώμη τους πάνω ἀπὸ τὴν γνώμη τῶν Πατέρων εἶναι ἔγκλημα γεμάτο αὐθάδεια:
«Τὸ μὲν γὰρ Πατράσι μὴ ἀκολουθεῖν καὶ τὴν ἐκείνων φωνὴν κυριωτέραν τίθεσθαι τῆς ἑαυτῶν γνώμης ἐγκλήματος ἄξιον, ὡς αὐθαδείας γέμον» ( ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG32 392-3).
Δὲν ἐπιτρέπεται πλέον μὲ δουλοπρέπεια καὶ φόβο νὰ σιγοψιθυρίζουμε στὶς γωνιὲς γιὰ τὰ ὅσα κάνουν, φοβούμενοι μήπως πέσουμε σὲ δυσμένεια, ἀλλὰ πρέπει νὰ σηκωθοῦμε καὶ τουλάχιστον νὰ ἐλέγξουμε μὲ θάρρος τὶς πράξεις τους:
Μὴ κατὰ γωνίαν θρυλείτω δουλοπρεπῶς, ἀλλ' εἰς τὸ φανερὸν ἀντικαταστὰς διελεγχέτω μετὰ παρρησίας. (Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG32 392).
Προκαλεῖ ἀφόρητη λύπη ἡ κατάστασις αὐτή. Κλείνουν τὶς ἐκκλησίες καὶ λένε ὅτι δὲν πειράζει. Στέλνουν τοὺς ἀνθρώπους στὰ σπίτια τους νὰ «προσεύχονται», παρακολουθῶντας τὶς ἀκολουθίες ἀπὸ τὴν τηλεόρασι καὶ λένε πὼς εἶναι τὸ ἴδιο!!!. Δὲν προσκυνοῦν τὶς εἰκόνες καὶ δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅτι πρόκειται γιὰ ἀναβίωσι τῆς εἰκονομαχίας καὶ ἄρνησι τῶν ἀκτίστων Θείων ἐνεργειῶν. Φοβοῦνται νὰ μεταλάβουν καὶ φέρνουν πλαστικὰ κουταλάκια, καὶ δὲν συναισθάνονται ὅτι εἶναι ὕβρις πρὸς τὸν Κύριο. Φοροῦν φίμωτρα μέσα στοὺς ναοὺς πιστοὶ καὶ παπάδες καὶ δὲν αἰσθάνονται ὅτι γελοιοποιοῦν τὸν ἱερὸ χῶρο, ἀφοῦ πρῶτα γελοιοποιοῦν τοὺς ἑαυτούς τους.

Ἐγκατελείφθησαν οἱ κανόνες τῶν Πατέρων. Κάθε ἀκρίβεια ἔχει ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ τὶς ἐκκλησίες. Ἄλλοι παπάδες πετοῦν τὰ ράσα γιὰ νὰ ζήσουν τὴν «ἐλευθερία» καὶ τὸ πλῆθος ἐπευφημεῖ ἐνθουσιασμένο μαζί μὲ ὁμόφρονες συλλειτουργοὺς τῶν αὐτοαποσχηματισθέντων. Ἂν συνεχιστεῖ τὸ πράγμα, ἂν συνεχιστεῖ ἡ ἀδιαφορία μας θὰ ἔρθη ἀπόλυτη σύγχυσι στὰ ἐκκλησιαστικά πράγματα:
«Πάνυ με λυπεῖ ὅτι ἐπιλελοίπασι λοιπὸν οἱ τῶν Πατέρων κανόνες καὶ πᾶσα ἀκρίβεια τῶν Ἐκκλησιῶν ἀπελήλαται, καὶ φοβοῦμαι μή, κατὰ μικρὸν τῆς ἀδιαφορίας ταύτης ὁδῷ προϊούσηςεἰς παντελῆ σύγχυσιν ἔλθῃ τὰ τῆς Ἐκκλησίας πράγματα» ( Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG32 400).
Ἄν συνεχιστεῖ αὐτὸ τὸ βιολὶ, ἄν συνεχίσουν οἱ ποιμένες μὲ τὴν ἴδια ὁρμὴ νὰ καταστρέφουν τὰ ἐκκλησιαστικὰ πράγματα, τίποτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐμποδίσῃ σὲ λίγο χρόνο νὰ μετασχηματισθοῦν οἱ ἐκκλησίες σὲ κάτι ἐντελῶς διαφορετικό.
«Εἰ κατὰ τὴν αὐτὴν ὁρμὴν ἐπὶ τὸ χεῖρον τὰ πράγματα, οὐδὲν ἔσται τὸ κωλύον εἴσω ὀλίγου χρόνου πρὸς ἄλλο τι σχῆμα παντελῶς μεθαρμοσθῆναι τὰς Ἐκκλησίας» (Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG32 424).
Ἄξιον ἀπορίας εἶναι γιὰ πολλοὺς πῶς γίνεται οἱ ποιμένες νὰ ἔχουν τέτοια στάσι; Οἱ ἁπλούστεροι οὔτε μποροῦν νὰ τὸ διανοηθοῦν. Λένε: Μὰ πῶς γίνεται ὁ  τάδε πνευματικὸς ἢ γέροντας, νὰ κάνῃ λάθος; Πῶς μπορεῖ νὰ συμβουλεύῃ καὶ νὰ πράττῃ λάθος. Ποῦ εἶναι τόσο καλός, τόσο γλυκός, μὲ τόση κατανόησι. Πῶς γίνεται; Μὰ καὶ στὸ τάδε μοναστήρι, ποὺ δὲν σὲ ἀφήνουν κἂν νὰ μπῇς στὴν ἐκκλησία χωρὶς φίμωτρο, διότι «αὐτὸ εἶπε ἡ Σύνοδος», πῶς γίνεται; Κάνουν λάθος οἱ ἀδελφὲς ποὺ ἀφιέρωσαν τὴ ζωή τους στὸν Θεό;
Ὅτι γίνεται, γίνεται. Τὸ βλέπουμε. Νὰ προσπαθήσουμε νὰ δοῦμε πῶς γίνεται. Κάποιες πτυχές τοῦ προβλήματος. Οἱ ἅγιοί μας, ὅλοι καὶ συνεχῶς, τὰ λένε, μὰ ἐμεῖς ἀκοῦμε τοὺς ρήτορες τῶν ὁμιλιῶν ποὺ κουβαλοῦν οἱ ποιμένες μας καὶ μᾶς λένε τὰ ψυχοφελῆ λογάκια τους χωρὶς νὰ νοιάζονται ἂν ἔχουν ἀρετὴ ἄξια τῶν λόγων (καὶ μετὰ πέφτουν ἀπὸ τὰ σύννεφα ὅταν ἀποκαλύπτεται ἡ πραγματικότης):
«Καὶ πολλῶν μὲν ἀκήκοα λόγων ψυχωφελῶν· πλὴν παρ' οὐδενὶ τῶν διδασκάλων εὗρον ἀξίαν τῶν λόγων τὴν ἀρετήν» (Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ PG32 356).
Ἕνα παράδειγμα: Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος στὸν ἐγκωμιαστικό του λόγο γιὰ τὸν Μέγα Ἀθανάσιο λέει ὅτι δὲν ξέρει νὰ διαλέξῃ γιὰ ποιὸ λόγο τοῦ δόθηκε ἡ ἱερωσύνη (τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου). Ὡς βραβεῖο γιὰ τὴν ἀρετή του ἢ ὡς πηγὴ καὶ ζωὴ γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἡ ὁποία ξεψυχοῦσε ἀπὸ τὴν δίψα τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ τὴν ποτίσῃ καὶ νὰ μὴν πεθάνει. (Ἄς τὸ προσέξουν, ἄν θέλουν, οἱ ὀπαδοὶ τῶν λόγων τοῦ Πατριάρχη ὅτι δὲν κινδυνεύει ἡ πίστις. Ξεψυχᾶ καὶ ξεραίνεται ἡ ἐκκλησία καὶ ἡ πίστι ἀπὸ ἔλειψι τῆς ἀληθοὺς διδασκαλίας):
«Καὶ οὐκ ἔχω λέγειν, πότερον ἀρετῆς ἆθλον, ἢ τῆς Ἐκκλησίας πηγὴν καὶ ζωήν, τὴν ἱερωσύνην λαμβάνει. Ἔδει γὰρ ἐκλείπουσαν (=τελείωνε, πέθαινε)* ταύτην τῷ δίψει τῆς ἀληθείας, ὥσπερ τὸν Ἰσμαήλ, ποτισθῆναι» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35.1088).
*(ἐπειδὴ κάποιοι ἀδελφοὶ δυσκολεύονται κάπως μὲ μερικὲς ἀποχρώσεις τῶν λέξεων βάζω σὲ μερικὲς λέξεις ἑρμηνευτικὲς σημειώσεις πρὸς βοήθεια).
Προϋπόθεσι γιὰ τὴν ἱερωσύνη εἶναι ἡ ἤδη προϋπάρχουσα ἀρετή τοῦ προσερχομένου, («Πῶς ἱερέως σχῆμα καὶ ὄνομα ὑποδύεσθαι, πρὶν ὁσίοις ἔργοις τελειῶσαι τὰς χεῖρας;» ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35.497) καὶ ἡ δυνατότης του καὶ ἡ διάθεσις του νὰ ζωογονήσῃ μὲ τὰ νάματα τῆς ἀληθείας τὴν Ἐκκλησία. Στὴν περίπτωσι τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου αὐτὴ ὑπῆρχαν γι᾿ αὐτὸ καὶ τὸν ἀγάπησε ὁ λαός. Ὅλος ὁ λαός. Καὶ μὲ τὴν ψῆφο ὅλου τοῦ λαοῦ ἐκάθισε στὸν θρόνο τοῦ ἁγίου Μάρκου, στὴν Ἀλεξάνδρεια. Μὲ τρόπο ἀποστολικὸ καὶ πνευματικὸ ἐξελέγη ἐπίσκοπος καὶ ὄχι μὲ τὴν πονηρὴ συνήθεια ποὺ ἐπεκράτησε ἀργότερα καὶ ἐγκαθιστοῦν ἱεράρχες τυραννικὰ καὶ ἀπάνθρωπα (ἰδιαιτέρως στὴν περίπτωσι τῶν αἱρετικῶν τότε -τῶν οἰκουμενιστῶν στὶς μέρες μας), ὅπου γενικῶς μετροῦν μόνο τὰ χαρτιὰ καὶ τὰ τυπικὰ προσόντα καὶ ἐκλέγει μιὰ κλειστὴ ὁμάδα μὲ συναλλαγές, πιέσεις καὶ προγραμματισμούς, χωρὶς νὰ δίνῃ καμμιὰ σημασία στὸν λαό:
«Οὕτω μὲν οὖν καὶ διὰ ταῦτα, ψήφῳ τοῦ λαοῦ παντός, οὐ κατὰ τὸν ὕστερον νικήσαντα πονηρὸν τύπον, οὐδὲ φονικῶς τε καὶ τυραννικῶς, ἀλλ' ἀποστολικῶς τε καὶ πνευματικῶς, ἐπὶ τὸν Μάρκου θρόνον ἀνάγεται, οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35.1089).
Δὲν ἦταν διάδοχος μόνο τοῦ θρόνου, τῆς προεδρίας, ἀλλὰ καθόλου λιγώτερο ἦτο καὶ διάδοχος τῆς εὐσεβείας. Καὶ ὅσον ἀφορᾶ τὴν διαδοχὴ τοῦ θρόνου ἦταν μακρυνὸς διάδοχός του, ὅσον ἀφορᾶ ὅμως τὴν εὐσέβεια βρίσκεται ἀμέσως μετὰ ἀπὸ ἐκεῖνον. Αὐτήν, τὴν εὐσέβεια πρέπει νὰ θεωροῦμε κυρίως διαδοχή. Διότι τὸ ὁμόθρονο προϋποθέτει τὸ ὁμόγνωμο, τὸ δὲ νὰ ἔχεις ἀντίθετη πίστι ἀποδεικνύει καὶ τὸ ἀντίθρονο:
«Οὐχ ἧττον τῆς εὐσεβείας, ἢ τῆς προεδρίας διάδοχος· τῇ μὲν γὰρ πολλοστὸς ἀπ' ἐκείνου, τῇ δὲ εὐθὺς μετ' ἐκεῖνον εὑρίσκεται· ἣν δὴ καὶ κυρίως ὑποληπτέον  ( =θεωρῶ, ἐννοῶ) διαδοχήνΤὸ μὲν γὰρ ὁμόγνωμον καὶ ὁμόθρονον, τὸ δὲ ἀντίδοξον καὶ ἀντίθρονον» (ὅ.π.).
Τί νὰ ποῦμε τώρα γιὰ Πατριάρχες καὶ ἐπισκόπους ποὺ ἐπαίρονται γιὰ τὴν ἀποστολικὴ διαδοχὴ καὶ ἀπαιτοῦν ἀπόλυτη ὑπακοὴ καὶ προνόμια ἐνῷ διδάσκουν καὶ πράττουν ἐντελῶς ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς ἁγίους προκατόχους τους; Καὶ τί νὰ ποῦμε γι᾿ αὐτοὺς ποὺ δουλικὰ τοὺς ἀκολουθοῦν «ταπεινοὶ» καὶ «ὑπάκουοι»;
Στὴ μιὰ περίπτωσι εἶσαι διάδοχος τοῦ τίτλου, στὴν ἄλλη διάδοχος τῆς ἀληθείας. Δὲν εἶναι διάδοχος αὐτὸς ποὺ χρησιμοποίησε κάθε μορφὴ βίας καὶ ραδιουργίας καὶ συναλλαγῆς γιὰ νὰ ἀνέλθῃ σὲ ἐκκλησιαστικό θρόνο, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ βίασε μὲ τὴν ἄσκησι τὸν ἑαυτό του καὶ ἀπέκτησε τὸν Θεῖο φωτισμό. Οὔτε αὐτὸς ποὺ παρανόμησε, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ προβλήθηκε νόμιμα. Οὔτε αὐτὸς ποὺ φρονεῖ τὰ ἀντίθετα μὲ τοὺς πρό αὐτοῦ πατέρες, ἀλλὰ αὐτὸς ποὺ ἔχει τὴν ἴδια πίστι. Ἂν δὲν εἶναι ἔτσι, εἶναι σὰ νὰ λέει κανεὶς ὅτι διάδοχος τῆς ὑγείας εἶναι ἡ νόσος, καὶ τοῦ φωτὸς τὸ σκοτάδι, καὶ ἡ ζάλη τῆς γαλήνης, καὶ τῆς συνέσεως ἡ σύγχισις:
«Καὶ ἡ μὲν προσηγορίαν (=τίτλος, ἀξίωμα), ἡ δὲ ἀλήθειαν ἔχει διαδοχῆς. Οὐ γὰρ ὁ βιασάμενος, ἀλλ' ὁ βιασθεὶς διάδοχος· οὐδὲ ὁ παρανομήσας, ἀλλ' ὁ προβληθεὶς ἐννόμως· οὐδὲ ὁ τἀναντία δοξάζων, ἀλλ' ὁ τῆς αὐτῆς πίστεως· εἰ μὴ οὕτω τις λέγοι διάδοχον, ὡς νόσον ὑγιείας, καὶ φωτὸς σκότος, καὶ ζάλην γαλήνης, καὶ συνέσεως ἔκστασιν (=σύγχισις τοῦ νοῦ).(ὅ.π.).
Ἐπειδὴ ἔτσι προβλήθηκε ὡς ἱεράρχης (ὁ Ἀθανάσιος), μὲ τὸν ἴδιο τρόπο χρησιμοποίησε τὴν ἱεραρχικὴ θέσι. Γιατὶ μόλις κατέλαβε τὸν θρόνο δὲν συμπεριφέρθηκε ὅπως ἐκεῖνοι ποὺ ἀνέλπιστα ἁρπάζουν κάποια ἐξουσία ἢ κληρονομιὰ καὶ συμπεριφέρονται μὲ αὐθάδεια καὶ ὑπεροψία. Αὐτὰ εἶναι χαρακτηριστικὰ τῶν νόθων καὶ τῶν ἐπίπλαστων ἱερέων καὶ ἀναξίων τοῦ ἐπαγγέλματος. Αὐτῶν οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τίποτε νὰ προσφέρουν στὴν ἱερωσύνη, ὅταν πῆγαν νὰ χειροτονηθοῦν, οὔτε εἶχαν ἀγωνιστεῖ ἀπὸ πρὶν γιὰ τὸ καλὸ καὶ ἐμφανίζονται ταυτόχρονα μαθητὲς καὶ διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας καὶ πρὶν καθαριστοῦν οἱ ἴδιοι καθαρίζουν ἄλλους:
«Ἐπεὶ δὲ οὕτω προβάλλεται, οὕτω καὶ τὴν ἀρχὴν διατίθεται. Οὐ γὰρ ὁμοῦ τε καταλαμβάνει τὸν θρόνον, ὥσπερ οἱ τυραννίδα τινὰ, ἢ κληρονομίαν παρὰ δόξαν (=ἀπροσδόκητα) ἁρπάσαντες, καὶ ὑβρίζει διὰ τὸν κόρον (=αὐθάδεια, ὑπεροψία). Ταῦτα γὰρ τῶν νόθων καὶ παρεγγράπτων (=ὁ παρανόμως γραμμένος, ἐπίπλαστος) ἱερέων ἐστὶ, καὶ τοῦ ἐπαγγέλματος ἀναξίων· οἳ μηδὲν τῇ ἱερωσύνῃ προεισενεγκόντες, μηδὲ τοῦ καλοῦ προταλαιπωρήσαντες (=ταλαιπωρούνται πρότερον) , ὁμοῦ τε μαθηταὶ καὶ διδάσκαλοι τῆς εὐσεβείας ἀναδείκνυνται, καὶ πρὶν καθαρθῆναι καθαίρουσι» ( ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35.1089).
Καὶ συνεχίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀναξίως ἔλαβαν τὴν ἱερωσύνην: Χθὲς ἱερόσυλοι καὶ σήμερα ἱερεῖς. Χθὲς ἔξω ἀπὸ τὸ ἱερό, σήμερα μυσταγωγοί. Αὐτοὶ ποὺ πολυχρονίσανε στὴν κακία, τώρα αὐτοσχέδιοι στὴν εὐσέβεια:
«Χθὲς ἱερόσυλοι, καὶ σήμερον ἱερεῖς· χθὲς τῶν ἁγίων ἔξω, καὶ μυσταγωγοί σήμερον· παλαιοί (=πολυχρονίσαντες) τὴν κακίαν, καὶ σχέδιοι (=ὁ προχείρως φτιαγμένος, αὐτοσχέδιοι) τὴν εὐσέβειαν» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35.10890.
Τί νὰ κάνουν τώρα αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι; Σχέδιοι τὴν εὐσέβειαν. Μιὰ προχειροκατασκευὴ εὐσέβειας. Ὅπως τὰ πρόχειρα μαγαζιὰ μὲ γυψοσανίδες  γεμάτα φώτα καὶ βιτρίνες καὶ διακοσμήσεις, ποὺ φαίνονται φανταχτερά στὴν ἀρχή καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔχουν φθαρεῖ καὶ διαλύσει καὶ θέλουν ἀνακαίνησι. Σχέδιοι τὴν εὐσέβειαν.  Δηλαδὴ ὅπως νομίζουν. Ὅτι τοὺς καπνίσει. Ποιοί Πατέρες, καὶ τί κανόνες, καὶ ποιοί ἅγιοι γι᾿ αὐτούς; Οὔτε ποιοὶ εἶναι οἱ Πατέρες ξέρουν, οὔτε νὰ μάθουν ἐνδιαφέρονται, πολὺ περισσότερο δὲ δὲν τοὺς ἐνδιαφέρει τί ἔπραξαν πῶς βίωσαν καὶ τί ἐδογμάτισαν οἱ ἅγιοι Πατέρες.  Αὐτοὶ εἶναι τώρα τὰ ἀφεντικὰ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτοὶ ἀποφασίζουν, αὐτοὶ διατάζουν. Καὶ εἰκόνες βάζουν τῶν ἁγίων, καὶ ἐκκλησίες χτίζουν καὶ παρακλήσεις κάνουν καὶ ταυτόχρονα ἀναγκάζουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ βάζουν φίμωτρα μέσα στὴν ἐκκλησία, νὰ μὴν προσκυνοῦν τὶς ἅγιες εἰκόνες, δὲν δίνουν τὸ χέρι τους κατὰ τὴν λειτουργία γιὰ φίλημα καὶ νομίζουν ὅτι κάνουν καὶ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καὶ πασπαλίζουν τὶς διδαχὲς τους μὲ σπαράγματα πατερικῶν λόγων γιὰ νὰ ξεγελοῦν τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλοιώνοντας καὶ διαστρέφοντας συνήθως τὴν οὐσία καὶ τὸ νόημα τῶν λόγων τῶν ἁγίων.
Ἀλλὰ αὐτὸ εἶναι ἀναπόφευκτο διότι ἡ ἱερατική τους προβολὴ εἶναι ἔργο ἀνθρωπίνων χαρίτων καὶ ὄχι τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος:
«ὃ ἔργον χάριτος ἀνθρωπίνης, οὐ τῆς τοῦ Πνεύματος» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35. 1092).
Ἄνθρωποι τοὺς ἐπέλεξαν, ἄνθρωποι τοὺς χειροτόνησαν, σὲ ἀνθρώπους χρωστοῦν, σὲ ἀνθρώπους ὑπακούουν, ἀνθρώπων τὶς ἐντολὲς ἐφαρμόζουν. Ἂν οἱ ἄνθρωποι εἶναι Πατριάρχες ἢ δεσπότες  δὲν ἔχει σημασία. Σημασία ἔχει ὅτι ὅλο αὐτὸ δὲν εἶναι ἔργο τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Καὶ αὐτὸ τὸ ἀποδεικνύουν τὰ τραγικά ἀποτελέσματα. Διότι αὐτοὶ ἀφοῦ περάσουν ἀπὸ παντοῦ μὲ τὴ βία ποὺ τοὺς διακρίνει, δηλαδὴ ἐπιδιώκοντας πεισματικῶς νὰ ἐπιβάλλουν τὴν ἄποψί τους, στὸ τέλος τυραννοῦσι, δηλαδὴ κατεξουσιάζουν, διοικοῦν τυρρανικῶς καὶ τὴν ἴδια τὴν εὐσέβεια, δηλαδὴ τὴν πίστι, δηλαδὴ τὴν ἐκκλησία:
Οἳ, ὅταν πάντα διεξέλθωσι (=περνῶ διαδοχικῶς βιαζόμενοι (=λογομαχῶ, πεισματικῶς, ὑποστηρίζω ἄποψιν τινα), τελευταῖον τυραννοῦσι (=ἐξουσιάζω διοικῶ τυρρανικῶς) καὶ τὴν εὐσέβειαν (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35. 1092).
Σὲ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους δὲν παρουσιάζουν τὰ ἔργα τους τὴν ἱεραρχικὴ τους ἀξία, τὸν βαθμό, ἀλλὰ διὰ τοῦ βαθμοῦ προσπαθοῦν νὰ κάνουν ἀποδεκτὰ τὰ ἔργα τους. Δηλαδὴ ἔχει ἀντραπεῖ τελείως ἡ τάξις τῶν πραγμάτων.
«Ὧν οὐχ ὁ τρόπος (=ἡ διαγωγὴ, τὰ ἔργα) τὸν βαθμὸν (=ἱεραρχικὴ ἀξία), ὁ βαθμὸς δὲ τὸν τρόπον πιστεύεται (=παρουσιάζει ὡς ἀληθή), παρὰ πολὺ τῆς τάξεως ἐναλλαττομένης» (=ἀναποδογυρίζει, ἀνατρέπεται) (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35. 1092).
Αὐτὸ ζοῦμε σήμερα. Βλέπουμε αὐτὰ ποὺ γίνονται, τρίβουμε τὰ μάτια μας καὶ τσιμπιόμαστε νὰ δοῦμε ἂν εἴμαστε ξυπνητοὶ ἢ ὀνειρευόμαστε. Ἀκοῦμε αὐτὰ ποὺ λέγονται καὶ δὲν πιστεύομε στὰ αὐτιά μας. Ἔχουν ἀναποδογυρίσει τὰ πάντα. Καὶ λὲς «μὰ εἶναι δυνατὸν μέσα στὴν ἐκκλησία νὰ κινδυνεύεις ἀπὸ μικρόβια; νὰ μπαίνῃς στὴν ἐκκλησία καὶ νὰ σκέφτεσαι ἀρρώστιες καὶ μολύνσεις;». Καὶ ἀπαντᾶ  τὸ ἱερωμένο πρόσωπο «μὰ τὸ εἶπε καὶ ὁ δεσπότης, μὰ τὸ ἀποφάσισε ἡ Σύνοδος, ὀφείλουμε νὰ ὑπακούσωμεν». Στὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ διαβεβαιώνουν περὶ τοῦ ἀντιθέτου δὲν ὀφείλουμε νὰ ὑπακούσωμε, πρέπει ὅμως νὰ ὑπακοῦμε σ᾿ αὐτοὺς ποὺ δὲν ὑπακούουν στὸν Θεό. Πλήρως τῆς τάξεως ἐναλλαττομένης, δυστυχῶς...
Οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς ἱερωμένους πρέπει νὰ δέονται περισσότερο γιὰ τὰ δικά τους ἀγνοήματα παρὰ γιὰ τὰ ἀγνοήματα τοῦ λαοῦ. Καὶ πάντως ἕνα ἀπὸ τὰ δύο κακὰ κάνουν· ἢ γιὰ πράγματα ποὺ πρέπει νὰ ζητηθῇ συγνώμη αὐτοὶ χωρὶς κανένα μέτρο συμφωνοῦν, μὲ ἀποτέλεσμα ὄχι μόνο νὰ μὴν σταματᾶ τὸ κακό, ἀλλὰ νὰ διδάσκεται (τὸ κακό) ἢ μὲ τὴν βαναυσότητα τῆς ἐξουσίας προσπαθοῦν νὰ συγκαλύψουν τὶς πομπές τους.  
« Οἳ πλείους ὑπὲρ ἑαυτῶν, ἢ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων, τὰς θυσίας ὀφείλουσι· καὶ πάντως τῶν δύω τὸ ἕτερον ἁμαρτάνουσιν, ἢ τῷ δεῖσθαι συγγνώμης, ἄμετρα συγγινώσκοντες, (=συμφωνῶ–ὁμολογῶ, παραδέχομαι τὸ σφάλμα μεταμελοῦμαι) ὡς ἂν μήτε ἀνακόπτοιτο κακία, ἀλλὰ καὶ διδάσκοιτο, ἢ τῇ τραχύτητι (=βαναυσότης, σκληρότης, ἀγριότης) τῆς ἀρχῆς (=ἐξουσία), τὰ ἑαυτῶν συγκαλύπτοντες» (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ PG 35. 1092).
Ὅπως βλέπετε, ὁ ἅγιος δὲν περιέγραφε μόνον τὴν ἐποχή του, ἀλλὰ φωτογράφιζε καὶ τὴν δική μας, ποὺ οἱ πολλοὶ θεωροῦν ὅτι ἔχει προοδεύσει καὶ ἀλλάξει καὶ ὅσες ἄλλες μποῦρδες ἀκοῦμε μέρα νύχτα ὄχι μόνον ἀπὸ ἀσχέτους μὲ τὴν πίστι ἀλλὰ πλέον καὶ ἀπὸ τοὺς ταγμένους νὰ τὴν ὑπηρετήσουν ὡς κληρικοί. Εἶναι σαφὴ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ ἁγίου γιὰ τοὺς κληρικοὺς καριέρας καὶ τὶς φιλοδοξίες καὶ μεθοδεύσεις τους νὰ προωθηθοῦν στὰ ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα;
Πιστεύω κάπως νὰ βοηθηθοῦν ἀπὸ τὸν ἅγιο ὅσοι πράγματι ἀποροῦν, ὥστε, ἄν θέλουν, νὰ ἀντιληφθοῦν μιὰ πτυχή ἀπὸ αὐτὸ ποὺ συμβαίνει γύρω μας.
(Τὸ κίνητρο γι᾿ αὐτὸ τὸ ἄρθρο, καὶ ὅσα ἀκολουθήσουν, ὅπως καταλαβαίνετε, δὲν εἶναι ἡ προσβολή τῆς ἱερωσύνης, σὲ ὅλες τὶς βαθμίδες της, λόγῳ ἐλλείψεως σεβασμοῦ, ἀλλὰ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο. Ἡ ὑπεράσπισις της ἀπὸ τὶς προσβολὲς καὶ τὸν στιγματισμὸ ποὺ δέχεται ἀπὸ ἀναξίους φορεῖς της. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται μὲ προσπάθεια νὰ μειωθοῦν τὰ πρόσωπα ἀλλὰ παρουσιάζοντας τὰ ὅσα λένε οἱ ἅγιοί μας γιὰ ὅλα αὐτά, ποὺ δὲν εἶναι καινοφανὴ ἀλλὰ παλαιότατα καὶ φυσικὰ πασίγνωστα σὲ ὅσους ἔχουν στοιχειώδη γνώσι τῶν δεδομένων τῆς πίστεως μας.
Τὰ γράφω μπᾶς καὶ βοηθηθῇ κανεὶς ὥστε νὰ καταλάβῃ τί πρέπει νὰ εἶναι ὁ ἱερέας καὶ ὁ δεσπότης,  καὶ μπᾶς καὶ οἱ ἴδιοι συνειδητοποιήσουν (θὰ μοῦ πεῖτε ἐσένα περιμένανε) πῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι ὥστε μὲ χαρὰ νὰ τοὺς πολυχρονίζουμε καὶ νὰ τοὺς τιμοῦμε γιὰ τὴν θυσία τῆς διακονίας τους.
 Ἡ φωτιά πρέπει νὰ εἶναι ἀναμμένη, ἀλλοιῶς δὲν ζεσταίνει. Μιὰ φωτογραφία φωτιᾶς δὲν ζεσταίνει. Ὅποιος κάτσει στὸ κρύο μέ φωτογραφίες φωτιάς γύρω του θὰ παγώσει. Ὅσοι κλείσαν τὶς ἐκκλησίες, λειτουργοῦσαν χωρὶς ποίμνιο, τώρα βιάζουν τὸν λαό νὰ βάλῃ φίμωτρα καὶ αὔριο νὰ κοινωνάῃ μὲ πλαστικὰ κουταλάκια ἤ ὅτι ἄλλο σκεφτοῦν οἱ καλοὶ δεσπότες καὶ τοὺς διατάξουν...
 Πάντως ζωντανοὶ ποιμένες,  Θείου πυρὸς φλόγες, δὲν μποροῦν νὰ λογαριάζονται οἱ τοιοῦτοι, παπάδες καὶ δεσποτάδες. Θυμίζουν σβησμένα κάρβουνα καὶ στάκτες ποὺ στροβιλίζει  ὁ ἄνεμος τῆς νέας ἐποχῆς καὶ τυφλώνουν τὰ μάτια ὅσων ψάχνουν δρόμο μέσα στὰ ἐρείπια καὶ τὸν χαλασμό… Μακάρι νὰ κάνω λάθος, καὶ νὰ τοὺς φωτίσῃ ὁ Θεὸς νὰ ἀλλάξουν ρότα. Ὡς τότε φρονῶ ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ μένουμε σιωπηλοὶ καὶ ἀπαθεῖς θεατὲς μὲ τὸ φίμωτρο τῆς ὑποτέλειας στὴ μούρη καὶ τὸν φόβο στὴν ψυχή… Δὲν ταιριάζει αὐτὸ σὲ χριστιανούς, ὅσο καὶ ἄν ἔχει ξεφτιλιστεῖ ὁ ὅρος ἀπὸ τὴ ζωὴ μας, ποιμένων καὶ ποιμαινομένων).

Πηγή: Εδώ.