"Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀδελφότητες -ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι- δὲν εἶνε αὐτοσκοπός. Εἶνε μέσα. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· οἱ ἀδελφότητες καὶ τὰ μοναστήρια δὲν εἶνε αὐτοσκοπός, ἀλλὰ εἶνε μέσα. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ ἔχουν ἀξία, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει σκοπός. Καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ. Ἔρχονται στιγμές, ποὺ θὰ θυσιάσῃς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναστήρι σου· καλεῖσαι νὰ τὸ κάνῃς ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ".
Ο ΑΓΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
- ΑΚΡΟΑΤΑΙ κηρυγμάτων μας, τὰ ὁποῖα κυκλοφοροῦν ἀπὸ ἐτῶν εἰς μαγνητοταινίας, ἐκφράζουν τὴν ἐπιθυμίαν, ὅπως καὶ ἐξ αὐτῶν δημοσιεύωνται ἐδῶ καταγραφόμενα ὡρισμένα κηρύγματά μας. Κρίνομεν λοιπὸν καλόν, ὅπως εἰς τὰ φύλλα τῆς «Σπίθας» φιλοξενῶνται καὶ τοιαῦται ὁμιλίαι, ἀπομαγνητοφωνούμεναι καὶ διασκευαζόμεναι κατὰ τὸ δυνατόν, ἵνα ὁ προφορικὸς λόγος τῶν κηρυγμάτων καταστῇ γραπτὸς καὶ δημοσιεύσιμος διὰ τοῦ τύπου. Τὴν φροντίδα τῆς ἐργασίας αὐτῆς ἀνεθέσαμεν εἰς ἡμέτερα πνευματικὰ τέκνα. Διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ εἶνε δυνατὸν ἀρκεταὶ ὁμιλίαι μας νὰ καταγραφοῦν καὶ νὰ προσφερθοῦν πρὸς ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην, τώρα μὲν ὡς ἄρθρα εἰς τὸ περιοδικόν, ἀργότερον δὲ ἐνδεχομένως καὶ εἰς βιβλία, ἵνα καὶ διὰ τοῦ τρόπου αὐτοῦ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ «ἐνοικῇ πλουσίως» (Κολ. 3,16) εἰς τὰς καρδίας. Ἐκ τῶν κηρυγμάτων αὐτῶν εἶνε καὶ τὸ παρὸν ὑπὸ τὸν τίτλον «Θεόδωρος Στουδίτης–διαζύγιον», τὸ ὁποῖον ἐξεφωνήθη πρὸ 20ετίας περίπου, ἤτοι τὸν Νοέμβριον τοῦ 1976.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
ΠΟΙΟΣ Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ Ο ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ
Ο ΑΓΙΟΣ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ἀγαπητοί μου, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη ἑορτάζεται τὴν 11η Νοεμβρίου, εἶνε μία πελωρία μορφή. Ἐὰν ὑπῆρχε στὴν Ἑλλάδα τηλεόρασι μὲ σκοπὸ νὰ παράγῃ ἔργα μεγάλα καὶ ὑψηλὰ καὶ προέβαλλε σὲ συνέχειες ὄχι ἔργα ἐπαίσχυντα καὶ φθοροποιά, ἀλλ᾿ ἔργα ἀνωτέρας πνοῆς, θὰ μποροῦσε νὰ συμπεριλάβῃ στὸ πρόγραμμά της καὶ τὴν παραγωγὴ μιᾶς ταινίας μὲ θέμα τὴ μεγάλη αὐτὴ μορφὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ἐὰν δὲ ἡ τηλεόρασις ἔδειχνε σὲ σειρὰ ἐκπομπῶν ἕνα ἔργο μὲ τὴ ζωὴ τοῦ ἁγίου αὐτοῦ, νὰ εἶστε βέβαιοι πὼς δὲν θὰ ἔμενε μάτι ἀδάκρυτο, βλέποντας στὸ πρόσωπό του τὴ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας.
Στὴν ταραχώδη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, στὰ δύσκολα τοῦτα χρόνια, κάτι σημαντικὸ ἔχει νὰ μᾶς πῇ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Τὰ χρόνια εἶνε παράλληλα· ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συμβαίνει καὶ σήμερα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος
ἀγωνίστηκε, ἔτσι πρέπει ν᾿ ἀγωνισθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς κατὰ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13, 7), δηλαδή· Νὰ θυμᾶστε τοὺς πνευματικούς σας ὁδηγούς, ποὺ σᾶς δίδαξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανεξετάζοντας ποῦ σᾶς ἔφερε ἡ συναναστροφὴ μαζί τους νὰ μιμῆσθε τὴν πίστι τους.
Ἐπιτρέψατέ μου, λοιπόν, ἐν συντομίᾳ νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὴν γιγαντιαία μορφὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.
Στὴν ταραχώδη ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε, στὰ δύσκολα τοῦτα χρόνια, κάτι σημαντικὸ ἔχει νὰ μᾶς πῇ ὁ βίος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Τὰ χρόνια εἶνε παράλληλα· ὅ,τι συνέβη στὴν ἐποχὴ τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συμβαίνει καὶ σήμερα. Καὶ ὅπως ἐκεῖνος
ἀγωνίστηκε, ἔτσι πρέπει ν᾿ ἀγωνισθοῦμε κ᾿ ἐμεῖς κατὰ τὸ ῥητὸ τοῦ ἀποστόλου· «Μνημονεύετε τῶν ἡγουμένων ὑμῶν, οἵτινες ἐλάλησαν ὑμῖν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, ὧν ἀναθεωροῦντες τὴν ἔκβασιν τῆς ἀναστροφῆς μιμεῖσθε τὴν πίστιν» (Ἑβρ. 13, 7), δηλαδή· Νὰ θυμᾶστε τοὺς πνευματικούς σας ὁδηγούς, ποὺ σᾶς δίδαξαν τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐπανεξετάζοντας ποῦ σᾶς ἔφερε ἡ συναναστροφὴ μαζί τους νὰ μιμῆσθε τὴν πίστι τους.
Ἐπιτρέψατέ μου, λοιπόν, ἐν συντομίᾳ νὰ παρουσιάσω ἐνώπιόν σας τὴν γιγαντιαία μορφὴ τοῦ μεγάλου αὐτοῦ ὁμολογητοῦ τῆς πίστεως.
* * *
Ἀνοίγουμε τὴν ἱστορία καὶ μεταφερόμεθα στὸ παρελθόν, στὰ παλαιότερα ἔνδοξα χρόνια. Ὅπως ὑπάρχει διαστημόπλοιο, μὲ τὸ ὁποῖο οἱ ἀστροναῦτες μποροῦν νὰ φθάσουν σὲ ἄλλο πλανήτη, ἔτσι ὑπάρχει καὶ μέσο, μὲ τὸ ὁποῖο μποροῦμε κ᾿ ἐμεῖς νὰ μεταφερθοῦμε σὲ ἕναν ἄλλο καιρό, στὸ παρελθόν, καὶ νὰ δοῦμε νὰ ζωντανεύουν ἐμπρός μας παλαιὲς ἱστορίες καὶ ἀρχαῖες δόξες. Τὸ δὲ μέσον αὐτὸ εἶνε ἡ φαντασία μας. Ἂς ταξιδέψουμε λοιπὸν μὲ τὴ φαντασία μας πίσω, στὸν καιρὸ τοῦ Βυζαντίου, κι ἂς σταματήσουμε στὴν πόλι τῶν ὀνείρων μας, στὴν Κωνσταντινούπολι.
Βρισκόμαστε στὸ 795 μ.Χ.. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε, ποιός ἦταν τότε ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ βασίλευε στὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξο αὐτὴ πόλι; Ὤ «ματαιότης ματαιοτήτων»! «Ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης;…». «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Κανείς δὲν θυμᾶται. Ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ 100 χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε σήμερα πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, ποιός εἶνε πρωθυπουργός, καὶ ποιός εἶνε ὑπουργὸς τῆς δικαιοσύνης;… Καὶ ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε ἀρχιεπίσκοπος καὶ ποιός εἶνε ἐπίσκοπος;… Ἀλλ᾿ ἂν ἡ ἱστορία σβήνῃ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἐπρόδωσαν τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, θὰ ζοῦν ὅμως πάντοτε μέσ᾿ στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν, τὰ ὀνόματα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111, 6).
Καὶ ἐνῷ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἐκείνου, τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ ἀτίμασε τὸν βίο του μὲ μία αἰσχρὰ πρᾶξι, ἔχει σβησθῆ καὶ μόνο οἱ ἱστοριοδῖφαι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τ᾿ ὄνομά του, ἡ ἱστορία ἔχει γράψει μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀσκητοῦ, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Ποιός ἦταν ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Δὲν θὰ ἐξιστορήσω ἐδῶ ὅλο τὸν βίο του. Τρεῖς μαθηταί του ἔχουν γράψει τὴν ἱστορία του.
Βρισκόμαστε στὸ 795 μ.Χ.. Μπορεῖτε νὰ μοῦ πῆτε, ποιός ἦταν τότε ὁ αὐτοκράτορας, ποὺ βασίλευε στὴ μεγάλη καὶ ἔνδοξο αὐτὴ πόλι; Ὤ «ματαιότης ματαιοτήτων»! «Ἆρα τίς ἐστι, βασιλεὺς ἢ στρατιώτης;…». «Ἐπελθὼν γὰρ ὁ θάνατος ταῦτα πάντα ἐξηφάνισται». Κανείς δὲν θυμᾶται. Ὅπως καὶ μετὰ ἀπὸ 100 χρόνια ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε σήμερα πρόεδρος τῆς δημοκρατίας, ποιός εἶνε πρωθυπουργός, καὶ ποιός εἶνε ὑπουργὸς τῆς δικαιοσύνης;… Καὶ ποιός θὰ θυμᾶται, ποιός εἶνε ἀρχιεπίσκοπος καὶ ποιός εἶνε ἐπίσκοπος;… Ἀλλ᾿ ἂν ἡ ἱστορία σβήνῃ τὰ ὀνόματα ἐκείνων ποὺ ἐπρόδωσαν τὴν πίστι καὶ τὴν πατρίδα, θὰ ζοῦν ὅμως πάντοτε μέσ᾿ στὶς καρδιὲς τῶν ὀρθοδόξων Ἑλλήνων, ὅσα χρόνια κι ἂν περάσουν, τὰ ὀνόματα τῶν ἀγωνιστῶν καὶ ὁμολογητῶν τῆς Ὀρθοδοξίας. «Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος» (Ψαλμ. 111, 6).
Καὶ ἐνῷ τὸ ὄνομα τοῦ βασιλέως ἐκείνου, τοῦ αὐτοκράτορος ποὺ ἀτίμασε τὸν βίο του μὲ μία αἰσχρὰ πρᾶξι, ἔχει σβησθῆ καὶ μόνο οἱ ἱστοριοδῖφαι ἐρευνοῦν γιὰ νὰ βροῦν τ᾿ ὄνομά του, ἡ ἱστορία ἔχει γράψει μὲ χρυσᾶ γράμματα τὸ ὄνομα ἑνὸς ἀσκητοῦ, τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Ποιός ἦταν ὁ Θεόδωρος ὁ Στουδίτης; Δὲν θὰ ἐξιστορήσω ἐδῶ ὅλο τὸν βίο του. Τρεῖς μαθηταί του ἔχουν γράψει τὴν ἱστορία του.
* * *
Γεννήθηκε τὸ 759 στὴν Κωνσταντινούπολι. Δὲν γεννήθηκε ἀπὸ βράχο. Κανείς δὲν γεννιέται ἀπὸ βράχο. Ὅλους μιὰ μάνα μᾶς γέννησε. Καὶ ἡ μάνα παίζει σπουδαῖο ῥόλο. Πίσω ἀπὸ κάθε μεγάλον ἄνδρα ζητῆστε τὴ γυναῖκα, ζητῆστε τὴ μάνα. Ὅπως πίσω ἀπὸ τὸν Μ. Βασίλειο εἶνε ἡ Ἐμμέλεια καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Χρυσόστομο εἶνε ἡ Ἀνθοῦσα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Γρηγόριο τὸν Θεολόγο εἶνε ἡ Νόννα καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἱερὸ Αὐγουστῖνο, τοῦ ὁποίου ἀναξίως φέρω τὸ ὄνομα, εἶνε ἡ Μόνικα ἡ ἁγία, ἔτσι λοιπὸν καὶ πίσω ἀπὸ τὸν ἅγιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη εἶνε ἡ μάνα, ἡ γλυκυτάτη μάνα. Τὸ ὄνομά της; Θεοκτίστη.
Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὸν τάφο της καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε σὰν τὸ Χριστό, καὶ ἐξεφώνησε ἕνα λόγο περισπούδαστο. Ἐκεῖ ὀνομάζει τὴ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα «διμήτηρ», δηλαδὴ μάνα δυὸ φορές. Ὦ μάνα γλυκειά, μάνα δυὸ φορές! Τί θὰ πῆ δυὸ φορὲς μάνα; Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε· «Μὲ γέννησες δυό φορὲς. Μιὰ φορὰ μὲ γέννησες μὲ τὸ φυσικὸ τρόπο· μικρά γέννησις αὐτή. Ἀλλὰ μὲ γέννησες καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο, πνευματικό τρόπο. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα, ποὺ μὲ πότισες, μὲ πότισες καὶ τὸ γάλα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱερὰ διδασκαλία». Καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ὤφειλε στὴ μητέρα του. Ἐκείνη τὸν ἔπαιρνε τὴν ἡμέρα στὰ γόνατά της καὶ τὸν δίδασκε, καὶ τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ μπροστὰ στὰ ἀφρίζοντα κύματα τοῦ Βοσπόρου, τὸν γονάτιζε καὶ τὸν μάθαινε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὦ μάνα γλυκειά, δυὸ φορὲς μὲ γέννησες!
Γυναῖκες ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε, νά ᾿στε μάνες ὄχι μιὰ ἀλλὰ δυό φορές. Τὸ νὰ γεννήσετε εἶνε δύσκολο καὶ σπουδαῖο, ἀλλὰ ὄχι καὶ μεγάλο. Γεννοῦν καὶ τὰ σκυλιά, γεννοῦν καὶ τὰ λιοντάρια, γεννοῦν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα τῆς ζῳολογικῆς κλίμακος. Τὸ γεννᾷν δὲν σὲ κάνει μάνα. Μάνα θὰ γίνῃς, ἂν μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ φυτέψῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, ἐσὺ μὲν θὰ γεράσῃς, θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά σου, θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ἐπάνω στὸν τάφο σου θὰ ἔλθῃ κάποιος, ετε στρατηγὸς ετε ἐπίσκοπος ετε ἐργάτης ετε οἰκογενειάρχης…, καὶ θὰ πῇ· «Μάνα, γλυκειά μου μάνα, δυό φορὲς μὲ γέννησες». Ἂν δὲν σᾶς τὸ ποῦν αὐτό, τότε δὲν εἶστε ἄξιες μητέρες καὶ ἄξιες Ἑλληνίδες. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἦτο «διμήτηρ», ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς νὰ γίνετε διμήτορες. Δυό φορὲς νὰ γεννήσετε. Νὰ φέρετε παιδιὰ στὸν κόσμο, κι αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσετε στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τέτοια μάνα βγῆκε. Κλωνάρι ἔνδοξο ἐκλεκτῆς, γενναίας, σπανίας οἰκογενείας. Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία του. Ἔκτισε μοναστήρι. Τί μοναστήρι; Κοντὰ στὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη μαζευτήκανε ―παρακαλῶ μετρῆστε― 1.000 νέοι! Λεβεντιὰ καὶ δόξα. Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφτειαξαν κοινόβιον. Τί σημαίνει κοινόβιο; Κράτος Θεοῦ. Ἐπιτρέψτε μου νὰ μιλήσω μὲ τὴ σύγχρονη γλῶσσα, ἂν καὶ κινδυνεύω νὰ παρεξηγηθῶ· τὸ κοινόβιο τοῦ Στουδίτου ἦταν μία σοσιαλιστικὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Ὅλα κοινά. Τίποτε ίδιον, κανείς δὲν εἶχε ἰδιοκτησία. Κ᾿ εὕρισκες νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα κι ὅλες οἱ δουλειές· καὶ γεωργοί, καὶ βοσκοί, καὶ κτίστες, καὶ ξυλουργοί, καὶ σιδηρουργοί, καὶ ἀγωγιάτες, καὶ μάγειροι, καὶ ὑποδηματοποιοί, …ἀκόμη καὶ τυπογράφοι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς.
―Μὰ εἶνε δυνατόν, τὸ 795 τυπογραφεῖο; Ἡ τυπογραφία, μεγάλη ἐφεύρεσι στὴν ὁποία ὀφείλει τόσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔγινε, ὅπως ξέρουμε, τὸν 15ο αἰῶνα. Πῶς λοιπὸν τὸν 8ο αἰῶνα εἶχε ὁ Στουδίτης τυπογραφεῖο;
Οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας κείμενα μέχρι τῆς πρωϊνὲς ὧρες. Τὰ ἅγια χεράκια τους ἔγραφαν Ἀποστόλους, ἔγραφαν Εὐαγγέλια, ἔγραφαν πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Ἀθανάσιο…), ἔγραφαν καὶ κλασσικούς (Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη…). Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὰ ἅγια χέρια τῶν καλογήρων ἐκείνων, ποὺ ἦταν οἱ τυπογράφοι τῆς ἐποχῆς καὶ ἀντέγραφαν καλλιγραφικῶς ὅλα τὰ σπουδαῖα κείμενα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἀκόμα καὶ ποιητής. Οἱ λεγόμενοι ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, ποὺ εἶνε μέλι γλυκύτατο, τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὕμνοι, εἶνε ὅλα ἔργα τοῦ θεοπνεύστου αὐτοῦ ἀνδρός, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Αὐτό ἦταν τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Επαμε, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶχε μοναστήρι, καὶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του ἐκεῖ. Πέθανε λοιπὸν στὸ μοναστήρι;
Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀδελφότητες ―ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι― δὲν εἶνε αὐτοσκοπός. Εἶνε μέσα. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· οἱ ἀδελφότητες καὶ τὰ μοναστήρια δὲν εἶνε αὐτοσκοπός, ἀλλὰ εἶνε μέσα. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ ἔχουν ἀξία, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει σκοπός. Καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔρχονται στιγμές, ποὺ θὰ θυσιάσῃς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναστήρι σου· καλεῖσαι νὰ τὸ κάνῃς ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως κάτω στὴν Κρήτη, στὸ Ἀρκάδι, ὁ Γαβριὴλ ἔβαλε φωτιὰ κ᾿ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, καὶ ἡ φλόγα τοῦ Ἀρκαδίου φώτισε τὸν κόσμο καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Κρήτης, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Γιὰ νὰ κτίσῃ τὸ περιλάλητο μοναστήρι τοῦ Στουδίου, κατέβαλε κόπους καὶ μόχθους ἐτῶν. Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ πού, γιὰ νὰ διατηρήσῃ τὸ μοναστήρι του, ἔπρεπε νὰ κάνῃ συμβιβασμοὺς σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως. Τότε ἐκεῖνος δὲν λυπήθηκε τὸ μοναστήρι του. Δὲν εἶπε Θὰ ὑποχωρήσω. Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή, δραματικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, τὸ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, τὸ ἔκανε λιβάνι καὶ θυσία. Τότε τὸ μοναστήρι αὐτὸ διαλύθηκε. Ἀπὸ τοὺς χίλιους μοναχούς, ποὺ διώχθηκαν βιαίως, ἄλλοι πέθαναν στὴν ἐξορία, ἄλλοι ὑποβλήθηκαν σὲ ποικίλες δοκιμασίες καὶ μαρτύρια ὁμολογώντας τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὑπέστησαν κακώσεις, ἔχασαν τὰ μάτια τους ἢ ἄλλα μέλη τοῦ σώματός τους. Σκορπίσθηκαν οἱ σεβάσμιοι μοναχοί, ἐρείπια ἔγινε τὸ περίφημο μοναστήρι.
Φυσικὸ εἶνε νὰ ῥωτήσῃ κανείς· Μὰ πῶς διαλύθηκε μία τόσον ἔνδοξος ἀδελφότης; Πῶς;
Ἐδῶ ἀκριβῶς θέλω νὰ προσέξετε, ἀγαπητοί μου.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονὸς καὶ ἡ είδησι διαδόθηκε μέσ᾿ στὴν πόλι. Πῶς διαδόθηκε; Ἐφημερίδες τότε δὲν ὑπῆρχαν, ῥαδιόφωνα δὲν ὑπῆρχαν, τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν. Ἀλλ᾿ ἡ πρώτη ἐφημερίδα ποιά εἶνε; Εἶνε τὸ στόμα. Αὐτή εἶνε ἡ πρώτη ἐφημερίδα. Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὸ καὶ προλάβατε τὴ ζωὴ τῶν προηγουμένων ἐτῶν, θὰ θυμᾶστε, ὅτι στὴν κοινωνία ἐκείνη μέσα σὲ πέντε λεπτὰ μάθαιναν ὅλοι τὸ κάθε τι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν διαδόθηκε καὶ μέσα στὴν Πόλι, στὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ θλιβερὸ γεγονός. Στὰ σπίτια, στὶς συνοικίες, στὸν ἱππόδρομο, στὸ λιμάνι ποὺ ἦταν οἱ ναῦτες, στὰ καΐκια, στὰ πλοῖα, παντοῦ, μιὰ κουβέντα εἶχαν·
―Πώ πώ τί ἔγινε! Δυστύχημα. Χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δυστύχημα. Χειρότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ χαλάσῃ μιὰ ἐκκλησία. Γιατὶ τὸ νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία εἶνε φοβερό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν ἀκόμη πιὸ φοβερό.
―Τί συνέβη λοιπόν; Τί δυστύχημα ἦταν αὐτό;
Θὰ τὸ δοῦμε σὺν Θεῷ στὸ ἑπόμενο φύλλο.
Ὅταν πέθανε ἡ μητέρα του, ὁ Θεόδωρος πῆγε στὸν τάφο της καὶ ἔκλαψε, ἔκλαψε σὰν τὸ Χριστό, καὶ ἐξεφώνησε ἕνα λόγο περισπούδαστο. Ἐκεῖ ὀνομάζει τὴ μητέρα του μὲ τὸ ὄνομα «διμήτηρ», δηλαδὴ μάνα δυὸ φορές. Ὦ μάνα γλυκειά, μάνα δυὸ φορές! Τί θὰ πῆ δυὸ φορὲς μάνα; Σὰν νὰ τῆς ἔλεγε· «Μὲ γέννησες δυό φορὲς. Μιὰ φορὰ μὲ γέννησες μὲ τὸ φυσικὸ τρόπο· μικρά γέννησις αὐτή. Ἀλλὰ μὲ γέννησες καὶ κατ᾿ ἄλλο τρόπο, πνευματικό τρόπο. Μαζὶ μὲ τὸ γάλα, ποὺ μὲ πότισες, μὲ πότισες καὶ τὸ γάλα τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἱερὰ διδασκαλία». Καὶ τὸ ζῆν καὶ τὸ εὖ ζῆν ὤφειλε στὴ μητέρα του. Ἐκείνη τὸν ἔπαιρνε τὴν ἡμέρα στὰ γόνατά της καὶ τὸν δίδασκε, καὶ τὴ νύχτα, τὰ μεσάνυχτα, κάτω ἀπὸ τὰ ἄστρα καὶ μπροστὰ στὰ ἀφρίζοντα κύματα τοῦ Βοσπόρου, τὸν γονάτιζε καὶ τὸν μάθαινε νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐπικοινωνῇ μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα. Ὦ μάνα γλυκειά, δυὸ φορὲς μὲ γέννησες!
Γυναῖκες ποὺ μ᾿ ἀκοῦτε, νά ᾿στε μάνες ὄχι μιὰ ἀλλὰ δυό φορές. Τὸ νὰ γεννήσετε εἶνε δύσκολο καὶ σπουδαῖο, ἀλλὰ ὄχι καὶ μεγάλο. Γεννοῦν καὶ τὰ σκυλιά, γεννοῦν καὶ τὰ λιοντάρια, γεννοῦν καὶ ὅλα τὰ ἄλλα ὄντα τῆς ζῳολογικῆς κλίμακος. Τὸ γεννᾷν δὲν σὲ κάνει μάνα. Μάνα θὰ γίνῃς, ἂν μέσ᾿ στὴν καρδιὰ τοῦ παιδιοῦ φυτέψῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πατρίδα. Ἂν τὸ κάνῃς αὐτό, ἐσὺ μὲν θὰ γεράσῃς, θ᾿ ἀσπρίσουν τὰ μαλλιά σου, θὰ πεθάνῃς. Ἀλλ᾿ ἐπάνω στὸν τάφο σου θὰ ἔλθῃ κάποιος, ετε στρατηγὸς ετε ἐπίσκοπος ετε ἐργάτης ετε οἰκογενειάρχης…, καὶ θὰ πῇ· «Μάνα, γλυκειά μου μάνα, δυό φορὲς μὲ γέννησες». Ἂν δὲν σᾶς τὸ ποῦν αὐτό, τότε δὲν εἶστε ἄξιες μητέρες καὶ ἄξιες Ἑλληνίδες. Ὅπως λοιπὸν ἡ μάνα τοῦ ἁγίου Θεοδώρου ἦτο «διμήτηρ», ἔτσι κ᾿ ἐσεῖς νὰ γίνετε διμήτορες. Δυό φορὲς νὰ γεννήσετε. Νὰ φέρετε παιδιὰ στὸν κόσμο, κι αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ τὰ ὁδηγήσετε στὸ Χριστό.
Ἀπὸ τέτοια μάνα βγῆκε. Κλωνάρι ἔνδοξο ἐκλεκτῆς, γενναίας, σπανίας οἰκογενείας. Ἀπὸ μικρὸς ἀκολούθησε τὸ Χριστό. Ἀφιερώθηκε στὴν ὑπηρεσία του. Ἔκτισε μοναστήρι. Τί μοναστήρι; Κοντὰ στὸ Θεόδωρο τὸ Στουδίτη μαζευτήκανε ―παρακαλῶ μετρῆστε― 1.000 νέοι! Λεβεντιὰ καὶ δόξα. Στρατιῶτες τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔφτειαξαν κοινόβιον. Τί σημαίνει κοινόβιο; Κράτος Θεοῦ. Ἐπιτρέψτε μου νὰ μιλήσω μὲ τὴ σύγχρονη γλῶσσα, ἂν καὶ κινδυνεύω νὰ παρεξηγηθῶ· τὸ κοινόβιο τοῦ Στουδίτου ἦταν μία σοσιαλιστικὴ χριστιανικὴ κοινωνία. Ὅλα κοινά. Τίποτε ίδιον, κανείς δὲν εἶχε ἰδιοκτησία. Κ᾿ εὕρισκες νὰ ὑπάρχουν ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐπαγγέλματα κι ὅλες οἱ δουλειές· καὶ γεωργοί, καὶ βοσκοί, καὶ κτίστες, καὶ ξυλουργοί, καὶ σιδηρουργοί, καὶ ἀγωγιάτες, καὶ μάγειροι, καὶ ὑποδηματοποιοί, …ἀκόμη καὶ τυπογράφοι. Ἐκεῖ ὑπῆρχε τὸ μεγαλύτερο τυπογραφεῖο τῆς Ἀνατολῆς.
―Μὰ εἶνε δυνατόν, τὸ 795 τυπογραφεῖο; Ἡ τυπογραφία, μεγάλη ἐφεύρεσι στὴν ὁποία ὀφείλει τόσα ἡ ἀνθρωπότης, ἔγινε, ὅπως ξέρουμε, τὸν 15ο αἰῶνα. Πῶς λοιπὸν τὸν 8ο αἰῶνα εἶχε ὁ Στουδίτης τυπογραφεῖο;
Οἱ καλόγεροι ξενυχτοῦσαν ἀντιγράφοντας κείμενα μέχρι τῆς πρωϊνὲς ὧρες. Τὰ ἅγια χεράκια τους ἔγραφαν Ἀποστόλους, ἔγραφαν Εὐαγγέλια, ἔγραφαν πατέρας (Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Μέγα Ἀθανάσιο…), ἔγραφαν καὶ κλασσικούς (Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη, Θουκυδίδη…). Ἂν ὑπάρχῃ σήμερα ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ἄλλοι κλασσικοὶ συγγραφεῖς, αὐτὸ τὸ ὀφείλουμε στὰ ἅγια χέρια τῶν καλογήρων ἐκείνων, ποὺ ἦταν οἱ τυπογράφοι τῆς ἐποχῆς καὶ ἀντέγραφαν καλλιγραφικῶς ὅλα τὰ σπουδαῖα κείμενα.
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἦταν ἀκόμα καὶ ποιητής. Οἱ λεγόμενοι ἀναβαθμοὶ τῆς Ὀκτωήχου, ποὺ εἶνε μέλι γλυκύτατο, τὰ ἐγκώμια τοῦ Ἐπιταφίου θρήνου, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Παρασκευή, καὶ πολλοὶ ἄλλοι ὕμνοι, εἶνε ὅλα ἔργα τοῦ θεοπνεύστου αὐτοῦ ἀνδρός, τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
Αὐτό ἦταν τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου αὐτοῦ πατρὸς τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ποιό ἦταν τὸ τέλος του; Επαμε, ὅτι ὁ ἅγιος Θεόδωρος εἶχε μοναστήρι, καὶ θὰ περίμενε κανεὶς νὰ τελειώσῃ τὴ ζωή του ἐκεῖ. Πέθανε λοιπὸν στὸ μοναστήρι;
Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἀδελφότητες ―ἂς τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι― δὲν εἶνε αὐτοσκοπός. Εἶνε μέσα. Τὸ ἐπαναλαμβάνω· οἱ ἀδελφότητες καὶ τὰ μοναστήρια δὲν εἶνε αὐτοσκοπός, ἀλλὰ εἶνε μέσα. Καὶ τὰ μέσα αὐτὰ ἔχουν ἀξία, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει σκοπός. Καὶ σκοπὸς εἶνε ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ.
Ἔρχονται στιγμές, ποὺ θὰ θυσιάσῃς ὄχι μόνο τὸν ἑαυτό σου, ἀλλὰ καὶ τὸ μοναστήρι σου· καλεῖσαι νὰ τὸ κάνῃς ὁλοκαύτωμα γιὰ τὴ δόξα τοῦ Χριστοῦ. Κι ὅπως κάτω στὴν Κρήτη, στὸ Ἀρκάδι, ὁ Γαβριὴλ ἔβαλε φωτιὰ κ᾿ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, καὶ ἡ φλόγα τοῦ Ἀρκαδίου φώτισε τὸν κόσμο καὶ συνετέλεσε τὰ μέγιστα στὴν ἀπελευθέρωσι τῆς Κρήτης, ἔτσι κι ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Γιὰ νὰ κτίσῃ τὸ περιλάλητο μοναστήρι τοῦ Στουδίου, κατέβαλε κόπους καὶ μόχθους ἐτῶν. Ἀλλὰ ἦρθε στιγμὴ πού, γιὰ νὰ διατηρήσῃ τὸ μοναστήρι του, ἔπρεπε νὰ κάνῃ συμβιβασμοὺς σὲ ζητήματα ὀρθοδόξου πίστεως. Τότε ἐκεῖνος δὲν λυπήθηκε τὸ μοναστήρι του. Δὲν εἶπε Θὰ ὑποχωρήσω. Ἀλλὰ σὲ μιὰ στιγμή, δραματικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας, τὸ ἔκαψε τὸ μοναστήρι, τὸ ἔκανε λιβάνι καὶ θυσία. Τότε τὸ μοναστήρι αὐτὸ διαλύθηκε. Ἀπὸ τοὺς χίλιους μοναχούς, ποὺ διώχθηκαν βιαίως, ἄλλοι πέθαναν στὴν ἐξορία, ἄλλοι ὑποβλήθηκαν σὲ ποικίλες δοκιμασίες καὶ μαρτύρια ὁμολογώντας τὴν ὀρθόδοξο πίστι, ὑπέστησαν κακώσεις, ἔχασαν τὰ μάτια τους ἢ ἄλλα μέλη τοῦ σώματός τους. Σκορπίσθηκαν οἱ σεβάσμιοι μοναχοί, ἐρείπια ἔγινε τὸ περίφημο μοναστήρι.
Φυσικὸ εἶνε νὰ ῥωτήσῃ κανείς· Μὰ πῶς διαλύθηκε μία τόσον ἔνδοξος ἀδελφότης; Πῶς;
Ἐδῶ ἀκριβῶς θέλω νὰ προσέξετε, ἀγαπητοί μου.
Στὰ χρόνια ἐκεῖνα συνέβη ἕνα θλιβερὸ γεγονὸς καὶ ἡ είδησι διαδόθηκε μέσ᾿ στὴν πόλι. Πῶς διαδόθηκε; Ἐφημερίδες τότε δὲν ὑπῆρχαν, ῥαδιόφωνα δὲν ὑπῆρχαν, τηλεοράσεις δὲν ὑπῆρχαν. Ἀλλ᾿ ἡ πρώτη ἐφημερίδα ποιά εἶνε; Εἶνε τὸ στόμα. Αὐτή εἶνε ἡ πρώτη ἐφημερίδα. Ὅσοι εἶστε ἀπὸ χωριὸ καὶ προλάβατε τὴ ζωὴ τῶν προηγουμένων ἐτῶν, θὰ θυμᾶστε, ὅτι στὴν κοινωνία ἐκείνη μέσα σὲ πέντε λεπτὰ μάθαιναν ὅλοι τὸ κάθε τι ἀπὸ στόμα σὲ στόμα. Ἀπὸ στόμα σὲ στόμα λοιπὸν διαδόθηκε καὶ μέσα στὴν Πόλι, στὴν Κωνσταντινούπολι, τὸ θλιβερὸ γεγονός. Στὰ σπίτια, στὶς συνοικίες, στὸν ἱππόδρομο, στὸ λιμάνι ποὺ ἦταν οἱ ναῦτες, στὰ καΐκια, στὰ πλοῖα, παντοῦ, μιὰ κουβέντα εἶχαν·
―Πώ πώ τί ἔγινε! Δυστύχημα. Χειρότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο δυστύχημα. Χειρότερο κι ἀπὸ τὸ νὰ χαλάσῃ μιὰ ἐκκλησία. Γιατὶ τὸ νὰ γκρεμίσῃς μιὰ ἐκκλησία εἶνε φοβερό, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ συνέβη ἦταν ἀκόμη πιὸ φοβερό.
―Τί συνέβη λοιπόν; Τί δυστύχημα ἦταν αὐτό;
Θὰ τὸ δοῦμε σὺν Θεῷ στὸ ἑπόμενο φύλλο.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη εσπερινή ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στην Αθήνα, στις 21-11-1976. Εδημοσιεύθη στὴν «Χριστιανική Σπίθα» (527-9/1996)
Ἀπομαγνητοφωνημένη εσπερινή ὁμιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου στην Αθήνα, στις 21-11-1976. Εδημοσιεύθη στὴν «Χριστιανική Σπίθα» (527-9/1996)