Του Ἀδαμάντιου Τσακίρογλου
Πραγματικὰ μένει κανεὶς ἔκθαμπος, ὅταν βλέπει πῶς λειτουργεῖ ὁ Κύριος γιὰ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο. Παρὰ τὴν ἀποστασία ποὺ σήμερα κυριαρχεῖ, ἐπέτρεψε, ὥστε ἡ τελευταία ἐξέλιξη μὲ τὸν Κορονοϊό, μὲ τὰ ἀπάνθρωπα μέτρα ποὺ ἐπιβάλλονται καὶ μὲ τὶς μάσκες ποὺ φοροῦνται, ἀλλὰ καὶ πέφτουν ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῶν «εὐσεβῶν», νὰ ἀποτελέσει μία, τὴν τελευταία ἴσως εὐκαιρία, νὰ καταλάβουν καὶ νὰ πολεμήσουν οἱ κληρικοί (καὶ μαζί τους οἱ λαϊκοὶ ποὺ αὐτοὺς περιμένουν γιὰ νὰ ἀντιδράσουν, ξεχνώντας δυστυχῶς καὶ αὐτοὶ τὶς εὐθῦνες τους) τὸν Οἰκουμενισμό, τὴν δεσποτοκρατία καὶ τὴν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐκκλησίας. Διότι ὅλα εἶναι ἀλληλένδετα. Ἂν δὲν ὑπῆρχαν τὰ παραπάνω, ἡ Ἐκκλησία δὲν θὰ εἶχε ὑποταχθεῖ σὲ μία ἄθεη κυβέρνηση, οὔτε θὰ φοβόταν τὸν κάθε δημόσιο κατήγορο θλιβεροῦ τύπου Εὐαγγελάτου καὶ ΣΙΑ, δὲν θὰ εἶχε χάσει τὸν μαρτυρικό Της χαρακτῆρα.
Δυστυχῶς, ὅμως, γιὰ μία ἀκόμα φορὰ οἱ κληρικοὶ ἀπόδειξαν ὅτι δὲν προτίθενται νὰ κάνουν τὸ τελευταῖο καὶ πιὸ σημαντικὸ βῆμα, ἀρκούμενοι μόνο σὲ δηλώσεις καὶ στρακαστροῦκες: Νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Κύριο μὲ ὅποιο κόστος, ὅ,τι κι ἂν αὐτὸ σημαίνει καὶ νὰ ἀποτινάξουν τὰ δεσμὰ ποὺ κρατοῦν τὴν Ἐκκλησία στὸ κελὶ τοῦ κόσμου τούτου, πρὶν τὴν θυσιάσουν στὴν ἀρένα τῆς ἀθεΐας, ποὺ ποτὲ δὲν καταργήθηκε, ἁπλῶς ἄλλαξε ὄνομα.
Ὁ μισθός, ἡ δόξα καὶ ἡ κοινωνικὴ ἀποδοχὴ καὶ ὁ φόβος τῆς δημόσιας διαπόμπευσης ἀποδείχθηκε γιὰ αὐτοὺς πιὸ σημαντικὸς ἀπὸ τὴν λειτουργία τὴν ὁποία ἐκλήθησαν –μᾶλλον ἀποδεικνύεται ὅτι δὲν ἐκλήθησαν, ἀλλὰ διάλεξαν ὡς σίγουρο ἐπάγγελμα– νὰ ἀναλάβουν: Νὰ γίνουν ποιμένες στὴν ὑπηρεσία τοῦ Κυρίου.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν εἶναι ποιμένες –σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Χρυσοστόμου. Ἀποδεικνύονται νὰ μεταλλάσσονται σὲ κρατικοδίαιτους ἐπαγγελματίες ποὺ κρατοῦν μὲ νύχια καὶ μὲ δόντια τὴν θέση τους.
Τὸ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ δὲν ἀποτελοῦν αὐθαίρετες προσωπικὲς ἐξάρσεις καὶ ἐχθρικὴ στὸν κλῆρο γνώμη, ἀλλὰ τὴν τραγικὴ ἀλήθεια, ἀποδεικνύει ἡ παρακάτω ὁμιλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἡ ὁμιλία αὐτή, περιλαμβάνει, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπίστευτα λόγια –ἀκατανόητα φυσικὰ γιὰ τοὺς σημερινοὺς δημοσίους ὑπαλλήλους– γιὰ τὸ ἀκατανίκητο καὶ ἀσυμβίβαστο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἕνα ἀπόσπασμα ποὺ δείχνει, πῶς ὁ ἅγιος θεωροῦσε τὸν ἑαυτό του καὶ τὰ καθήκοντά του ὡς ποιμένα καὶ πῶς ἔβλεπε τὸ ποίμνιο. Μία θεώρηση ποὺ συμφωνοῦσε ἀπόλυτα καὶ μὲ τὴν βιωτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ δὲν ἦταν ἁπλὰ λόγια. Διότι ὁ Ἅγιος βροντοφώναξε τὸ «οὐκ ἔξεστί σοι» ἐνάντια στὴν αὐτοκράτειρα, στοὺς διαφόρους βάναυσους κρατικοὺς ὑπαλλήλους, στοὺς διαφόρους ἄσπλαχνους πλούσιους, στοὺς διαφόρους ἐκκοσμικευμένους, αἱρετικούς, σιμωνιακοὺς ἐπισκόπους, στὸν ὑποταγμένο κλῆρο καὶ στὸν ἀποστατοῦντα λαό.
Ἂς μοῦ συγχωρέσει ὁ Ἅγιος νὰ προσθέσω ἐλάχιστες λέξεις στοὺς λόγους, ποὺ σίγουρα θὰ διατύπωνε, μὲ τὸ χρυσορρήμονα λόγο του -καὶ ἴσως σὲ αὐστηρότερο τόνο- ἂν ζοῦσε στὶς ἡμέρες μας (τὸ ἀπόσπασμα εἶναι κυρίως ἀπὸ τὴν Ἱ. Χρυσοστόμου, ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας 1, ΕΠΕ 33, 186 ἀλλὰ καὶ ἀπὸ ἄλλες ὁμιλίες, οἱ ὁποῖες θὰ ἀναφέρονται ὡς πηγές):
«Αὔριο θὰ τελέσουμε ὅλοι μαζὶ τὴν Θ. Λειτουργία καὶ θὰ βγῶ μαζί σας στὴ Λιτανεία. Ἂς λέει τὸ κράτος ὅ,τι θέλει. Δὲν μπορεῖ ὁ κάθε κυβερνητικὸς ἐκπρόσωπος νὰ ἀπαγορέψει τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ εἶστε κι ἐσεῖς. Δὲν ἰσχύει αὐτὸ ποὺ πολλοὶ θλιβεροὶ ἐπίσκοποι/λύκοι βαρεῖς διδάσκουν, ὅτι μπορεῖ ὁ ἱερέας νὰ ἱερουργεῖ μοναχός του μὲ κλειστοὺς τοὺς ναούς, ὡς ἀντιπρόσωπος ὅλου τοῦ λαοῦ καὶ ὅτι ἀπαγορεύονται οἱ Λιτανεῖες. Εἴμαστε ἕνα σῶμα· οὔτε χωρίζεται τὸ σῶμα ἀπὸ τὴν κεφαλή, οὔτε ἡ κεφαλὴ ἀπὸ τὸ σῶμα. Ἀκόμα καὶ ὁ θάνατος διὰ ἀσθενείας (ἂν εἶναι θέλημα θεοῦ) ἢ ἡ ὁποιαδήποτε ποινὴ διὰ τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ δὲν μπορεῖ νὰ μᾶς χωρίσει. Διότι κἂν πεθάνει ἢ φυλακισθεῖ τὸ σῶμα μου, ἡ ψυχή μου ζεῖ καὶ θυμᾶται τὸν λαό.
Εἴσαστε γιὰ μένα πατέρες· Πῶς μπορῶ νὰ σᾶς ξεχάσω; Εἴσαστε γιὰ μένα πατέρες, εἴσαστε ζωή, εἴσαστε εὐδοκίμηση. Ἐὰν ἐσεῖς προκόψετε, ἐγὼ εὐδοκιμῶ· ὥστε γιὰ μένα ὁ πλοῦτος ποὺ ἐναπόθειται στὸν θησαυρό σας σημαίνει ζωή. Ἐὰν ἐσεῖς ὑποφέρετε, ὑποφέρω κι ἐγώ. Ἐὰν ἐσεῖς μένετε ἀλειτούργητοι, μένω καὶ ἐγώ.
Ἀλλὰ καὶ ὡς τέκνα μου σᾶς βλέπω, γι’ αὐτὸ καὶ ὑποφέρω, ἰδιαίτερα γιὰ τὰ παιδιά. Τὰ σχολεῖα κλειστά, οἱ μαθητὲς μὲ μάσκες, ἡ παιδεία καταρρακωμένη. Ἡ παιδεία δὲν εἶναι πιὰ ἡ ὁδός πού ὁδηγεῖ τό νέο, νὰ διαθέτει καθαρὴ ψυχὴ καί σωφρονοῦσα διάνοια, δὲν ὁδηγεῖ πιὰ στὸν καλλωπισμό τῆς βασιλικῆς εἰκόνας πέρα τῶν ἐφήμερων ἐντυπώσεων (βλ. μάσκα καὶ ἀριστερὴ ὑλιστικὴ διανόηση), στήν αἰωνιότητα («Περί κενοδοξίας καί ὅπως δεῖ τους γονέας…», παρ. 19). Οἱ διδάσκαλοι παντὸς εἴδους ξέχασαν τὸν ρόλο τους καὶ τὴν εὐθύνη τους. Τί τό ὄφελος νά στέλνουμε τά παιδιά μας σέ διδασκάλους, ὅπου, ἀντί γιά παιδεία, θά μάθουν τήν κακία, καί, θέλοντας νά κερδίζουν τό κατώτερο, θα χάσουν τό σπουδαιότερο, τή δύναμη τῆς ψυχῆς καί ὅλη της τήν ὑγεία; Θά μοῦ πῆς, τότε, τί λοιπόν, θά γκρεμίσουμε τά σχολεῖα; Δέν σοῦ συνιστῶ κάτι τέτοιο. Ἀλλά νά μή γκρεμίσουμε τό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς καί ἀφήσουμε νά ταφῆ μέσα στά ἐρείπια καί ἡ ψυχή μαζί. Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ πόλεις εἶναι διεφθαρμένες («Εἰς πιστόν πατέρα», 11, ΕΠΕ, 28, 512, καὶ «περί Ἄννης», ὁμιλ. Δ΄, 1, ΕΠΕ, 8Α, 90).
Ὡς ἐκ τούτου ἐγὼ εἶμαι ἕτοιμος χίλιες φορὲς νὰ σφαγιασθῶ γιὰ ἐσᾶς (καὶ μὲ αὐτὸ δὲν σᾶς κάνω χάρη, ἀλλὰ ἐκπληρώνω τὸ καθῆκον μου· διότι ὁ καλὸς ποιμὴν δίνει τὴν ζωή του γιὰ τὰ πρόβατα), ναί, νὰ σφαγιασθῶ χίλιες φορὲς καὶ νὰ χάσω χίλιες φορὲς τὴν κεφαλή μου. Ἕνας τέτοιος θάνατος σημαίνει γιὰ μένα ὑπόθεση ἀθανασίας, τέτοια χτυπήματα σημαίνουν γιὰ μένα ἀφορμὴ ἀσφαλείας. Δὲν φοβᾶμαι Μοσιάλους, Γεωργιάδες, Εὐαγγελάτους, Χρυσοχοΐδες κλπ. Πόσοι τύραννοι θέλησαν νὰ νικήσουν τὴν Ἐκκλησία; Πόσα τήγανα; Πόσοι κάμινοι, δόντια θηρίων, ξίφη ἀκονισμένα, καὶ δὲν τὸ κατάφεραν; Πού εἶναι οἱ πολεμήσαντες; Κανεὶς δὲν μιλάει πιὰ γι’ αὐτοὺς καὶ παραδόθηκαν στὴν λήθη, ὅπως θὰ παραδοθοῦν οἱ σημερινοὶ ἐχθροί Της. Ποῦ ὅμως εἶναι ἡ Ἐκκλησία; Λάμπει περισσότερο κι ἀπὸ τὸν ἥλιο. Τὰ ἔργα ἐκείνων σβήστηκαν, τὰ ἔργα ὅμως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αθάνατα («Ὁμιλία πρὸ τῆς ἐξορίας» 2, PG 52, 429).
Μὴν ξεχνᾶτε: Δὲν ὑπάρχει ἐξουσία, παρὰ μόνο ἀπὸ τὸ Θεό, καὶ οἱ ἐξουσίες ποὺ ὑπάρχουν ἔχουν ὁρισθεῖ ἀπὸ τὸ Θεό («Ὁμιλία κδ΄ στὴν Πρὸς Ρωμαίους», 1). Σὲ ὅποια ἐξουσία (πολιτικὴ καὶ κρατική) δὲν τὸ ἔχει ξεχάσει αὐτό, ὑπακοῦμε. Ἡ σημερινὴ ὅμως τὸ ξέχασε. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν ὑπακοῦμε. Δὲν προκαλοῦμε διχασμό, ὅπως μᾶς κατηγοροῦν. Ὁ ἱερέας ἐπιτρέπεται μόνο νὰ ἐλέγχει, νὰ ἀντιτάσσει τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ ὄχι νὰ παίρνει ὅπλα καὶ πέτρες. Κι αὐτὸ κάνω καὶ πρέπει νὰ κάνουν ὅλοι οἱ ἱερεῖς ὅταν καταστρατηγοῦνται οἱ ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἐπιβάλλεται διὰ βίας καὶ εἰς βάρος τῆς πίστεως ὁ κρατικὸς ἔλεγχος καὶ ἀστυνομικοὶ εἰσβάλλουν στοὺς ναούς· Οἱ λόγοι μου δὲν ἀποτελοῦν ἀνάμειξη, ἀλλὰ ξεκάθαρη ὑπόδειξη τῶν ὁρίων τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, ποὺ νομίζει ὅτι μπορεῖ νὰ ὑποτάξει τὴν Ἐκκλησία, ξεκάθαρη ἐφαρμογὴ τῆς ἀποστολικῆς ἐντολῆς «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» («Εἶδον τὸν Κύριον...» 4, 5, PG 56, 127). Ἐλέγχω καὶ ἀντιδρῶ, γιατὶ τὸ πρώτιστο μέλημά μου ὡς ἐπίσκοπος εἶναι ἡ προστασία τῶν πιστῶν καὶ ἡ προετοιμασία τους γιὰ τὸν οὐρανό («Ὁμιλία εὶς τὴν Β΄ πρὸς Κορινθίους, PG 61, 507). Δὲν φοβᾶμαι ἐκκοσμικευμένες συνόδους, κρατικοδίαιτους αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, οἰκουμενιστὲς πατριάρχες. Πολλὲς φορὲς ἀντιτάχθηκα στὶς ἀντιεκκλησιαστικὲς καὶ ἀσεβεῖς ἀποφάσεις τους. Φοβᾶμαι μόνο, τί θὰ πῶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὥρα μπροστὰ στὸ δίκαιο Κριτή, ποὺ θὰ ζητήσει λόγο γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ καθενὸς ἀπὸ ἐσᾶς. Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν φοβᾶμαι τίποτα.
Πάντοτε ἀντιτάχθηκα στὶς κοινωνικὲς ἀδικίες, στὴν καταπίεση καὶ διαφύλαξα τὸν βίο μου καθαρό. Διώκομαι μήπως γιὰ χρήματα, γιὰ νὰ λυπηθῶ, μήπως γιὰ ἁμαρτήματα; Διώκομαι μήπως γιὰ σκάνδαλα κι ἀτασθαλίες; Γιὰ μπίζνες μὲ χρηματοπιστωτικὰ ἱδρύματα; Γιὰ συμφωνίες καὶ ἀποφάσεις γεωπολιτικοῦ χαρακτῆρος; Γιὰ τὸν ἔρωτά μου γιὰ ἐσᾶς διώκομαι· ἐπειδὴ κάνω τὰ πάντα γιὰ νὰ εἶστε ἐσεῖς ἀσφαλεῖς, ὥστε κανεὶς νὰ μὴν εἰσέλθει λαθραῖα στὴν ποίμνη, ὥστε νὰ μείνει ἀκέραιο τὸ ποίμνιο: Κανεὶς αἱρετικὸς οἰκουμενιστής, κανεὶς σιμωνιακὸς ψευδοποιμένας, κανεὶς σχισματικός, κανεὶς ἄθεος πολιτικός, κανεὶς ἐχθρὸς τῆς Ἐκκλησίας καὶ τοῦ Χριστοῦ. Τὸ ἀντικείμενο αὐτῶν τῶν ἀγώνων μοῦ ἀρκεῖ γιὰ στέφανο (βλ. ΠΑΛΛΑΔΙΟΥ, «Διάλογος περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου, PG 47, 30.).
Καὶ τί ἔγινε, ποὺ θὰ ὑποφέρω γιὰ ἐσᾶς; Γιὰ μένα εἶστε συμπολῖτες, εἶστε πατέρες, εἶστε ἀδελφοί, εἶστε παιδιά, εἶστε μέλη τοῦ σώματός μου, εἶστε φῶς καὶ μάλιστα γλυκύτερο ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ἡλίου. Γιατὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ δώσει ἡ ἀκτῖνα τοῦ ἡλίου, αὐτὸ ποὺ δίνει ἡ ἀγάπη σας; Ἡ ἀκτῖνα μὲ βοηθάει στὸν παρόντα βίο, ἡ ἀγάπη σας ὅμως μοῦ πλέκει στέφανο στὸν μέλλοντα. Ποιά κρατικὴ ποινὴ θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ στερήσει αὐτὴ τὴν ἀκτῖνα;
Αὐτὰ τὰ λέω σὲ αὐτιὰ ἀνθρώπων ποὺ ἀκοῦν· Ποιά αὐτιὰ θὰ ἦταν προθυμότερα νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὰ δικά σας; Τόσες μέρες ξαγρυπνήσατε μπροστὰ στοὺς ναούς, καὶ τίποτα δὲν σᾶς ἔκαμψε, οὔτε τὸ μῆκος τοῦ χρόνου, τῶν μέτρων καὶ τῶν ἀπαγορεύσεων σᾶς ἔκανε μαλθακώτερους, οὔτε οἱ φόβοι τῆς κρατικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς τιμωρίας, οὔτε οἱ ἐκ ΜΜΕ ἀπειλές· σὲ ὅλα φανήκατε γενναῖοι. Καὶ τί λέω φανήκατε; Αὐτὸ ποὺ ἤθελα γιὰ ἐσᾶς, τὸ κάνατε: Καταφρονήσατε τὰ βιωτικὰ πράγματα, ἀρνηθήκατε τὴν γῆ, καὶ ἀνεβήκατε στὸν οὐρανό· ἀπαλλαγήκατε ἀπὸ τοὺς συνδέσμους τοῦ σώματος καὶ ἀπὸ τὸν φόβο τῆς λεγομένης πανδημίας, ποὺ καταδυναστεύει καὶ ἐπισκιάζει τὸν σημερινὸ ἄνθρωπο καὶ ἀνταγωνίζεσθαι πρὸς ἐκείνη τὴν μακάρια φιλοσοφία. Ὅλα αὐτὰ εἶναι γιὰ μένα στέφανος, εἶναι παράκληση, εἶναι παρηγοριά, εἶναι ἀνακούφιση καὶ βάλσαμο, εἶναι ζωή, εἶναι θεμέλιο ἀθανασίας».
Ποιός κληρικός (ἐκτὸς ἀπὸ κάποιους μετρημένους στὰ δάκτυλα) σήμερα μίλησε καὶ ἔπραξε, ὅπως ὁ Ἅγιος; Ποιός ἀψήφησε, ὄχι ἐξορία, ἀλλὰ τουλάχιστον τὴν ἐξασφάλισή του (ἐκτὸς ἀπὸ κάποιους μετρημένους στὰ δάκτυλα) γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὸ ποίμνιο ποὺ Αὐτή, καὶ ὄχι τὸ κράτος ἢ ὁ κάθε Ἐπίσκοπος, τοῦ ἐμπιστεύθηκε;
Καὶ τὸ ποίμνιο, ὅμως, πρέπει νὰ ἀναλάβει τὶς εὐθῦνες του. Πρέπει ὅλοι μας νὰ ἀκολουθήσουμε τοὺς μιμητὲς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τοὺς ἐμπαῖκτες του. Πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ ὕψος μας καὶ νὰ φανοῦμε γενναῖοι, ὅπως οἱ Χριστιανοὶ ποὺ τὸν ὑπεράσπισαν καὶ μαζὶ μὲ αὐτὸν τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου