” Προς όλους είμαι οφειλέτης. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δε θα πάψω να το κάνω.”
. Ο Άγιος Ιωάννης κατήγετο από την Κύπρο. Υπήρξε τέκνο ευσεβών και πλουσίων γονέων. Αν και ανετράφη μέσα στην άνεσι, έστρεψε όλη του την διάθεσι και προσοχή στην ευσέβεια.
Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέθρεψαν με τη σύζυγό του σαν αληθινοί χριστιανοί γονείς. Γρήγορα, όμως, η γυναίκα του και τα παιδιά του πέθαναν. Ο Ιωάννης είχε μεγάλη περιουσία και του έγιναν πολλές προτάσεις να κάνει καινούργια οικογένεια. Όμως τις απέρριψε όλες, απαντώντας: «Νομίζω, προς όλους είμαι οφειλέτης. Και δεν το νομίζω μόνο. Είμαι. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Δεν το λέει ο Παύλος; Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δε θα πάψω να το κάνω. Η περιουσία μου δεν μπορεί να είναι ανώτερη απ’ αυτά τα χρέη μου».
Διαβλέποντας η Θεία Χάρις μέσα στην αγνή ψυχή του, ότι θα απέδιδε πολύ πνευματικό καρπό στο μέλλον, τον προώρισε και τον ανεβίβασε στον θρόνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πού ήκμαζε τότε. Στον βίο του αναφέρεται ένα σύμβολο, πού έδειξε η Χάρις για την μέλλουσά του διαγωγή. Είδε στον ύπνο του μια ωραία κόρη στεφανωμένη με κλάδο ελαίας, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του βασιλέως. Αν με αγαπήσης, έχω την δύναμι να σε οδηγήσω εις αυτόν». Ο Άγιος συνεπέρανε ότι αυτή ήτο η Χάρις της συμπαθείας και της ελεημοσύνης.
Πράγματι. Το κεντρικώτερο σημείο πού ευρίσκεται μέσα στην θεοπρεπή μεγαλωσύνη, είναι η συμπάθεια. Αυτή εκίνησε τρόπον τινά τον Θεό να δημιουργήση τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλά και όταν εχρεωκόπησε ο κόσμος με την ιδική του απροσεξία, και εγκατέλειψε την ισορροπία, πάλι από συμπάθεια και ελεημοσύνη έκανε την «κένωσί» Του ο Θεός Λόγος. Επεδήμησε στον κόσμο αυτό, εφόρεσε την ιδική μας «πτώχεια» και ενεκάλεσε στην ισορροπία την διασαλευθείσα κτίσι. Μονογενής θυγάτηρ του Θεού, η ελεημοσύνη. Αυτή, διά να επανέλθωμε στον βίο του Αγίου, προεκάλεσε τον νέο τότε .
Μετά τήν ἐνθρόνισή του κάλεσε τούς κληρικούς καί τούς εἶπε:
– «Θέλω νά μέ πληροφορήσετε πόσοι εἶναι οἱ κύριοί μου. Τά ὀνόματά τους καί ὅλα τά στοιχεία τους».
Ὅλοι παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή καί συγκίνηση τά λόγια του. Δέν καταλάβαιναν, ὅμως, τό νόημά τους. Τόν παρακάλεσαν, τότε, νά τούς ἐξηγήσει. Καί συνέχισε:
– «Ἐννοῶ ἐκεῖνους, πού τούς λέμε φτωχούς. Αὐτοί εἶναι οἱ κύριοί μας. Γιατί αὐτοί πράγματι μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν γιά νά κληρονομήσουμε τήν Βασιλείατῶν Οὐρανῶν. Ἐγώ ἔτσι τούς βλέπω».
Καί οἱ ἱερεῖς ἔτρεξαν, σέ ὅλη τήν πόλη καί ἀνακάλυψαν 7.500 φτωχούς καί δυστυχισμένους. Γιά ὅλους
αὐτούς φρόντισε ὁ Πατριάρχης. Καί τί δέν ἔκανε νά τούς ἀνακουφίσει!
Ἵδρυσε ξενοδοχεῖα, πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, τά ὁποῖα συντηροῦσε ἡ Ἐκκλησία καί πανδοχεῖα στά
ὁποῖα φιλοξενοῦνταν γιά μεγάλο ἣ μικρό διάστημα ντόπιοι καί ξένοι. Ἵδρυσε, ἀκόμη, ἑπτά μαιευτήρια γιά τίς
ἐγκαταλελειμμένες γυναῖκες, σέ διαφόρους τόπους τῆς πόλεως, μέ κρεβάτια, στρώματα, τροφές καί καθετί
ἄλλο, πού χρειαζόταν. Ἔχτισε καί ἀρκετά Μοναστήρια, ὅπου συχνά πήγαινε καί ἔλεγε στούς Μοναχούς νά
προσεύχονται κι ἐκεῖνοι γιά τήν δική του ψυχική ὠφέλεια. Γιά τήν συντήρηση ὅλων τῶν ἱδρυμάτων ἔφτιαξε καί
φιλανθρωπικό στόλο. Ἀγόρασε μέ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας 13 πλοῖα, πού μετέφεραν συνεχῶς τρόφιμα γιά τούς
φτωχούς τῆς περιοχής του.
Ὅλους τούς ἐλεοῦσε. Ἀκόμα κι ἐκεῖνους πού δέν εἶχαν βαπτιστεῖ καί δέν ἦταν Χριστιανοί! Δέχτηκε πρόσφυγες! Νοιάστηκε γιά τούς δούλους. Ἀγωνίστηκε καί κατόρθωσε νά τούς ἀπελευθερώσει!
Ἀκόμη φρόντισε γιά τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης. Ἔκανε τά πάντα γιά τήν ἀποκατάσταση τῶνἀδικουμένων καί τήν προστασία τῶν ἀδυνάτων.
Συχνά μιλοῦσε γιά τόν θάνατο, γιά τή μετάνοια, γιά τό μεγάλο ταξίδι. Εἶχε πῇ, μάλιστα, νά σκάψουν καί
νά χτίσουν τόν τάφο του, ἀλλά νά τόν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Καί κάθε φορά πού θά ἦταν σέ κάποια
γιορτή, ντυμένος μέ πολλή δόξα καί τιμή, νά τοῦ ἔλεγε κάποιος: «Δέσποτα, πρόσταξε νά τελειώσουν τόν τάφο
σου, γιατί δέν ξέρεις τί ὥρα θά σέ βρεῖ ὁ θάνατος»!
Ἦταν ἁπλός καί ταπεινός σέ ὅλα. Ζοῦσε πολύ λιτά καί φτωχικά.
Τότε η Εκκλησία ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Είχε πόρους ιδικούς της και δεν είχε ανάγκη συμπαραστάσεως της πολιτείας. Σε δύσκολες μέρες ημπορούσε να κυβέρνηση τον λαό. Δημιουργούσε νοσοκομεία, θεραπευτήρια, εκπαιδευτήρια και πρακτικά εβοηθούσε τους ανθρώπους. Σ εκείνες τις ημέρες έδειξε τόσο πολύ την αμίμητη ελεημοσύνη του ο Άγιος, ώστε δικαίως ωνομάσθη «Ελεήμων». Τον μέν βίο του ημπορεί να μελετήση ο καθένας μας· εκείνο όμως πού θέλομε να τονίσωμε και πού είναι ωφέλιμο για μάς είναι ο ακριβής τρόπος της συμπάθειας προς τον πλησίον, πού είναι ο ένας πόλος του προορισμού του ανθρώπου.
(στοιχεία από το άρθρο:Η ολοκλήρωση στον μοναχισμό· Μνήμη Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (12 Νοεμβρίου) Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999. εδώ ολόκληρο το άρθρο)
και από το κατηχητικό βοήθημα της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, εδώ ολόκληρο το κείμενο σε PDF kivotos_kk05.pdf
(Ο βίος του αγίου μπορεί να διαβαστεί και από τα μεγαλύτερα παιδιά. ΕΔΩ μπορείτε να διαβάσετε κείμενο για μικρότερα παιδιά, από το οποίο πήραμε κάποια στοιχεία, από κατηχητικό βοήθημα).
. Ο Άγιος Ιωάννης κατήγετο από την Κύπρο. Υπήρξε τέκνο ευσεβών και πλουσίων γονέων. Αν και ανετράφη μέσα στην άνεσι, έστρεψε όλη του την διάθεσι και προσοχή στην ευσέβεια.
Όταν μεγάλωσε, νυμφεύθηκε και απέκτησε παιδιά, τα οποία ανέθρεψαν με τη σύζυγό του σαν αληθινοί χριστιανοί γονείς. Γρήγορα, όμως, η γυναίκα του και τα παιδιά του πέθαναν. Ο Ιωάννης είχε μεγάλη περιουσία και του έγιναν πολλές προτάσεις να κάνει καινούργια οικογένεια. Όμως τις απέρριψε όλες, απαντώντας: «Νομίζω, προς όλους είμαι οφειλέτης. Και δεν το νομίζω μόνο. Είμαι. Διότι οι χριστιανοί έχουμε αλληλεγγύη. Δεν το λέει ο Παύλος; Εἴμεθα μέλη ἀλλήλων. Αφού, λοιπόν έχω τη δυνατότητα να δώσω στους αδελφούς μου, άρα είμαι και υποχρεωμένος να δώσω. Να γιατί εργάζομαι και δε θα πάψω να το κάνω. Η περιουσία μου δεν μπορεί να είναι ανώτερη απ’ αυτά τα χρέη μου».
Διαβλέποντας η Θεία Χάρις μέσα στην αγνή ψυχή του, ότι θα απέδιδε πολύ πνευματικό καρπό στο μέλλον, τον προώρισε και τον ανεβίβασε στον θρόνο του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, πού ήκμαζε τότε. Στον βίο του αναφέρεται ένα σύμβολο, πού έδειξε η Χάρις για την μέλλουσά του διαγωγή. Είδε στον ύπνο του μια ωραία κόρη στεφανωμένη με κλάδο ελαίας, η οποία του είπε: «Εγώ είμαι η πρώτη θυγάτηρ του βασιλέως. Αν με αγαπήσης, έχω την δύναμι να σε οδηγήσω εις αυτόν». Ο Άγιος συνεπέρανε ότι αυτή ήτο η Χάρις της συμπαθείας και της ελεημοσύνης.
Πράγματι. Το κεντρικώτερο σημείο πού ευρίσκεται μέσα στην θεοπρεπή μεγαλωσύνη, είναι η συμπάθεια. Αυτή εκίνησε τρόπον τινά τον Θεό να δημιουργήση τον κόσμο εκ του μηδενός. Αλλά και όταν εχρεωκόπησε ο κόσμος με την ιδική του απροσεξία, και εγκατέλειψε την ισορροπία, πάλι από συμπάθεια και ελεημοσύνη έκανε την «κένωσί» Του ο Θεός Λόγος. Επεδήμησε στον κόσμο αυτό, εφόρεσε την ιδική μας «πτώχεια» και ενεκάλεσε στην ισορροπία την διασαλευθείσα κτίσι. Μονογενής θυγάτηρ του Θεού, η ελεημοσύνη. Αυτή, διά να επανέλθωμε στον βίο του Αγίου, προεκάλεσε τον νέο τότε .
Μετά τήν ἐνθρόνισή του κάλεσε τούς κληρικούς καί τούς εἶπε:
– «Θέλω νά μέ πληροφορήσετε πόσοι εἶναι οἱ κύριοί μου. Τά ὀνόματά τους καί ὅλα τά στοιχεία τους».
Ὅλοι παρακολουθοῦσαν μέ προσοχή καί συγκίνηση τά λόγια του. Δέν καταλάβαιναν, ὅμως, τό νόημά τους. Τόν παρακάλεσαν, τότε, νά τούς ἐξηγήσει. Καί συνέχισε:
– «Ἐννοῶ ἐκεῖνους, πού τούς λέμε φτωχούς. Αὐτοί εἶναι οἱ κύριοί μας. Γιατί αὐτοί πράγματι μποροῦν νά μᾶς βοηθήσουν γιά νά κληρονομήσουμε τήν Βασιλείατῶν Οὐρανῶν. Ἐγώ ἔτσι τούς βλέπω».
Καί οἱ ἱερεῖς ἔτρεξαν, σέ ὅλη τήν πόλη καί ἀνακάλυψαν 7.500 φτωχούς καί δυστυχισμένους. Γιά ὅλους
αὐτούς φρόντισε ὁ Πατριάρχης. Καί τί δέν ἔκανε νά τούς ἀνακουφίσει!
Ἵδρυσε ξενοδοχεῖα, πτωχοκομεῖα, νοσοκομεῖα, τά ὁποῖα συντηροῦσε ἡ Ἐκκλησία καί πανδοχεῖα στά
ὁποῖα φιλοξενοῦνταν γιά μεγάλο ἣ μικρό διάστημα ντόπιοι καί ξένοι. Ἵδρυσε, ἀκόμη, ἑπτά μαιευτήρια γιά τίς
ἐγκαταλελειμμένες γυναῖκες, σέ διαφόρους τόπους τῆς πόλεως, μέ κρεβάτια, στρώματα, τροφές καί καθετί
ἄλλο, πού χρειαζόταν. Ἔχτισε καί ἀρκετά Μοναστήρια, ὅπου συχνά πήγαινε καί ἔλεγε στούς Μοναχούς νά
προσεύχονται κι ἐκεῖνοι γιά τήν δική του ψυχική ὠφέλεια. Γιά τήν συντήρηση ὅλων τῶν ἱδρυμάτων ἔφτιαξε καί
φιλανθρωπικό στόλο. Ἀγόρασε μέ χρήματα τῆς Ἐκκλησίας 13 πλοῖα, πού μετέφεραν συνεχῶς τρόφιμα γιά τούς
φτωχούς τῆς περιοχής του.
Ὅλους τούς ἐλεοῦσε. Ἀκόμα κι ἐκεῖνους πού δέν εἶχαν βαπτιστεῖ καί δέν ἦταν Χριστιανοί! Δέχτηκε πρόσφυγες! Νοιάστηκε γιά τούς δούλους. Ἀγωνίστηκε καί κατόρθωσε νά τούς ἀπελευθερώσει!
Ἀκόμη φρόντισε γιά τήν ἀπονομή τῆς δικαιοσύνης. Ἔκανε τά πάντα γιά τήν ἀποκατάσταση τῶνἀδικουμένων καί τήν προστασία τῶν ἀδυνάτων.
Συχνά μιλοῦσε γιά τόν θάνατο, γιά τή μετάνοια, γιά τό μεγάλο ταξίδι. Εἶχε πῇ, μάλιστα, νά σκάψουν καί
νά χτίσουν τόν τάφο του, ἀλλά νά τόν ἀφήσουν μισοτελειωμένο. Καί κάθε φορά πού θά ἦταν σέ κάποια
γιορτή, ντυμένος μέ πολλή δόξα καί τιμή, νά τοῦ ἔλεγε κάποιος: «Δέσποτα, πρόσταξε νά τελειώσουν τόν τάφο
σου, γιατί δέν ξέρεις τί ὥρα θά σέ βρεῖ ὁ θάνατος»!
Ἦταν ἁπλός καί ταπεινός σέ ὅλα. Ζοῦσε πολύ λιτά καί φτωχικά.
Τότε η Εκκλησία ήταν ανεξάρτητη οικονομικά. Είχε πόρους ιδικούς της και δεν είχε ανάγκη συμπαραστάσεως της πολιτείας. Σε δύσκολες μέρες ημπορούσε να κυβέρνηση τον λαό. Δημιουργούσε νοσοκομεία, θεραπευτήρια, εκπαιδευτήρια και πρακτικά εβοηθούσε τους ανθρώπους. Σ εκείνες τις ημέρες έδειξε τόσο πολύ την αμίμητη ελεημοσύνη του ο Άγιος, ώστε δικαίως ωνομάσθη «Ελεήμων». Τον μέν βίο του ημπορεί να μελετήση ο καθένας μας· εκείνο όμως πού θέλομε να τονίσωμε και πού είναι ωφέλιμο για μάς είναι ο ακριβής τρόπος της συμπάθειας προς τον πλησίον, πού είναι ο ένας πόλος του προορισμού του ανθρώπου.
(στοιχεία από το άρθρο:Η ολοκλήρωση στον μοναχισμό· Μνήμη Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος (12 Νοεμβρίου) Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, Διδαχές από τον Άθωνα, Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 8, γ’ Έκδοσις, Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονή του Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1999. εδώ ολόκληρο το άρθρο)
και από το κατηχητικό βοήθημα της Ι. Μητροπόλεως Μεσσηνίας, εδώ ολόκληρο το κείμενο σε PDF kivotos_kk05.pdf
Η Κοίμηση του Αγίου
Την εποχή εκείνη η Αλεξάνδρεια έπεσε στα χέρια των Περσών. Έτσι ετοιμαζόταν ο Πατριάρχης να επιστρέψει στην Κύπρο. Μόλις έφθασε στην Κύπρο, διέταξε να γράψουν την διαθήκη του. Όταν τελείωνε την ανάγνωση της διαθήκης του, εκοιμήθη ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων.
Ήταν το έτος 619. Είχε ηλικία εξήντα τεσσάρων χρονών. Όταν έβαλαν το λείψανο του Αγίου μέσα σ’ έναν τάφο, που είχαν θαφτεί προηγουμένως δύο άλλοι επίσκοποι, έγινε το έξης θαυμαστό γεγονός. Παραμέρισαν τα δύο λείψανα και άφησαν στη μέση αδειανό χώρο για να βάλουν το λείψανο του Αγίου !
.
Στοργικός και Δίκαιος Ποιμενάρχης
Φρόντιζε για την απονομή της δικαιοσύνης. Έκανε το παν για την αποκατάσταση των αδικούμενων και για την προστασία των αδυνάτων. Σπλαχνιζόταν τους φτωχούς, και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο τους, δίνοντάς τους οικονομική ενίσχυση από τα ταμεία των Ιερών Ναών. Ουδείς φτωχός ερχόταν προς τον Άγιο Ιωάννη και έφευγε με άδεια τα χέρια. Κανένας δοκιμασμένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής έφευγε απαρηγόρητος. Αγωνιζόταν να βρίσκει τα μέσα για να τους ικανοποιεί όλους τους δυστυχείς. Ο Ιωάννης όταν έγινε Πατριάρχης έκτισε δύο Μοναστήρια. Μάζεψε μοναχούς και τους έβαλε να Κατοικούν σ’ αυτά. Τους είπε να προσεύχονται πάντα και να μην έχουν καμιά φροντίδα για τα άλλα πράγματα. Αυτός θα φρόντιζε για την τροφή τους και τις διάφορες ανάγκες του Μοναστηρίου.
.
Η Κοσμική εξουσία προσπαθεί να αρπάξει τον θησαυρό της Εκκλησίας
Βλέποντας ο ηγεμόνας της Αλεξανδρείας Νικήτας Πατρίκιος, ότι ο Πατριάρχης έδινε όλα τα χρήματα της Εκκλησίας στους φτωχούς και παρακινούμενος από κακούς ανθρώπους, ήλθε στο Πατριαρχείο και ζήτησε από το Πατριάρχη να του δώσει τον θησαυρό της Εκκλησίας, γιατί ήταν καλλίτερα να ξοδεύεται για το Κράτος, παρά να τον διασκορπάει άσκοπα αυτός. Ο Άγιος καθόλου δεν ταράχθηκε, αλλά του είπε:
—Είναι προτιμότερο να δίδονται στον επουράνιο Βασιλέα και όχι στον επίγειο, γιατί είναι ιεροσυλία κάτι τέτοιο. Του είπε δε να κάνη, όπως νομίζει, καλλίτερα.
Τότε ο άρχοντος έδωσε διαταγή στους ανθρώπους του και επήραν τα χρήματα όλα, άφησαν δε μόνον εκατό λίτρες χρυσού για τα απαραίτητα έξοδα. Ενώ όμως κατέβαιναν από το Πατριαρχείο συναντήθηκαν με κάποιους ανθρώπους, που βάσταζαν δοχεία γεμάτα μέλι. Το έστελναν από την Αφρική στον Άγιο. Όταν είδε ο Πατρίκιος το αγνό μέλι, ζήτησε από τον Ιωάννη να του στείλει λίγο, γιατί το χρειαζόταν.
Οι απεσταλμένοι, όταν έφθασαν στον Άγιο και παρέδωσαν τα δοχεία του τα άνοιξαν την ίδια στιγμή, βρήκαν αντί για μέλι σε όλα τα δοχεία χρυσό. Αυτό το Θαύμα, όταν είδε ο Πατριάρχης έστειλε στον Πατρίκιο ένα δοχείο με ένα γράμμα, στο οποίο του διηγιόταν το θαύμα, που είχε γίνει. Όταν λοιπόν, έφθασαν οι απεσταλμένοι του Αγίου, βρήκαν τον άρχοντα στην τράπεζα, που γευμάτιζε.
Ο Πατρίκιος βλέποντας, ότι του έστειλε μόνον ένα δοχείο εξοργίστηκε. Ανοίγοντας όμως το δοχείο βρήκε την επιστολή εκείνη του Αγίου. Την διάβασε προσεκτικά. Θαύμασε και την ίδια ώρα μετανόησε για την πράξη του. Άφησε αμέσως το γεύμα του και επήρε όσα χρήματα είχε αρπάξει και τριακόσιες ακόμη χρυσές λίτρες ιδικές του και τα έφερε στον Πατριάρχη. Ζητούσε εκεί με δάκρυα: και ψυχική συντριβή να τον συγχωρήσει. Ο Άγιος θαύμασε πολύ την μετάνοια του Πατρικίου και έκτοτε έγιναν πνευματικοί αδελφοί…
.
Δεν πωλούνται τα εκκλησιαστικά αξιώματα
Την εποχή εκείνη έφευγαν απ’ την Περσία πολλοί, λόγω του διωγμού και εύρισκαν καταφύγιο κοντά στον ελεήμονα Πατριάρχη της Αλεξανδρείας Ιωάννη. Αλλά τότε ήταν μεγάλη πείνα και στην Αίγυπτο, γιατί ο Νείλος δεν ξεχείλισε τον χρόνο εκείνο για να ποτίσει τα χωράφια. Αφού, λοιπόν, ο Άγιος ξόδεψε όλο το θησαυρό της Εκκλησίας και χίλιες λίτρες χρυσού, που δανείστηκε, θλιβόταν, γιατί η πείνα πλήθυνε και κανένας δεν βρισκόταν πλέον να τον δανείσει.
Τότε εκεί στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν δίγαμος και ο οποίος είχε μεγάλη επιθυμία να γίνει ιεροδιάκονος. Σκέφθηκε, λοιπόν, επειδή ο νόμος δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο να πείσει τον Άγιο με αργύρια και να τον κάνη ιεροδιάκονο.
Έστειλε, λοιπόν, προς τον Πατριάρχη γράμμα με το υιό του και του έλεγε, ότι μπορούσε να τον βοηθήσει στην δύσκολη αυτή περίοδο της πείνας. Αυτός είχε σιτάρι πολλές χιλιάδες μόδια και εκατόν πενήντα λίτρες χρυσού. Αυτά, έλεγε, ότι όλα του τα χαρίζει, αν τον χειροτονούσε Διάκο.
Όταν έλαβε την επιστολή ο Ιωάννης, κάλεσε τον μεσάζοντα Κληρικό και τον ήλεγξε πολύ γι’ αυτή του την πράξη. Του είπε δε, ότι όσον άφορα τους φτωχούς, ο Θεός θα φροντίζει γι’ αυτούς και δεν θα τους αφήσει να πεθάνουν από την πείνα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να κάνη αυτόν Διάκονο οτιδήποτε και αν προσέφερε.
Πράγματι σε λίγο καιρό έφθασαν στο λιμάνι δύο πλοία της Εκκλησίας γεμάτα σιτάρι. Τότε ο Ιωάννης ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί δεν τον άφησε να πουλήσει την ιεροδιακονία.
.
Η δύναμη των μνημοσύνων
Έναν καιρό ήταν αρρώστια στην Αλεξάνδρεια και ο Άγιος πήγαινε μόνος του και επισκεπτόταν τους ασθενείς. Ενταφίαζε τους νεκρούς και έκανε μνημόσυνα για την ανάπαυση των ψυχών των, λέγοντας ότι πολύ ωφελούν, οι λειτουργίες και οι προσευχές, όχι μόνον τους νεκρούς, αλλά και τους ζωντανούς. Για να τούς πείσει δε ακόμη περισσότερο τους διηγήθηκε το εξής περιστατικό.
— Οι Πέρσες είχαν αιχμαλωτίσει κάποιον Κύπριο και οι συγγενείς του τον νόμιζαν για νεκρό. Του έκαναν λοιπόν μνημόσυνα σύμφωνα με την συνήθεια. Μετά όμως από τέσσερα χρόνια ο άνθρωπος αυτός επέστρεψε και έμαθε, ότι του έκαναν μνημόσυνα. Και αυτός τότε τους διηγήθηκε, ότι κάθε φορά, που έκαναν αυτοί μνημόσυνο, παρουσιαζόταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος μπροστά του. Κάποια δε η μέρα του έλυσε την αλυσίδα και τον ελευθέρωσε και αμέσως εξαφανίστηκε. Αυτά έλεγε ο Άγιος για να δείξει πόσην μεγάλη ωφέλεια παίρνουν από τις λειτουργίες και τα μνημόσυνα οι ψυχές των νεκρών. Με τέτοια διηγήματα έκανε ο Άγιος πολλούς να δίδουν χάριν ελεημοσύνης τα υπάρχοντα τούς.
.
Η δύναμη της ελεημοσύνης
Μια ημέρα ήλθε στον Άγιο κάποιος και του έδωσε την περιουσία του. Ήταν επτά λίτρες χρυσό. Τον παρεκάλεσε εν συνεχεία να δεηθεί να γίνει καλά το άρρωστο παιδί του και να γυρίσει το πλοίο του από την Αφρική μαζί με τον αδελφό του. Όμως σε λίγες ημέρες το παιδί του ανθρώπου πέθανε και το πλοίο καταστράφηκε. Σώθηκαν μόνον οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψι και πόνο, ώστε δεν δεχόταν καμιά παρηγοριά από κανέναν. Μια νύχτα, λοιπόν, παρουσιάστηκε στον ύπνο του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου ένας σεβάσμιος Ιερεύς, που έμοιαζε με τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα και του είπε:
Άνθρωπε δεν πρέπει να στεναχωρείσαι γιατί το παιδί σου εάν ζούσε θα γινόταν κακός και μοχθηρός. Και για το πλοίο να γνωρίζεις, ότι θα βυθιζόταν μαζί με τους άνδρες, αλλά με την προσευχή μου και την ελεημοσύνη σου βυθίστηκε μόνον το πλοίο και σώθηκε το πλήρωμα, μαζί δε και ο αδελφός σου. Τότε κατάλαβε ο άνθρωπος την μεγάλη δύναμη της προσευχής του Αγίου.
.
Η αμαρτία μιας γυναίκας
Πέντε ημέρες πριν πεθάνει ήλθε μια γυναίκα και του ζητούσε συγχώρεση, γιατί αυτό, που είχε κάνει δεν μπορούσε να το εξομολογηθεί. Ο Άγιος της είπε να το γράψει & ένα χαρτί και δεν θα το μάθη κανείς. Όταν όμως έφερε η γυναίκα το γράμμα ο Άγιος είχε πεθάνει. Η γυναίκα στενοχωρήθηκε, έκλαιγε και θρηνούσε επάνω στον τάφο του, γιατί πίστευε, πως πλέον το αμάρτημα της θα γινόταν γνωστό σε όλη την περιοχή. Εκεί κάθισε η γυναίκα τρία ημερόνυχτα κλαίουσα και θρηνούσα. Το χαρτί το είχε βάλει στον τάφο του Αγίου. Την τρίτη βλέπει η γυναίκα τον Άγιο με τους δύο άλλους επισκόπους να της λέγει:
– Έως πότε, παιδί μου, θα μας ενοχλείς με τα δάκρυά σου; Πάρε το χαρτί, που μου έδωσες.
Η γυναίκα ταράχθηκε και όταν άνοιξε το χαρτί, κατάλαβε ότι ήταν το ίδιο εκείνο χαρτί, που, του είχε δώσει με το αμάρτημα της. Άλλα είδε ότι η αμαρτία της ήταν σβησμένη και γραμμένες οι παρακάτω λέξεις:
«Το αμάρτημα σου το εσυγχώρεσα με την προσευχή του Αγίου Ιωάννου».
.
Ο Θεός χαρίζει χιλιοπλάσια
Πήγε ένας άνθρωπος στον Άγιο να του ζητήσει ελεημοσύνη. Αυτός ήταν προηγουμένως άρχοντας, άλλα είχε πτωχεύσει. Ο Άγιος τον λυπήθηκε πολύ και παρήγγειλε στον οικονόμο του να του δώσει δεκαπέντε λίτρες χρυσού. Εκείνος συνεννοήθηκε με τους άλλους και έδωσαν στον άνθρωπο μόνον πέντε λίτρες χρυσού, γιατί τους φάνηκε πολύ να του δώσουν δέκα πέντε.
Ήταν εκείνη την ήμερα Κυριακή και ο Άγιος βρισκόταν στην Εκκλησία. Όταν έβγαινε από τον ναό, τον απάντησε μία χήρα γυναίκα, πολύ πλούσια και του έδωσε ένα γράμμα.Του έγραφε, ότι του χάριζε πεντακόσιες λίτρες χρυσού για την ψυχή της.
Με την χάρι της προορατικότητος, που ήταν προικισμένος ο Άγιος, ερώτησε τους υπηρέτες του, πόσον χρυσόν είχαν δώσει στον άνθρωπο, που είχε ζητήσει ελεημοσύνη.
Και αυτοί του είπαν, ότι έδωσαν, όσο τους πρόσταξε. Κάλεσε όμως και τον φτωχό ο Άγιος και έτσι έμαθε την αλήθεια. Τότε έδειξε σ’ αυτούς το γράμμα της γυναίκας και τους είπε, ότι εξαιτίας τους έχασε σήμερα χίλιες λίτρες χρυσού. Διότι, τους είπε, αν δίνατε όσο χρυσό σας είχα πη, η χήρα γυναίκα θα μου έδινε χίλιες πεντακόσιες λίτρες.
Για να βεβαιωθούν περισσότερο κάλεσε τη γυναίκα και της είπε να ομολογήσει πόσο χρυσό είχε σκοπό να δώσει.
Τότε αυτή απήντησε, ότι όλως παραδόξως ενώ είχε γράψει, ότι θα έδινε χίλιες πεντακόσιες λίτρες, όταν το διάβασε το γράμμα για να το ελέγξει, βλέπει πως ήταν γραμμένες μόνον πεντακόσιες λίτρες. Και έτσι νόμισα, είπε η γυναίκα, ότι ο Θεός δεν ήθελε να δώσω περισσότερα. Αυτά τα παράδοξα ακούοντας οι υπηρέτες, πως ο Θεός χαρίζει χιλιοπλάσια στους ελεήμονες και πως ο Άγιος Πατριάρχης ξέρει τα πάντα με το προορατικό του χάρισμα, έπεσαν στα πόδια του Αγίου και του ζητούσαν συγχώρεση.
.
Το πάπλωμα του Πατριάρχη
Ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων ταπεινός, όχι μόνον στα λόγια, αλλά και στα ρούχα και στην διατροφή. Το στρώμα του ήτο πολύ παλιό. Μόλις το είδε ένας άρχοντας της πόλεως καταξεσχισμένο και σχεδόν άχρηστο, τον λυπήθηκε και του έστειλε ένα πολύτιμο πάπλωμα, που αγόρασε τριάντα έξι νομίσματα, παρακαλώντας τον να το δεχθεί.
Πράγματι, το δέχθηκε ο Άγιος. Αλλά την νύχτα, όταν έπεσε να κοιμηθεί δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κατηγορούσε τον εαυτό του, γιατί αυτός μεν θα κοιμόταν σε πολυτελή και σημαντικής αξίας ρούχα, πολλοί δε φτωχοί την ίδια στιγμή υπέφεραν από την πείνα και το κρύο.
Το πρωί, λοιπόν, έστειλε το πάπλωμα στην αγορά και το πούλησε. Από τα χρήματα δε που επήρε έντυσε εκατό περίπου φτωχούς. Το πάπλωμα όμως αυτό το αγόρασε ο ίδιος άρχοντας, που του το είχε χαρίσει και πάλι του το χάρισε για δεύτερη φορά με την θερμή παράκληση να το κράτηση. Ο Άγιος όμως πάλιν το πούλησε και έντυσε άλλους τόσους φτωχούς. Τούτο έγινε όχι μόνον δύο και τρεις φορές, αλλά πολλές. Κάποια ήμερα συναντήθηκε ο φιλεύσπλαγχνος Πατριάρχης με τον δωρητή άρχοντα και του είπε:
Ας δούμε ποιός θα νικήσει εγώ με το να πωλώ το πάπλωμα ή εσύ με το να μου το χαρίζεις. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπον έπαιρνε από τον πλούσιο εκείνο και έδινε στους φτωχούς, αλλά και ο πλούσιος έκανε το φιλάνθρωπο έργο του.
.
Το σωτήριο καρβέλι του φιλάργυρου
Κάποια ημέρα, που ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, τους είπε ο Πατριάρχης το εξής διδακτικό περιστατικό:
—Όταν ήμουν στην Κύπρο, είχα στο εργαστήρι μου έναν υπηρέτη τόσο ηθικό, ώστε έζησε σε όλη του την ζωή παρθένος. Αυτός λοιπόν, μου είπε, ότι, στην Αφρική είχε ένα κύριο τελώνη, πολύ πλούσιο, που τον έλεγαν Πέτρο. Αλλά ήταν και πολύ τσιγκούνης. Μία μέρα ήταν συγκεντρωμένοι οι φτωχοί της περιοχής και μακάριζαν εκείνους που τους βοηθούσαν, και καταριόταν τους άσπλογχνους μαζί με τους οποίους έβαζαν και τον αφέντη του, ο οποίος δεν είχε κάνει ποτέ, ούτε μία ελεημοσύνη.
Ένας όμως από εκείνους τους φτωχούς έβαλε στοίχημα με τους άλλους, ότι θα έκαμνε τον Πέτρο να του δώσει ελεημοσύνη. Πήγε, λοιπόν, ο φτωχός και κάθισε στην πόρτα του ο άρχοντος παρακαλώντας τον να τον ελεήσει. Ο Πέτρος τον έβριζε να φύγει, αλλά εκείνη την στιγμή ήρθε ο φούρναρης, που του έφερνε το ψωμί του, και ο άρχοντας πάνω στο θυμό του, του έριξε εναντίον του ένα καρβέλι ψωμί. Το άρπαξε, λοιπόν, ο φτωχός και έφυγε τρέχοντας.
Μετά από δύο ημέρες ο Πέτρος αρρώστησε και είδε στον ύπνο του, ότι βρισκόταν μπροστά στο κριτήριο του Θεού. Στην πλάστιγγα βάρυναν τόσο πολύ οι αμαρτίες του, ώστε δεν υπήρχε ελπίδα να σωθεί. Σε μια στιγμή όμως, παρουσιάστηκε κάποιος άγγελος και έβαλε στην ζυγαριά μια αγαθοεργία. Και ήταν αυτή το ψωμί, που είχε ρίξει στο φτωχό εκείνο.
Κατάλαβε, τότε, ο Πέτρος, πόσο μεγάλη ήταν η αξία της ελεημοσύνης και άρχισε να ελεεί οποίον είχε ανάγκη.
Τόσον ενάρετος και ελεήμων έγινε, ώστε μια μέρα που βρήκε ένα γυμνό ναυαγό του έδωσε το ακριβό επανωφόρι του για να ντυθεί. Ο άνθρωπος όμως εκείνος πούλησε το ρούχο και όταν το έμαθε ο Πέτρος άρχισε να κλαίει. Παρουσιάστηκε όμως στον ύπνο του ένας άγγελος, ευχαριστώντας τον για το ρούχο, που του χάρισε. Τότε κατάλαβε ο Πέτρος τι σήμαινε το όνειρο που είδε στον ύπνο του.
Παρακάλεσε μάλιστα τον Κύριο να μην πεθάνει, προτού αξιωθεί να δώσει όλα τα υπάρχοντά του στο έργο της ελεημοσύνης. Κάλεσε κατόπιν ο Πέτρος τον επίτροπο της περιουσίας του και του είπε :
—Να αγοράσεις πολλή πραματεία, εμπόρευμα δηλαδή, να με πάρεις κι εμένα σαν δούλο και να με πουλήσεις στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τα χρήματα, που θα πάρεις, να τα μοιράσεις όλα στους φτωχούς.
Μη μπορώντας ο επίτροπος να κάνει διαφορετικά, τον πούλησε σε κάποιο χρυσοχόο Ζωΐλο ονόματι. Υποσχέθηκε όμως με όρκο, ότι δεν θα έλεγε σε κανέναν τίποτε.
Έμεινε λοιπόν ο Πέτρος δούλος. Δούλευε σκληρά, σαν δούλος που ήταν, στο σπίτι του Ζωΐλου και υπόμενε τους εμπαιγμούς των άλλων δούλων.
Ο Ζωΐλος θέλησε κάποτε να τον ελευθερώσει, επειδή έμεινε ευχαριστημένος απ’ την συμπεριφορά του δούλου του. Μετά από λίγο καιρό ήλθαν έμποροι στα Ιεροσόλυμα και τους φιλοξένησε ο Ζωΐλος. Αυτοί όμως αναγνώρισαν τον Πέτρο και είπαν του Ζωΐλου περί τίνος επρόκειτο. Ο Πέτρος τότε έφυγε και στην πόρτα που πήγε να βγει, καθόταν ένας κωφάλαλος. Τον παρεκάλεσε να του, ανοίξει. Μόλις όμως του άνοιξε μια φλόγα βγήκε από το στόμα του Πέτρου και ο κωφάλαλος υπηρέτης έγινε καλά. Τότε όλοι κατάλαβαν, ότι ο Πέτρος ήταν άγιος άνθρωπος, και έτρεξαν να τον προφτάσουν. Ο Πέτρος όμως είχε εξαφανιστεί.
Την εποχή εκείνη η Αλεξάνδρεια έπεσε στα χέρια των Περσών. Έτσι ετοιμαζόταν ο Πατριάρχης να επιστρέψει στην Κύπρο. Μόλις έφθασε στην Κύπρο, διέταξε να γράψουν την διαθήκη του. Όταν τελείωνε την ανάγνωση της διαθήκης του, εκοιμήθη ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων.
Ήταν το έτος 619. Είχε ηλικία εξήντα τεσσάρων χρονών. Όταν έβαλαν το λείψανο του Αγίου μέσα σ’ έναν τάφο, που είχαν θαφτεί προηγουμένως δύο άλλοι επίσκοποι, έγινε το έξης θαυμαστό γεγονός. Παραμέρισαν τα δύο λείψανα και άφησαν στη μέση αδειανό χώρο για να βάλουν το λείψανο του Αγίου !
.
Θαυμαστά γεγονότα από τον βίο του
Φρόντιζε για την απονομή της δικαιοσύνης. Έκανε το παν για την αποκατάσταση των αδικούμενων και για την προστασία των αδυνάτων. Σπλαχνιζόταν τους φτωχούς, και προσπαθούσε να απαλύνει τον πόνο τους, δίνοντάς τους οικονομική ενίσχυση από τα ταμεία των Ιερών Ναών. Ουδείς φτωχός ερχόταν προς τον Άγιο Ιωάννη και έφευγε με άδεια τα χέρια. Κανένας δοκιμασμένος απ’ τις δυσκολίες της ζωής έφευγε απαρηγόρητος. Αγωνιζόταν να βρίσκει τα μέσα για να τους ικανοποιεί όλους τους δυστυχείς. Ο Ιωάννης όταν έγινε Πατριάρχης έκτισε δύο Μοναστήρια. Μάζεψε μοναχούς και τους έβαλε να Κατοικούν σ’ αυτά. Τους είπε να προσεύχονται πάντα και να μην έχουν καμιά φροντίδα για τα άλλα πράγματα. Αυτός θα φρόντιζε για την τροφή τους και τις διάφορες ανάγκες του Μοναστηρίου.
.
Η Κοσμική εξουσία προσπαθεί να αρπάξει τον θησαυρό της Εκκλησίας
Βλέποντας ο ηγεμόνας της Αλεξανδρείας Νικήτας Πατρίκιος, ότι ο Πατριάρχης έδινε όλα τα χρήματα της Εκκλησίας στους φτωχούς και παρακινούμενος από κακούς ανθρώπους, ήλθε στο Πατριαρχείο και ζήτησε από το Πατριάρχη να του δώσει τον θησαυρό της Εκκλησίας, γιατί ήταν καλλίτερα να ξοδεύεται για το Κράτος, παρά να τον διασκορπάει άσκοπα αυτός. Ο Άγιος καθόλου δεν ταράχθηκε, αλλά του είπε:
—Είναι προτιμότερο να δίδονται στον επουράνιο Βασιλέα και όχι στον επίγειο, γιατί είναι ιεροσυλία κάτι τέτοιο. Του είπε δε να κάνη, όπως νομίζει, καλλίτερα.
Τότε ο άρχοντος έδωσε διαταγή στους ανθρώπους του και επήραν τα χρήματα όλα, άφησαν δε μόνον εκατό λίτρες χρυσού για τα απαραίτητα έξοδα. Ενώ όμως κατέβαιναν από το Πατριαρχείο συναντήθηκαν με κάποιους ανθρώπους, που βάσταζαν δοχεία γεμάτα μέλι. Το έστελναν από την Αφρική στον Άγιο. Όταν είδε ο Πατρίκιος το αγνό μέλι, ζήτησε από τον Ιωάννη να του στείλει λίγο, γιατί το χρειαζόταν.
Οι απεσταλμένοι, όταν έφθασαν στον Άγιο και παρέδωσαν τα δοχεία του τα άνοιξαν την ίδια στιγμή, βρήκαν αντί για μέλι σε όλα τα δοχεία χρυσό. Αυτό το Θαύμα, όταν είδε ο Πατριάρχης έστειλε στον Πατρίκιο ένα δοχείο με ένα γράμμα, στο οποίο του διηγιόταν το θαύμα, που είχε γίνει. Όταν λοιπόν, έφθασαν οι απεσταλμένοι του Αγίου, βρήκαν τον άρχοντα στην τράπεζα, που γευμάτιζε.
Ο Πατρίκιος βλέποντας, ότι του έστειλε μόνον ένα δοχείο εξοργίστηκε. Ανοίγοντας όμως το δοχείο βρήκε την επιστολή εκείνη του Αγίου. Την διάβασε προσεκτικά. Θαύμασε και την ίδια ώρα μετανόησε για την πράξη του. Άφησε αμέσως το γεύμα του και επήρε όσα χρήματα είχε αρπάξει και τριακόσιες ακόμη χρυσές λίτρες ιδικές του και τα έφερε στον Πατριάρχη. Ζητούσε εκεί με δάκρυα: και ψυχική συντριβή να τον συγχωρήσει. Ο Άγιος θαύμασε πολύ την μετάνοια του Πατρικίου και έκτοτε έγιναν πνευματικοί αδελφοί…
.
Δεν πωλούνται τα εκκλησιαστικά αξιώματα
Την εποχή εκείνη έφευγαν απ’ την Περσία πολλοί, λόγω του διωγμού και εύρισκαν καταφύγιο κοντά στον ελεήμονα Πατριάρχη της Αλεξανδρείας Ιωάννη. Αλλά τότε ήταν μεγάλη πείνα και στην Αίγυπτο, γιατί ο Νείλος δεν ξεχείλισε τον χρόνο εκείνο για να ποτίσει τα χωράφια. Αφού, λοιπόν, ο Άγιος ξόδεψε όλο το θησαυρό της Εκκλησίας και χίλιες λίτρες χρυσού, που δανείστηκε, θλιβόταν, γιατί η πείνα πλήθυνε και κανένας δεν βρισκόταν πλέον να τον δανείσει.
Τότε εκεί στην Αλεξάνδρεια ήταν κάποιος πολύ πλούσιος, που ήταν δίγαμος και ο οποίος είχε μεγάλη επιθυμία να γίνει ιεροδιάκονος. Σκέφθηκε, λοιπόν, επειδή ο νόμος δεν επέτρεπε κάτι τέτοιο να πείσει τον Άγιο με αργύρια και να τον κάνη ιεροδιάκονο.
Έστειλε, λοιπόν, προς τον Πατριάρχη γράμμα με το υιό του και του έλεγε, ότι μπορούσε να τον βοηθήσει στην δύσκολη αυτή περίοδο της πείνας. Αυτός είχε σιτάρι πολλές χιλιάδες μόδια και εκατόν πενήντα λίτρες χρυσού. Αυτά, έλεγε, ότι όλα του τα χαρίζει, αν τον χειροτονούσε Διάκο.
Όταν έλαβε την επιστολή ο Ιωάννης, κάλεσε τον μεσάζοντα Κληρικό και τον ήλεγξε πολύ γι’ αυτή του την πράξη. Του είπε δε, ότι όσον άφορα τους φτωχούς, ο Θεός θα φροντίζει γι’ αυτούς και δεν θα τους αφήσει να πεθάνουν από την πείνα. Δεν ήταν όμως δυνατόν να κάνη αυτόν Διάκονο οτιδήποτε και αν προσέφερε.
Πράγματι σε λίγο καιρό έφθασαν στο λιμάνι δύο πλοία της Εκκλησίας γεμάτα σιτάρι. Τότε ο Ιωάννης ευχαριστούσε τον Θεό, γιατί δεν τον άφησε να πουλήσει την ιεροδιακονία.
.
Η δύναμη των μνημοσύνων
Έναν καιρό ήταν αρρώστια στην Αλεξάνδρεια και ο Άγιος πήγαινε μόνος του και επισκεπτόταν τους ασθενείς. Ενταφίαζε τους νεκρούς και έκανε μνημόσυνα για την ανάπαυση των ψυχών των, λέγοντας ότι πολύ ωφελούν, οι λειτουργίες και οι προσευχές, όχι μόνον τους νεκρούς, αλλά και τους ζωντανούς. Για να τούς πείσει δε ακόμη περισσότερο τους διηγήθηκε το εξής περιστατικό.
— Οι Πέρσες είχαν αιχμαλωτίσει κάποιον Κύπριο και οι συγγενείς του τον νόμιζαν για νεκρό. Του έκαναν λοιπόν μνημόσυνα σύμφωνα με την συνήθεια. Μετά όμως από τέσσερα χρόνια ο άνθρωπος αυτός επέστρεψε και έμαθε, ότι του έκαναν μνημόσυνα. Και αυτός τότε τους διηγήθηκε, ότι κάθε φορά, που έκαναν αυτοί μνημόσυνο, παρουσιαζόταν ένας πολύ ωραίος άνθρωπος μπροστά του. Κάποια δε η μέρα του έλυσε την αλυσίδα και τον ελευθέρωσε και αμέσως εξαφανίστηκε. Αυτά έλεγε ο Άγιος για να δείξει πόσην μεγάλη ωφέλεια παίρνουν από τις λειτουργίες και τα μνημόσυνα οι ψυχές των νεκρών. Με τέτοια διηγήματα έκανε ο Άγιος πολλούς να δίδουν χάριν ελεημοσύνης τα υπάρχοντα τούς.
.
Η δύναμη της ελεημοσύνης
Μια ημέρα ήλθε στον Άγιο κάποιος και του έδωσε την περιουσία του. Ήταν επτά λίτρες χρυσό. Τον παρεκάλεσε εν συνεχεία να δεηθεί να γίνει καλά το άρρωστο παιδί του και να γυρίσει το πλοίο του από την Αφρική μαζί με τον αδελφό του. Όμως σε λίγες ημέρες το παιδί του ανθρώπου πέθανε και το πλοίο καταστράφηκε. Σώθηκαν μόνον οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος εκείνος έπεσε σε μεγάλη θλίψι και πόνο, ώστε δεν δεχόταν καμιά παρηγοριά από κανέναν. Μια νύχτα, λοιπόν, παρουσιάστηκε στον ύπνο του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου ένας σεβάσμιος Ιερεύς, που έμοιαζε με τον Άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα και του είπε:
Άνθρωπε δεν πρέπει να στεναχωρείσαι γιατί το παιδί σου εάν ζούσε θα γινόταν κακός και μοχθηρός. Και για το πλοίο να γνωρίζεις, ότι θα βυθιζόταν μαζί με τους άνδρες, αλλά με την προσευχή μου και την ελεημοσύνη σου βυθίστηκε μόνον το πλοίο και σώθηκε το πλήρωμα, μαζί δε και ο αδελφός σου. Τότε κατάλαβε ο άνθρωπος την μεγάλη δύναμη της προσευχής του Αγίου.
.
Η αμαρτία μιας γυναίκας
Πέντε ημέρες πριν πεθάνει ήλθε μια γυναίκα και του ζητούσε συγχώρεση, γιατί αυτό, που είχε κάνει δεν μπορούσε να το εξομολογηθεί. Ο Άγιος της είπε να το γράψει & ένα χαρτί και δεν θα το μάθη κανείς. Όταν όμως έφερε η γυναίκα το γράμμα ο Άγιος είχε πεθάνει. Η γυναίκα στενοχωρήθηκε, έκλαιγε και θρηνούσε επάνω στον τάφο του, γιατί πίστευε, πως πλέον το αμάρτημα της θα γινόταν γνωστό σε όλη την περιοχή. Εκεί κάθισε η γυναίκα τρία ημερόνυχτα κλαίουσα και θρηνούσα. Το χαρτί το είχε βάλει στον τάφο του Αγίου. Την τρίτη βλέπει η γυναίκα τον Άγιο με τους δύο άλλους επισκόπους να της λέγει:
– Έως πότε, παιδί μου, θα μας ενοχλείς με τα δάκρυά σου; Πάρε το χαρτί, που μου έδωσες.
Η γυναίκα ταράχθηκε και όταν άνοιξε το χαρτί, κατάλαβε ότι ήταν το ίδιο εκείνο χαρτί, που, του είχε δώσει με το αμάρτημα της. Άλλα είδε ότι η αμαρτία της ήταν σβησμένη και γραμμένες οι παρακάτω λέξεις:
«Το αμάρτημα σου το εσυγχώρεσα με την προσευχή του Αγίου Ιωάννου».
.
Ο Θεός χαρίζει χιλιοπλάσια
Πήγε ένας άνθρωπος στον Άγιο να του ζητήσει ελεημοσύνη. Αυτός ήταν προηγουμένως άρχοντας, άλλα είχε πτωχεύσει. Ο Άγιος τον λυπήθηκε πολύ και παρήγγειλε στον οικονόμο του να του δώσει δεκαπέντε λίτρες χρυσού. Εκείνος συνεννοήθηκε με τους άλλους και έδωσαν στον άνθρωπο μόνον πέντε λίτρες χρυσού, γιατί τους φάνηκε πολύ να του δώσουν δέκα πέντε.
Ήταν εκείνη την ήμερα Κυριακή και ο Άγιος βρισκόταν στην Εκκλησία. Όταν έβγαινε από τον ναό, τον απάντησε μία χήρα γυναίκα, πολύ πλούσια και του έδωσε ένα γράμμα.Του έγραφε, ότι του χάριζε πεντακόσιες λίτρες χρυσού για την ψυχή της.
Με την χάρι της προορατικότητος, που ήταν προικισμένος ο Άγιος, ερώτησε τους υπηρέτες του, πόσον χρυσόν είχαν δώσει στον άνθρωπο, που είχε ζητήσει ελεημοσύνη.
Και αυτοί του είπαν, ότι έδωσαν, όσο τους πρόσταξε. Κάλεσε όμως και τον φτωχό ο Άγιος και έτσι έμαθε την αλήθεια. Τότε έδειξε σ’ αυτούς το γράμμα της γυναίκας και τους είπε, ότι εξαιτίας τους έχασε σήμερα χίλιες λίτρες χρυσού. Διότι, τους είπε, αν δίνατε όσο χρυσό σας είχα πη, η χήρα γυναίκα θα μου έδινε χίλιες πεντακόσιες λίτρες.
Για να βεβαιωθούν περισσότερο κάλεσε τη γυναίκα και της είπε να ομολογήσει πόσο χρυσό είχε σκοπό να δώσει.
Τότε αυτή απήντησε, ότι όλως παραδόξως ενώ είχε γράψει, ότι θα έδινε χίλιες πεντακόσιες λίτρες, όταν το διάβασε το γράμμα για να το ελέγξει, βλέπει πως ήταν γραμμένες μόνον πεντακόσιες λίτρες. Και έτσι νόμισα, είπε η γυναίκα, ότι ο Θεός δεν ήθελε να δώσω περισσότερα. Αυτά τα παράδοξα ακούοντας οι υπηρέτες, πως ο Θεός χαρίζει χιλιοπλάσια στους ελεήμονες και πως ο Άγιος Πατριάρχης ξέρει τα πάντα με το προορατικό του χάρισμα, έπεσαν στα πόδια του Αγίου και του ζητούσαν συγχώρεση.
.
Το πάπλωμα του Πατριάρχη
Ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων ταπεινός, όχι μόνον στα λόγια, αλλά και στα ρούχα και στην διατροφή. Το στρώμα του ήτο πολύ παλιό. Μόλις το είδε ένας άρχοντας της πόλεως καταξεσχισμένο και σχεδόν άχρηστο, τον λυπήθηκε και του έστειλε ένα πολύτιμο πάπλωμα, που αγόρασε τριάντα έξι νομίσματα, παρακαλώντας τον να το δεχθεί.
Πράγματι, το δέχθηκε ο Άγιος. Αλλά την νύχτα, όταν έπεσε να κοιμηθεί δεν μπορούσε να ησυχάσει. Κατηγορούσε τον εαυτό του, γιατί αυτός μεν θα κοιμόταν σε πολυτελή και σημαντικής αξίας ρούχα, πολλοί δε φτωχοί την ίδια στιγμή υπέφεραν από την πείνα και το κρύο.
Το πρωί, λοιπόν, έστειλε το πάπλωμα στην αγορά και το πούλησε. Από τα χρήματα δε που επήρε έντυσε εκατό περίπου φτωχούς. Το πάπλωμα όμως αυτό το αγόρασε ο ίδιος άρχοντας, που του το είχε χαρίσει και πάλι του το χάρισε για δεύτερη φορά με την θερμή παράκληση να το κράτηση. Ο Άγιος όμως πάλιν το πούλησε και έντυσε άλλους τόσους φτωχούς. Τούτο έγινε όχι μόνον δύο και τρεις φορές, αλλά πολλές. Κάποια ήμερα συναντήθηκε ο φιλεύσπλαγχνος Πατριάρχης με τον δωρητή άρχοντα και του είπε:
Ας δούμε ποιός θα νικήσει εγώ με το να πωλώ το πάπλωμα ή εσύ με το να μου το χαρίζεις. Έτσι μ’ αυτόν τον τρόπον έπαιρνε από τον πλούσιο εκείνο και έδινε στους φτωχούς, αλλά και ο πλούσιος έκανε το φιλάνθρωπο έργο του.
.
Το σωτήριο καρβέλι του φιλάργυρου
Κάποια ημέρα, που ήταν συγκεντρωμένος πολύς κόσμος, τους είπε ο Πατριάρχης το εξής διδακτικό περιστατικό:
—Όταν ήμουν στην Κύπρο, είχα στο εργαστήρι μου έναν υπηρέτη τόσο ηθικό, ώστε έζησε σε όλη του την ζωή παρθένος. Αυτός λοιπόν, μου είπε, ότι, στην Αφρική είχε ένα κύριο τελώνη, πολύ πλούσιο, που τον έλεγαν Πέτρο. Αλλά ήταν και πολύ τσιγκούνης. Μία μέρα ήταν συγκεντρωμένοι οι φτωχοί της περιοχής και μακάριζαν εκείνους που τους βοηθούσαν, και καταριόταν τους άσπλογχνους μαζί με τους οποίους έβαζαν και τον αφέντη του, ο οποίος δεν είχε κάνει ποτέ, ούτε μία ελεημοσύνη.
Ένας όμως από εκείνους τους φτωχούς έβαλε στοίχημα με τους άλλους, ότι θα έκαμνε τον Πέτρο να του δώσει ελεημοσύνη. Πήγε, λοιπόν, ο φτωχός και κάθισε στην πόρτα του ο άρχοντος παρακαλώντας τον να τον ελεήσει. Ο Πέτρος τον έβριζε να φύγει, αλλά εκείνη την στιγμή ήρθε ο φούρναρης, που του έφερνε το ψωμί του, και ο άρχοντας πάνω στο θυμό του, του έριξε εναντίον του ένα καρβέλι ψωμί. Το άρπαξε, λοιπόν, ο φτωχός και έφυγε τρέχοντας.
Μετά από δύο ημέρες ο Πέτρος αρρώστησε και είδε στον ύπνο του, ότι βρισκόταν μπροστά στο κριτήριο του Θεού. Στην πλάστιγγα βάρυναν τόσο πολύ οι αμαρτίες του, ώστε δεν υπήρχε ελπίδα να σωθεί. Σε μια στιγμή όμως, παρουσιάστηκε κάποιος άγγελος και έβαλε στην ζυγαριά μια αγαθοεργία. Και ήταν αυτή το ψωμί, που είχε ρίξει στο φτωχό εκείνο.
Κατάλαβε, τότε, ο Πέτρος, πόσο μεγάλη ήταν η αξία της ελεημοσύνης και άρχισε να ελεεί οποίον είχε ανάγκη.
Τόσον ενάρετος και ελεήμων έγινε, ώστε μια μέρα που βρήκε ένα γυμνό ναυαγό του έδωσε το ακριβό επανωφόρι του για να ντυθεί. Ο άνθρωπος όμως εκείνος πούλησε το ρούχο και όταν το έμαθε ο Πέτρος άρχισε να κλαίει. Παρουσιάστηκε όμως στον ύπνο του ένας άγγελος, ευχαριστώντας τον για το ρούχο, που του χάρισε. Τότε κατάλαβε ο Πέτρος τι σήμαινε το όνειρο που είδε στον ύπνο του.
Παρακάλεσε μάλιστα τον Κύριο να μην πεθάνει, προτού αξιωθεί να δώσει όλα τα υπάρχοντά του στο έργο της ελεημοσύνης. Κάλεσε κατόπιν ο Πέτρος τον επίτροπο της περιουσίας του και του είπε :
—Να αγοράσεις πολλή πραματεία, εμπόρευμα δηλαδή, να με πάρεις κι εμένα σαν δούλο και να με πουλήσεις στα Ιεροσόλυμα. Αλλά τα χρήματα, που θα πάρεις, να τα μοιράσεις όλα στους φτωχούς.
Μη μπορώντας ο επίτροπος να κάνει διαφορετικά, τον πούλησε σε κάποιο χρυσοχόο Ζωΐλο ονόματι. Υποσχέθηκε όμως με όρκο, ότι δεν θα έλεγε σε κανέναν τίποτε.
Έμεινε λοιπόν ο Πέτρος δούλος. Δούλευε σκληρά, σαν δούλος που ήταν, στο σπίτι του Ζωΐλου και υπόμενε τους εμπαιγμούς των άλλων δούλων.
Ο Ζωΐλος θέλησε κάποτε να τον ελευθερώσει, επειδή έμεινε ευχαριστημένος απ’ την συμπεριφορά του δούλου του. Μετά από λίγο καιρό ήλθαν έμποροι στα Ιεροσόλυμα και τους φιλοξένησε ο Ζωΐλος. Αυτοί όμως αναγνώρισαν τον Πέτρο και είπαν του Ζωΐλου περί τίνος επρόκειτο. Ο Πέτρος τότε έφυγε και στην πόρτα που πήγε να βγει, καθόταν ένας κωφάλαλος. Τον παρεκάλεσε να του, ανοίξει. Μόλις όμως του άνοιξε μια φλόγα βγήκε από το στόμα του Πέτρου και ο κωφάλαλος υπηρέτης έγινε καλά. Τότε όλοι κατάλαβαν, ότι ο Πέτρος ήταν άγιος άνθρωπος, και έτρεξαν να τον προφτάσουν. Ο Πέτρος όμως είχε εξαφανιστεί.
Πηγή.