Τοῦ κ. Παναγιώτου Κατραμάδου, θεολόγου
Τὸ τριμηνιαῖον ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «Θεολογία», τοῦ ὁποίου ἐκδότης εἶναι ὁ Ἀρχιγραμματεὺς τῆς Ἱ. Συνόδου, εἰς τὸ τεῦχος 90/4, τὸ ὁποῖον ἐκυκλοφορήθη τὴν 13ην Ἀπριλίου 2020, περιεῖχε καὶ ἄρθρον τοῦ καθηγητοῦ ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ γνωστοῦ στελέχους τῆς Νέας Δημοκρατίας κ. Ἰ. Παναγιωτοπούλου μὲ τίτλον «Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχριδῶν, ἱστορικοκανονικὰ ζητήματα καὶ νέες προοπτικές». Τὸ ἄρθρον αὐτὸ καταλήγει εἰς τὰ ἑξῆς:
«…στὸ ζήτημα τῶν Σκοπίων, πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἀσφαλῶς ἡ ἀπόκτηση νέου ἐκκλησιαστικοῦ καθεστῶτος σὲ ἀναφορὰ πρὸς τὸν Πρῶτο Θρόνο ἀπὸ τὴ σχισματικὴ Ἐκκλησία τοῦ κράτους, ποὺ βρίσκεται στὸ κέντρο τῆς Χερσονήσου τοῦ Αἵμου, δὲν ἀποκλείει στὸ μέλλον ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη.
Παράλληλα ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι σήμερα ὑπάρχει μία νέα κρατικὴ ὀντότητα στὴν ἄλλοτε ἐπαρχία τοῦ πρώην Γιουγκοσλαβικοῦ Κράτους, ἀλλὰ κυρίως ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος, τὸ ὁποῖο –ὅπως σημειώσαμε- ἔχει πολιτικὴ θεμελίωση, δὲν θὰ πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἐπίλυση τοῦ πολιτικοῦ ζητήματος. Ἡ ἐγκατάλειψη ἀπαιτήσεων μὲ πολιτικὸ καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικὸ περιεχόμενο, ὅπως αὐτὸ γίνεται ἀπολύτως κατανοητὸ καὶ ἀπὸ τὴν ἀνακοίνωση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θὰ διευκολύνει τὴν ταχύτερη ἐπίλυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος καὶ θὰ ἐπαναφέρει σὲ κοινωνία τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἀνὰ τὴν οἰκουμένη Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες…
… ἡ Ἐκκλησία τοῦ κράτους στὰ βόρεια τῆς Μακεδονίας δὲν ἀπαιτεῖται νὰ φέρει τὸν τίτλο τῆς χώρας, καθὼς αὐτὸ δὲν εἶναι τὸ δέον. Δύναται νὰ λάβει ἕνα ἐκκλησιαστικὰ ἱστορικὸ ὄνομα, ἀφοῦ μὲ βεβαιότητα δυνάμεθα νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ ἐπίλυση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ζητήματος εἶναι τὸ μόνο σταθερὸ ἔδαφος, πάνω στὸ ὁποῖο δύναται νὰ οἰκοδομηθεῖ ἡ οὐσιαστικὴ ἐπίλυση τοῦ πολιτικοῦ ζητήματος, ὡς μέσου ἀποκατάστασης τῆς ἀλληλοκατανόησης καὶ τῆς ἀλληλεγγύης τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν συνόλης τῆς περιοχῆς. Θὰ πρέπει ὡς πρὸς τὴν ἐδαφικὴ περιγραφὴ τῆς δικαιοδοσίας ἑνὸς Πατριαρχείου ἢ μιᾶς αὐτοκέφαλης Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, ὅσο καὶ ὅ,τι ἀποφασίζεται κανονικὰ μὲ ἀνάλογους «Πατριαρχικοὺς Τόμους» ἢ «Συνοδικὲς Πράξεις», ὅπως συνέβαινε πάντοτε γιὰ τὴν ἵδρυση ἢ τὴν κατάργηση πατριαρχικῶν ἢ αὐτοκεφάλων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν (ὅπως ἡ κατάργηση τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τοῦ Μαυροβουνίου μὲ τὸν Τόμο τοῦ 1922).
Ἄρα ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος, μὲ δεδομένη τὴν ὑφιστάμενη πραγματικότητα, θὰ ἦταν ἐφικτὴ σὲ πρῶτο στάδιο μόνο σὲ ἄμεση συνάρτηση πρὸς τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, σχέση ποὺ θὰ ἐπέλυε καὶ τὰ ζητήματα ποὺ προκλήθηκαν ἀπὸ τὶς ἄκαρπες προσπάθειες 1999-2002, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἱστορία τῆς συγκεκριμένης ἐκκλησιαστικῆς περιφέρειας, πάντοτε μὲ σταθερὴ ἀναφορὰ πρὸς τὴν προαναφερθεῖσα ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ διοίκηση «τὰ ἐκκλησιατικά, καὶ μάλιστά γε τὰ περὶ τῶν ἐνοριῶν δίκαια ταῖς πολιτικαῖς ἐπικρατείαις τε καὶ διοικήσεσι συμμεταβάλλεσθαι εἴωθεν»».
Ὁ συγγραφεὺς -καὶ κατ’ ἐπέκτασιν τὸ περιοδικόν- δὲν κάνει οὔτε μίαν νύξιν διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος, τὴν ὁποίαν τὸ ζήτημα τὴν ἀφορᾶ ἄμεσα, ἀλλὰ ὑποδεικνύει δῆθεν ὡς αὐτονόητον ὅτι τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως ἔχει τὸν κύριον λόγον ἐπὶ τοῦ θέματος. Γράφονται αὐτὰ εἰς τὴν «ΘΕΟΛΟΓΙΑ» ὡς νὰ μὴ εἶναι γνωστὴ ἡ βούλησις τῶν ΗΠΑ, τὴν ὁποίαν γενικῶς ἀκολουθεῖ τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως, διὰ τὰ Σκόπια καὶ τὰ Βαλκάνια.
Τί ἐννοεῖ ὅμως ὁ συγγραφεὺς μὲ τὴν φράσιν «δὲν ἀποκλείει στὸ μέλλον ὁποιαδήποτε ἐκκλησιαστικὴ ἐξέλιξη»; Μήπως τὴν ἀπόδοσιν αὐτοκεφαλίας εἰς τὸ Μαυροβούνιον; Μήπως κάποιαν ἀναδιάρθρωσιν εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν τῶν Βαλκανίων; Μήπως κάποιοι θὰ ἀποκτήσουν «δικαιώματα» εἰς τὴν Μακεδονίαν;
Εἶναι πάντως βέβαιον ὅτι ὁ κ. Καθηγητὴς θεωρεῖ ἐπιβεβλημένην τὴν ἀπόδοσιν αὐτοκεφαλίας μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι ὑπάρχει κράτος. Διατί δὲν ἐπικαλεῖται αὐτὸ π.χ. καὶ διὰ τὰς «Νέας Χώρας» ἢ τὰ Δωδεκάνησα; Διατί ἐπιτρέπεται εἰς τὸ Φανάρι νὰ κατέχη Μητροπόλεις ἐντὸς τῆς Ἑλλάδος, ἀλλὰ ὄχι εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Σερβίας ἐντὸς τῶν Σκοπίων; Δὲν θὰ ἀσχοληθῶμεν μὲ τὸ ἂν τὸ κράτος τῶν Σκοπίων θὰ ὑπάρχη εἰς τὸ μέλλον… ἢ ἂν πρόκειται διὰ προτεκτορᾶτον κάποιας ὑπερδυνάμεως. Μᾶς ἐνδιαφέρει ὁ λόγος ποὺ ὁ κ. Παναγιωτόπουλος ἀποσυνδέει τὸ ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα τῆς χώρας ἀπὸ τὸ πολιτικόν: Ὀφείλεται εἰς τὰς πολιτικάς του πεποιθήσεις; Εἶναι ἕνα «τέχνασμα»;
Εἰς αὐτὸ τὸ σημεῖον ὀφείλομεν νὰ ἐνθυμηθῶμεν τὴν ἱστορίαν. Αἱ κομμουνιστικαὶ ἀρχαὶ ἔλαβον τὴν πρωτοβουλίαν διὰ ὀργάνωσιν Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ ὑποστηρίξουν τὰ ἐπεκτατικὰ σχέδιά των καὶ ὄχι διὰ τὴν ἐκτίμησίν των πρὸς τὴν πίστιν. Οἱ ἴδιοι ἐστήριξαν τὴν ἀπαίτησιν αὐτοκεφαλίας ἀκριβῶς μὲ τὸ ἐπιχείρημα ὅτι εἶχε δημιουργηθῆ κρατικὴ ὀντότης. Ἑπομένως, τὸ ἐκκλησιαστικὸν ζήτημα τῶν Σκοπίων ἀπὸ συστάσεως αὐτοῦ τοῦ κράτους εἶναι συνυφασμένον μὲ τὴν πολιτικήν, ἱστορικὴν καὶ πολιτισμικὴν διάστασιν καὶ ταυτότητα τῶν κατοίκων του, καὶ πρέπει νὰ ἀντιμετωπισθῆ ὡς ἀλληλένδετον ζήτημα. Διὰ τοῦτο ἀμφιβάλλομεν πολὺ σχετικῶς μὲ τὴν «ἐγκατάλειψιν πολιτικῶν ἀπαιτήσεων», διὰ τὴν ὁποίαν τρέφει ἐλπίδας ὁ κ. Καθηγητής, οὔτε τεκμαίρεται αὐτὴ ἀπὸ κάποιαν «ἀνακοίνωσιν» τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως. Ἀκόμη ὅμως καὶ ἂν τὸ Φανάρι εἶχε τὴν πρόθεσιν νὰ πιέση τοὺς ἐντοπίους σχισματικοὺς νὰ ἀπόσχουν ἀπὸ τὰ πολιτικά, πρᾶγμα ἀντιφατικὸν καθὼς τὸ ἴδιο ἀποκαλεῖ τὰ Σκόπια «Βόρεια Μακεδονία», τί θὰ ἠμπόδιζεν ἐκείνους νὰ ἀπόσχουν διὰ μερικοὺς μῆνας ἕως ἂν λάβουν τὴν αὐτοκεφαλίαν καὶ ἔπειτα νὰ συνεχίσουν τὴν πορείαν τους εἰς τὴν κρατικὴν γραμμήν;
Ἀστοχία, ἐλπίζομεν λόγῳ ἀβλεψίας, εἶναι καὶ ἡ φράσις «ἐπαναφέρει σὲ κοινωνία τὴν τοπικὴ Ἐκκλησία μὲ τὶς ὑπόλοιπες ἀνὰ τὴν οἰκουμένη». Οἱ σχισματικοὶ τῶν Σκοπίων δὲν ἦσαν ποτὲ εἰς κοινωνίαν μὲ τὶς ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας, παρὰ μόνον ἐπεχείρουν νὰ ἀποκαταστήσουν τὴν κοινωνίαν τους μὲ τὸ Πατριαρχεῖον Σερβίας. Οἱ μόνοι ποὺ τοὺς εἶχον ἀναγνωρίσει ἦτο μία ὁμάς ἐκ τῶν ἀχειροτονήτων καὶ αὐτοχειροτονήτων τῆς Οὐκρανίας!
Δυστυχῶς, παρατηροῦμεν ὅτι εἰς τὸ κείμενον αὐτὸ τοῦ περιοδικοῦ «ΘΕΟΛΟΓΙΑ» δὲν καταδικάζεται καθόλου ἡ χρῆσις τοῦ ὀνόματος «Μακεδονικὴ Ἐκκλησία». Ἀντ’ αὐτοῦ χαρακτηρίζεται ἁπλῶς ὡς μὴ «δέον». Ἀπὸ ποῦ συνάγει ὅμως τὸ συμπέρασμα ὅτι «δὲν ἀπαιτεῖται νὰ φέρει τὸν τίτλο τῆς χώρας»; Ὅλαι αἱ Αὐτοκέφαλοι Ἐκκλησίαι ὀνομάζονται συμφώνως πρὸς τὸ ὄνομα τοῦ κράτους. Αὐτὸ θὰ ἀπαιτήσουν καὶ οἱ ἴδιοι. Αὐτὸ μᾶς «κοστίζει» τώρα, δηλ. τὸ γεγονὸς ὅτι οὔτε τὸ Φανάρι οὔτε ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος δὲν ἀντεστάθη σθεναρῶς, ὅταν ἐκρίνετο τὸ πολιτικὸν ζήτημα… Ἂν δὲν ὑπάρχη Ἐκκλησία ποὺ νὰ φέρη διαφορετικὸν ὄνομα ἀπὸ τὸ κράτος της, πῶς θὰ πεισθοῦν οἱ σχισματικοὶ τῶν Σκοπίων καὶ οἱ Σκοπιανοί; Ἀκόμη καὶ ἂν λάβουν ἕτερον ὄνομα μήπως θὰ χρησιμοποιοῦν τὸ ἕνα ἐντὸς τῆς ἐπικρατείας καὶ τὸ ἄλλο διεθνῶς; Μήπως καὶ τὰ Σκόπια δὲν ὠνομάσθησαν «Βόρεια Μακεδονία», ἀλλὰ χρησιμοποιοῦν παντοῦ μόνον τὸ «Μακεδονία»;
Ὁ συγγραφεὺς προτείνει «νὰ λάβει ἕνα ἐκκλησιαστικὸ ἱστορικὸ ὄνομα» καὶ ἐφόσον ἀλλοῦ θέτει ὡς βάσιν καὶ τὴν συμφωνίαν τοῦ Νὶς τὸ 2002, ὑπονοεῖ ὅτι τὸ ὄνομα ποὺ εἶναι δυνατὸν νὰ δοθῆ εἶναι «Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος». Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Ἀχρίδος ἦτο ἑλληνικὴ καὶ ἐκτείνετο ἀπὸ τὸν Δούναβιν ἕως τὴν Θεσσαλίαν, διὰ τοῦτο καὶ οἱ τότε κομμουνισταὶ ἦσαν ποὺ ἐζήτησαν καὶ ἐπέτυχον τὴν ἀνασύστασίν της καὶ τὴν συνέδεσαν μὲ τὴν «Ἐκκλησίαν» τους, διὰ νὰ ὑπηρετήσουν τὰ ἐπεκτατικὰ σχέδιά τους. Ὁ τ. εἰδικὸς γραμματεὺς τῆς ΝΔ κ. Παναγιωτόπουλος προτείνει διὰ τοῦ ἐπισήμου περιοδικοῦ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὴν δικαίωσιν τῶν τότε ἀποφάσεων τῶν κομμουνιστῶν;!
Μὲ βεβαιότητα δηλώνει ἐν συνεχείᾳ ὅτι ἡ λύσις τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ θὰ οἰκοδομήση καὶ τὴν οὐσιαστικὴν λύσιν τοῦ πολιτικοῦ, ἀποκαθιστῶσα τὴν ἀλληλοκατανόησιν καὶ τὴν ἀλληλεγγύην! Ἄνευ περιστροφῶν ἐρωτῶμεν: ἐννοεῖτε ὅτι ἡ ἀναγνώρισις τῶν σχισματικῶν θὰ καταπραΰνη τὴν ὀργὴν τῶν Ἑλλήνων, ὥστε νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν νέαν ὀνομασίαν τῶν Σκοπίων;!
Ἔτι περαιτέρω, τί ἐννοεῖ ὅταν γράφη «ἡ μεταβολὴ εἶναι δυνατὴ ὡς πρὸς τὴν ἐδαφικὴ περιγραφὴ τῆς δικαιοδοσίας ἑνὸς Πατριαρχείου… μὲ ἀναλόγους «Πατριαρχικοὺς Τόμους» ἢ «Συνοδικὲς Πράξεις», ὅπως συνέβαινε πάντοτε γιὰ τὴν ἵδρυση ἢ τὴν κατάργηση πατριαρχικῶν ἢ αὐτοκεφάλων ἐκκλησιαστικῶν δικαιοδοσιῶν»; Συζητεῖται ἡ ἀλλαγὴ τῆς δικαιοδοσίας τοῦ Πατριαρχείου Σερβίας;
Λυπούμεθα ποὺ τὸ ἐπίσημον περιοδικὸν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος προωθεῖ ἢ υἱοθετεῖ ἢ φιλοξενεῖ ἢ ἔστω περιλαμβάνει τοιαύτας ἀπόψεις, κατὰ τὰς ὁποίας μάλιστα θεωρεῖται ὡς ἐνδεδειγμένη ἡ ἀνάμειξις τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως καίτοι τυγχάνουν γνωστὰ τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐπεμβάσεών του π.χ. Οὐκρανία, παλαιότερα εἰς τὴν Βουλγαρίαν κ.λπ.
Δὲν ἀναμένομεν ὅτι αἱ Θεολογικαὶ Σχολαὶ τῆς Ἑλλάδος θὰ ἀποδοκιμάσουν τὰς ἀπόψεις, διότι εἶναι κρατικαὶ καὶ ὁ κ. Παναγιωτόπουλος εἶναι στέλεχος τοῦ κυβερνῶντος κόμματος.
Δὲν ἀναμένομεν οὔτε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος νὰ λάβη ἀποστάσεις ἀπὸ τὰ γραφόμενα, καθὼς περιοδικόν της εἶναι καὶ Ἀρχιγραμματεύς της ὁ ἐκδότης.
Διὰ τὸ Φανάρι οὔτε λόγος, καθὼς φαίνεται ὅτι τὸ ἄρθρον ἀπηχεῖ ἀκριβῶς αὐτὰ ποὺ θὰ ἔγραφε καὶ τὸ ἴδιον διὰ τὸν «ρόλον» του.
Προειδοποιοῦμεν ὅμως ἅπαντας ὅτι πρόκειται διὰ εὐαίσθητον ζήτημα εἰς τὰς καρδίας τῶν Ἑλλήνων καὶ λάθος ἀντιμετώπισις αὐτοῦ ἴσως ὁδηγήση εἰς συγκεντρώσεις ἀποδοκιμασίας μετὰ συνθημάτων ὡς αὐτὰ ποὺ ἠκούσθησαν εἰς τὰ συλλαλητήρια «περὶ προδοσίας».
Ορθόδοξος Τύπος