ΤΟ ΚΑΤΑΡΓΟΥΜΕΝΟΝ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ

 

    Στήν επί τού όρους ομιλία του ό Κύριος διαβεβαιώνει τούς ακροατάς του ότι δέν ήρθε νά «καταλύση» τήν Παλαιά Διαθήκη (τόν Νόμον ή τούς Προφήτας), αλλά νά «πληρώση», δηλαδή νά συμπληρώση καί βελτιώση. Λέγοντας αυτό, εννοεί τό στοιχείο εκείνο, στό όποίο αναφέρεται η ομιλία του, κι αυτό είναι μόνον ο ηθικός νόμος βέβαια, καί όχι η ιστορία ή τό τελεστικό μέρος. Διότι ούτε τίς θυσίες τών ταύρων αύξησε, ούτε ιστορία έκ τῶν υστέρων έπλασε γιά τόν Αδάμ ή τόν Αβραάμ ή τό Μωϋσή ή τό Δαυΐδ. Η Παλαιά Διαθήκη ασφαλώς απαρτίζεται από τρία στοιχεία, τήν ιστορία, τόν ηθικό νόμο, καί τόν τελεστικό νόμο. Κάθε στοιχείο αντιμετωπίστηκε από τόν Κύριο καί τούς ΄Αποστόλους διαφορετικά.

Η ιστορία παρέμεινε όπως είχε. Αυτό είναι ευνόητο. Τό ν’ ανακληθούν καί ακυρωθούν γεγονότα είναι αδιανόητο. Τό νά πλαστούν εκ τών υστέρων ιστορίες είναι παραχάραξη, πλαστογραφία, μυθομανία.

Ο ηθικός νόμος βελτιώθηκε. Η πολυγαμία έγινε μονογαμία. Ο υπέρ πίστεως φόνος τού ασεβούς απαγορεύτηκε. Η πολιτική καί κρατική υπόσταση τής πίστεως καταργήθηκε. Η γιά τήν απιστία καταδίκη σέ θάνατο καί κάθε επίγεια κύρωση εξέλιπε. Η Χριστιανική Έκκλησία δέν έχει φυλακές, δέν κάνει εκτελέσεις, δέν έχει αστυνομία καί στρατό, δέν εισπράτει δεκάτη φόρων.

Τό τελεστικό στοιχείο καταργήθηκε ολόκληρο. Ούτε θυσίες ζώων γίνονται, ούτε περιτομή, ούτε γενικώς η Παλαιά Διαθήκη είναι πηγή καί υπόδειγμα τού τρόπου λατρείας.

Ακόμη κι άν κάποιος θεσμός παρά τήν απλότητα του ήταν στήν Παλαιά Διαθήκη στοιχείο μικτό, ηθικό μαζί καί τελεστικό, όπως τό Σάββατο καί η άγνωστη εκτός Ισραήλ απαγόρευση τής αιμομιξίας, καταργήθηκε ως τελεστικό στοιχείο, καί διατηρήθηκε η βελτιώθηκε ως ηθικό, όσο καί οι δέκα εντολές. Τό Σάββατο, πού ήταν καί τελεστικό ως εορτή, αλλά καί ηθικό ως ρεπό, καταργήθηκε μέν ως τελεστικό τελείως, καί αντικαταστάθηκε από άλλη μέρα,   διατηρήθηκε όμως ως αργία στό χρόνο τής άλλης ημέρας. Η απαγόρευση τής αιμομιξίας έπαυσε ως τελεστικό στοιχείο, διατηρήθηκε όμως ως κάποιος ηθικός νόμος, κατά τόν οποίο απαγορεύεται μιά βιολογική εκτροπή μέ πολύ καταστρεπτικές κληρονομικές συνέπειες, καί μάλιστα μόνος αυτός αφέθηκε ανοιχτός πρός τό αυστηρότερο νόμος, επειδή ακριβώς μέ τό πέρασμα τών αιώνων η συσσώρευση τών κληρονομικών επιβαρύνσεων αυξάνεται.

Άπό τήν ιστορία λοιπόν τής Παλαιάς Διαθήκης στόν καιρό τής ισχύος τής Καινής Διαθήκης δέν αρνούμαστε τίποτε. Καί γιατί νά γίνη κάτι τετοιο; Καί πώς θά ήταν δυνατόν; Τά γενόμενα γίνονται αγένωτα;

Τόν ηθικό νόμο στή Χριστιανοσύνη τόν έχουμε σαφώς ανώτερο. Όταν ο προπάτορας τού Χριστού Βοόζ ο άγιος παντρεύτηκε τή Ρούθ, είναι ευνόητο, ότι τήν ημέρα εκείνη τής χαράς του, οι άλλες γυναίκες του δέν χάρηκαν καθόλου. Τό ότι όμως εκείνες υπέφεραν καί καίγονταν, αυτό δέν μείωνε καθόλου τήν αγιότητα τού Βοόζ. Τό ότι στήν κάθε μιά από τίς 500 γυναίκες τού Δαϋίδ ο άντρας δέν έπεφτε ούτε μία φορά τό χρόνο, κι ο καθένας καταλαβαίνει πόσο εκείνες υπέφεραν απ’ αυτό, αυτό ούτε τήν αγιότητα τού Δαυϊδ, ούτε τήν προφητική θεοπνευστία του μείωνε καθόλου. Στή χριστιανική ζωή όμως αυτά είναι αδιανόητα, εγκλήματα βαρύτατα, φαυλότης.

Σαφώς βελτιωμένος λοιπόν ο ηθικός νόμος στήν Καινή Διαθήκη. Καί τό νά περιτμηθούν οι Χριστιανοί ή νά θυσιάζουν στήν εκκλησία τους βόδια καί γιδοπρόβατα είναι φυσικά αδιανόητα πράγματα. Τό τελεστικό μέρος τής Παλαιάς Διαθήκης είναι τελείως καταργημένο. Ούτε δέ επίδραση μπορεί ν’ ασκή στό χριστιανικό τρόπο λατρείας τού Θεού, ούτε γιά κάτι τέτοιο, άν τό διαπράξη κανείς, μπορεί νά επικαλήται τή μαρτυρία τής Παλαιάς Διαθήκης, επειδή είναι μέρος τής Άγίας Γραφής τής εκκλησίας. Όπως δέν θά μπορούσε καί νά παντρευτή δέκα γυναίκες ταυτόχρονα «επί τή βάσει τής Άγίας Γραφής», πράγμα πού κάνουν οι Μορμόνοι.

Η Παλαιά Διαθήκη είναι μέρος τής Άγίας Γραφής γιά τήν ιστορία της μόνο, μέσα στήν οποία υπάρχει καί η αρχική αποκάλυψη τού Θεού. Ότι είναι Ένας, ότι δέν έχει τίς φυσικές ανάγκες τού ανθρώπου. Ότι έπλασε καί τούς αγγέλους καί όλο τό σύμπαν. Ότι ενδιαφέρεται γιά τή διαγωγή, τού επί τής γής πλάσματός του, τού ανθρώπου. Ότι αμείβει ή τιμωρεί τίς πράξεις του. Ότι τού ετοιμάζει σωτηρία.

Χωρίς τήν ιστορία τής Παλαιάς Διαθήκης,  η Καινή Διαθήκη θά ήταν: Άπάντηση σέ άγνωστο ερώτημα. Άκροτελεύτιο αγνώστου πράγματος. Κατακλείδα απολεσθέντος κειμένου. Επίλογος ανύπαρκτης ιστορίας. Πέμπτη πράξη μονόπρακτης θεατρικής παραστάσεως. Τροποποίηση νόμου πού δέν υπάρχει. Άποστολή επιστολής σέ ανύπαρκτο παραλήπτη. Παραπομπή σέ βιβλίο πού δέν έχει γραφτεί ποτέ. ΄Αχρηστο πράμα, όσο τό νά σού χαρίσουν ένα δεξιό παπούτσι μόνο.

΄Αν δέ σκύψης νά περάσης ταπεινά πέρα δώθε, άπειρες φορές, εξουδενώνοντας τελείως τόν εαυτό σου μπροστά στή Μεγαλοσύνη τήν Παντοδυναμία καί τήν Πανσοφία τού Θεού, μέσα από τή χοάνη τού, «Εί δέ τις λείπεται σοφίας, αιτήτω παρά τού διδόντος Θεού πάσιν απλώς καί ούκ ονειδίζοντος, καί δοθήσεται αυτώ» (Ίακώβου 1,5), δέν θά σού εξηγηθή μέσα σου ποτέ καί δέν θά καταλάβης, γιατί «ό νόμος είναι κατάρα» (Γαλ. 3,10-13), γιατί καί πώς «ό νόμος γέγονε παιδαγωγός ημών εις Χριστόν» (Γαλ. 3,24), γιατί ο Τίμιος Σταυρός Του είναι «μωρία γιά τούς έλληνες» καί «Ιουδαίοις σκάνδαλον» (Α΄Κορ. 1,18-23), καί κάθε άλλη μικρή ή μεγάλη απορία σου θά παραμένη διαρκώς αναπάντητη, καί κάθε πρόβλημά σου, / Ναί, κάθε πρόβλημά σου καί αίτημά σου, άλυτο καί ανεκπλήρωτο. Ένώ Εκείνος θά σού απαντά από δυό μεριές, επιμένοντας ότι είναι καί θά παραμένη, ο μόνος δυνάμενος (αψευδώς) νά σού απαντήση, σού λύση, σού εκπληρώση καί ικανοποιήση, χορηγώντας σου «πάντα τά πρός ζωήν καί ευσέβειαν» (Β΄Πέτρ. 1,3) καί όχι «ίνα δαπανήσωμεν έν ταίς ηδοναίς ημών» (Ιακ. 4,3). «Δέν είδα τόν δίκαιον εγκαταλελειμμένον, ουδέ τά τέκνα αυτού νά επιδέωνται άρτου» (Ψαλμ. 36,25), καί, «πρό τού αιτήσαι ημάς, εγώ θά σάς παρέχω τά πάντα πλουσιοπάροχα» (Ματθ. 6,8: Ιακ.4,3), «ίνα ζωήν καί περισσείαν ζωής έχητε» (Ιωάν. 10,10). Πώς; «Πάσαν τήν μέριμναν ημών επιρρίπτοντες επ’ αυτώ, ότι αυτώ μέλει περί ημών» (Α΄Πέτρ. 5,7). Καί σοφία; καί πνευματικό; καί υλικό πλουτισμό; Λύση καί απάντηση σέ όλα; Ναί, ναί σέ όλα! Δέν είναι ... απλώς μιά αλήθεια. Ο Χριστός είναι Η (μέ Η κεφαλαίο) Άλήθεια! Η ζωή μας! (Ιωάν. 14,6) Είναι Ο Πατέρας μας καί είμαστε τά παιδιά Του! (Λουκ. 11,11). Μέ τό «άπειρο έλεός Του», «τούς ανεξερεύνητους οικτιρμούς Του», καί τό ανεξάντλητο πέλαγος τής αγάπης Του,  «βρέχει επί δικαίους καί αδίκους» (Ματθ. 5,45) καί ανατέλει τόν ήλιον «επί πονηρούς καί αγαθούς».

Καί ενώ, μόνο πρός τό συμφέρον μάς ζητά «νά υποταγώμεν αυτώ» (Ιακ. 4,7), «νά πάμε κοντά Του οί κουρασμένοι καί φορτωμένοι» νά ξαποστάσωμε (Ματθ. 11,28), «νά εγγίσωμεν αυτώ καί εγγιεί ημίν» (Ιακ. 4,8), «νά θέσωμε τό λαιμό μας στό δικό Του ζυγό (τή ζεύγλη), κι Εκείνος θά τραβά γιά λογαριασμό μας όλο τό βάρος τού αγώνα τής ζωής μας, γιατί ο ζυγός Του αυτός μάς είναι χρηστός (=χρήσιμος, απαραίτητος), γιά ν’ αποβή καί καταστή τό φορτίο μας ελαφρύ» (Ματθ.11,30), εμείς... Τί κρίμα! ΄Ολως αφρόνως, «αμελούντες παντελώς τά τής σωτηρίας μας» (Εβρ. 2,3), ιστάμεθα αγνωμόνως καί αχαρίστως, έναντι Τού τοσούτον αγαπήσαντος καί εξακολουθητικώς αγαπώντος ημάς, μή τι άλλο αναμένοντος, ή μή τήν συναίσθησιν, τήν μετάνοιαν καί επιστροφήν ημών στήν Πατρικήν Του αγκάλην! Γιατί είναι «ευδιάλακτος. Ο μόνος ελεήμων καί φιλάνθρωπος. Ο μετανοών επί ταίς κακίαις ημών (τό  ακούς αυτό άνθρωπε καί δέν συγκλονίζεσαι, δέν συντρίβεσαι;). Ο είδώς (πού γνωρίζει) ότι έγκειται η διάνοια τού ανθρώπους επί τά πονηρά εκ νεότητος αυτού. Ο μή θέλων τόν θάνατον τού αμαρτωλού, ως τό επιστρέψαι καί ζήν αυτόν. Ο διά τήν τών αμαρτωλών σωτηρίαν ενανθρωπήσας, Θεός ών, καί πλασθείς διά τό πλάσμα Του. Αυτός είναι πού είπε, ούκ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Είναι, ο τό πρόβατον ζητήσας τό απολωλός. Ο τήν απολομένην δραχμήν επιμελώς ζητήσας καί ευρών. Ο ειπών ότι, τόν ερχόμενον πρός με, ου μή εκβάλω έξω. Αυτός πού είπε καί διεβεβαίωσε, οσάκις αν πέσης, έγειραι καί σωθήση, καί ότι, Χαρά γίνεται εν τω ουρανώ επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι»! (Ακολουθία Ίερού Ευχελαίου).

Μετά ταύτα, Τί σκεπτόμεθα, αδελφοί. Τί αποφασίζωμε. Θά εξακολουθήσωμε νά παραμένωμεν έν αδρανεία;!

                    Ἱερεύς Ἰωάννης Νικολόπουλος, ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ

                                                                    1.12.2020

Πηγή.