Οὐράνιο μάθημα περὶ ἐκκλησιασμοῦ
π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης
«Τὸ σύνθημα τοῦ σατανᾶ εἶναι: “Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν οἱ χριστιανοί”. Τὸ σύνθημα τὸ δικό μας
ἂς εἶναι: “Ὅλοι εἰς τὸν ναόν”».
Τὸ μάθημα σήμερον θὰ εἶναι περὶ ἐκκλησιασμοῦ. Ἔχομεν
ἀνάγκην τοῦ μαθήματος αὐτοῦ ὄχι μόνον διότι ἐνδέχεται -νὰ τὸ πιστεύσω;-
ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ μας νὰ μᾶς χλευάζουν καὶ νὰ μᾶς εἰρωνεύονται διότι
εκκλησιαζομέθα ἢ καὶ νὰ μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ ἱερώτατον τοῦτο καθῆκον, ἀλλὰ
διότι πρέπει νὰ ἐννοήσωμεν ὁπόσον μέγα προνόμιον εἶναι τὸ νὰ ἐκκλησιάζεταί τις
καὶ συνεπῶς ὄχι ὡς ἀγγαρείαν νὰ θεωρῶμεν τὸν ἐκκλησιασμόν, ἀλλὰ ὡς μίαν θείαν
ἀπόλαυσιν, ὡς μίαν ἐσωτερικὴν αναβάπτισιν, νὰ λέγωμεν δὲ μετὰ τοῦ Δαβίδ: "Ὡς
ἀγαπητὰ τὰ σκημώματά Σου, Κύριε τῶν Δυνάμεων. Επιποθεὶ καὶ ἐκλείπει ἡ ψυχή μου
εἰς τὰς αὐλὰς τοῦ Κυρίου" (Ψαλμ. 83, 2-3).
Ὁ Μέγας Ἀντώνιος εἶχε, μεταξὺ πολλῶν μαθητῶν, καὶ τὸν μακάριον Παῦλον, ὅστις δια τὴν ἀκακίαν τοῦ χαρακτήρός τοῦ ὠνομάσθη "ἁπλοῦς". Ὁ μαθητὴς αὐτὸς ἔλαβεν ἀπὸ τὸν Κύριο τὸ χάρισμα νὰ βλάπη τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων, ὅπως βλέπομεν ἡμεῖς τὰ σώματά των. Τὸ βλέμμα τοῦ ἁγίου τούτου ἀνθρώπου, καθαρισμένον ἀπὸ τὴν πνοὴν τοῦ Παναγίου Πνεύματος, ἔβλεπε τὰ βάθη τῶν καρδιῶν. Δὲν ἦτο βέβαια καρδιογνώστης, διότι εἰς καὶ μόνον γνωρίζει καταλεπτὼς τὴν καρδίαν μας, ὁ Κύριος. Πάντως ὅμως ἔβλεπε καὶ διέκρινεν ἐν γενικαῖς γραμμαῖς τῶν ἀνθρώπων τὴν πνευματικὴν κατάστασιν.
Κάποτε, λοιπόν, ὁ ἅγιος αὐτὸς ἄνθρωπος -ὁ ἁπλοῦς
Παῦλος- ἐκάθισεν ἔξω ἀπὸ μίαν ἐκκλησίαν καὶ ἐκεῖ παρετήρει τοὺς ἀνθρώπους
-ἄνδρας, γυναίκας, παιδιά- ποὺ εἰσήρχοντο εἰς τὸν Ι Ναὸν δια νὰ προσευχηθοῦν.
Εἶχον ὅλοι τὴν ψυχὴν λευκὴν καὶ ὁ ἄγγελος των γεμᾶτος χαρὰ συνώδευεν αὐτοὺς
ἐντὸς τῶν Ι Ναῶν. Τὰ ἔβλεπε ὁ ἅγιος καὶ ἔχαιρε καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν, διότι
τοιούτους χριστιανοὺς εἶχεν ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλὰ αἴφνης ὁ ἅγιος
ταράσσεται! Κάτι βλέπει. Ὅ τι εἶδε ἦτο φοβερόν. Ἕνας ἄνθρωπος ἠγωνίζετο νὰ
εἰσέλθη εἰς τὸν Ι Ναόν. Εἶχε μαύρην τὴν ψυχήν. Δαίμονες δεξιὰ καὶ ἀριστερά τον
ἠμπόδιζον νὰ εἰσέλθη εἰς τὸν Ι Ναόν. Ὁ ἄνθρωπος ἐπάλαιε. Ὁ ἄγγελος του μακρὰν
ἱστάμενος τὸν προέτρεπε, τὸν παρεκάλει νὰ εἰσέλθη. Ἐπὶ τέλους ὁ ἄνθρωπος
οὗτος ἐνίκησεν! Εἰσῆλθεν εἰς τὸν Ι Ναόν.
Ὁ ἅγιος καθ' ὅλον τὸ διάστημα ποὺ ἦσαν ἐντὸς τοῦ Ι
Ναοῦ οἱ χριστιανοὶ ἵστατο ἔξω εἰς τὸ προαύλιον τοῦ Ι Ναοῦ καὶ ἔκλαιεν, ἔκλαιεν
δια ἐκεῖνον ποὺ εἶχε μαύρην τὴν ψυχήν. Θεέ μου, ἔλεγε, τί ἄραγε ἁμάρτημα ἔκαμεν
ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δια νὰ ἔχη μαύρην τὴν ψυχήν; Ὦ! τὸν δυστυχῆ! Καὶ τί θὰ τὸν
ὠφελήση ὁ ἐκκλησιασμός; Καὶ ὁ ἅγιος ἔκλαιε, διότι οἱ ἅγιοι πενθοῦν, δὲν κλαίουν
μόνον δια τὰ ἰδικά τους ἁμαρτήματα, ἀλλὰ κλαίουν καὶ πενθοῦν καὶ δια τὰ
ἁμαρτήματα των ἄλλων (δι' αὐτὸ καὶ θὰ ἀξιωθοῦν τοῦ μακαρισμοῦ τοῦ κυρίου: “Μακάριοι
οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται”). Ἔκλαιεν ὁ ἅγιος. Ὁ λειτουργῶν ἐν τῷ
Ι, Ναῷ ἔκαμεν Ἀπόλυσιν, οἱ χριστιανοὶ ἔλαβον ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἱερέως τὸ
ἀντίδωρον καί ἐξήρχοντο τώρα τοῦ Ι Ναοῦ. Ἐξήρχοντο. Ἦσαν λευκοὶ ὅπως καὶ πρίν,
ἀλλὰ τὸ μάτι τοῦ ἁγίου ἀνεζήτει ἐκεῖνον, ὅστις εἶχεν εἰσέλθει μὲ μαύρην τὴν
ψυχήν. Θεέ μου! Τί εἶναι ἐκεῖνο ποὺ βλέπει τώρα ὁ ἅγιος; Ἡ ψυχή του ἦτο τώρα
λευκὴ ὡς ἡ χιών. Τὸ πρόσωπό του ἤστραπτεν ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄγγελός του
ἔχαιρεν. Οἱ δαίμονες ἐλυσσοῦσαν ἀπὸ τὴν μοχθηρίαν των, ὁ οὐρανὸς ἐγέλα, ὁ ἅδης
ἔκλαιε. Μία ψυχὴ εἶχε σωθῆ. Εἰς ἁμαρτωλὸς ἔγινε τέκνον τοῦ Θεοῦ!
Πὼς τὸ θαῦμα; Ἰδοὺ ἡ ἀπορία τοῦ ἁγίου. Καλεῖ τοὺς
χριστιανοὺς εἰς τὸν Ι Ναόν, ἀναβαίνει εἰς τὸν ἄμβωνα. Ἐξιστορεῖ τὸ γεγονὸς πὼς
εἶδε τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον, ὅταν εἰσήρχετο εἰς τὸν Ναόν, καὶ πὼς τὸν εἶδε, ὅταν
ἐξήρχετο. Καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν χριστιανὸν αὐτὸν λέγει: “Ἀδελφέ, ἤσουν
μαῦρος ὅπως ὁ Αἰθίοψ (ἀράπης). Τώρα εἶσαι λευκὸς ὡς ὁ ἄγγελος. Πὼς συνέβη τὸ
θαῦμα αὐτό; Ἰδοὺ ἐγὼ καταβαίνω ἀπὸ τὸν ἄμβωνα καὶ ἐλθέ, ὁμίλησε τώρα σὺ πρὸς
ἡμᾶς. Πὼς συνέβη τὸ θαῦμα; Λέγε, κήρυττε τὸ μεγαλεῖο τοῦ Θεοῦ μας. Μὴ κρύπτης
τὸ χάρισμα”.
Συντετριμμένος τώρα ὁ ἀνακαλυφθεὶς ἀναβαίνει εἰς
τὸν ἄμβωνα καὶ μὲ δάκρυα εἰς τὰ μάτια λέγει πρὸς τὸ ἐκκλησίασμα τὰ ἑξῆς
σπουδαιότατα: ‘' Ἐγὼ ἤμην, ἀδελφοί, ἕνας ἄνθρωπος πολὺ ἁμαρτωλός. Ἔτη πολλὰ
ὑπηρέτησα τὸν διάβολον. Ὡς χοῖρος καὶ κάτι χειρότερον ἐκυλιόμην εἰς τὴν λάσπην
της πλέον βρωμερᾶς ἁμαρτίας. Ἀλλὰ μίαν ἡμέρα - δηλαδὴ σήμερον- εὐλογημένος νὰ
εἶναι ὁ Κύριος. Καθὼς ἐπερνοῦσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, κάτι πολὺ δυνατόν με
τραβοῦσε πρὸς τὴν ἐκκλησίαν. Ἠσθάνθην μεγάλην ἀγωνίαν, ἕως ὅτου εἰσέλθω, ἀλλὰ
ἐπὶ τέλους εἰσῆλθα. Ἐκείνην τὴν στιγμὴν ὁ ψάλτης ἐδιάβαζε τὸν Προφήτην Ησαΐαν: “Λουσθῆτε.
Καθαρισθῆτε. Βγάλατε ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν καρδίαν σας τὸ κακόν. Φυτεύσατε τὸ καλόν.
Καὶ σᾶς ὑπόσχομαι ἐγώ, ὁ Κύριός σας, ἐὰν αἱ ψυχαί σας εἶναι βαμμέναι ἀπὸ τὴν
ἁμαρτίαν, κόκκιναι ἀπὸ τὸ αἷμα, ἐγὼ θὰ σᾶς πλύνω καὶ θὰ γίνουν λευκότεραι ἀπὸ
τὸ χιόνι. Ἐὰν μὲ ἀκούσητε, τὰ ἀγαθὰ τῆς γῆς φάγεσθε...” (Ησαΐας 1, 16-20). Α!
Δι' ἐμέ τα λέγει ὁ Θεός -εἶπα μέσα μου-, ἐμὲ προσκαλεῖ ὁ προφήτης νὰ μετανοήσω.
Ἡ καρδία μου συνετρίβη. Τὸ δάκρυ ἦλθεν εἰς τὰ μάτια μου. καὶ εὑρισκόμενος μέσα
εἰς τὸν Ι Ναὸν ἔδωκα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ Ἀγγέλων μυστικὴν τὴν ὑπόσχεσιν ὅτι
τοῦ λοιποῦ τὴν ζωήν μου θὰ ἀφιερώσω εἰς τὴν λατρείαν τοῦ Θεοῦ. Ἀδελφοί,
δοξάσατε τὸν Θεόν, διότι, ὅπως εὶδς ὁ ἅγιος τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος, ὁ Θεὸς δὲν μὲ
ἀπεδοκίμασεν. Ἤκουσε τὴν προσευχή μου. Ἐδέχθη τὴν μετάνοιάν μου. Καὶ ἤδη ἡ ψυχή
μου καθαρίζεται. Ἐξομολογοῦμαι δημοσίως τὰ ἁμαρτήματά μου. Ζητῶ τὴν συγχώρησιν
τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ......».
Αὐτὸ εἶναι τὸ διήγημα. Τὰ δὲ διδάγματά του, βγαίνουν
μόνα των, ἀγαπητά μου παιδιά. Ὁ ναὸς τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖον ζητοῦν νὰ
κρημνίσουν οἱ κοσμικοὶ τοῦ αἰῶνος μας, τὸν ὁποῖον μισοῦν οἱ ἄπιστοι τῶν ἡμερῶν
μας, ὦ, αὐτὸς ὁ ναός -τὸ μικρότερον ἐκκλησάκι- εἶναι τὸ ἐργοστάσιον τῆς Ἁγίας
τριάδος, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον γίνονται θαύματα κυριολεκτικῶς, γίνονται
νεκραναστάσεις. Τὰ βλέπουν μόνον οἱ ἄγγελοι καὶ ὅσοι ἔχουν τὰ ὄμματα τῆς ψυχῆς
ἑνὸς ὁσίου Παύλου.
Τὸ σύνθημα τοῦ σατανᾶ εἶναι: “Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν οἱ
χριστιανοί”. Τὸ σύνθημα τὸ δικό μας ἂς εἶναι: “Ὅλοι εἰς τὸν ναόν”. Πᾶς ὅστις
μᾶς συμβουλεύει, πατέρας, μητέρα, ἀδελφὸς καὶ οισδήποτε ἄλλος, νὰ μὴ ἐκκλησιαζώμεθα
πράττει ἔργον σατανᾶ. Δὲν θὰ τὸν ἀκούσωμεν. Διότι εἰς τὰ τοιαῦτα ζητήματα
πρέπει νὰ ἔχωμεν ὑπ' ὄψιν τὸν θεῖον κανόνα ‘'πειθαρχεῖν δεὶ Θεῶ μᾶλλον ἢ
ἀνθρώποις'' (Πραξ 5,29).
Εἰς τὸν ναόν, λοιπόν, τὰς Κυριακὰς καὶ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τῆς πίστεως. Εἰς τὸν ναόν, ἀγαπητὰ μοῦ παιδιά! Ἐκεῖ ἀνοίγετε τὴν
καρδίαν σας πρὸς τὸν Κύριον καὶ κοντὰ εἰς τὰς ἄλλας κατανυκτικὰς προσευχάς σας
ὑπὲρ τῆς εἰρηνεύσεως τοῦ κόσμου προσθέσατε καὶ ταύτην τὴν μικρὰν προασευχήν: “Θεέ
μας, ἐλέησον καὶ τὸν ἁμαρτωλὸν Αὐγουστῖνον. Ὑπὲρ τοῦ ὀνόματός Σου ἐργάζεται.
Ἐλέησέ τον......”. Θὰ εἶναι τοῦτο δι' ἐμὲ μία θεία ἐνίσχυσης.
Μὲ ἀγάπην Χριστοῦ
ὁ Διδάσκαλός σας
Αὐγουστῖνος Ν. Καντιώτης
Πηγή.