Η Εκκλησία κατά των αιρέσεων

 Σύμφωνα με την διδασκαλία του αγ. Νεκταρίου

Ὁ ρόλος τῶν ποιμένων

Μᾶς ἐστάλη τὸ παρακάτω κείμενο τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀπόσπασμα ἀπὸ διδακτορικὴ διατριβὴ γιὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Νεκταρίου ὡς πρὸς τὴν Ἐκκλησία καὶ τὶς αἱρέσεις.

Τὸ κείμενο αὐτὸ μᾶς βοηθάει νὰ κατανοήσουμε πολλὲς πτυχὲς τοῦ σημερινοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὸν τρόπο ἀντιμετώπισής του. Τὰ λόγια του Ἁγίου, ἑνὸς ἀκόμα Ἁγίου, ἀποτελοῦν κόλαφο γιὰ κάθε "εὐσεβῆ" ἱερέα καὶ ἐπίσκοπο ποὺ ἀρνεῖται νὰ ὁμιλήσει γιὰ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, τὸν Οἰκουμενισμό, ποὺ ἀρνοῦνται «νὰ ὀχυρώσουν τοὺς πιστοὺς, ὥστε νὰ προλάβουν, προτού γίνει ανεπανόρθωτη ζημιά· δὲν κατανοοῦν τὸ βάραθρον, εἰς ὃ κινδυνεύει ἡ Πίστις ἡμῶν νὰ πέσῃ· δὲν κατανοοῦν ὅτι οἱ ὀλέθριες συνέπειες τῆς αἱρέσεως εἶναι ἄμεσες».



Βλασία Δ. Κασκανιώτη, Εκκλησία, σχίσμα και αίρεση κατά τον άγιο Νεκτάριο, διδακτ. διατριβή, Θεσ/νίκη, 2015.

8. Η στάση της Εκκλησίας έναντι των αιρέσεων
Όπως σημειώνει ο άγιος Νεκτάριος, οι αιρεσιάρχες με προκλητικό θράσος και απερίγραπτη τόλμη προσπαθούσαν να παρασύρουν τα πλήθη αλλά, κυρίως, να γοητεύσουν και να προσεταιριστούν τους βασιλείς. Αυτό άλλοτε το πετύχαιναν και άλλοτε όχι, γιατί μερικές φορές προσέκρουαν στην καχυποψία των βασιλέων, οι οποίοι, για να διαλύσουν τις αμφιβολίες τους καλούσαν την Εκκλησία να αποφανθεί για τα δύσκολα ή περίπλοκα γι’ αυτούς δογματικά ζητήματα, τα οποία υπερέβαιναν τις προσωπικές τους γνώσεις και κρίσεις540.
Κατάφεραν με τον τρόπο αυτό οι αιρεσιάρχες να προκαλέσουν την αφύπνιση της Εκκλησίας και την ανάδειξη εξαίρετων μορφών που πρωτοστάτησαν στον αγώνα της κατά της πλάνης. Πρόκειται κατά κανόνα για σοφούς ιεράρχες, δεινούς γνώστες της φιλοσοφίας και κατόχους όλων των κοσμικών επιστημών αλλά και καθοδηγημένους από το Άγιο Πνεύμα, ώστε να κατανοούν τις Γραφές και να αντλούν από αυτές πλήθος επιχειρημάτων κατά των αιρετικών δοξασιών. Με την πνευματική προσφορά των ανθρώπων αυτών από τη μια εμπλουτίζεται και φωτίζεται ακόμη περισσότερο η μία και μοναδική αλήθεια της Εκκλησίας και από την άλλη γίνεται ευκολότερος ο εντοπισμός των αιρετικών και η αποκοπή τους από το υγιές σώμα της Εκκλησίας.

Στη μελέτη του περί των Οικουμενικών Συνόδων ο άγιος περιγράφει σφαιρικά τη στάση της Εκκλησίας απέναντι στην αίρεση. Εκεί διαφαίνεται ο διπλός στόχος των αγωνιζομένων υπέρ της αληθείας: αφενός να αναδείξουν και να διατυπώσουν την αλήθεια της Εκκλησίας και αφετέρου να κατατροπώσουν την αίρεση. Στην προσπάθεια αυτή ακολουθούν πολλές μεθόδους.
Καθώς στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι ιεράρχες και Ποιμένες, οι αρχικές τους ενέργειες επικεντρώνονται στην προσπάθεια να νουθετήσουν τους αιρετικούς υποδεικνύοντάς τους τα λάθη τους με την ελπίδα να τους συνετίσουν, στην περίπτωση που η πλάνη τους είναι αποτέλεσμα άγνοιας και αμέλειας. Εφόσον οι απαντήσεις που θα λάβουν σ’ αυτό τον πρώτο διάλογο δεν κριθούν ικανοποιητικές, τότε κάνουν μία δεύτερη προσπάθεια σε πιο αυστηρό και ελεγκτικό τόνο. Και όταν και αυτή αποδειχτεί ατελέσφορη απέναντι στην πεισματική εμμονή και τον θολωμένο νου των αιρετικών, τότε ο πόλεμος γίνεται σκληρός και λαμβάνει γνώση για το συγκεκριμένο θέμα η τοπική Εκκλησία, η οποία καλείται να αποφανθεί για τις καινοφανείς δοξασίες και να λάβει θέση.
Όταν όμως ούτε και οι τοπικές Εκκλησίες επαρκούν για την ανάκληση στην τάξη των επίμονων και αμετανόητων αιρετικών, οι οποίοι έχουν στο μεταξύ γίνει και επικίνδυνοι, τότε συγκαλούνται τοπικές σύνοδοι και, αν τελικά χρειαστεί, ακόμη και οικουμενικές.
Η ιστορία της Εκκλησίας, όπως την έχει καταγράψει ο άγιος Νεκτάριος, έχει να παρουσιάσει τέτοια παραδείγματα541. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά μας προσφέρει ο Πατριάρχης Αλέξανδρος Α΄ Αλεξανδρείας (313-328), «ἀνήρ πρᾶος, ἀγαθός καί ἐνάρετος»542, ο οποίος, όταν πληροφορήθηκε ότι μεταξύ των πρεσβυτέρων της δικαιοδοσίας του κυκλοφορούσαν διδασκαλίες ασύμβατες με την ορθόδοξη πίστη και βεβαιώθηκε ότι αυτές διαδίδονταν από τον γνωστό πρεσβύτερο Άρειο, τον προσκάλεσε σε μία συζήτηση, όχι μόνο για να βεβαιωθεί για τα λεγόμενά του αλλά και για να τον νουθετήσει με τρόπο πατρικό δίνοντάς του την ευκαιρία να ξανασκεφτεί και να αναθεωρήσει τις εσφαλμένες αντιλήψεις του543. Εντωμεταξύ ο Αλέξανδρος, που ανύστακτα παρακολουθούσε τον πρεσβύτερο της Αλεξάνδρειας, δεν άργησε να αντιληφθεί ότι ο Άρειος δεν είχε ανανήψει και ότι συνέχιζε με περισσή πονηρία να προπαγανδίζει την πλάνη του544. Ξανακαλεί τότε τον Άρειο, αυτή τη φορά όμως δεν αρκέστηκε μόνο σε νουθεσίες αλλά εστιάζοντας τη συζήτηση στο καίριο θέμα της Αγίας Τριάδας, που είχε αποτελέσει αντικείμενο μίας διάλεξης του Αρείου, αποδεικνύει με τη βοήθεια της φιλοσοφίας την πλάνη του πρεσβυτέρου.
Ο αιρεσιάρχης γνωρίζοντας ότι ήδη υπήρχαν ανάμεσα στον κλήρο και τον λαό άνθρωποι που αποδέχονταν τη διδασκαλία του ως ορθή και άλλοι που την ανέχονταν ως ακίνδυνη545, με θράσος τολμά αυτή τη φορά να ανασκευάσει τα επιχειρήματα του επισκόπου του. Τότε η Θεία Πρόνοια αναδεικνύει τον νεαρό διάκονο Αθανάσιο, ο οποίος, αν και μικρός και ασθενικός στο σώμα, διέθετε πίστη μεγάλη και φλογερή ψυχή. Μία παράγραφος στο σύγγραμμά του αγίου Νεκταρίου είναι αρκετή για να δείξει την απόλυτη διάσταση ανάμεσα στις συγκροτημένες και χαρισματικές προσωπικότητες των χριστιανών και εκείνες των αιρετικών.
Μία προς μία επιλεγμένες οι λέξεις του αναδεικνύουν τα προσόντα και τις σπάνιες αρετές του Αθανασίου: «Νοῦς βαθύς, λογική ἰσχυρά, ἐπιστήμη εὐρεῖα, ἀνθηρόν ὕφος λόγου, καί τέχνη ρητορική ἀπαράμιλλος περιεκόσμουν αὐτόν καί κατέστησαν κρατερόν μαχητήν κατά τήν προκειμένην σπουδαίαν ἔριν. Ὁ Ἀθανάσιος κεκτημένος ὀξύνειαν θαυμαστήν πρακτικώτατον πνεῦμα, εὐφράδειαν ἀξιόζηλον, καί τόλμην ἀκάθεκτον, ἐκ πρώτης ἀρχῆς ἐνόησε περί τίνος ἐπρόκειτο καί εὐθύς κατενόησε τό βάραθρον, εἰς ὅ ἐκινδύνευεν ἡ Πίστις ἡμῶν νά πέσῃ»546. Αυτά τα εγκώμια δεν αποτελούν απλώς έκφραση θαυμασμού του αγίου Νεκταρίου για τον Μέγα Αθανάσιο αλλά είναι τα γνωρίσματα όλων των Πατέρων που πρωτοστάτησαν κατά καιρούς στην υπεράσπιση της αλήθειας: βαθιά γνώση, ρητορική δεινότητα, κοφτερός νους, ακάθεκτη ορμή εναντίον της πλάνης, απόλυτη βεβαιότητα για την κατοχή της αλήθειας, θυσιαστικό πνεύμα, ακατάβλητο θάρρος.
Οι Πατέρες δεν θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί, καθώς οι ολέθριες συνέπειες της αιρέσεως ήταν άμεσες και οι αιρετικοί με τα μέσα που μετήρχοντο, απρόβλεπτα ισχυροί και αποτελεσματικοί547.
Ο Αθανάσιος, αφού σχημάτισε μία σαφή γνώμη για τον αντίπαλό του εντοπίζοντας τις αδυναμίες του548 και επισημαίνοντας τις αιρετικές του δοξασίες, έγινε βοηθός του Αλεξάνδρου, ο οποίος άρχισε τώρα να υιοθετεί μία όλο και αυστηρότερη στάση. Αφού οι προσωπικές επαφές δεν στάθηκαν αρκετές για να αναχαιτίσουν τη δράση του αιρεσιάρχη, συγκαλείται τοπική Σύνοδος που καταδικάζει την αίρεση του Αρείου ως βλάσφημη και καθαιρεί και αφορίζει τον ίδιο μαζί με άλλους δεκατρείς ομοϊδεάτες του –έντεκα διακόνους και δύο επισκόπους–, τους οποίους επιπλέον ως ανιάτως προσβληθέντες από την αίρεση, καθαιρεί, αφορίζει, αποκόπτει από το σώμα της Εκκλησίας και τελικά απομακρύνει από την Αλεξάνδρεια549. Βέβαια, ως γνωστόν, η υπόθεση δεν έκλεισε εκεί και χρειάστηκε να ακολουθήσει και μία Οικουμενική Σύνοδος για το ίδιο ζήτημα.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας με τις δυναμικές τους ενέργειες καταδεικνύουν το ανυπέρβλητο χάσμα που «ἐγήγερται» ανάμεσα στις αιρετικές απόψεις και τις άρρητες αλήθειες της Εκκλησίας, και προλαβαίνουν, προτού γίνει ανεπανόρθωτη ζημιά, να οχυρώσουν την Εκκλησία διατυπώνοντας τα δόγματά της μεθοδικά και ξεκάθαρα, διασφαλίζοντας αποτελεσματικά την ενότητά της έναντι οιωνδήποτε εξωτερικών προσβολών550.
Εξιστορώντας τους αγώνες της Εκκλησίας για να κρατήσει αναλλοίωτη την πίστη της, ο άγιος Νεκτάριος βρίσκει την ευκαιρία να προβάλει τις αρετές όχι μόνο των εκκλησιαστικών αντρών αλλά και όλων εκείνων που γενναία υπεραμύνθηκαν της Εκκλησίας, ανάμεσα στους οποίους διακρίνονται και πολιτικοί ηγέτες, όπως οι Αυτοκράτορες Κωνσταντίνος και Θεοδόσιος. Με έκδηλη ικανοποίηση τους επαινεί για την τακτική που ακολούθησαν και για την πρωτοβουλία τους να συγκαλέσουν Συνόδους για την οριστική λύση των προβλημάτων.
Όσο και αν οι αυτοκράτορες είχαν τους δικούς τους λόγους, για να προβούν σε τέτοιες ενέργειες, εντούτοις οι αποφάσεις τους λειτούργησαν προς το συμφέρον της Εκκλησίας και έτσι υπηρέτησαν το σχέδιο της σωτηρίας. Σχετικά με τον Μέγα Κωνσταντίνο και τον Μέγα Θεοδόσιο –στους οποίους λέει ότι δικαίως αποδόθηκε το προσωνύμιο «Μέγας»– θεωρεί πολύ σπουδαία τη στάση τους, γιατί το κέρδος από αυτήν ήταν διπλό, καθώς και η Εκκλησία διασώθηκε και ο Ελληνισμός ανυψώθηκε551. Μάλιστα τονίζει ο άγιος τη διάκριση του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο οποίος, επειδή δεν ήταν καλός γνώστης των θείων δογμάτων, δεν αναζήτησε πρόχειρες λύσεις ούτε και αποφάνθηκε ο ίδιος για το φλέγον ζήτημα, παρά κατέφυγε σε μία λαμπρή κίνηση, τη σύγκληση συνόδου, δίνοντας στην καθόλου Εκκλησία τη δυνατότητα να αποφανθεί οριστικά και αμετάκλητα552.
Η συνεργασία πολιτείας και Εκκλησίας δημιούργησε ένα ισχυρό μέτωπο εναντίον των αιρέσεων, οι οποίες χωρίς στηρίγματα πια δεν ήταν δυνατόν να επιβιώσουν. Ήταν κοινό συμφέρον και των δύο να αποκρούσουν οτιδήποτε ξένο προς την Παράδοση και την πίστη. Γι’ αυτό και ο Μέγας Θεοδόσιος, ο οποίος είχε ανατραφεί με τη χριστιανική διδασκαλία και ήθελε να αποκαταστήσει την ειρήνη στην Εκκλησία και στο κράτος και να διαφυλάξει όσα στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο κατοχυρώθηκαν ως πίστη της Εκκλησίας, συγκάλεσε και αυτός τη Β΄ Οικουμενική Σύνοδο553. Μία Οικουμενική Σύνοδος είναι το έσχατο μέσο των αυτοκρατόρων για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Εκκλησία και κατ’ επέκταση σε ολόκληρη την πολιτεία. Οι αιρέσεις θέτουν σε κίνδυνο την Ορθοδοξία, γι’ αυτό οφείλει να τις αποκρούει «ἅπασα ἡ Ἐκκλησία, ἡ Οἰκουμενική ἤ Καθολική Ἐκκλησία»554.
Ο άγιος Νεκτάριος τονίζει την εκ των προτέρων βεβαιότητα της πολιτικής ηγεσίας ότι μία Σύνοδος θα δώσει οπωσδήποτε λύση στα ανακύπτοντα θέματα και ότι οι αποφάσεις της θα αποτελέσουν ένα αδιαφιλονίκητο κριτήριο αληθείας στα χέρια των Αυτοκρατόρων. Οι τελευταίοι, στη συνέχεια, ασκώντας την εκτελεστική τους εξουσία, παίρνουν και τα κατάλληλα πολιτικά μέτρα, ώστε οι αποφάσεις αυτές να εφαρμοστούν555.
Στην περίπτωση πάλι, που οι Αυτοκράτορες δεν έπαιρναν σαφή θέση αλλά προσπαθούσαν να ακολουθήσουν μία μέση οδό και να συμβιβάσουν τα ασυμβίβαστα, –όπως συνέβη με το «Ἑνωτικόν» του Ζήνωνος και την «Ἔκθεσιν περί πίστεως» του Ηρακλείου556–, τότε βρίσκονταν αντιμέτωποι και με τις δύο μερίδες, πράγμα που έθετε σε κίνδυνο και την εσωτερική ηρεμία του κράτους και τη θέση των ίδιων των Αυτοκρατόρων.
Είναι απολύτως βέβαιο ότι οι πρώτες Σύνοδοι, που πραγματοποιήθηκαν όσο ο Χριστιανισμός ήταν ακόμη στο ξεκίνημά του, αλλά βεβαίως και οι μετέπειτα, υπήρξαν καθοριστικές, τόσο διότι απέτρεψαν την αλλοίωση της πίστης και διασφάλισαν την αλήθεια της Εκκλησίας, όσο και γιατί συνέβαλαν αποφασιστικά στη διατήρηση της εσωτερικής ειρήνης, πράγμα το οποίο ήταν πολύ σημαντικό για ολόκληρο το χριστιανικό κόσμο.
Σύμφωνα με τον άγιο η οριστική λύση που δόθηκε στο ζήτημα του Αρειανισμού με την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο και ο αφορισμός και η εξορία των αντιφρονούντων φώτισε την αληθινή πίστη και έδωσε τέλος στην αναστάτωση που δημιουργήθηκε στο πλήρωμα της Εκκλησίας557. Μπορεί να φαίνεται υπερβολική η έκφρασή του, όταν λέει ότι «καί ἀληθῶς· ἡ ρύθμισις καί ἐξασφάλισις τοῦ Χριστιανικοῦ δόγματος ἦν ζήτημα ζωῆς καί θανάτου διά τόν τότε κόσμον, ἀπό δέ τῆς διαρρυθμίσεως ταύτης ἐξηρτᾶτο ἡ γενική τοῦ κόσμου ἠθική ἀνακαίνισις»558, όμως πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι ο Χριστιανισμός βρισκόταν ακόμη στα πρώτα του βήματα από τη στιγμή που είχε αναγνωριστεί ως ελεύθερη θρησκεία, γι’ αυτό και χρειαζόταν γερά θεμέλια για να διατηρηθεί ακλόνητος και αδιάβλητος. Είναι αλήθεια, ότι μερικές φορές φάνηκε οι αιρετικοί να υπερισχύουν, άλλοτε πάλι σημειώνονταν διαδοχικές εναλλαγές αιρετικών και ορθοδόξων στους πατριαρχικούς θρόνους, άλλοτε παρατηρούνταν υποχωρήσεις ή εκδηλώνονταν διαθέσεις ανοχής.
Τελικά όμως όλα τα ζητήματα έβρισκαν τη λύση τους και η Ορθοδοξία πάντα δικαιωνόταν χάρη σε εκείνους που με γενναίο φρόνημα αλλά και θεόπνευστα επιχειρήματα559 υπεραμύνονταν της Εκκλησίας και διέσωζαν την πίστη που παρέλαβαν, εμπλουτίζοντάς την ταυτόχρονα και με ό,τι κατά περίσταση απεκάλυπτε το Άγιο Πνεύμα.
Ποια θεωρεί όμως ο άγιος Νεκτάριος ως ενδεδειγμένη συμπεριφορά των Ποιμένων έναντι των αιρετικών και πώς κρίνει μέσα από την ιστορία τη στάση της Εκκλησίας απέναντι σ’ αυτούς; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό θα πρέπει να μελετηθεί υπό το πρίσμα της βασικής αποστολής της Εκκλησίας, η οποία, σύμφωνα με τον άγιο, «ὡς φρουρός ἄγρυπνος, διαφυλάττει τῶν χριστιανικῶν ἀληθειῶν τό ταμιεῖον, καί ὡς διδάσκαλος, διαλευκαίνει καί ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς ἀληθείας, καταπολεμεῖ τόν δόλον, καί ἀποκρούει τήν ἀπάτην καί τό ψεῦδος τῶν ἑτεροδιδασκαλιῶν. Ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ βασιλεύει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί κατασκηνοῖ ἡ ἀγάπη, ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη καί ἡ ἐλευθερία»560.
Το έργο αυτό θα τελεστεί διά των Ποιμένων, στους οποίους και μόνον ανέθεσε εξαρχής η Εκκλησία τη διδαχή και, όπου δεν εδρεύουν επίσκοποι, κατ’ ανάγκην συντελείται διά των πρεσβυτέρων και των διακόνων561, οι οποίοι οφείλουν να κινούνται πάνω στη βασική αρχή της ελευθερίας και της αγάπης. Με βάση αυτές τις δύο προϋποθέσεις, την αναγκαιότητα δηλαδή για στήριξη της αληθείας αφενός και διατήρηση του πνεύματος ελευθερίας και αγάπης αφετέρου, οι επίσκοποι θα πρέπει να τηρήσουν την πρέπουσα στάση όχι μόνο απέναντι στην πιστή μερίδα του ποιμνίου τους αλλά απέναντι και στις δύο άλλες μερίδες ανθρώπων που ενδεχομένως διαβιούν στην επισκοπή τους, τους ετερόδοξους και τους ετερόφρονες.
Πρώτα-πρώτα ο επίσκοπος θα πρέπει να διακρίνεται για την πολυμάθειά του. Η εκκλησιαστική μόρφωση είναι απαραίτητη, γιατί αυτή θα του προσφέρει άριστη γνώση της αποστολικής Παράδοσης και της εκκλησιαστικής τάξης, που του είναι απαραίτητη, για να φέρει σε πέρας το έργο του ως διδάσκαλος. Επίσης η εκκλησιαστική ιστορία, η ιστορία των δογμάτων, η ηθική, η ερμηνεία των Γραφών είναι γνώσεις που θα αποδειχτούν αναγκαιότατες, γιατί τον καθιστούν ικανό να δίνει ανά πάσα στιγμή λόγο για την πίστη του παντί τω αιτούντι562.
Επιπλέον ο επίσκοπος είναι απαραίτητο να γνωρίζει τη δογματική διδασκαλία των ετεροδόξων εκκλησιών, αλλά και τις δοξασίες των αποκρουόντων τις θρησκευτικές και ηθικές αρχές κάθε θρησκείας, ώστε να είναι σε θέση να τις ελέγχει, να τις ανασκευάζει, χρησιμοποιώντας πειστικά επιχειρήματα προκειμένου να προστατέψει το ποίμνιό του. Επίσης ο επίσκοπος φέρει την ευθύνη να απαντά στις απορίες του ποιμνίου του και να του ενισχύει την πίστηγι’ αυτό δεν θα πρέπει να περιορίζεται μόνο στις γνώσεις που είχαν οι επίσκοποι άλλων εποχών, δηλαδή τη γνώση της Αγίας Γραφής ή έστω της λατρείας των εθνικών.
Στην εκπνοή του 19ου αι., με την Ποιμαντική του, πόνημα που προορίζεται για τους σπουδαστές της Ριζαρείου, θέλοντας να παρουσιάσει τα προσόντα ενός σύγχρονου Ποιμένα, ο άγιος Νεκτάριος απαριθμεί τα βασικά γνωρίσματα των συγχρόνων του αιρετικών και των ετεροθρήσκων. Κάνοντας μία σύγκριση με τις αντίρροπες τάσεις που είχε να αντιμετωπίσει το χριστιανικό κήρυγμα των πρώτων αιώνων διαπιστώνει ότι εκείνες είχαν μία κοινή βάση με τον Χριστιανισμό, ένα κοινό σημείο αναφοράς, που μπορούσε να αξιοποιηθεί, προκειμένου να βρεθεί μία δίοδος προσέγγισης και ένα πεδίο διαλόγου. Τώρα όμως ο Χριστιανισμός βάλλεται στην καρδιά του· η Αγία Γραφή απορρίπτεται, οι Πατέρες αγνοούνται, η Παράδοση χλευάζεται, η ίδια η ύπαρξη του Θεού αμφισβητείται. Σ’ αυτόν λοιπόν, ο οποίος θα αντλήσει επιχειρήματα κατά της Εκκλησίας και του Χριστιανισμού από την ιστορία, τη φιλοσοφία ή τη φυσική επιστήμη ο επίσκοπος θα πρέπει να είναι έτοιμος να αντιπαρατάξει με αποτελεσματικό τρόπο τις θεολογικές, φιλοσοφικές και εγκυκλοπαιδικές γνώσεις του, γνώσεις που πρώτος ο άγιος Νεκτάριος κατείχε και αξιοποίησε στο έπακρο. Λέει πιο συγκεκριμένα ο ιερός Πατήρ:
«Σήμερον, πλήν τῶν εἰρημένων γνώσεων ἀπαιτεῖται καί τελεία ἐγκυκλοπαιδική μόρφωσις· διότι σήμερον καί πολυπληθέστεραί εἰσι καί συστηματικώτεραι αἱ ἑτεροδιδασκαλίαι, καί αἱ προσβολαί μετά μείζονος καί κρείσσονος παρασκευῆς γίνονται καί καθ’ ἁπάντων τῶν μερῶν τοῦ οἰκοδομήματος φέρονται. Ὤφειλεν ὁ ποιμήν καί τό πάλαι νά μάχηται κατά αἱρετικῶν, ἀλλ’ ὁ πόλεμος διεξήγετο ἐπί τοῦ αὐτοῦ πεδίου, διότι οὗτοι δέν ἠρνοῦντο τότε τό κῦρος τῶν πηγῶν τῆς διδασκαλίας τῆς ἐκκλησίας, καθ’ ὅτι καί ὁ αἱρετικός ἀνεγνώριζεν ὡς τοιαύτας τήν ἁγίαν Γραφήν καί τήν ἱεράν παράδοσιν. Εἶχε καί τότε νά παλαίσῃ κατά Ἰουδαίων, ἀλλά τούτους ἠδύνατο νά ἐξελέγξῃ, καί ἀνασκευάσῃ διά τοῦ κειμένου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐπίσης εἶχε νά παλαίσῃ κατ’ Ἐθνικῶν, ἀλλ’ οὗτοι ἐπίστευον ὕπαρξιν ζῶντος Θεοῦ καί ἀνεγνώριζον τήν δύναμιν τῆς θρησκείας· ἐπίσης ἐπάλαιε καί κατά πάντη ἀθρήσκων, ἀλλ’ ἡ πρός τούτους πάλη ἦν εὐχερής. Διότι αἱ τῶν ἀντιπάλων ἐπιθέσεις ἐστεροῦντο συστήματος· σήμερον ὅμως τά πράγματα ἔχουσιν ἄλλως. Τήν σήμερον μεθ’ ὅλης τῆς δυνατῆς ἱστορικῆς κριτικῆς καί φιλοσοφικῆς παρασκευῆς προσβάλλεται τό κῦρος τῶν πηγῶν τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας, ἀπορρίπτεται ἡ ἱερά παράδοσις, προσβάλλεται ἡ αὐθεντία καί ἡ γνῶσις τῶν Ἱερῶν Γραφῶν, καί καταπολεμοῦνται καί αὐταί αἱ πρῶται τοῦ Χριστιανισμοῦ ὡς καί πάσης θρησκείας ἀρχαί, ὡς ἡ ὕπαρξις προσωπικοῦ Θεοῦ καί αὐτή ἡ διαφορά μεταξύ ὕλης καί πνεύματος»563.
Από αυτά που λέει ο ιερός Πατήρ φαίνεται ότι για την αντιμετώπιση των αιρέσεων δεν επαρκούν μόνο οι γνώσεις και οι ικανότητες του Ποιμένα αλλά, καθόσον ο Χριστιανισμός είναι πέραν όλων των άλλων και ήθος, η υποδειγματική ζωή του θα του εξασφαλίσει ένα ακαταμάχητο όπλο για τη διεξαγωγή του αγώνα του. Μαζί λοιπόν με την επιστημονική του κατάρτιση θα πρέπει να μεριμνά ακατάπαυστα και για τον άμεμπτο βίο του και την ιεροπρεπή του στάση, λειτουργώντας έτσι ως ζωντανό παράδειγμα εγκυρότητας της χριστιανικής περί σωτηρίας διδασκαλίας, ως πηγή ασφαλείας και βεβαιότητας για την ορθότητα της χριστιανικής πίστης και ως ανακούφιση για τις συνειδήσεις των πιστών564 αλλά, παράλληλα, και ως εστία φωτός και πόλος έλξης για τους εκτός της Εκκλησίας και τους παντός είδους αμφισβητίες.
Έτσι το άμεμπτο ήθος του Ποιμένα παίζει ενεργό ρόλο στην αφύπνιση των πιστών και στον ειρηνικό αφοπλισμό των αιρετικών επιχειρημάτων. Το έργο του επισκόπου έχει πολλούς αποδέκτες. Η κύρια μέριμνά του αφορά κατ’ αρχήν τους ορθοδόξους που τη διαποίμανσή τους του εμπιστεύθηκε η Εκκλησία. Μέριμνά του θα πρέπει να είναι η συνεχής διδασκαλία, ώστε να καθοδηγεί τους πιστούς στην ευσέβεια και στην ορθή πίστη, να τους παροτρύνει στην αρετή και να τους οδηγεί στην τελειότητα565Η προσοχή του όμως οφείλει να είναι ιδιαίτερα τεταμένη, όταν ανάμεσα στο ποίμνιό του διαβιούν και άνθρωποι διαφορετικών θρησκευτικών πεποιθήσεων, μέσω των οποίων υπάρχει ο κίνδυνος να διαδοθεί και στους πιστούς της επαρχίας του «τῆς ἑτεροθρησκείας τό μίασμα»566.
Σε ένα λαμπρό –και από λογοτεχνική άποψη– χωρίο του ο άγιος Νεκτάριος εξηγεί με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο πώς ακριβώς οφείλει να ενεργήσει ο επίσκοπος, αν παρ’ ελπίδα κάποιος πιστός παρασυρθεί. «Ὁ ποιμήν, λέει, χρεωστεῖ νά φυλάττῃ τά ἴδια πρόβατα ἀπό τά στόματα τῶν λύκων· ὅταν ἀπομακρυνθῶσι τῆς μάνδρας, νά τρέχῃ ὀπίσω αὐτῶν ἐπιπόνως, διά νά τά ἐπιστρέψῃ· ἄν χαθῇ κανένα, νά εἰσέλθῃ τά δάση καί τούς δρυμούς, νά ἀναβῇ τά ὄρη καί τούς βουνούς, νά πατήσῃ τάς ἀκάνθας καί τούς τριβόλους, ὥστε νά τό εὕρῃ· ἀφ’ οὗ τό εὕρη, περιχαρής καί φαιδρός νά τό βάλῃ ἐπί τῶν ὤμων αὐτοῦ, καί νά τό φέρῃ εἰς τήν ποίμνην ὁμοῦ μέ τά ἄλλα. Χρεωστεῖ τό ποίμνιον ὅλον νά τό διεξάγῃ εἰς νομάς σωτηρίους, καί νά τό κρατῇ μακράν ἀπό τάς δηλητηριώδεις βοτάνας τῆς αἱρέσεως, μακράν ἀπό τά θολερά ὕδατα τῆς κακοδοξίας. Τοιουτοτρόπως δέ τό διεξάγει· παρορμῶν τά πρόβατα ἤ ἀνακαλούμενος, προτρέπων ἤ ἀποτρέπων, κινῶν ἤ διαναπαύων, ἀπειλῶν ἤ θέλγων, μέ τόν πνευματικόν τῆς σωτηρίου διδασκαλίας αὐλόν, ὁ ὁποῖος ποτέ δέν πρέπει νά λείπῃ ἀπό τό στόμα του. Εἶναι λοιπόν φανερόν ὅτι δυσχερεστέρα καί ἐπιπονωτέρα γίνεται ἡ τοιαύτη ποιμαντορία, ἐκεῖ ὅπου πλεονάζουσιν ἤ τά νερά τά νοσερά καί δυσώδη, ἤ αἱ βοτάναι αἱ φαρμακεραί καί νοσώδεις, ἤ αἱ φάραγγες αἱ κρημνώδεις καί δασεῖαι καί ἄγριαι, ἤ οἱ λύκοι καί τά ἄλλα θηρία τά αἱμοβόρα καί σπαρακτικά»567.
Πώς όμως θα πρέπει να ενεργεί ο επίσκοπος σ’ αυτούς που έτσι και αλλιώς δεν είναι χριστιανοί και οι οποίοι παρά τον ζήλο, τον αγώνα, τις συμβουλές ή τις επιπλήξεις, παραμένουν απειθείς και κακόφρονες; Σ’ αυτήν την περίπτωση, λέει ο άγιος Νεκτάριος, ένας Ποιμένας μπορεί να κηρύττει και να αγωνίζεται σταθερά με έμπρακτη αγάπη, με υπομονή και πραότητα μιμούμενος τον Απόστολο Παύλο. Αν όμως οι κακόδοξοι εξακολουθούν να μην υποτάσσονται, την μεν κρίση την αφήνει στο Θεό, ο ίδιος δε θα τους ανέχεται ανεξίκακα568. Σε καμιά περίπτωση πάντως ο επίσκοπος δεν θα παραμελήσει το κύριο έργο του, που είναι η εδραίωση των χριστιανών στο σώμα της Εκκλησίας, για να στραφεί αποκλειστικά εναντίον των ετεροφρόνων και ετεροδόξων, γιατί αυτό είναι έργο μιας ειδικής, οργανωμένης και συντονισμένης αποστολής όσον αφορά τις ανθρώπινες ευθύνες και δυνατότητες, κυρίως όμως είναι έργο Θεού.
Συνεχίζοντας το ποιμενικό του παράδειγμα ο άγιος προσθέτει ότι θα ήταν απολύτως μάταιο, αν προκειμένου να διαφυλάξει το ποίμνιό του «ἀμελῶντας τήν φύλαξιν καί ἐπιμέλειαν τῶν ἰδίων προβάτων, ἤθελεν ἐπιχειρισθῇ νά μεταλλάξῃ τήν ποιότητα τῆς βοσκῆς, καί τῶν λύκων τήν θηριωδίαν, καί τοῦ τόπου τήν ἀγριότητα... Ἔπειτα, ὁ προκείμενος ἡμῖν ἀγών καί τό προαπαιτούμενον παρ’ ἡμῶν ἔργον εἶναι τό νά μή ἀμελήσωμεν τήν γῆν τήν ἀρόσιμον καί γεωργημένην ὅπου εἰς χεῖρας ἔχομεν, καί τήν ἀφήσωμεν νά χερσωθῇ καί νά ἀγριεύσῃ, ἐπί προφάσει ὅτι ζητοῦμεν νά ἡμερώσωμεν τήν ἄγριον καί κεχερσωμένην· τό νά μήν παραβλέψωμεν τήν κοπήν ὅπου ἐνεπιστεύθημεν, καί τήν ἀφήσωμεν νά ἐκθηριωθῇ καί νά τραχηλιάσῃ, ὅταν ἐπιστρέφωμεν τήν σπουδήν ὅλην ἡμῶν καί τήν μέριμναν εἰς τό νά συνάξωμεν τά θηρία τοῦ δρυμοῦ εἰς τήν μάνδραν, καί εἰς τό νά ἀναγκάσωμεν νά βόσκωνται εἰς τό φῶς τά ζῶα τά νυκτινόμα»569.
Επομένως, σύμφωνα με τη διδασκαλία και την πράξη του αγίου, έργο του επισκόπου είναι εν πρώτοις η διαφύλαξη της ορθής πίστης και η διασφάλιση του ποιμνίου του και, κατά δεύτερο λόγο, προσπάθεια να κερδίσει τους αλλοθρήσκους και να επανασυναγάγει στην ποίμνη αυτούς που πλανήθηκαν στην ασέβεια ή στην αίρεση. Και ενώ για τους πρώτους, ακόμη και αν οι προσπάθειές του δεν καρποφορήσουν, θα πρέπει να είναι αμέριμνος, για εκείνους που, αν και υπήρξαν τέκνα της Εκκλησίας, στην πορεία αποστάτησαν είτε γιατί ηθελημένα εγκατέλειψαν την ορθή πίστη είτε γιατί παραπλανήθηκαν από κακοδοξίες570, θα πρέπει να νιώθει υπεύθυνος και να ενεργεί διαφορετικά. Αυτοί που προηγουμένως ήταν θρέμματα της Εκκλησίας αλλά παρασύρθηκαν από διάφορες θεωρίες571, βρίσκονται στη διοίκησή του, μέσα στα όρια της ποιμαντικής του ευθύνης, γι’ αυτό και οφείλει με κάθε τρόπο να ελέγχει και να επιτιμά τους πλανηθέντες, να αποστομώνει τους υποκινητές της πλάνης και να ανασυντάσσει το ποίμνιό του με διδασκαλία, με προσευχές αλλά, αν χρειαστεί, ακόμη και με δάκρυα, για να το επαναφέρει στον υπήνεμο λιμένα της πίστεως572.
Ωστόσο, συνεχίζει ο άγιος Νεκτάριος, η Εκκλησία έχει αναθέσει στον επίσκοπο το έργο να ανακρίνει με επιμέλεια και προσοχή όποιον παρεκκλίνει από την ορθή πίστη και με το δικαίωμα της εξουσίας που κατέχει ως πρόμαχος και υπερασπιστής συν Θεώ της αλήθειας, να επιβάλλει ακόμη και ποινές ή επιτίμια, πάντα με σκοπό να επαναφέρει τον πλανηθέντα στην ορθή πίστη, αποσπώντας τον οριστικά από την πλάνη. Υπάρχει όμως και η περίπτωση αυτός να μείνει αμετάπειστος και να εμμείνει στην κακοδοξία, οπότε ο επίσκοπος είναι υποχρεωμένος να λάβει μέτρα, ώστε τουλάχιστον να προστατέψει το υπόλοιπο ποίμνιό του. Αποκόπτει λοιπόν τον απείθαρχο από το σώμα της Εκκλησίας και τον αφήνει να υποστεί τις πνευματικές συνέπειες της κακοδοξίας, στην οποία αυτοπροαίρετα παραδόθηκε573.
Είναι αλήθεια, ότι η Εκκλησία, όσο επιεικής και ελεήμων είναι πάντα προς τους μετανοούντες αμαρτωλούς, τόσο αποφασιστικά κριτική, αυστηρή ακόμη και απορριπτική υπήρξε διαχρονικά προς εκείνους που αρνούνται ή παραμορφώνουν κατά οποιονδήποτε τρόπο την αποκεκαλυμμένη αλήθεια574. Σ’ αυτό το σημείο ο άγιος Νεκτάριος θίγει ένα καίριο θέμα. Ποια μέτρα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο Ποιμένας, ώστε να προστατεύσει τους πιστούς και να επανασυναγάγει τους αποστατήσαντες;
Κατ’ αρχάς τονίζει ότι όλη η Εκκλησία μπορεί και οφείλει να συνεργαστεί με τον επίσκοπο στο έργο αυτό. Ο κάθε πιστός οφείλει μεν να είναι ζηλωτής, ταυτόχρονα όμως και διακριτικός, επιεικής και πράος. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ακούει αλλότρια δόγματα, δεν πρέπει να αντιδρά παρορμητικά με εκνευρισμό, εριστικότητα, επιθετικότητα, εμπάθεια και προσβλητικές εκφράσεις κατά του κακοδόξου –ή ετεροδόξου– και των όποιων θρησκευτικών του πεποιθήσεων. Το εντελώς αντίθετο επιβάλλεται μάλιστα, όπως τονίζει ο ιερός Πατήρ. Χαρακτηριστικά, «ἄν ἀκούσῃς τήν κακοφροσύνην ἀποστράφηθι, δεινοπάθησον, λυπήθητι, ἔμφραξον καί μέ τάς δύο χεῖρας ἀμφότερα τά ὦτα, καί εἰπέ τό τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀνδρός Πολυκάρπου: Ὤ Θεέ μου! Εἰς τίνα με καιρόν διετήρησας! Ἄν ἐρωτηθῇς περί τοῦ ἰδίου φρονήματος τοῦ εὐσεβοῦς καί ἀληθινοῦ, ὁμολόγησον εὐπαρρησιάστως: Οὕτω φρονῶ καί οὕτω πιστεύω. Ἄν ἀπαιτηθῇς λόγον τόν ὁποῖον ἠξεύρεις, ἀπόδος μετά πραότητος»575.
Έτσι από τη μια ο πιστός βιώνει την οδύνη από την ίδια την ύπαρξη της ετεροδοξίας, όπως και από την προσπάθεια διάδοσής της σε αντικατάσταση της σωτηριώδους αλήθειας. Από την άλλη όμως αποκλείει κάθε πιθανότητα να εμπλακεί σ’ αυτήν· αντιθέτως, αν κληθεί να εκθέσει την πίστη του, τότε χωρίς την παραμικρή εμπάθεια σπεύδει προς ομολογία της αλήθειας. Είναι ωστόσο σημαντικό να μην επιδιώκει ο ίδιος τέτοιες δογματικές συζητήσεις, οι οποίες μόνο φιλονικίες και διαπληκτισμούς επιφέρουν. Αν κατά τύχη εμπλακεί σε έναν τέτοιο διάλογο θα πρέπει να διαλεχθεί με τρόπο ατάραχο, νηφάλιο και ειρηνικό. Έτσι και πιο συγκροτημένη θα είναι η σκέψη και τα επιχειρήματά του και ακριβέστερα θα εκθέσει την πίστη. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η πραότητα του χαρακτήρα του δεν θα παροξύνει τον αντίπαλό του, ο οποίος θα τον ακούσει με ευμενέστερη διάθεση και ίσως δώσει την ευκαιρία στον καθαρό λόγο να φτάσει στα κατάβαθα της καρδιάς και της σκέψης του. Τα θεϊκά πράγματα, λέει ο άγιος Νεκτάριος, πρέπει να γίνονται και με τον ανάλογο τρόπο576. Υποστηρίζει ότι δεν είναι πρέπον να επιδίδεται ο πιστός σε τέτοιες λογομαχίες, και μάλιστα με διάθεση επιθετική, χωρίς απολύτως σοβαρό λόγο και χωρίς να ελπίζει ότι θα προσφέρει έστω και μικρή ωφέλεια στον ακροατή του. Θα το κάνει μόνο εφόσον χρειαστεί να κατασιγάσει τα ψεύδος και να εκθέσει την αλήθεια, όχι για να ελέγξει, αλλά για να φωτίσει, όχι για να δικαιωθεί, αλλά για να κερδίσει τον συνομιλητή του και να τον επαναφέρει στην οδό της σωτηρίας577.
Παρ’ όλα αυτά δεν διστάζει ο άγιος Νεκτάριος να συστήσει στους πιστούς, επικαλούμενος το παράδειγμα του ευαγγελιστή Ιωάννη –που βγήκε από το «βαλανεῖον», όταν πληροφορήθηκε ότι βρισκόταν μέσα και ο γνωστικός Κήρινθος (PG 7, 853 A) και τις προτροπές του Αποστόλου Παύλου να αποφεύγουν οι χριστιανοί την κοινωνία με τους παρήκοους της αληθινής πίστης (Β΄ Κορινθ. 6,14 κ.ε.) και να μη συναναστρέφονται με τους κακοδόξους, γιατί «ἡ συναναστροφή καί ἡ συνανατροφή εἶναι καθ’ ἑαυτά ἀδιάφορα, ἀλλ’ ἐκ τούτων κατά μικρόν ἐνδέχεται νά γεννηθῇ ἡ διαστροφή καί ἡ καταστροφή»578.
Εντυπωσιακή είναι η διάκριση που εφαρμόζει ο άγιος για την κάθε περίπτωση. Ως προς τους ετερόφρονες συνιστά στους πιστούς να κλείνουν ερμητικά τα αυτιά στην απιστία και την κακοδοξία τους και να μην ανέχονται από αυτούς ούτε τον παραμικρότερο επηρεασμό σε ζητήματα ευσέβειας. Αυτό όμως αφορά μόνο τα πνευματικά ζητήματα, γιατί σε όλες τις άλλες περιπτώσεις οι ετερόφρονες είναι απολύτως αποδεκτοί, αξιοσέβαστοι και αγαπητοί και η εν πνεύματι ελευθερίας συμβίωση και συναναστροφή μαζί τους επιτρεπτή και απαραίτητη μέσα στο πλαίσιο λειτουργίας μιας πολιτισμένης και ειρηνικής κοινωνίας579.
Είναι συγκλονιστικές οι διαδοχικές προτροπές του αγίου, όταν διακρίνει την απιστία από τον άπιστο: «Ἀποτρέπου τήν ἀπιστίαν καί τήν αἵρεσιν καί τό σχίσμα, ὄχι τόν ἄπιστον καί τόν αἱρετικόν καί τόν σχίστην, ὄχι τόν ἄνθρωπον. Ἀποστρέφου τήν γνώμην, ὄχι τήν φύσιν· δι’ ἐκείνην εἶναι ἀλλότριος καί διάφορος, εἶναι ἀποστροφῆς καί μίσους ὑπόδικος· διά ταύτην εἶναι οἰκεῖος καί πλησίον, εἶναι ἐλέους καί συμπαθείας, πολλάκις δέ καί κηδεμονίας καί περιθάλψεως ἄξιος»580
Γι’ αυτόν όμως που νοσεί από την κακοδοξία και έχει έργω αποκοπεί από το σώμα της Εκκλησίας, αυτόν που γίνεται υποκινητής ερίδων και όχι μόνο καταφρονεί τις θείες αλήθειες της αλλά ούτε και δέχεται τις ιαματικές παραινέσεις των αδελφών, αυτόν που καταφρονεί ακόμη και τα επιτίμια μένοντας αμετανόητος στην πλάνη του581 και αθεράπευτος παρά τις προσπάθειες της Εκκλησίας, αυτόν οι πιστοί τον αποστρέφονται και διακόπτουν κάθε επαφή και συναναστροφή μαζί του582. Κατ’ αυτό τον τρόπο αφενός δεν του παρέχεται πλέον η ευχέρεια να διαστρέφει τις ψυχές των αγαθών και αφετέρου, καθώς η αποδοκιμασία της Εκκλησίας λειτουργεί ως ποινή, του προσφέρεται η ευκαιρία να ανανήψει και να επιστρέψει στην Εκκλησία583. Αυτά όμως είναι τα έσχατα μέτρα που θα εφαρμόσει η Εκκλησία, το κύριο έργο της οποίας είναι να δέεται ακατάπαυστα και επίμονα γι’ αυτούς που έχει σαλευτεί η πίστη τους, προκειμένου να ξαναζήσουν μέσα στην αλήθειά της584.
Επανειλημμένα το επισημαίνει ο άγιος Νεκτάριος, ότι τα μέτρα που θα λάβει η Εκκλησία πρέπει να εμφορούνται από πνεύμα ανεξικακίας και αγάπης, διότι ο σκοπός της δεν είναι η εξόντωση των αμαρτανόντων αλλά η σωτηρία τους585. Μέτρα πολεμικού χαρακτήρα αποκλείεται να έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα και συνήθως προκαλούν αντιδράσεις. Γι’ αυτό και σχετικά με την επιστροφή των πλανημένων αισθάνεται την ανάγκη να το τονίσει ο άγιος, όσο αυτονόητο και αν το θεωρεί, ότι η Εκκλησία έχει στη διάθεσή της δύο μέσα για να γίνεται πειστική, τα λογικά επιχειρήματα και τη σύμφωνη με το Ευαγγέλιο στάση ζωής586. Η ευθύνη ανήκει πρωτίστως στον επίσκοπο, ο οποίος είναι ο κατ’ εξοχήν προστάτης των πιστών, υπέρμαχος και πρόμαχος της πίστης, που σαν φιλότιμος γιατρός δεν επιθυμεί ούτε επιδιώκει τίποτα άλλο, παρά τη θεραπεία του ασθενούς, γι’ αυτό χάριν στην εμπειρία του χρησιμοποιεί κάθε φορά τα κατάλληλα φάρμακα με γνώμονα το ιπποκρατικό αξίωμα «ἤ ὠφελέειν, ἤ μή βλάπτειν».
Πώς ενεργεί λοιπόν ένας γιατρός; Αν μπορεί να χρησιμοποιήσει ήπια και ανώδυνα φάρμακα, τότε καλώς. Αν αυτά δεν έχουν ικανοποιητικά αποτελέσματα, τότε θα χρησιμοποιήσει πιο δραστικά μέσα, τα οποία, αν και οδυνηρά ίσως, θα αποβούν θεραπευτικά και σε καμιά περίπτωση επιζήμια587. Αν και αυτά πάλι δεν επαρκούν, διότι η πάθηση του ασθενούς είναι ανίατη και κανένα φάρμακο δεν μπορεί να τον βοηθήσει, τότε οφείλει να αφήσει στην ησυχία του τον ασθενή και να φροντίσει, αν είναι και μεταδοτική η ασθένεια, να απομακρύνει τον ασθενή από τους υγιείς, για να μη μολυνθούν και αυτοί588.
Με μεγάλη ευαισθησία ο άγιος αντλώντας από τη δική του εμπειρία εξηγεί στη συνέχεια ποια είναι τα φάρμακα, με τα οποία ο καλός γιατρός θα θεραπεύσει τα νοσήματα της θρησκείας: «Ἰατρικά πρός τόν ἀσθενοῦντα τῇ πίστει ἥμερα καί ἀνώδυνα, ἡ ἀπαθής καί εἰρηνική τῆς ἐκείνου κακοδοξίας ἔκθεσις, ὁ ἁπλοῦς καί ἀκέραιος λόγος τῆς τῶν Γραφῶν καί τῶν Πατέρων διδασκαλίας, ἡ μετά ἀγάπης παραίνεσις, ἡ μετά πραότητος συμβουλή, ἡ μετά ἐλέους ὑποθήκη, τά ἀπό καρδίας ἐκχεόμενα ὑπέρ αὐτοῦ δάκρυα»589.
Όταν ο κακοδοξών δεν έχει προλάβει να αλλοτριωθεί, αυτά τα μέσα είναι αρκετά, για να τον συνεφέρουν και να τον επανεντάξουν στο σώμα της Εκκλησίας. Αν όχι, τότε θα χρησιμοποιήσει τα επόμενα και αυστηρότερα των άλλων· «ὅταν οὐδ’ ἐκεῖνα δέν ὠφελοῦσιν, οὐδέ ταῦτα δέν ἐνεργοῦν, ὑπόλοιπον μένει ἡ ἐγκατάλειψις τοῦ σκληροτραχήλου, καί ἡ ἀπόγνωσις· καί τελευταῖον ἡ ἀπ’ αὐτοῦ ἀποτροπή καί ἀποχώρησις ὡς ἀπό μιαροῦ καί βεβήλου καί ἡ ἀποκοπή ἀπό τοῦ Ἐκκλησίας σώματος, ὡς μέλους ἤδη νενεκρωμένου καί σεσηπότος, διά νά μή φθάσῃ νά μεταδώσῃ τῆς λύμης καί τῆς παραφθορᾶς, καί εἰς τά λοιπά μέλη τά ὑγιαίνοντα»590.
Αυτό το μέτρο δεν δείχνει εκδικητική διάθεση και μίσος, αφού οπωσδήποτε οι ενέργειες της Εκκλησίας είναι απαλλαγμένες από εμπάθεια ή κακία. Η μακροθυμία και η φιλάνθρωπη διάθεση είναι συνυφασμένες με την αγαπητική παραίνεση και τη διόρθωση591. Όπως πολλές φορές τονίστηκε, η αποκοπή από την εκκλησιαστική κοινωνία δηλώνει την ποιμαντική μέριμνα της Εκκλησίας για τους απειθούντες, με σκοπό την πνευματική τους αφύπνιση, τη μετάνοια και τη σωτηρία τους, η οποία δεν είναι δυνατή παρά μόνο στην αυθεντική κοινωνία του ενός σώματος του Χριστού, όπου ενδημεί η χάρη του Αγίου Πνεύματος592. Είναι αξίωμα για τον Ποιμενάρχη ότι ένας επίσκοπος, ο οποίος έλαβε την εντολή να διδάσκει την αγάπη, είναι ασυμβίβαστος με το μίσος. Αγάπη και μίσος δεν είναι δυνατόν να συνυπάρχουν, πόσο μάλιστα στο πρόσωπο ενός επισκόπου593.
Αν ο ίδιος ο άγιος δεν είχε βιώσει ως τα κατάβαθα της ύπαρξής του την αγάπη για τους μαθητές του, για τους πιστούς που τον εμπιστεύονταν, για το εκκλησίασμα που τον άκουγε, για την ανώτερή του εκκλησιαστική και πολιτική αρχή, όσο και αν οι επίσημες αρχές τον περιφρόνησαν, αν δεν είχε την εμπειρία της αληθινής αγάπης, δεν θα μπορούσε να μιλήσει με τόσο θαυμάσιο τρόπο για την αγάπη, που είναι αδιανόητο να μη διαθέτει ένας ορθόδοξος ποιμενάρχης. Όποιο μέσο και αν μεταχειριστεί ο επίσκοπος, είτε ευχές, ευλογίες, επαίνους, μακαρισμούς, πλουτισμόν χάριτος ή ελέγχους, επιτιμήσεις, κανόνες, αφορισμούς ακόμη και παντελή ακοινωνησία, ο σκοπός του είναι ο ίδιος: η επιστροφή των ασεβών, η διόρθωση των διεστραμμένων αλλά και η παιδαγωγική τιμωρία των απειθών και σκληροτράχηλων. Είναι αδιανόητο η αγάπη του επισκόπου να μη φτάνει ως τους ετερόδοξους.
Η αλλότρια πίστη τους δεν μπορεί να αποκλείσει ή να μειώσει την αγάπη και προς αυτούς. Πρότυπο είναι ο Απόστολος Παύλος, ο οποίος από αγάπη για τους σταυρωτές του Χριστού ευχόταν να είναι ο ίδιος ανάθεμα, αν αυτοί έτσι σωθούν. Κατά παρόμοιο τρόπο, επιμένει ο ιερός Πατήρ, ο επίσκοπος δεν χάνει ποτέ την αγάπη του για όσους απομακρύνθηκαν από το ποίμνιό του, γιατί μόνο με το φως και τη ζεστασιά της αγάπης υπάρχει ελπίδα να ανακτήσει ο πεπλανημένος τον εσωτερικό του έλεγχο και να απορρίψει την κακοδοξία του. Η διαφορά της πίστεως δεν πρέπει να επηρεάζει αρνητικά τα αισθήματα ενός καλού ποιμενάρχη για τους ανθρώπους, για τη σωτηρία των οποίων φέρει την ευθύνη. Είναι πολύ δυνατή και πολύ περιεκτική η φράση του αγίου Νεκταρίου: «Τά τῆς πίστεως ζητήματα οὐδ’ ὅλως δέον ἐστί νά μειῶσι τό τῆς ἀγάπης συναίσθημα»594.
Γι’ αυτό πάντα η τακτική της Εκκλησίας είναι να μην προσφεύγει άμεσα σε ποινές αλλά να αφήνει πάντα περιθώρια επιστροφής. Αρχικά δια των Συνόδων αποσαφηνίζει την αλήθεια και καταδικάζει τις αιρέσεις καλώντας τους αιρετικούς να επιστρέψουν, αφού πρώτα αποπτύσουν την κακοφροσύνη τους και επιδείξουν δια της ομολογίας τους γνήσια και ειλικρινή μεταμέλεια. Μάλιστα υπάρχει ακόμη και το ενδεχόμενο να αποκατασταθούν στους βαθμούς που είχαν πρώτα.
Αλλά και αν αυτοί εξακολουθούσαν να εμμένουν στην κακοδοξία, «τούς ἔδιδε καιρόν πολλάκις μετανοίας καί ἀνανήψεως· τραχηλιῶντας δέ καί ἀμεταθέντως[sic] ἔχοντας, τούς ἀνεθεμάτιζεν εἰς τέλος, καί τῆς τῶν πιστῶν κοινωνίας καθάπαξ τούς ἀπέκοπτεν. Ἀπηγόρευε δέ καί εἰς τούς ὀρθοδόξους λαούς, ὅσον ἠδύνατο, τήν μετ’ αὐτῶν συνάφειαν καί συνδιατριβήν «μή λάθωσιν» (ὡς ὁ Κυρήνης σοφός ἐπίσκοπος Συνέσιος ἔγραφε τοῖς ὑπ’ αὐτόν πρεσβυτέροις περί τῶν ἐκ τῆς Εὐνομίου ἀθεωτάτης αἱρέσεως»595.
Αυτά είναι τα μόνα όπλα που έχει η Εκκλησία στα χέρια της. Η Εκκλησία καταδίκασε τους αιτίους των αιρέσεων, όταν οι παρακλήσεις της για επιστροφή τους απέβησαν μάταιες. Σκοπός της ήταν να διαφυλάξει τη συνοχή του σώματός της596. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που λέει ο άγιος Νεκτάριος, ότι στα Δίπτυχα γινόταν η σύσταση να δοξάζονται από την Εκκλησία οι Άγιοι ως Άγιοι, να μακαρίζονται οι Ορθόδοξοι ως Ορθόδοξοι, να μνημονεύονται οι εν πίστει τελειωθέντες, των οποίων ο Κύριος γνωρίζει τα ονόματα, αλλά να καταδικάζονται οι αιρεσιάρχες και οι αποστάτες ως καθηρημένοι και ακοινώνητοι597.
Στο έργο της Εκκλησίας, προσθέτει ο άγιος Νεκτάριος, η οποία τελικά μόνο συμβουλές και κατευθύνσεις μπορεί να δίνει, χωρίς να είναι σε θέση και να υποχρεώσει τους θρασείς και κοσμικούς ανθρώπους που δεν πείθονται, να συμμορφωθούν με αυτές, έρχονται να συμπαρασταθούν με τη δύναμη και την εξουσία τους οι βασιλείς και οι ηγεμόνες με τα διατάγματά τους ή τις εξορίες των αιρετικών σε μακρινούς τόπους, ώστε να μην μπορούν αυτοί στο εξής να αλλοιώσουν την πίστη των χριστιανών598.
Αναφέρεται μάλιστα ο ιερός Πατήρ στη μαρτυρία του Ευσεβίου Καισαρείας, σύμφωνα με την οποία ο Μέγας Κωνσταντίνος πολλές φορές λυπόταν τους κακοδόξους και τους θεωρούσε ανόητους, γι’ αυτό και πίστευε ότι ήταν παρανοϊκό να τιμωρούνται αυτοί με σωματικές ποινές, ωστόσο καταδίωξε με κάθε τρόπο τα υλικά και τα μέσα που παρέσυραν στην ειδωλολατρία.
Σ’ αυτό το σημείο ο άγιος διατυπώνει την κοινή εκκλησιαστική θέση, ότι εκείνο το οποίο διώκεται είναι η αιτία της κακοδοξίας, είτε πρόκειται για αίρεση είτε για άλλη θρησκεία, και τα μέσα που χρησιμοποιούνται, για να εξυπηρετηθεί η πλάνη· τους θιασώτες όμως των κακοδόξων θεωριών η Εκκλησία προσπαθεί να τους πλησιάσει με πνεύμα πραότητας και συμπόνιας, γιατί ως άνθρωποι που πλανήθηκαν δικαιούνται και αυτοί να βοηθηθούν, ώστε να επανακτήσουν τον «πολύτιμον μαργαρίτην» της ορθής πίστης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ο επίσκοπος τους αντιμετωπίζει πατρικά και ο Αυτοκράτορας λαμβάνει τα μέτρα που πρέπει για να εξουδετερώσει τις εστίες της κακοδοξίας και να προστατέψει τον λαό του. Αυτό είναι το έργο κάθε ορθοδόξου και ευσεβούς άρχοντα, όπως όλοι ομολογούν, λέει ο άγιος Νεκτάριος599.

Υποσημειώσεις

540 Ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο οποίος ενοχλήθηκε μεν από τον σάλο που προκλήθηκε στην αυτοκρατορία του, όμως αρχικά δεν έδωσε την πρέπουσα προσοχή και αρκέστηκε σε παραινέσεις, προς στιγμήν μάλιστα έδειξε να επηρεάζεται από τον Ευσέβιο τον Παμφίλου, που ήταν ο προσωπικός του εγκωμιαστής και φίλος του Αρείου. Αλλά όταν είδε ότι οι ταραχές εντείνονταν και ότι η συζήτηση, στην οποία προσκάλεσε τον Άρειο, μάλλον επιδείνωσε παρά βελτίωσε την κατάσταση, τότε συγκάλεσε Οικουμενική Σύνοδο, προκειμένου να επαναφέρει την ειρήνη στην Εκκλησία· βλ. Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σ. 81-82.

541 Εκτός από τον τρόπο της αντιμετώπισης της αίρεσης του Αρείου, που αναλύεται στη συνέχεια, παρεμφερής είναι και η περίπτωση του Νεστορίου κ.ά.

542 Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σ. 79.

543 Στο ίδιο, ό.π.

544 Στο ίδιο, ό.π.

545 Στο ίδιο, ό.π., σ. 78.

546 Στο ίδιο, ό.π., σ. 80.

547 Στο ίδιο, ό.π.

548 Στο ίδιο, ό.π.

549 Στο ίδιο, ό.π., σ. 81

550 Στο ίδιο, ό.π., σ. 94.

551 Στο ίδιο, ό.π., σ. 116.

552 Στο ίδιο, ό.π., σ. 82.

553 Περί τῶν αἰτίων, Α΄, σ. 129.

554 Στο ίδιο, ό.π., σ. 145.

555 Γράφει ο άγιος Νεκτάριος (Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σ. 93): «ὁ Βασιλεύς Κωνσταντῖνος ἀπέδειξεν ὅτι ἔχει ἀμετάθετον τήν ἀπόφασιν νά ὑποστηρίξῃ μέχρις ἐσχάτων τά ὑπό τῆς Ἱερᾶς Συνόδου θεσπισθέντα καί διά τῆς βασιλικῆς αὐτοῦ χειρός ἐπικυρωθέντα, ἐκδούς συγχρόνως καί ἴδιον κατά τῶν ἀντιδοξούντων Βασιλικό διάταγμα». Σημειώνει επίσης (Περί τῶν αἰτίων, Α΄, σ. 156): «Ἡ πρώτη φροντίς τοῦ Ζήνωνος ἦτο νά ὑποστηρίξῃ τά ὑπό τῶν οἰκουμενικῶν συνόδων θεσπισθέντα».

556 Περί τῶν αἰτίων, Α΄, σ. 156 και 172.

557 Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σ. 92.

558 Στο ίδιο, ό.π., σ. 82.

559 Στο ίδιο, ό.π., σ. 83.

560 Μάθημα Ποιμαντικῆς, σ. 25.

561 Στο ίδιο, ό.π., σ. 192.

562 Ἱερατικόν ἐγκόλπιον, ἤτοι Α΄ Περί ἱερωσύνης, Β΄ Περί τοῦ πρωτείου ἐν τῇ ἱεραρχίᾳ, Γ΄ Περί τῆς ἰσότητος ἐν τῇ ἱεραρχίᾳ, Αθήνα 1907, σ. 58.

563 Μάθημα Ποιμαντικῆς, σ. 129.

564 Στο ίδιο, ό.π., σ. 140.

565 Στο ίδιο, ό.π., σ. 192. Βλ. επίσης στο Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 24. 566 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 22.

567 Στο ίδιο, ό.π.

568 Στο ίδιο, ό.π., σ. 26.

569 Στο ίδιο, ό.π., σ. 23-24.

570 Στο ίδιο, ό.π., σ. 25.

571 Στο ίδιο, ό.π., σ. 26.

572 Μάθημα Ποιμαντικῆς, σ. 193.

573 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 26.

574 Αρχιμ. Ι. Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, ό.π., σ. 118.

575 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 13.

576 Στο ίδιο, ό.π., σ. 14. 577 Στο ίδιο, ό.π., σ. 16-17.

578 Στο ίδιο, ό.π., σ. 19. 579 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 21.

580 Στο ίδιο, ό.π., σ. 22. 581 Στο ίδιο, ό.π., σ. 17.

582 Στο ίδιο, ό.π., σ. 18.

583 Στο ίδιο, ό.π.

584 Στο ίδιο, ό.π., σ. 16.

585 Στο ίδιο, ό.π., σ. 14.

586 Στο ίδιο, ό.π., σ. 24.

587 Στο ίδιο, ό.π., σ. 11.

588 Στο ίδιο, ό.π., σ. 12.

589 Στο ίδιο, ό.π.

590 Στο ίδιο, ό.π. Αυτή την αρχή έκανε πράξη ο άγιος με τους Διαμαρτυρόμενους της εποχής του, τους οποίους εκτός από αμετανόητους θεωρούσε και επικίνδυνους για το ποίμνιό του. Στην εισαγωγή του πονήματός του Περί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως (σ. 7), αφού εντοπίζει τα σημεία στα οποία οι Διαμαρτυρόμενοι ολισθαίνουν από την ορθή πίστη, εξηγεί γιατί προβαίνει στη συγγραφή αυτή: «Τά φρονήματα αὐτῶν ταῦτα, ἐάν ἐτήρουν δι’ ἑαυτούς καί δέν ἐπεχείρουν νά ποιήσωσι κοινωνούς αὐτῶν ἀνθρώπους ἀδαεῖς, πιστά τέκνα τῆς μιᾶς ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁρατῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς στρατευομένης ἐν Γῇ, καί νά ἑλκύσωσιν εἰς τήν ἑαυτῶν πλάνην, θά κατελείπομεν αὐτούς ὡς ἀνιάτως πάσχοντας καί ἀνεπιδέκτους θεραπείας, διότι οὐδεμία ὀρθή διδασκαλία ἴσχυσε, ν’ ἀπαλλάξῃ αὐτούς τῆς πλάνης, καί οὐδέν περί αὐτῶν θά ἐλέγομεν. Ἀλλ’ ἐπειδή περιέρχονται γῆν καί θάλασσαν ὅπως ποιήσωσιν ἕνα προσήλυτον καί πολλούς εἰς τήν ἑαυτῶν πλάνην σύρουσι, διά τοῦτο ἀνελάβομεν ν’ ἀποκρούσωμεν αὐτούς ἀνασκευάζοντες ἅπαντα τά ἐπιχειρήματα αὐτῶν, ἐλέγχοντας τάς πλάνας αὐτῶν καί ὑποστηρίζοντες τάς προσβαλλομένας ἀληθείας δι’ ἱστορικῶν μαρτυριῶν και λογικῶν ἐπιχειρημάτων».

591 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 12. Ένα μικρό παράδειγμα που εκφράζει τη σωστή στάση ενός επισκόπου είναι η φράση που χρησιμοποιεί ο άγιος Νεκτάριος, όταν αναφέρεται στα γεγονότα με τον Ευτυχή, για τον οποίο ο Φλαβιανός στέλνει δύο επιστολές στον Λέοντα Ρώμης, όπου «μετά ψυχικοῦ ἄλγους ἱστορεῖ τήν ἀποπλάνησιν ἑνός μέλους τῆς Ἐκκλησίας καί τά τῆς αἱρέσεώς του», Αἱ Οἰκουμενικαί Σύνοδοι, σ. 132.

592 Δαμασκηνός Αλεξ. Παπανδρέου, Μητροπολίτης Ελβετίας, Ορθοδοξία και κόσμος, ό.π., σ. 358. 593 Μάθημα Ποιμαντικῆς, σ. 211.

594 Στο ίδιο, ό.π.

595 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 39.

596 Ν. Ματσούκας, Οικουμενική Θεολογία, ό.π., σ. 106.

597 Μελέτη περί τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς, σ. 140.

598 Σχεδίασμα περί τῆς ἀνεξιθρησκείας, σ. 39.

599 Στο ίδιο, ό.π., σ. 66.