(Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος – Παραινέσεις προς Μοναχούς)
(Βίος Αγ. Συμεών – Νικήτα
Στηθάτου)
Τοῦ Ν. ΣΑΚΑΛΑΚΗ
Ο Άγιος Συμεών, όταν παραιτήθηκε από την Ηγουμενία
της Μονής του Στουδίου, ανέπτυξε μια μνημειώδη Αγιοπνευματική ομιλία προς τους
αδελφούς (Μοναχούς) της Μονής.
Στην ομιλία του διασαφηνίζει τη σχέση μεταξύ
αληθινής Πίστεως και της Υπακοής – υποταγής εις τον Γέροντα.
Είναι αλήθεια, ότι η υπακοή συνδέεται με τον λόγο
του Θεού. Να θυμίσουμε, ότι ο Αδάμ παρήκουσε αφού πρώτα περιφρόνησε τον λόγο –
εντολή του Θεού.
Ο Άγιος, ως πνευματοφόρος, ως θεοφώτιστος
ερμηνευτής του Ευαγγελικού λόγου και της Αποστολικής διδαχής, τηρούσε ακρίβεια
υπακοής έναντι των Ι. Κανόνων – διατάξεων της Εκκλησίας.
Εμβαθύνοντες στις ομιλίες του, διαπιστώνουμε μια ευρύτερη φανέρωση των αληθειών της Εκκλησίας, ως θεμέλιο εκκλησιολογικής – βιωματικής σύνδεσης με την Πατερική στάση εναντίον των αιρέσεων, έναντι των βλάσφημων φλυαριών των Οικουμενιστών επισκόπων και έναντι των κακοδοξιών «σύγχρονων» μοναχών και Γερόντων στο όνομα της υπακοής.
Ως παρένθεση, να μνημονεύσουμε το εγκώμιο του
Πατριάρχη Σεργίου Β΄ στον Άγιο Συμεών: «Στουδίτης
ει φιλοπάτωρ, κύρι Συμεών, και την εκείνων ένστασιν και αυτός φέρεις
επαινουμένην τάχα και νομίμως έχουσαν».
Μετάφραση: «Όντως Στουδίτηςφιλοπάτορας (φίλος των Πατέρων)
είσαι, κυρ Συμεών, και εμφορείσαι και ο ίδιος από την επιμονή τους, η οποία
ίσως είναι θεμιτή και άξια επαίνου».
Ο άγιος Συμεών είχε πάντοτε προ οφθαλμών το
παράδειγμα των παλαιών Πατέρων, που διώχθηκαν χάρη της αληθινής Πίστεως και,
ιδιαίτερα, το παράδειγμα του Αγ. Θεοδώρου του Στουδίτου, ο οποίος προτίμησε τη
διάλυση της Μονής και όχι την προσαρμογή της στις αιρέσεις – καινοτομίες, όπως
πράττουν σήμερα πολλές Μονές, Αγιορείτικες, Πατριαρχικές και Μητροπολιτικές.
Δυστυχώς, σήμερα, η λέξη «Στουδίτης» ισοδυναμεί
(σε διαστροφή) με μομφή εναντίον των Ορθοδόξων που επιμένουν Αγιοπατερικά
εναντίον του οικουμενισμού.
Το θεμελιώδες που πρέπει (πρώτα) να μετακενωθεί,
από την διδασκαλία του Αγίου στην πνευματική σφαίρα των σημερινών ορθοδόξων,
είναι το νόημα της Πίστεως.
Στο λόγο του (Ηθικός Α΄,ια) αναλύει το ρητό του
Ευαγγελίου: «Και απέστειλε τους δούλους αυτού
καλέσαι τους κεκλημένους εις τους γάμους και ουκ ήθελονελθείν» (Ματθ.
22, 3).
Εκεί διαβάζουμε: «την
γαρ οικουμένην περιελθόντες οι απόστολοι πάντες, εκήρυξαν τον του Θεού λόγον
και τους υπακούσαντας πάντας εις μίαν συνήγαγον θεογνωσίας πίστιν
πονηρούς τε άμα τοις τρόποις και αγαθούς, μεταβαλλομένους δηλονότι και προς
αρετήν επαναγομένους».
Μετάφραση: «Διότι οι απόστολοι αφού διέτρεξαν ολόκληρον την
οικουμένην, εκήρυξαν τον λόγον του Θεού και όλους όσοι υπήκουσαν τους
συνεγκέντρωσαν εις μίαν πίστιν που οδηγεί εις την γνώσιν του Θεού, μαζί και
τους κακούς κατά την διαγωγήν και τους αγαθούς, όσους δηλ. έχουν την διάθεσιν
να αλλάξουν και να επανέλθουν εις την αρετήν».
Κατά διαδοχή νοημάτων, ο Άγιος συνοψίζει και
υπογραμμίζει την θεμελιώδη εκκλησιολογία της Ορθοδοξίας. Υπογραμμίζει δηλ.:
-Το κήρυγμα των Αποστόλων (διότι ήταν αυτόπτες και
αυτήκοοι του Κυρίου).
- Τον λόγο του Θεού (ως Θεία αποκάλυψις).
- Την υπακοή (στις αλήθειες της Εκκλησίας).
- Την έννοια της Εκκλησίας (εις μίαν συνήγαγον…).
- Την αληθινή πίστη (ως θεογνωσίας πίστιν).
Ανάμεσα στις διάφορες εκδοχές πίστεως, μόνο η
Ορθοδοξία είναι η «της θεογνωσίας πίστις», σύμφωνα με τον Άγιο Συμεών.
Στην Ορθοδοξία υπάρχει η πληρότητα της Αποστολικής
διδαχής, χωρίς επιμειξία με ανθρώπινη ερμηνευτική παρέμβαση.
Η φράση του Αγίου «εις μίαν συνήγαγον θεογνωσίας
πίστιν» είναι, αναμφίβολα, το περίγραμμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στη
διδασκαλία της οποίας κάνουμε υπακοή. Όπως τονίσαμε ανωτέρω, η «θεογνωσίας
πίστις», ως Αποστολική παράδοση, υπάρχει μόνο στην Ορθοδοξία και όχι στις
αιρέσεις, πολύ δε περισσότερο δεν υπάρχει, αυτή η σωτήριος πίστις, στην
σημερινή παναίρεση του οικουμενισμού.
Η δογματική επεξεργασία και ταξινόμηση της πίστεως
των Αποστόλων είναι αναπόσπαστο τμήμα της διαχρονικής Εκκλησίας, γι’ αυτό και
όσοι αποδέχονται την Εκκλησιολογία της ψευδοσυνόδου της Κρήτης ευρίσκονται
εκτός της αληθινής Εκκλησίας.
Ο Άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος ελέγχει τους σημερινούς
επισκόπους και πρεσβυτέρους, ως εξής:
«Πάντες τω Επισκόπω ακολουθείτε, ως
Ιησούς Χριστός τω Πατρί και τω Πρεσβυτερίω ως τοις αποστόλοις∙ τους δε
διακόνους εντρέπεσθε, ως Θεού εντολήν (διακονούντες)» (Ιγνατίου, Σμυρναίους,
Β επ. 2, 281).
Από αυτή την Ορθόδοξη ποιμαντική σχέση αλήθειας
και πίστεως, που υποδεικνύει ο Αγ. Ιγνάτιος, αφαιρέθηκε η ορθή Πίστις, τόσο στη
«σύνοδο» της Κρήτης όσο και στην σημερινή πανδημία, από τους διοικούντες την
Εκκλησία επισκόπους και από τους πρεσβυτέρους (ως λειτουργούς). Με λίγα λόγια:
Η ρυμουλκούμενη υπό του οικουμενισμού και του κράτους ποιμαντική τους,
εμποδίζει τους πιστούς να υπακούσουν (ως Ιησούς Χριστός τω Πατρί) στους
Επισκόπους και (ως τοις αποστόλοις) στους πρεσβυτέρους. Εξαιρούνται οι ολίγοι,
όντως λειτουργοί του Κυρίου, που δόξα των Θεώ υπάρχουν!
Ο Άγιος Συμεών, αυτή ακριβώς την ενότητα ορθής
πίστεως οριοθετεί (όπως ο Αγ. Ιγνάτιος) στην ομιλία του περί υπακοής στον
ηγούμενο – Γέροντα, ως εξής:
«Εν όσοις γαρ ουκ έστι παράβασις
Θεού εντολής ή Αποστολικών κανόνων και διατάξεων, εν πάσιν ανάγκη πάσα
υπακούειν αυτώ οφείλετε (στον ηγούμενο δηλ.) και ως τω Κυρίω πείθεσθαι∙ Εν
όσοις δε κινδυνεύει το του Χριστού Ευαγγέλιον
και οι νόμοι της Εκκλησίας αυτού, ου μόνον ουδείς πείθεσθαι τούτω
παραινούντι υμίν και διατασσομένω, αλλ’ ουδέ αγγέλω άρτι απ’ ουρανού κατεληλυθότι και υμίν ευαγγελιζομένω, παρ’ ο οι
αυτόπται του Λόγου ευηγγελίσαντο».
Μετάφραση: «Σε όσα δεν υπάρχει παράβαση των εντολών του
Θεού ή των αποστολικών κανόνων και διατάξεων, σε όλα αυτά είναι ανάγκη να τον
υπακούετε και να πειθαρχείτε σαν να είναι ο ίδιος ο Κύριος (δηλ. στον
ηγούμενο). Αντίθετα, από όσα παραγγέλματα κινδυνεύει το Ευαγγέλιο του Χριστού
και οι νόμοι της Εκκλησίας Του, όχι μόνο σ’ αυτόν όταν τα παραγγέλλει δεν
πρέπει να υπακούετε, αλλ’ ούτε και σ’ άγγελο, που μόλις θα έχει κατεβεί από τον
ουρανό και θα σας κηρύττει διαφορετικά απ’ όσα κήρυξαν οι αυτόπτες του Λόγου».
Η υπακοή, όπως διδάσκει ο Αγ. Συμεών, έχει
εκκλησιολογική – κανονιστική ισχύ, όταν προηγούνται – εκπληρώνονται οι όροι της
Πίστεως. Με απλά λόγια, ο επίσκοπος, ο πνευματικός ή ο Γέροντας (Γερόντισσα) ή
και η σύνοδος ακόμη, δεν έχουν ουδεμία πνευματική αυτοτέλεια θεμελίωσης νέων
όρων πίστεως, αντίθετων της διαχρονικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως συνέβη στην
«σύνοδο» της Κρήτης.
ΝΙΚΟΣ
Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ