Αγίου Ιωάννου,
αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως του Χρυσοστόμου
ΥΠΟΜΝΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑΣ ΤΟΥ ΗΣΑΪΑ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚ ΠΑΡΘΕΝΟΥ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ
«Καὶ προσέθετο Κύριος λαλῆσαι τῷ ῎Αχαζ λέγων· αἴτησαι σεαυτῷ σημεῖον παρὰ Κυρίου Θεοῦ σου εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος. καὶ εἶπεν ῎Αχαζ· οὐ μὴ αἰτήσω οὐδ᾿ οὐ μὴ πειράσω Κύριον. καὶ εἶπεν· ἀκούσατε δή, οἶκος Δαυίδ· μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε ἀγῶνα; διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς ὑμῖν σημεῖον· ἰδοὺ ἡ παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει, καὶ τέξεται υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Εμμανουήλ (:και μίλησε και πάλι ο Κύριος προς τον Άχαζ και είπε: “Ζήτησε προς πληροφόρησή σου από τον Κύριο τον Θεό σου κάποιο θαύμα, είτε στο βάθος της γης και ακόμη πιο κάτω, είτε στο ύψος του ουρανού”. Και είπε ο Άχαζ: “Δεν θα ζητήσω σημείο, ούτε θα υποβάλω σε πειρασμό τον Κύριο, θέτοντας υπό αμφισβήτηση τη βεβαίωσή Του. Και είπε ο Προφήτης: “Ακούστε λοιπόν εσείς, που αποτελείτε τον βασιλικό οίκο του Δαβίδ: Μήπως είναι μικρό πράγμα να παρέχετε στενοχωρίες και κόπους σε ανθρώπους απεσταλμένους από τον Θεό, όπως είναι οι Προφήτες; Και πώς λοιπόν τολμάτε με την απιστία σας να στενοχωρείτε τον Θεό; Για τον λόγο αυτόν θα δώσει μόνος Του Αυτός ο ίδιος ο Κύριος σε σας θαύμα υπερφυσικό: ιδού, η Παρθένος υπερφυώς θα συλλάβει στη γαστέρα της και θα γεννήσει Υιό και θα καλέσετε το όνομά Του Εμμανουήλ, δηλαδή “μαζί μας ο Θεός”)» [Ησ. 7,10-16].
Είναι
μεγάλη η συγκατάβαση του Θεού και η
αγνωμοσύνη του βασιλιά (Άχαζ)· διότι έπρεπε αυτός ακούγοντας τον προφήτη να μην
αμφιβάλλει καθόλου για τα όσα λέχθηκαν· αλλά και αν ακόμα αμφέβαλλε, θα έπρεπε
να πιστέψει λαμβάνοντας θαύμα, πράγμα που είχαν κάνει πολλοί από τους
Ιουδαίους. Καθόσον ο Θεός, επειδή είναι φιλάνθρωπος, ούτε αυτό παρέλειψε να
κάνει πολλές φορές για εκείνους που ήταν πνευματικά δύσκαμπτοι, σύρονταν κάτω
και ήταν προσηλωμένοι στη γη, πράγμα που έκανε στην περίπτωση του Γεδεών [πρβ.
Κριτ. 6,16-24 και 36-40]. Επειδή λοιπόν ήταν πνευματικά ο πιο κατώτερος από
όλους και πάρα πολύ βραδυκίνητος στα πνευματικά, πρόσεχε πόση συγκατάβαση
δείχνει πάλι ο Θεός. Αυτός τον προσελκύει και τον προτρέπει να ζητήσει θαύμα· αν και βέβαια ούτε αυτό ήταν μικρό θαύμα,
το να φανερώσει τις απόκρυφες σκέψεις αυτού, να αποκαλύψει όλες τις διαθέσεις
του, και να φανερώσει την υποκρισία του.
Πράγματι,
επειδή ο μεν προφήτης είπε: «Για να
πιστέψεις, ζήτησε κάποιο θαύμα», εκείνος όμως, υποκρινόμενος τον υπερβολικά
πιστό, έλεγε: «Δεν θα ζητήσω, ούτε θα
θέσω σε πειρασμό τον Κύριο», πρόσεχε με πόση μεγάλη σφοδρότητα προσθέτει ο
προφήτης τον διαχωρισμό, καθιστώντας
πολύ σωστά μετά την απόδειξη της υποκρισίας βαρύτερη την κατηγορία. Γι΄ αυτό
λοιπόν από εκείνον μεν δεν ζητά ούτε καν
απάντηση, ενώ στρέφεται προς τον λαό και λέγει: «ἀκούσατε
δή, οἶκος Δαυίδ· Μὴ μικρὸν ὑμῖν ἀγῶνα παρέχειν ἀνθρώποις; καὶ πῶς Κυρίῳ παρέχετε
ἀγῶνα; (:Ακούστε όλοι οι άνθρωποι της βασιλικής οικογένειας
του Δαβίδ· μήπως είναι μικρό πράγμα το να στενοχωρείτε τους ανθρώπους; Και πώς
τολμάτε να στενοχωρείτε τον Κύριο;)»
[Ησ. 7,13].
Δεν
είναι σαφή τα λόγια αυτά· γι΄αυτό λοιπόν πρέπει να αναλύσουμε αυτά με μεγάλη
προσοχή. Πράγματι αυτό που λέγει σημαίνει το εξής: «Μήπως τα λόγια αυτά είναι δικά μου; Μήπως η απόφαση είναι δική μου;
Και εάν το να μην πιστεύουμε στους ανθρώπους
έτσι απλά και χωρίς λόγο είναι βαρύ και άξιο κατηγοριών, πολύ περισσότερο είναι
βαρύ όταν αυτό συμβαίνει στον Θεό». Το «ἀγώνα παρέχειν» λοιπόν
τίποτε άλλο δεν σημαίνει, παρά απιστία.
«Αυτό λοιπόν», λέγει, «μήπως είναι μικρό έγκλημα; Μήπως είναι τυχαία
κατηγορία το να απιστεί κάποιος στους ανθρώπους; Εάν λοιπόν αυτό είναι βαρύ,
πολύ περισσότερο βαρύ είναι το να απιστεί στον Θεό». Και αυτό λοιπόν το
έλεγε για να μάθουν όλοι ότι ο προφήτης
δεν εξαπατήθηκε και ότι δεν ξεγελάστηκε από τα λόγια που άκουσε, αλλά έβγαλε την απόφαση από τις σκέψεις που
υπήρχαν μέσα στον νου του Άχαζ.
Αυτό
και ο Χριστός έκανε πολλές φορές όπως λένε τα ευαγγέλια. Πριν δηλαδή παρουσιάσει την απόδειξη από τα θαύματα, αποκαλύπτοντας την
κακία των Ιουδαίων που κυριαρχούσε μέσα στη σκέψη τους, παρουσίαζε με τον
τρόπο αυτόν όχι πιο μικρό θαύμα, πράγμα που συνέβηκε στην περίπτωση του
παραλυτικού. Επειδή δηλαδή είπε προς αυτόν: «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι
σου (:“Έχε θάρρος, παιδί μου˙ σου
έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου”)»
[Ματθ. 9,2], εκείνοι όμως έλεγαν μέσα τους: «Οὗτος βλασφημεῖ (:Αυτός βλασφημεί, διότι σφετερίζεται
δικαίωμα που μόνο ο Θεός έχει)» [Ματθ. 9,3], λέγει προτού να συσφίξει τα
μέλη του παραλυτικού: «Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς
καρδίαις ὑμῶν; (:Γιατί κάνετε
μέσα στις καρδιές σας σκέψεις πονηρές και κακοπροαίρετες;)» [Ματθ. 9,4], παρέχοντας αυτό σαν μέγιστη απόδειξη της
θεότητάς Του, το ότι γνωρίζει τις απόκρυφες σκέψεις της διάνοιας. Διότι
λέγει: «Σὺ μονώτατος οἶδας τὴν καρδίαν πάντων υἱῶν ἀνθρώπων (:Εσύ μόνο ως παντογνώστης και καρδιογνώστης
γνωρίζεις το εσωτερικό της καρδιάς όλων των ανθρώπων)» [Γ΄Βασ. 8,39]. Και ο
Δαβίδ πάλι λέγει: «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός (:διότι Εσύ, Θεέ μου, εξετάζεις στα βάθη των καρδιών τους τις σκέψεις
τους και τα απόκρυφα συναισθήματά τους στους νεφρούς)» [Ψαλμ. 7,10]. Αυτή
τη δυνατότητα γνώσεως πολλές φορές ο
Θεός έδινε και στους προφήτες, για να μαθαίνουν οι ακροατές τους, ότι τίποτε
από τα λόγια τους δεν ήταν ανθρώπινο, αλλά όλη η απόφαση προερχόταν επάνω από
τον ουρανό.
Γι'
αυτό και ο μεγαλοφωνότατος αυτός Ησαΐας, επειδή με μεγάλη επιείκεια συνομίλησε
με τον βασιλιά, τον απάλλαξε από τα κακά, τον πρότρεψε να έχει θάρρος για τα
παρόντα, και του παρουσίασε αποδείξεις γι’ αυτά, αποκαλύπτοντάς του την απόφαση
εκείνων που εκστράτευσαν εναντίον τους, ελέγχοντας την προδοσία, προλέγοντας τη
γενική και ολοκληρωτική άλωση του Ισραήλ, προσθέτοντας μάλιστα και τον χρόνο
πραγματοποιήσεως αυτής, και δεν αρκέστηκε σε αυτά, αλλά προχωρεί και παρά πέρα,
και δεν περιμένει να ζητήσει αυτός θαύμα, αλλά και επειδή, εξαιτίας της υπερβολικής απιστίας του, δεν θέλει να ζητήσει,
προτρέπεται να ζητήσει· και δεν προτρέπεται απλώς, αλλά και αφήνεται κύριος στο
να εκλέξει αυτό· διότι δεν λέγει: αυτό και αυτό το θαύμα, αλλά λέγει όποιο θέλει· πλούσιος είναι ο Κύριος, πανίσχυρη η δύναμή Του, απερίγραπτη η εξουσία
Του. Αν θελήσεις από τον ουρανό, δεν υπάρχει κανένα κώλυμα, αν από τη γη,
τίποτε δεν εμποδίζει· διότι αυτό σημαίνει το: «εἰς βάθος ἢ εἰς ὕψος (:είτε στο βάθος της γης και ακόμη πιο κάτω,
είτε στο ύψος του ουρανού)» [Ησ. 7,11].
Αλλά επειδή ούτε έτσι τον έπεισε, δεν
σταμάτησε εδώ, αλλά αφού πρόσθεσε και τον έλεγχο, και αυτόν προς διόρθωση του
ακροατή του, και για να δείξει ότι δεν εξαπατήθηκε, ούτε ξεγελάστηκε από τα
λόγια του, αποκαλύπτει προφητεία
απόρρητη, που θα συμβεί για τη σωτηρία της οικουμένης και για διόρθωση όλων των
πραγμάτων· και λέγει ότι το θαύμα θα δοθεί πλέον όχι για τον Άχαζ, αλλά για
τον ίδιο τον ιουδαϊκό λαό· διότι στην
αρχή μεν απηύθυνε τον λόγο προς αυτόν, επειδή όμως εκείνος παρουσίασε τον εαυτό
του ανάξιο, απευθύνει στη συνέχεια τον λόγο του προς τον ίδιο τον λαό.
Διότι λέγει: «Γι΄ αυτό θα δώσει ο Κύριος
το θαύμα», όχι «σε σένα», αλλά: «σε σας». «Σε σας»: σε ποιους; Στους
ανθρώπους της οικογένειας του Δαβίδ· καθόσον
από εκεί βλάστησε το θαύμα.
Ποιο
λοιπόν είναι το θαύμα; «Να, η Παρθένος θα
συλλάβει και θα γεννήσει υιό, και το όνομα που θα δοθεί σε αυτόν θα είναι
Εμμανουήλ». Είναι άξιο παρατηρήσεως αυτό που είπα και προηγουμένως, ότι
δηλαδή το θαύμα δεν δίνεται πλέον στον Άχαζ. Και το ότι δεν είναι αυτά υπόθεση,
γίνεται φανερό από το ότι ο ίδιος ο προφήτης και κατήγγειλε αυτά και κατηγόρησε
λέγοντας: «Μήπως σας φαίνεται μικρό πράγμα
το να πιστεύετε στα λόγια ανθρώπων
απεσταλμένων από τον Θεό;»· και πρόσθεσε: «Γι΄αυτό θα δώσει ο Κύριος σε σας θαύμα. Να, η Παρθένος θα συλλάβει».
Εάν πάλι δεν ήταν παρθένος, ούτε θαύμα θα ήταν· διότι το θαύμα πρέπει να ξεπερνά την κοινή σειρά των πραγμάτων και να
υπερβαίνει τη φυσική συνήθεια, και να είναι ασυνήθιστο και παράδοξο, ώστε να
γίνεται αποδεκτό από τον κάθε θεατή και ακροατή· διότι γι΄ αυτό λέγεται και
σημείο, για το ότι είναι κάτι το
διακριτικό και εντυπωσιακό. Διακριτικό επίσης δεν θα μπορούσε να είναι αν
συνέβαινε να καλυφτεί ερχόμενο σε ανάμιξη με άλλα πράγματα.
Ώστε,
εάν ο λόγος ήταν για γυναίκα που θα γεννούσε σύμφωνα με τους φυσικούς νόμους,
για ποιον λόγο ονομάζει θαύμα αυτό
που συμβαίνει καθημερινά; Γι΄ αυτό λοιπόν και αρχίζοντας δεν είπε: «Να παρθένος», αλλά: «Να, η Παρθένος», υπαινισσόμενος
με την προσθήκη του άρθρου ότι από
όλους τους ανθρώπους αυτή θα είναι μία κάποια τελείως ξεχωριστή και μοναδική Παρθένος.
Το ότι βέβαια η προσθήκη αυτή του άρθρου φανερώνει αυτό μπορούμε να το μάθουμε
και από τα ευαγγέλια. Επειδή δηλαδή έστειλαν οι Ιουδαίοι ανθρώπους προς τον
Ιωάννη τον Βαπτιστή για να ρωτήσουν: «Σὺ τίς εἶ; (:Εσύ ποιος είσαι;)» [Ιω.
1,19] και δεν έλεγαν: «Εσύ είσαι Χριστός»
αλλά «Εσύ είσαι ο Χριστός»· ούτε
έλεγαν: «εσύ είσαι προφήτης», αλλά «εάν εσύ είσαι ο προφήτης» [Ιω. 1,25: «Τί οὖν
βαπτίζεις, εἰ σὺ οὐκ εἶ ὁ Χριστὸς οὔτε Ἠλίας οὔτε ὁ προφήτης; (:Γιατί λοιπόν βαπτίζεις, αφού δεν είσαι
ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε ο προφήτης; Μόνον αυτοί θα έχουν το δικαίωμα
και την εξουσία να κάνουν αυτό που κάνεις εσύ)»], πράγμα που το καθένα από
αυτά ήταν κάτι το εξαίρετο.
Γι΄
αυτό και αρχίζοντας ο Ιωάννης το ευαγγέλιό του, δεν είπε: «Στην αρχή υπήρχε Λόγος», αλλά: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν
Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (:Στην
αρχή της δημιουργίας υπήρχε ο Υιός του Θεού, που γεννήθηκε αχρόνως από τον
Πατέρα ως άπειρος και ζωντανός Λόγος από απειροτέλειο και πάνσοφο Νου. Και ο
Λόγος, ως δεύτερο πρόσωπο της Θεότητος, ήταν αχώριστος από τον Θεό Πατέρα και
πάντοτε ενωμένος μαζί του. Και ήταν Θεός τέλειος ο Λόγος)» [Ιω. 1,1]. Έτσι λοιπόν και εδώ δεν είπε: «Να παρθένος», αλλά «Να, η παρθένος» και με το διακριτικό γνώρισμα «Ιδού», που ταιριάζει σε προφήτη· διότι
τα όσα συνέβαιναν δεν ήταν πράγματα που τα έβλεπε κάποιος μόνο, τα φαντάζονταν
και είχε μεγάλη βεβαιότητα για εκείνα που έλεγε. Καθόσον οι προφήτες έβλεπαν τα αόρατα πράγματα σαφέστερα από τους δικούς μας
οφθαλμούς· διότι η μεν αίσθηση φυσικό είναι και να εξαπατηθεί, η χάρη του
Πνεύματος όμως έδινε την απόφαση χωρίς εξαπάτηση.
«Και για ποιον λόγο», λέγει ίσως κάποιος,
«δεν πρόσθεσε ότι η γέννηση θα προέλθει
από το άγιο Πνεύμα;». Προφητεία ήταν
το λεγόμενο και έπρεπε να λεχθούν επισκιασμένα, πράγμα που πολλές φορές
είπα, εξαιτίας της αγνωμοσύνης των
ακροατών, ώστε να μη συνέβαινε, αφού τα μάθαιναν όλα με σαφήνεια, να έκαιγαν
και όλα τα βιβλία· διότι, εάν δεν
απέφυγαν να βλάψουν τους προφήτες, πολύ περισσότερο δεν θα απέφευγαν να
καταστρέψουν τα βιβλία. Και το ότι τα λόγια αυτά δεν αποτελούν απλή σκέψη
κάποιος άλλος βασιλιάς στην περίπτωση του Ιερεμία, αφού πήρε αυτά τα βιβλία, τα
ξέσχισε και τα έκαψε [πρβ. Ιερ. 43, 21 κε.]. Είδες μανία ανυπόφορη; Είδες οργή
απερίσκεπτη; Δεν του έφτασε να εξαφανίσει τα βιβλία, αλλά και τα έκαψε,
θέλοντας να ικανοποιήσει το απερίσκεπτο πάθος του. Αλλά όμως ο θαυμάσιος αυτός προφήτης, ο Ησαΐας,
αν και τα είπε με ασάφεια, εντούτοις
φανέρωσε το παν· διότι μία παρθένος,
όσο εξακολουθεί να είναι παρθένος, από
πού αλλού θα μπορούσε να γεννήσει, παρά από το άγιο Πνεύμα; Καθόσον το να
υπερέβαινε τους νόμους της φύσεως κανένας άλλος δεν μπορούσε, παρά μόνο ο Δημιουργός της φύσεως.
Ώστε, λέγοντας ότι θα γεννήσει η παρθένος, φανέρωσε το παν.
Αφού
λοιπόν μίλησε για τη γέννηση, λέγει και το όνομα Εκείνου που θα γεννηθεί, όχι
εκείνο που έλαβε, αλλά εκείνο που του
δόθηκε από τα ίδια τα πράγματα· διότι, όπως ακριβώς ονομάζει την Ιερουσαλήμ
πόλη δικαιοσύνης, αν και βέβαια
πουθενά δεν ονομάστηκε πόλη δικαιοσύνης,
αλλά από τα γεγονότα έλαβε αυτήν την ονομασία, επειδή σημειώθηκε σε αυτήν μεγάλη μεταβολή προς το καλύτερο και
προστάτεψε το δίκιο (καθόσον, όταν την ονομάζει πόρνη, το κάνει και αυτό όχι επειδή ονομάστηκε η πόλη κάποτε έτσι,
αλλά της αποδίδει το όνομα αυτό από την κακία· κατά τον ίδιο τρόπο βέβαια και
στη συνέχεια την ονομάζει πόλη
δικαιοσύνης από την αρετή της), το ίδιο λοιπόν πρέπει να λεχτεί και για τον
Χριστό, ότι δηλαδή απέδωσε σε Αυτόν το όνομα Εμμανουήλ από τα όσα συνέβησαν σε
Αυτόν· διότι τότε κατεξοχήν ο Θεός ήρθε
κοντά μας, όταν φανερώθηκε στη γη, συναναστράφηκε τους ανθρώπους και έδειξε τη
μεγάλη φροντίδα Του για μας. Καθόσον δεν ήρθε κοντά μας άγγελος, ούτε
αρχάγγελος, αλλά ο ίδιος ο Κύριος, αφού κατέβηκε από τον ουρανό, ανέλαβε τη
διόρθωσή μας, συνομιλώντας με τις πόρνες, συντρώγοντας με τους τελώνες,
μπαίνοντας στα σπίτια των αμαρτωλών, δίνοντας παρρησία στους ληστές
προσελκύοντας κοντά Του μάγους, τα πάντα
κάνοντας και διορθώνοντας, και την ίδια τη φύση του ανθρώπου ενώνοντας με τον
εαυτό Του.
Όλα
αυτά λοιπόν προλέγει ο προφήτης, αναφέροντας συγχρόνως και τη Γέννηση και το
απερίγραπτο εκείνο και άπειρο κέρδος των πόνων του τοκετού· διότι όταν ο Θεός είναι μαζί με τους
ανθρώπους τίποτε δεν πρέπει πλέον να φοβούνται, ούτε να τρέμουν, αλλά για όλα
να έχουν θάρρος, πράγμα λοιπόν και που ανέβηκε. Καθόσον καταλύθηκαν τα
αρχαία εκείνα και αμετακίνητα κακά, καταργούνταν η απόφαση εναντίον του
ανθρώπινου γένους, παρέλυαν τα νεύρα της αμαρτίας, καταλυόταν η τυραννική
εξουσία του διαβόλου, ο αδιάβατος σε όλους παράδεισος άνοιγε για πρώτη φορά
στον ανθρωποκτόνο και ληστή, οι ουράνιες αψίδες απλώνονταν, ο άνθρωπος
αναμιγνυόταν με τους αγγέλους, η φύση μας ανυψωνόταν προς τον βασιλικό θρόνο,
του άδη το δεσμωτήριο αχρηστευόταν, ο θάνατος
έμενε πλέον απλό όνομα, στερημένο από περιεχόμενο, και χοροί μαρτύρων και
γυναίκες κατακομμάτιαζαν τα κεντριά του άδη. Όλα αυτά λοιπόν προβλέποντας ο
προφήτης σκιρτούσε και χόρευε από τη χαρά του, και όλα αυτά μας τα φανέρωνε με
μία λέξη μόνο, προφητεύοντάς μας τον Εμμανουήλ.
«Βούτυρον καὶ μέλι φάγεται·
πρὶν ἢ γνῶναι αὐτὸν ἢ προελέσθαι πονηρά, ἐκλέξεται τὸ ἀγαθόν·διότι πρὶν ἢ γνῶναι
τὸ παιδίον ἀγαθὸν ἢ κακόν, ἀπειθεῖ πονηρίᾳ τοῦ ἐκλέξασθαι τὸ ἀγαθόν
(:Βούτυρο και
μέλι θα τρώγει όπως τα συνηθισμένα νήπια των ανθρώπων και με αυτά θα τραφεί.
Προτού όμως έρθει στην ηλικία εκείνη κατά την οποία μπορεί να γνωρίσει ή να
προτιμήσει τα πονηρά, θα εκλέξει το καλό· διότι δεν θα υπάρχει σε αυτό πονηρή κλίση όπως σε
μας τους άλλους, αλλά θα είναι αναμάρτητος. Ναι· βεβαίως το παιδί αυτό, προτού
να έλθει σε ηλικία κατά την οποία θα διακρίνει το καλό ή το κακό, λόγω της
αγαθότητας που υπάρχει μέσα του, θα απειθεί στην πονηρία, για να εκλέγει και να
προτιμά το αγαθό)»
[Ησ. 7,15-16].
Επειδή
το παιδί που επρόκειτο να γεννηθεί ούτε άνθρωπος απλός ήταν, ούτε μόνο Θεός,
αλλά Θεός με μορφή ανθρώπου, πολύ σωστά και ο προφήτης ποικίλλει τον λόγο,
λέγοντας άλλοτε μεν αυτό, άλλοτε δε εκείνο, αναφέροντας συγχρόνως και τα παράδοξα, και μην αφήνοντας έτσι να μη
γίνει πιστευτό το σχέδιο της θείας οικονομίας, εξαιτίας του υπερβολικού
μεγέθους του θαύματος. Διότι, αφού είπε ότι θα γεννήσει η Παρθένος, πράγμα
που ήταν ανώτερο από τον νόμο της φύσεως, και ότι θα ονομαστεί Εμμανουήλ,
πράγμα που και αυτό ήταν μεγαλύτερο από την προσδοκία, για να μη συμβεί,
ακούοντας κάποιος το όνομα Εμμανουήλ, να πάθει εκείνο που έπαθε ο Μαρκίων [Μαρκίων:
γνωστικός του 2ου αιώνος· καταγόταν από τη Σινώπη του Πόντου και
έδρασε κυρίως στη Ρώμη. Δίδασκε ότι άλλος είναι ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο
δημιουργός και πονηρός Θεός, και άλλος ο Θεός της Καινής Διαθήκης, ο αγαθός
Θεός, ο Οποίος και έστειλε τον υιό Του τον Χριστό για να απαλλάξει τον κόσμο
από την τυραννία του πονηρού Θεού] και να υποπέσει στις νοσηρές δοξασίες
του Ουαλεντίνου [Ουαλεντίνος: ο κυριότερος εκπρόσωπος του Γνωστικισμού του
Β΄ αιώνα. Δίδασκε ότι ο κόσμος προήλθε από τον υπέρτατο Θεό αφού όμως
μεσολάβησε μια ατέλειωτη σειρά μεσαζόντων θεοτήτων, των «αιώνων»], για χάρη της θείας οικονομίας αμέσως
πρόσθεσε και σαφέστατη απόδειξη της οικονομίας, επιβεβαιώνοντας αυτήν από το
ότι ο Χριστός θα έτρωγε. Διότι τι λέγει; «Βούτυρο και μέλι θα τρώγει». Αυτό δεν θα μπορούσε να είναι γνώρισμα
της θεότητας, αλλά είναι γνώρισμα της δικής μας φύσεως. Γι' αυτό λοιπόν ούτε
απλώς έπλασε άνθρωπο και τον εγκατέστησε μέσα σε αυτόν, αλλά και κύηση ανέχτηκε
και μάλιστα εννιά μηνών και με πόνους γεννήθηκε και σπάργανα φόρεσε, και έφαγε
την τροφή της πρώτης νηπιακής ηλικίας, ώστε με όλα να κλείσει τα στόματα
εκείνων που επιχειρούν να αρνηθούν τη θεία οικονομία.
Αυτά
λοιπόν προβλέποντας ο προφήτης από την αρχή δεν προλέγει μόνο τους πόνους του
τοκετού και τη θαυμαστή γέννηση, αλλά και την τροφή κατά την πρώτη ηλικία, όταν
θα βρίσκεται στα σπάργανα, που δεν διαφέρει καθόλου από την τροφή των υπόλοιπων
ανθρώπων και δεν παρουσιάζει τίποτε το παράξενο· διότι ούτε διέφεραν σε Αυτόν όλα, ούτε όλα ήταν κοινά. Πράγματι το να
γεννηθεί από γυναίκα ήταν κοινό γνώρισμα, το να γεννηθεί όμως από παρθένο ήταν
ανώτερο από αυτό που γίνεται με μας. Το να τραφεί πάλι με τον κοινό νόμο της
φύσεως και με αυτόν που τρέφονται οι πολλοί άνθρωποι, είναι κοινό γνώρισμα, το να γίνει όμως ο ναός εκείνος αδιάβατος
στην κακία και να μη δοκιμάσει καθόλου την κακία, αυτό είναι πρωτοφανές και
παράδοξο και αυτού μόνο γνώρισμα. Γι΄ αυτό λοιπόν και εκείνο και αυτό
ανέφερε. Διότι, λέγει, δεν απομακρύνθηκε από την κακία, αφού πρώτα διέπραξε την
κακία, αλλά από την αρχή και την πρώτη
στιγμή έδειχνε όλη την αρετή του.
Αυτό
ακριβώς και Αυτός έλεγε: «Τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;
(:Ποιος από σας, εξετάζοντας και
ελέγχοντας τη ζωή μου, μπορεί να αποδείξει ότι έχω κάνει έστω και την παραμικρή
αμαρτία; Κανείς)» [Ιω. 8,46]·
και: «Ἔρχεται
γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν (:διότι έρχεται ο σατανάς, που εξουσιάζει τον κόσμο που βρίσκεται
μακριά από τον Θεό˙ και έρχεται για να πραγματοποιήσει την τελευταία και
βιαιότερη επίθεσή του εναντίον μου. Αλλά δεν θα βρει σε μένα τίποτε το δικό
του, το οποίο θα του δίνει κάποια εξουσία ή κάποιο δικαίωμα επάνω μου)» [Ιω.
14,30]. Και ο ίδιος μάλιστα, αυτός, προφήτης, ο Ησαΐας, προχωρώντας λέγει ότι «ἀνομίαν
οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ (:δεν έκανε καμία παράβαση του νόμου, ούτε
βρέθηκε δόλος ή λόγος ψεύτικος στο στόμα του)» [Ησ. 53,9].
Αυτό
λοιπόν λέγει και εδώ, ότι δηλαδή προτού αποκτήσει τη γνώση να διακρίνει τα
κακά, από την ηλικία εκείνη την απειρόκακη, από την αρχή ακόμα θα δείξει την
αρετή του και δεν θα έχει κανένα κοινό με την κακία. «Διότι προτού γνωρίσει το παιδί να διακρίνει το καλό ή το κακό, θα
αποφύγει την κακία και θα προτιμήσει το καλό». Πάλι με τις λέξεις αυτές
υπαινίσσεται το ίδιο νόημα και επιμένει στα ίδια λόγια. Επειδή δηλαδή τα λόγια
αυτά ήταν πάρα πολύ υψηλά, επιβεβαιώνει αυτά με τη συνέχεια της διηγήσεως·
διότι, εκείνο που προηγουμένως ανέφερε, λέγοντας: «Προτού αποκτήσει τη γνώση να διακρίνει το καλό και το κακό», αυτό
προχωρώντας υπαινίχθηκε, λέγοντας: «Πριν
αποκτήσει το παιδί τη γνώση», και χρησιμοποιεί πάλι την επεξήγηση,
λέγοντας: «Να διακρίνει το καλό από το
κακό, θα αποφύγει την κακία και θα προτιμήσει το καλό»· διότι αυτό το εντελώς ξεχωριστό γνώρισμα ήταν
Αυτού μόνο γνώρισμα.
Γι΄
αυτό και ο Παύλος αυτό αναφέρει συνέχεια, και ο Ιωάννης πάλι όταν είδε αυτόν,
αυτό διεκήρυξε, λέγοντας: «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ
κόσμου (:Να Eκείνος που προφήτευσε ο Ησαΐας και
μας τον απέστειλε ο Θεός για να θυσιαστεί ως αρνί και να σηκώσει με τη σφαγή
και τη θυσία Tου
ολόκληρη την αμαρτία και την ενοχή του κόσμου, και έτσι να την εξαλείψει)»
[Ιω. 1,29]. Εκείνος δε που σηκώνει την αμαρτία των άλλων, αυτός πολύ
περισσότερο ήταν αναμάρτητος.
Και ο Παύλος, όπως προανέφερα, αυτό
συνέχεια βροντοφωνάζει. Επειδή δηλαδή ο Χριστός επρόκειτο να πεθάνει, για να μη
νομίσει κάποιος από τους απίστους, ότι τιμωρείται για τις αμαρτίες του,
συνέχεια αναφέρει το αναμάρτητο αυτού, για να δείξει ότι ο θάνατος αυτού ήταν μέσο απαλλαγής της δικής μας αμαρτίας.
Γι΄αυτό και έλεγε: «εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ
οὐκέτι κυριεύει. ὃ γὰρ ἀπέθανε, τῇ ἁμαρτίᾳ ἀπέθανεν ἐφάπαξ, ὃ
δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ (:και έχουμε την
πεποίθηση αυτή, διότι γνωρίζουμε ότι αφού ο Χριστός αναστήθηκε από τους
νεκρούς, δεν πεθαίνει πλέον· ο θάνατος δεν έχει πια εξουσία επάνω Του και δεν
μπορεί να Τον κυριεύσει. Και δεν Τον κυριεύει πλέον ο θάνατος, διότι και τότε
που πέθανε, πέθανε μία φορά για πάντα, για να καταλύσει την αμαρτία. Και τη ζωή
που ζει αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, τη ζει για να δοξάζει τον Θεό
μεταδίδοντας στις ψυχές των ανθρώπων την αγία και πανευτυχή και αθάνατη ζωή του
Θεού)» [Ρωμ. 6,9-10]. «Ούτε»,
λέγει, «τον θάνατο εκείνο τον υπέστη σαν
υπεύθυνος για τη διάπραξη δικής του αμαρτίας, αλλά υπέρ της κοινής αμαρτίας
όλων μας». Εάν λοιπόν τον προηγούμενο θάνατο τον υπέστη χωρίς να ήταν
υπεύθυνος, με μεγάλη υπεροχή αποδεικνύεται ότι δεν πρόκειται να πεθάνει πλέον.
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,
επιμέλεια
κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος