Συγκινήθηκε ο Πολύευκτος. Συγκλονίστηκε πολύ. Αλλά δεν άλλαξε. Δεν άλλαξε. Ήταν μαζί του κι ένας μάρτυρας, ο Νέαρχος. Φίλος του, που τον στήριζε. Και του λέει: «Νέαρχε, εγώ τον Χριστό δεν Τον αλλάζω με τίποτε. Ό,τι κι αν λένε όλοι. Κι οι αυτοκράτορες και οι συγγενείς μου και οι θρήνοι και τα κλάματα της γυναίκας μου, και τα παρακάλια και τα λογικά επιχειρήματα του πεθερού μου, εγώ δεν αλλάζω με τίποτε. Ο Χριστός μου είναι ό,τι πολύτιμο έχω. Και Τον ευχαριστώ, που με ενισχύει. Και θέλω, Χριστέ μου, να δώσω και το αίμα μου για Σένα. Αυτό είν’ το λιγότερο, σ’ αυτό που έκανες Εσύ κι έδωσες το αίμα Σου για όλους μας. Και μας προσφέρεις τα καλά Σου. Και τα επίγεια και τα επουράνια». Μεγαλομάρτυς ο Πολύευκτος.
Κι αφού είδαν εκεί ότι δεν αλλάζει, εν τέλει, οι άρχοντες οι Ρωμαίοι τον υπέβαλαν στα πιο φρικτά και μεγάλα βασανιστήρια. Έχει ωραία δοξαστικά εκεί η εορτή, που ακριβώς αναφέρονται στην ανδρειωσύνη, στο μεγαλείο, στην υπομονή και στην ομολογία και στην αντοχή του αγίου μεγαλομάρτυρος Πολυεύκτου του εν Αρμενία. Είναι ο πρώτος μάρτυς που μαρτύρησε στην Αρμενία. Ο άγιος Πολύευκτος. Πολύς και ευχές. Κι όταν προσευχόμεθα, γινόμεθα κι εμείς πολύευκτοι. Είμαστε πολύευκτοι. Και στο τέλος, αφού εκείνος δεν άλλαζε με τίποτα και υπέστη όλα τα βασανιστήρια και έλαμπε ευχόμενος, Πολύευκτος όνομα και πράγμα, διέταξε εκεί ο τύραννος τους δημίους να τον αποκεφαλίσουν.
Κι εκείνος λέει: «Χριστέ μου, Σε υπερευχαριστώ, που μ’ αξιώνεις να χύσω το αίμα μου για Σένα». Και ήθλησε και έλαμψε εκεί στην Αρμενία, στη Μελιτηνή. Και ύστερα οι χριστιανοί πήραν το πολύαθλο σώμα, το έθαψαν και πάνω στον τάφο έφτιαξαν ναό, που περιέλαβε και τον τάφο του. Και κάθε χρόνο, στις 9 Ιανουαρίου, έκαμαν σύναξη και τιμούσαν τον μεγαλομάρτυρα Πολύευκτο. Κι έκαμε θαύματα και εμφανίζετο σε πολλούς και τους βοηθούσε κι σκέπαζε και την περιοχή.
Αλήθεια, όλη η οικουμένη, και περισσότερο τα μέρη της τότε ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, έχει τη μεγίστη ευλογία να φιλοξενεί στα σπλάχνα της και να έχει τάφους και λείψανα μαρτύρων και αγίων και ασκητών. Τους έχουμε μαζί μας. Οι ψυχές τους πήγαν στον Κύριο. Τα ιερά τους λείψανα, τα υπόλοιπα, δηλαδή, της οντότητός τους, έμεναν εδώ. Και τα έχουμε για ευλογία. Κι ο αγιασμός πέρασε σε όλη τους την ύπαρξη. Και τα ιερά οστέα τους, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αναδίδουν τη χάρη του Χριστού και τη δύναμη και τη θαυματουργική του δράση.
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, Χειμερινό συναξάρι, τ. Α΄, σ. 142-144).Πηγή.