Ἡ κα­θο­λι­κή ἐ­λευ­θε­ρί­α


Τὸ «θη­ρί­ο» μὲ τὴν «ἀ­πά­τη» του ἔ­χει ἕ­να μο­να­δι­κὸ σκο­πό: τὴ δι­ά­σπα­ση καὶ τὸν ἐ­κμη­δε­νι­σμὸ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας καὶ τοῦ νο­ή­μα­τός της. Καὶ αὐ­τὸ κα­τορ­θώ­νε­ται μὲ τὴ δι­ά­σπα­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς κα­θο­λι­κῆς κοι­νω­νί­ας καὶ τοῦ ἀν­θρώ­που ὡς προ­σώ­που.

Ἡ ἀ­πά­τη αὐ­τὴ αἰχ­μα­λω­τί­ζει τὴ ρί­ζα τῶν λο­γι­κῶν ὄν­των, τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τους. Χω­ρὶς τὸ φῶς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ ὁ Θε­ὸς καὶ ὁ ἄν­θρω­πος καὶ τὸ σύμ­παν κα­λύ­πτον­ται ἀ­πὸ τὸν ἀ­πέ­ραν­το ζό­φο τῆς ἀ­ναγ­και­ό­τη­τας. Στὸ βυ­θὸ τῆς ἀ­λο­γί­ας τὸ πρῶ­το ποὺ λεί­πει εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Καὶ θὰ λεί­πη ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α πάν­το­τε ἀ­πὸ ἐ­κεῖ, ὅ­που δὲν σώ­ζον­ται οἱ τρι­α­δι­κὲς «ἑ­νώ­σεις» καὶ «δι­α­κρί­σεις», δη­λα­δὴ ἐ­κεῖ, ὅ­που βα­σι­λεύ­ει ἡ σύγ­χυ­ση ἀ­νά­με­σα στὴ «φύ­ση» καὶ στὸ «πρό­σω­πο», εἴ­τε αὐ­τὸ ἀ­να­φέ­ρε­ται στὸ Θε­ὸ εἴ­τε στὴν κτι­στὴ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ἡ ἀ­πά­τη εἶ­ναι «ἀ­νυ­πό­στα­τη» καὶ τοῦ­το για­τὶ ἀ­κρι­βῶς δι­α­λύ­ει τὴν «ὑ­πό­στα­ση», ποὺ εἶ­ναι ἡ κα­θο­λι­κὴ Ἀ­λή­θεια. Ἡ δι­ά­λυ­ση ἔρ­χε­ται εἴ­τε μὲ τὴν αὐ­θαί­ρε­τη καὶ τε­λι­κὰ ἀ­νύ­παρ­κτη σύγ­χυ­ση καὶ ἀ­νά­μι­ξη τῶν δύ­ο αὐ­τῶν στοι­χεί­ων, ποὺ στὴν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τά τους εἶ­ναι πάν­το­τε ἑ­νω­μέ­να, ἀλ­λὰ συ­νά­μα καὶ δι­α­κρί­νον­ται (δη­λα­δὴ τῆς φύ­σε­ως καὶ τοῦ προ­σώ­που), εἴ­τε μὲ τὴν αὐ­θαί­ρε­τη δι­ά­σπα­ση τῆς ἑ­νό­τη­τάς τους.

Ἔ­τσι τρό­πος ὑ­πάρ­ξε­ως τῶν πραγ­μά­των κα­ταν­τά­ει ὁ «κοι­νὸς ἐκ­βια­σμὸς» καὶ ἡ κά­θε εἴ­δους κοι­νω­νί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τὴ τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρὰ ἕ­νας τρό­πος ἐκ­βια­σμοῦ. Αὐ­τὴ ἡ ἄρ­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας, στὴν ὁ­ποί­α ὁ­δη­γεῖ­ται ἀ­να­πό­τρε­πτα βα­δί­ζον­τας τὸ δρό­μο αὐ­τὸ ὁ ἄν­θρω­πος, ἔ­γι­νε φα­νε­ρὸ πὼς ὀ­φεί­λε­ται στὴν ἔλ­λει­ψη ἐ­πι­γνώ­σε­ως γιὰ τὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἀ­λή­θεια τῶν ὄν­των καὶ γιὰ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ ἀ­ξί­α τῶν ἀν­θρώ­πων, στὴν ἄ­γνοι­α τῶν νη­μά­των, ποὺ συν­δέ­ουν τὸν ἕ­να ἄν­θρω­πο μὲ τὸν ἄλ­λο καὶ γε­νι­κὰ μὲ ὅ­λη τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.

Ὁ Θε­άν­θρω­πος φα­νέ­ρω­σε τὴν Ἀ­λή­θεια γιὰ τὴν Τριά­δα καὶ ταυ­τό­χρο­να πραγ­μα­το­ποί­η­σε −καὶ πραγ­μα­το­ποι­ών­τας φα­νέ­ρω­σε− τὴν ἀ­λή­θεια τῆς κτί­σε­ως. Ἡ δι­πλὴ αὐ­τὴ ἀ­πο­κά­λυ­ψη ἔ­χει ἕ­να σκο­πό. Ὁ Χρι­στὸς θέ­λη­σε μέ­σα στὸ θε­αν­θρώ­πι­νο χω­νευ­τή­ριο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του νὰ δι­α­λύ­ση μὲ τὴν ὑ­πό­στα­σή Του τὴν «ἀ­νυ­πό­στα­τη ἀ­πά­τη». Ἔ­τσι, ἀ­πὸ τό­τε ποὺ «ὁ Λό­γος σὰρξ ἐ­γέ­νε­το», ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε πὼς ἡ ρί­ζα τῶν πάν­των εἶ­ναι τὸ φῶς· πὼς ἡ ρί­ζα τῶν πάν­των εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α καὶ ἡ ἁ­γι­ό­της. Ἡ ρί­ζα τῶν πάν­των εἶ­ναι ἡ κοι­νω­νί­α καὶ τὸ νό­η­μα τῶν πάν­των εἶ­ναι πά­λιν ἡ κοι­νω­νί­α. Καὶ τοῦ­το ἐ­πει­δὴ τὸ ἐ­σώ­τα­το μυ­στή­ριο τῶν πάν­των εἶ­ναι τὸ Πρό­σω­πο.

Ὁ Χρι­στός, σύμ­φω­να μὲ τὴ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ, ἕ­νω­σε καὶ συμ­πε­ρι­έ­λα­βε μέ­σα Του τὸ πᾶν:  Ἕ­νω­σε τὸ ἄρ­σεν καὶ τὸ θῆ­λυ μὲ τὴ γέν­νη­σή Του, τὴν οἰ­κου­μέ­νη καὶ τὸν πα­ρά­δει­σο μὲ τὴ ζω­ή Του, τὴ γῆ καὶ τὸν οὐ­ρα­νό (τὸ κτι­στὸ καὶ τὸ ἄ­κτι­στο) μὲ τὴ σάρ­κω­ση καὶ τὴν ἀ­νά­λη­ψή Του. Ἀ­φθαρ­το­ποί­η­σε τὴ φύ­ση μὲ τὴν ἀ­νά­στα­σή Του καὶ ὡ­δή­γη­σε τὴν ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση στὴ μό­νη πραγ­μα­τι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α μὲ τὴν ἀ­πο­δο­χὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θε­οῦ, ποὺ τὸ ἐ­κλαμ­βά­νει ὡς τὸ ἐ­σώ­τα­το καὶ οἰ­κει­ό­τα­το μέ­τρο καὶ τύ­πο τοῦ  Ἴ­διου Του τοῦ Ἑ­αυ­τοῦ. Αὐ­τὸς ὡ­δή­γη­σε καὶ προ­σκα­λεῖ μὲ τὸ Πρό­σω­πό Του στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α τὸ ἀ­πο­μο­νω­μέ­νο ἄ­το­μο, ποὺ κιν­δυ­νεύ­ει αἰ­ώ­νια νὰ ἐμ­πλα­κῆ στὰ δί­κτυ­α τῆς «ἀ­νυ­πό­στα­της ἀ­πά­της».

Ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι «κα­τα­δι­κα­σμέ­νος νὰ εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρος» (πί­σω ἀ­πὸ τού­τη τὴ θέ­ση τοῦ Σὰρ­τρ γε­λά­ει μὲ τὴν ἀ­παί­σια γκρι­μά­τσα τὸ προ­σω­πεῖ­ο τῆς θε­ᾶς Ἀ­νάγ­κης), ἀλ­λὰ εἶ­ναι ἀ­πὸ τὴν ἀρ­χὴ κα­λε­σμέ­νος στὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στὴν Ἀ­λή­θεια: «γνώ­σε­σθε τὴν ἀ­λή­θειαν καὶ ἡ ἀ­λή­θεια ἐ­λευ­θε­ρώ­σει ὑ­μᾶς» (Ἰ­ω. η΄ 32). Στὸν ὀρ­θό­δο­ξο χῶ­ρο αὐ­τῆς τῆς κα­θο­λι­κό­τη­τας πρό­κει­ται γιὰ μιὰν ἐ­λευ­θε­ρί­α, ποὺ ἐκ­πη­γά­ζει πα­ρά­δο­ξα ἀ­πὸ τὴν ὑ­πα­κο­ή. Ἡ ὑ­πα­κο­ὴ εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κὰ ἐ­κεί­νη, ποὺ ὁ­δη­γεῖ στὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὴν ἀ­φαί­ρε­ση τῆς ἐ­γω­ι­στι­κῆς ἀ­πο­μό­νω­σης καὶ τὴν οἰ­κεί­ω­ση τῆς κα­θο­λι­κῆς Ἀ­λή­θειας.

Ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση αὐ­τῆς τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας στὴ σφαί­ρα τοῦ ἀ­λό­γου (Irrational) καὶ ἡ ἀ­πο­δο­χὴ μιᾶς «ἀ­κτί­στου ἐ­λευ­θε­ρί­ας», ποὺ «προ­ϋ­πάρ­χει τοῦ εἶ­ναι» (Μπερ­διά­εφ), ἀλ­λὰ καὶ τὸ ἀν­τί­θε­το, δη­λα­δὴ ἡ ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας στὰ πλαί­σια τοῦ ἁ­πλοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ γί­γνε­σθαι, ση­μαί­νει ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τὴν κη­δεί­α της. Για­τὶ καὶ μὲ καὶ μὲ τὸν ἕ­να καὶ μὲ τὸν ἄλ­λο τρό­πο ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α ξε­ρι­ζώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ Πρό­σω­πο καὶ ἀ­πὸ τὴν κοι­νω­νί­α τῶν Προ­σώ­πων, ποὺ εἶ­ναι ἡ πρω­ταρ­χι­κὴ καὶ μο­να­δι­κὴ ρί­ζα καὶ ἑ­στί­α της.

Τὸ μυ­στή­ριο τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας λοι­πὸν πα­ρα­μέ­νει καὶ εἶ­ναι τὸ ἄρ­ρη­το μυ­στή­ριο τῆς «ἀλ­λη­λο­πε­ρι­χω­ρή­σε­ως» τῶν Προ­σώ­πων τῆς Ἁ­γί­ας Τριά­δος. Ἔ­τσι ἡ ἀ­πο­δο­χὴ ἢ ὄ­χι τῆς Τριά­δος ὡς τοῦ τρό­που ζω­ῆς ἀ­πὸ τὰ λο­γι­κὰ ὄν­τα εἶ­ναι καὶ ἀ­πο­δο­χὴ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Ἡ πραγ­μά­τω­ση δὲ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας γί­νε­ται μέ­σα στὴν κέ­νω­ση, τὴν ἕ­νω­ση, τὴν ὑ­πα­κο­ὴ καὶ τὴν ἀ­γά­πη. Ἀ­πὸ τὴν τα­πεί­νω­ση καὶ τὴν κέ­νω­ση τοῦ κα­θε­νὸς χτί­ζει ὁ Θε­ὸς τὸ με­γα­λεῖ­ο τῶν πάν­των καὶ τοῦ κα­θε­νὸς χω­ρι­στά. Ὅ­ταν κα­τέ­βη ὁ ἄν­θρω­πος στὸ «μη­δέν», ἐ­κεῖ δη­λα­δὴ ἀ­π’ ὅ­που ξε­κί­νη­σε τὴν πρώ­τη στιγ­μὴ τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας του, ἀν­τι­κρύ­ζει γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ τὸ φω­τει­νὸ τρι­συ­πό­στα­το ὑ­πό­βα­θρό του καὶ ἑ­νώ­νε­ται μὲ αὐ­τό, καὶ τό­τε μό­νο ἐ­λευ­θε­ρώ­νε­ται ἀ­πὸ τὸ δυ­σβά­στα­κτο βά­ρος τῆς «ἐ­πι­θυ­μί­ας τῆς σαρ­κός» καὶ τῆς «ἀ­λα­ζο­νεί­ας τοῦ βί­ου», ποὺ «οὐκ ἔ­στιν ἐκ τοῦ Πα­τρός, ἀλ­λ’ ἐκ τοῦ κό­σμου ἐ­στίν» (Α΄ Ἰ­ω. β΄ 16 – 17). Ἐ­κεῖ, στὸ «μη­δέν», συ­ναν­τι­ῶν­ται καὶ ὁ βα­πτι­σμέ­νος καὶ ρι­ζω­μέ­νος στὴν Τριά­δα καὶ ὁ ἀ­βά­πτι­στος. Μο­νά­χα ποὺ τὸ «μη­δὲν» γιὰ τὸν ἕ­να μὲν γί­νε­ται «τά­φος», ἀ­φοῦ ὁ κό­σμος, ποὺ μέ­νει ἡ μό­νη τρο­φὴ καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α του, «πα­ρά­γε­ται καὶ ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α αὐ­τοῦ», ἐ­νῶ γιὰ τὸν ἄλ­λο γί­νε­ται «τά­φος» βέ­βαι­α, ἀλ­λὰ συ­νά­μα καὶ «μή­τηρ» («τὸ σω­τή­ριον ὕ­δωρ καὶ τά­φος ὑ­μῖν ἐ­γέ­νε­το καὶ μή­τηρ», Ἁγ. Κύ­ριλ­λος Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων), για­τὶ «ὁ ποι­ῶν τὸ θέ­λη­μα τοῦ Πα­τρὸς μέ­νει εἰς τὸν αἰ­ώ­να» (Α΄ Ἰ­ω. β΄ 17), για­τὶ ἀν­τλεῖ τὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὴν ἀ­κέ­νω­τη πη­γὴ τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας καὶ τῆς ζω­ῆς.

Μὲ αὐ­τὴ τὴν ἐ­λευ­θε­ρί­α ξα­να­συγ­κεν­τρώ­νον­ται τὰ δι­α­σκορ­πι­σμέ­να ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α παι­διὰ τοῦ Θε­οῦ καὶ συ­ναν­τι­ῶν­ται στὴν ἕ­νω­ση, ποὺ δὲν ἔ­χει πλέ­ον κα­μιὰ δι­αί­ρε­ση. Ἡ κα­θο­λι­κό­της εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς αὐ­τὴ ἡ σύ­να­ξη («ὁ Θε­ὸς ἔ­στη ἐν συ­να­γω­γῇ θε­ῶν», Ψάλμ. 81,1), ποὺ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α, στὸ Σῶ­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που. Ὁ Χρι­στὸς εἶ­ναι ἐ­κεῖ­νος, ποὺ ἐ­πα­να­φέ­ρει τὸν ἄν­θρω­πο ἀ­πὸ τὴν ἀλ­λό­τρια γῆ στὴν πρω­ταρ­χι­κὴ κα­θο­λι­κό­τη­τα. Τοῦ δί­νει γιὰ τρο­φὴ τὴ θε­ό­τη­τά Του «δι’ ἧς γί­νε­ται ἥ τε τοῦ τυ­ράν­νου κα­θαί­ρε­σις καὶ ἡ τῶν ὑ­π’ αὐ­τοῦ κρα­του­μέ­νων ἐ­λευ­θε­ρί­α» (Ἁγ. Γρη­γό­ριος Νύσ­σης).

Τὴν «ἀ­νυ­πό­στα­τη ἀ­πά­τη» λοι­πόν, σὰν ψέμ­μα καὶ ψευ­το­ε­λευ­θε­ρί­α, τὴν ἀ­ναι­ρεῖ ἡ Ἀ­λή­θεια, ὡς Πρό­σω­πο καὶ ὡς κα­θο­λι­κὴ ἐ­λευ­θε­ρί­α. Ὅ­λα δὲ αὐ­τὰ δὲν ση­μαί­νουν πα­ρὰ ὅ­τι τὰ Θε­ο­φά­νεια εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να καὶ τὰ ἀν­θρω­πο­φά­νεια, ἡ δι­πλὴ ἐν μο­νά­δι ἀ­λή­θεια, κα­τὰ πάν­τα κα­θο­λι­κή.

 Τμῆμα ἀπὸ τὸ κείμενο του μητρ. Aμφιλοχίου Ράντοβιτς «Ἡ καθολικότητα τῆς Ὀρθοδοξίας» δημοσιευμένο στὸ βιβλίο «Μαρτυρία Ὀρθοδοξίας» ἐκδ. Βιβλιοπωλείου τῆς Ἑστίας, 1971.

Πηγή