Ἕνας ἁπλὸς μοναχὸς ἐπισκεπτόταν
κατὰ διαστήματα μὲ ἄλλους ἀδελφοὺς ἕναν ἐνάρετο γέροντα, ποὺ ἔμενε πολὺ μακριὰ
πρὸς πνευματικὴ ὠφέλεια. Ὅταν γύριζε στὸ κελί του δὲ θυμόταν τὶς σοφὲς συμβουλὲς
καὶ διηγήσεις τοῦ γέροντα.
Ἔτσι τοῦ μπῆκε ὁ λογισμὸς ὅτι
ἄσκοπα κάνει τόσο δρόμο καὶ κόπο, ὁπότε δὲν χρειάζεται νὰ πηγαίνει.
Ἀποφάσισε νὰ πάει γιὰ τελευταία
φορά, νὰ αναφέρει τὸ πρόβλημα στὸν γέροντα καὶ μὴν τὸν ἐπισκεφτεῖ ξανά.
-Πάτερ δὲν θὰ ξαναέρθω μὲ τοὺς
ἄλλους πατέρες γιατὶ ὅταν ἐπιστρέφω στὸ κελί μου δὲ θυμᾶμαι τί μᾶς εἶπες καὶ δὲν
ὠφελοῦμαι.
Τότε ὁ γέροντας τοῦ ἔδωσε ἕνα
καλάθι βρώμικο καὶ τοῦ εἶπε:
-Πήγαινε στὸ πηγάδι γέμισέ το
νερό καὶ φέρ ’το… Νὰ προσπαθήσεις πολλές φορές!
Κάνοντας ὑπακοὴ ὁ μοναχός πῆγε.
Προσπάθησε πολλές φορές νά γεμίσει τὸ καλάθι νερό, ρίχνοντας το στὸ πηγάδι, ἀλλὰ
κάθε φορά τὸ καλάθι δὲν μποροῦσε νὰ συγκρατήσει τὸ νερό.
Ἀπελπισμένος, ἀπογοητευμένος
καὶ κουρασμένος γύρισε στὸν γέροντα.
-Πάτερ, δὲν γίνεται νὰ φέρω νερό μὲ τὸ καλάθι. Μόλις ἀνεβάζω τὸ καλάθι ἀπὸ τὸ πηγάδι, ἀμέσως ἀδειάζει. Προσπάθησα πολλὲς φορές. Ἄδικος κόπος!
- Ἄδικος κόπος! Γιὰ κοίταξε τὸ
καλάθι εἶναι ὅπως στὸ ἔδωσα;
-Ὄχι, ἒχουν φύγει οἱ βρωμιὲς
καὶ οἱ ἀκαθαρσίες ποὺ εἶχε, δὲν εἶναι βρώμικο, εἶναι καθαρό.
-Ὅ,τι ἔγινε μὲ τὸ καλάθι,
γίνεται καὶ μὲ τὸ νοῦ σου. Δὲν συγκρατεῖ τὰ λόγια μου, ἀλλὰ οἱ ἀκάθαρτοι λογισμοὶ
φεύγουν καὶ ὁ νοῦς σου μένει καθαρός!
Ἀπὸ τὸ Γεροντικὸ