Οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ διακρίνονται ἀπὸ μιὰ σπάνια ἔλλειψη φόβου. Ὁ μακάριος Νικόλαος ἔτρεχε ἀνάμεσα στοὺς δρόμους τοῦ Πσκὼφ προσποιούμενος τὸν τρελό, ἐλέγχοντας τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες τους καὶ προφητεύοντας ἐκεῖνα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τοὺς συμβοῦν.
Ὅταν ὁ Ἰβὰν ὁ Δ΄ ὁ Τρομερὸς κατέφθασε στὸ Πσκώφ, ὁλόκληρη ἡ πόλη
διασαλεύτηκε ἀπὸ τὸν τρόμο γιὰ τὸ φοβερὸ τσάρο. Γιὰ νὰ τὸν ὑποδεχθοῦν οἱ κάτοικοι τοποθέτησαν στὴν εἴσοδο κάθε σπιτιοῦ ψωμὶ καὶ ἁλάτι, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι,
φοβισμένοι, δὲν ἐμφανίστηκαν.
Ὅταν ὁ κυβερνήτης
τῆς πόλης πρόσφερε στὸν τσάρο ψωμὶ καὶ ἁλάτι σ’ ἕνα δίσκο, ὁ τσάρος ἔσπρωξε μακριά τον δίσκο, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ πέσουν καταγῆς τὸ ψωμὶ καὶ τὸ ἁλάτι.
Τότε ἐμφανίστηκε
μπροστά του ὁ ὅσιος
Νικόλαος: ντυμένος μὲ ποδήρη χιτώνα,
δεμένο μὲ σκοινὶ στὴ μέση, χοροπηδοῦσε γύρω του μ’ ἕνα μπαστούνι, σὰν παιδί. Τοῦ φώναζε:
«Ἰβάνουσκα, Ἰβάνουσκα, φάε ψωμὶ κι ἁλάτι καὶ μὴν τρῶς ἀνθρώπινο αἷμα».
Οἱ στρατιῶτες ἔτρεξαν νὰ τὸν πιάσουν, ὅμως ἐκεῖνος τοὺς ξεγλίστρησε καὶ κρύφτηκε.
Ὁ τσάρος
ζήτησε νὰ μάθει γιὰ τὸ μακάριο Νικόλαο –ποιὸς ἦταν καὶ τί ἦταν– καὶ τὸν ἐπισκέφθηκε στo φτωχικό του. Ἦταν τότε ἡ πρώτη ἑβδομάδα τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ὁ Νικόλαος,
μόλις πληροφορήθηκε ὅτι ἐρχόταν ὁ τσάρος γιὰ νὰ τὸν ἐπισκεφθεῖ, φρόντισε
νὰ ἐξασφαλίσει ἕνα κομμάτι ὠμὸ κρέας. Ὅταν λοιπὸν κατέφθασε ὁ Ἰβὰν ὁ Τρομερός, ὁ ὅσιος ἔβαλε μετάνοια καὶ τοῦ πρόσφερε τὸ κρέας λέγοντας:
«Φάε, Ἰβάνουσκα,
φάε!».
Ὀργισμένος ὁ τσάρος τοῦ ἀπάντησε «Εἶμαι
χριστιανὸς καὶ δὲν τρώω κρέας τὴ Σαρακοστὴ γιατὶ νηστεύω!».
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ μονομιᾶς τὸν ἀποστόμωσε:
«Κάνεις πολὺ χειρότερα: τρέφεσαι μὲ σάρκα καὶ αἷμα ἀνθρώπων,
ξεχνώντας ὄχι μόνον τὴ Σαρακοστή,
ἀλλὰ καὶ τὸν ἴδιο τὸν Θεό!».
Τὸ μάθημα αὐτὸ μπῆκε βαθιὰ μέσα στὴν καρδιὰ τοῦ τσάρου Ἰβὰν· ντροπιασμένος ἔφυγε ἀμέσως ἀπ’ τὸ Πσκώφ, ὅπου ἀρχικῶς εἶχε ἔλθει μὲ τὴν πρόθεση νὰ κατασφαγιάσει τὸν πληθυσμό.
(Απόσπασμα
από τον Πρόλογο της Αχρίδος του Αγίου Νικολάου Βελιμόροβιτς που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Άθως).
Πηγὴ ἐδῶ.