Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου
Ἡ ἐχεμύθεια τῶν πιστῶν
σὲ θέματα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἐν καιρῷ διωγμοῦ
«Στις έσχατες ημέρες πού δεν θα είναι
εύκολη η Θεία Λειτουργία, όταν θα πάρουν τα βουνά οι Χριστιανοί στις ημέρες
παραμονών Αντιχρίστου θα υπάρχει αυτό το θέμα…».
Μακαριστοῦ Γέροντος Ἀθανασίου Μυτιληναίου – Ἡ ἐχεμύθεια τῶν πιστῶν σὲ θέματα ἐκκλησιαστικὰ καὶ ἐν καιρῷ διωγμοῦ (ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 127η ὁμιλία στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων)
…Ἐδῶ τίθεται ἕνα πάρα πάρα πολὺ σοβαρὸ πρόβλημα· τὸ ὁποῖον ἐμένα μὲ ἀπασχολεῖ πολλὰ χρόνια, μιᾶ ποὺ κι ἐσεῖς κι ἐγὼ βρισκόμεθα μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ ἀποτελοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν. Εἶναι τὸ ἑξῆς: εἶναι ἡ μυστικότητα τῶν θεμάτων τῆς Ἐκκλησίας ἐκ μέρους τῶν πιστῶν. Κάποτε ἡ Ἐκκλησία ἦτο ἕνα κλειστὸν κύκλωμα. Ἕνα λείψανο τοῦ κλειστοῦ τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀκοῦμε, λείψανο, ποὺ λέγεται «τὰς θύρας, τὰς θύρας». Δηλαδή, κλεῖστε τὶς πόρτες.
Βέβαια σήμερα δὲν κλείνομε τὶς πόρτες, γιατί ὑποτίθεται ὅτι δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ κλείσουμε τὶς… πόρτες. Καὶ ἔχομε δώσει στοὺς νεότερους ἑρμηνευτὰς τῆς Θείας Λειτουργίας, μία διάσταση, θὰ λέγαμε κάπως μεταφορική: «Κλεῖστε τὶς πόρτες τῆς ψυχῆς, ποὺ εἶναι οἱ πέντε αἰσθήσεις. Δηλαδὴ τὰ μάτια σας, νὰ μὴν βλέπουν παράξενα μέσα στὴν Ἐκκλησία, τὰ αὐτιά σας νὰ μὴν ἀκοῦν κάτι ποὺ δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκούσουν» κ.ο.κ. «Κλεῖστε», μὲ ἄλλα λόγια, «ὅλα ἐκεῖνα τὰ σημεῖα, τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσαν νὰ σᾶς κάνουν νὰ μὴν ἔχετε συγκέντρωση κατὰ τὴν Θεία Λειτουργία».
Ὅμως αὐτὸ τὸ παράγγελμα δὲν εἶναι πνευματικό. Εἶναι καθαρὰ τεχνικό. Ὅπως ἐκεῖνο τὸ «Σοφία. Ὀρθοί». «Σοφία». Ἔχει τελεία. Μετά: «Ὀρθοί»· ποὺ σημαίνει «τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι σοφία». Ὅταν βγαίνει ὁ ἱερεὺς καὶ λέει: «Σοφία». Καὶ θὰ ‘πρεπε ἐκεῖ νὰ σταματᾶμε. «Σοφία». Μία διακοπὴ ποὺ νὰ δείχνει τελεία καὶ μετά: «Ὀρθοί». Καὶ πάλι τελεία. Πού θὰ πεῖ: «Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· σηκωθεῖτε ἀπὸ τὰ καθίσματά σας». Διότι οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐκάθηντο ἢ μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Ὅπως καὶ σήμερα ἔχομε καθίσματα. Ἢ δὲν φθάνουν γιὰ ὅλους ἤ, ὅπως θέλετε πάρτε το, πάντως μποροῦσαν νὰ καθίσουν εἰς τὰ σκαμνιά τους, εἰς τοὺς «σκίμποδες» (ὁ σκίμπους, τοῦ σκίμποδος). Εἶναι τὸ σκαμνί. Καὶ τί περίεργο πράγμα- νὰ πῶ κι ἕνα γλωσσολογικό: Ὁ σκίμπους, ἑλληνικοτάτη λέξις, ἒ; Ὁ σκίμπους, τοῦ σκίμποδος ποὺ εἶναι τὸ σκαμνί, ἐπῆγε στὴν Εὐρώπη καὶ γύρισε μὲ τὴν ὀνομασία «σκαμπό»!-. Λοιπόν, μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Ἐκεῖ τί; Ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν τὴν ὥρα ἐκείνη. Νὰ σηκωθοῦν. Αὐτὰ εἶναι τεχνικὰ παραγγέλματα, τεχνικά. Κι ἐφρόντιζαν οἱ ἁρμόδιοι, διάκονοι συνήθως, ὅ,τι ἤσαν, οἱ ἁρμόδιοι γιὰ ὅλα αὐτά.
Ἔτσι κι ἐδῶ, μὲ τὸ «τὰς θύρας, τὰς θύρας», θὰ πεῖ: Κλεῖστε τὶς πόρτες. Τεχνικὸ παράγγελμα. Γιατί; Ἡ Ἐκκλησία ἦταν μία κλειστὴ ὑπόθεσις. Ἐὰν δὲν ἤσουν βαπτισμένος, δὲν μποροῦσες νὰ μπεῖς στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ οἱ Κατηχούμενοι μπαίναν, ἀλλὰ φεύγαν ὅταν θὰ ἐγίνετο ἡ Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ τὸ κύριο σῶμα, δηλαδὴ ὁ καθαγιασμὸς τῶν Τιμίων Δώρων. Φεύγαν.
Στοὺς χρόνους τοῦ διωγμοῦ ἦταν ἡ Ἐκκλησία κρυμμένη. Τὸ τί ἔκανε ἡ ἴδια καὶ πῶς ἐνεργοῦσε, δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ μάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔπρεπε ποτέ. Αὐτὸ τὸ κρυφό, τὸ μυστικό, τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐτηρεῖτο μετὰ ἀπολύτου σχολαστικότητος.
Σᾶς ἔλεγα μία περασμένη φορᾶ, θὰ τὸ δοῦμε, θὰ τὸ διαβάσουμε, ὅταν θὰ δοῦμε τὶς Μυσταγωγικὲς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὑπάρχει ἀπέξω, δὲν τὸ ‘γραψε ὁ ἅγιος Κύριλλος, τὸ ἔγραψε ἄλλος: «Πρόσεξε», λέει, «δὲν θὰ τὸ παραδώσεις αὐτὸ εἰς τοὺς ἀμυήτους». Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος εἰς τὴν πρώτη Κατήχηση τὸ λέει μὲ σαφήνεια: «Πρόσεξε, διότι ἐάν», λέει, «μπῆκες νὰ περιπολήσεις τὸ τί κάνομε ἐμεῖς ἐδῶ, σὲ περιπολεῖ ὁ Θεός! Καὶ πρόσεξε καλά!». Τὸ τονίζει καὶ τὸ ξανατονίζει αὐτὸ ὁ ἅγιος Κύριλλος. Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ μπαίναν ὡς κατάσκοποι νὰ δοῦν τί κάνουν οἱ Χριστιανοὶ μέσα στὴ Λειτουργία τους. Δὲν ἔπρεπε! Ἐδιώκοντο δὲ οἱ Χριστιανοί. Συνεπῶς ἦταν ἀναγκαιοτάτη ἡ περίπτωσις διατηρήσεως μυστικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν. Πῶς μποροῦσε ἕνας ἱερεὺς νὰ κυκλοφορεῖ; Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει ἢ ἔχει γίνει ἢ θὰ γίνει ἢ γίνεται- ὅπως θέλετε πάρτε το- ἂς ποῦμε ὅτι κάποια μέρα τῶν ἡμερῶν, δὲν φοράω ράσα, ὄχι ἀπὸ μοντερνισμό, ἀλλὰ διότι ἀπαγορεύονται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς· δὲν φοράω λοιπὸν ράσα, ἔχω μία περιβολὴ καὶ ἐμφάνιση κοσμικοῦ καὶ λαϊκοῦ, δὲν ξέρει κανεὶς ὅτι εἶμαι ἱερεύς. Μάλιστα μὲ τὴν εὐκαιρία τὸ λέω γιατί μοῦ ΄καναν δῶρο αὐτὲς τὶς μέρες ἀπὸ κάπου ἕνα πολὺ μικρό, πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, στενὸ καὶ μικρό. Λέω: Αὐτὸ τὸ βάζει κανεὶς ἀπὸ μέσα, δὲν τὸ βλέπει κανένας καὶ μπορεῖ νὰ κάνει δουλειά. Ἐγὼ τουλάχιστον τὸ ΄χω κάνει αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω. Ἔχω ἐξομολογήσει ἀνθρώπους στὸν δρόμο. Στὸν δρόμο! Τὸ φαντάζεστε; Ἢ μπαίνοντας στὴν εἴσοδο μίας πολυκατοικίας. Καὶ τὸ ἐπιτραχήλιο τὸ φορῶ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ράσο.
Τώρα φορᾶμε καὶ τὰ ράσα. Κάποια φορᾶ μπορεῖ νὰ μὴν τὰ φορᾶμε καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ μέσα, σὰν πουκάμισο ἀπὸ μέσα. Ἕνα πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, πολὺ μικρό, τὸ φοράει κανείς. Καὶ νὰ λέει στὸν ἄλλον: «Λοιπόν…, Γιωργάκη, τί νέα; Τί κάνουνε στὸ σπίτι; (Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου)». Κι ἀρχίζει νὰ λέει ὁ ἄλλος: «Πῶς πᾶνε οἱ δουλειές;». Δηλαδὴ μ’ ἄλλα λόγια κάποια κρυφά, κάποια δυνατὰ τὰ λέμε, ὅτι συζητοῦμε… Κι ὁ ἄλλος κάνει τὴν ἐξομολόγησή του. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴν περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐξομολογήθηκε νὰ πάει νὰ πεῖ -σὲ ἀδελφούς, ἐννοεῖται- ὅτι… «ξέρετε, ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος μὲ ἐξομολόγησε στὸν δρόμο· ὁ ὁποῖος βέβαια δὲν φοράει ράσα» κτλ. ἔτσι; Καὶ τώρα κρυφὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι διωγμός, δὲν ξέρω τί εἶναι. Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ 2ος, ὁ 3ος, ὁ 10ος ποὺ θὰ τὸ μάθουνε, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἐχεμύθεια, νὰ πᾶνε νὰ ποῦν: «Ἂ, αὐτὸς εἶναι ἱερεὺς καὶ ἐξομολογεῖ». Πᾶνε λοιπὸν καὶ συλλαμβάνουν τὸν πατέρα Ἀθανάσιο ὅτι κάνει ἐξομολόγηση καὶ εἶναι παπᾶς. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζετε ὅτι αὐτὰ εἶναι μακρινὰ πράγματα, δὲν εἶναι παρὰ ἐλάχιστα χρόνια, ἴσως 5-6 χρόνια, ὅταν διαβάσαμε στὶς ἐφημερίδες τὸ ἑξῆς περιστατικό: Στὴ Ρωσία, ἕνας ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς ρωσικῆς ἱεραρχίας, βρέθηκε νεκρὸς μέσα εἰς τὸ τραῖνο. Πήγαινε νὰ κάνει ἐπιθεώρηση, ἂς ποῦμε, λογιστική. Δὲν ξέρω τί πήγαινε νὰ κάνει. Πάντως ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος, καὶ εἶχε καὶ μία βαλιτσούλα, τὴν ὁποία πάντοτε ἔπαιρνε μαζί του. Πέθανε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ τραῖνο ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή. Ὅταν ἄνοιξαν τὸ βαλιτσάκι, ξέρετε τί βρήκανε μέσα; Μίαν ἐπισκοπικὴν στολήν! Ἦταν κρυφὸς ἐπίσκοπος. Νά, στὶς ἡμέρες μας…
Λοιπόν, αὔριο μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερα τὰ πράγματα. Δὲν ξέρομε. Ἔχομε παλινδρομήσεις τῶν φαινομένων. Ἐρωτῶ: Ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς ὑπάρχει ἐχεμύθεια; Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τοὺς κάνει νὰ ἡσυχάσουν καὶ τοὺς εἶπε ὅ,τι τοὺς εἶπε, μποροῦσε κανεὶς νὰ πάει ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἄλλη μέρα στὸ σπίτι του, στὴν γειτονιὰ καὶ νὰ πεῖ: «Ξέρετε, εἴδαμε τὸν Πέτρον;» κτλ, κτλ. Τσιμουδιά! Τσιμουδιά! Φερμουάρ! Τ’ ἀκοῦτε; Δυστυχῶς ἀνάμεσα στοὺς πιστούς μας ὑπάρχουν ἐπιπόλαιοι ἄνθρωποι, ἀκριτόμυθοι, ἀβαθεῖς καὶ ἀνεύθυνοι, ποὺ μποροῦν αὐτοί, χωρὶς νὰ λογαριάσουν τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, νὰ δημιουργήσουνε πάρα πολὺ κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Μαζεύονται 50 ἄνθρωποι καὶ κάνομε κρυφὰ κάποια Λειτουργία. Κρυφὰ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Καὶ πάει κάποιος, κάποια καὶ τὸ λέει στὴν γειτονιά. «Ἄχ, νὰ δεῖς μία ὡραία Λειτουργία!». «Ποῦ; Πῶς; Τί;» Ξέρετε, κρατιέται μυστικό; Κυκλοφορεῖ. Καὶ μετά; Ἅμα ξαναπᾶμε δεύτερη φορὰ ἐκεῖ, ἔρχονται καὶ μᾶς συλλαμβάνουν. Καὶ τί κάνομε παρακάτω; Τί κάνομε παρακάτω;
Ἐμένα αὐτὸ τὸ πρόβλημά μου ἦταν πάντοτε. Ἂν ἔρθουν δύσκολες ἡμέρες, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀσκήσει ποιμαντικήν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα. Γιατί πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σὲ καιρὸ διωγμοῦ τὸ θέμα αὐτὸ ὡς πρόβλημα εἶναι σχεδὸν ἀξεπεράστο. Εἶναι πρόβλημα. Γι΄αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀποκτοῦν μία ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ μίαν ὑπευθυνότητα ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ φτάσουν νὰ βλάψουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες, ποῦ δὲν θὰ εἶναι εὔκολη ἡ Θεία Λειτουργία, τί πιστεύετε, ὅταν θὰ πάρουν τὰ βουνὰ οἱ Χριστιανοὶ στὶς ἡμέρες Ἀντιχρίστου ἢ παραμονῶν Ἀντιχρίστου αὐτὸ τὸ θέμα δὲν θὰ ὑπάρχει; Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο θέμα, πάρα πολύ… Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ κάνεις μία Λειτουργία κρυφά; Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ ἀσκεῖς τὰ πνευματικά σου καθήκοντα κρυφά; Τότε, τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ εἶναι σοβαροὶ καὶ θὰ εἶναι ἀκριτόμυθοι, θὰ εἶναι ἕτοιμοι κάτι νὰ τοὺς φύγει ἀπὸ τὰ δόντια τους, νὰ ποῦν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν δοντιῶν των», ὅπως λέγεται, τότε θὰ παραχωρήσει ὁ Θεός, ἔτσι τὸ καταλαβαίνω, νὰ προσκυνήσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὸν Ἀντίχριστον. Θὰ μοῦ πεῖτε, γιατί; Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι πολὺ ἁπλό. Διότι θὰ συλληφθοῦν. Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἔφθασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα, γιὰ νὰ μὴν κακοποιηθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνεπῶς θὰ προσκυνήσουν τὸν Ἀντίχριστο. Αὐτὸ ἔχουν νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κρατᾶνε ἕνα μυστικό. Σᾶς παρακαλῶ, ἂς ἀσκούμεθα στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ εἴμεθα πάρα πολὺ προσεκτικοί, νὰ εἴμεθα σοβαροί, νὰ εἴμεθα ἐχέμυθοι σὲ θέματα Ἐκκλησίας. Μὴν εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ βγοῦμε ἔξω καὶ νὰ ποῦμε ὅ,τι μᾶς κατέβη στὸ μυαλό μας. Καὶ πολλὲς φορὲς τὰ λέμε καὶ παραποιημένα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀκοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Βέβαια ἕνας τέτοιος τύπος, εἴτε τὸ καταλαβαίνει, εἴτε δὲν τὸ καταλαβαίνει, γίνεται προδότης. Καί, δυστυχῶς, ὅπως λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ γράφιδος Ἀποστόλου Παύλου, στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ὑπάρξουν καὶ οἱ προδόται. Λέγει στὸν Τιμόθεο, στὴν Β΄ τοῦ ἐπιστολή, 3, 4: «Ἒσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἄσπονδοι, προδόται». «Ἂσπονδοι», ὅπως λέει ἕνας ἑρμηνευτὴς, «οὐ βέβαιοι περί τάς φιλίας, οὐδέ ἀληθεῖς περί ἃ συντίθενται». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουνε μία ἐπιπολαιότητα γύρω ἀπὸ τὶς συμφωνίες ποὺ κάνουν. Αὐτοὶ λέγονται ἄσπονδοι. Δὲν εἶναι «τῆς αὐτῆς σπονδῆς» -ἀπὸ ἐκεῖ κατάγεται. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀθετοῦν τὶς συμφωνίες τους. Καὶ μετὰ λέει: «προδόται». Προσέξτε: «προδόται»… Καὶ τὸ θέμα βέβαια εἶναι εὐρύ, τοῦ προδότου καὶ τῆς προδοσίας, εἶναι εὐρύ. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει προδότης ἀπὸ ἐπιπολαιότητα. Ὅπως κάποτε πίεσαν κάποια παιδιὰ νὰ ποῦν ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης. Καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ὑπέδειξαν ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος καὶ τὸν συνέλαβαν τὸν ἅγιο Πολύκαρπο. Ἀλλὰ κάποτε ὅμως καὶ ἀπὸ μία διάθεση προδοσίας. Δυστυχῶς ποτὲ δὲν ἔχει λείψει αὐτὸ τὸ στοιχεῖον τῆς προδοσίας. Εἴτε γιὰ νὰ πετύχει κανεὶς κάτι καλύτερο στὴ ζωή του ἢ ὅπως θέλετε. Πάντως προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ φθάσουν νὰ προδώσουν τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ τοὺς οἰκείους των, τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς των, ὅπως μᾶς τὸ ἔχει πεῖ ὁ Κύριος. «Θὰ προδώσει», λέει, «ὁ πατέρας τὸ παιδὶ» κτλ. κτλ. «σὲ ἡμέρες τέτοιες δύσκολες».
Ἀκόμη προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ καταδώσουν πιστούς, τὸ τί κάνουν, στοὺς ἐχθρούς, στοὺς διώκτας των. Ἀκόμη, προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, θὰ προδίδει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ ποικίλα συμφέροντα, ποικίλα, σᾶς τὸ ξαναλέγω. Καὶ ἡ προδοσία, μέσα στὴν Ἐκκλησία, δυστυχῶς, ἔχει ἕναν εὐρύτερο χαρακτήρα. Ὅπως ἕνας μπορεῖ νὰ γράψει ἕνα βιβλίο -νὰ βαφτίστηκε Χριστιανός, ἒ;- νὰ γράψει ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι… ἂς ποῦμε οἰκουμενιστικόν. Δηλαδὴ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀποπλανήσει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δὲν εἶναι προδότης τῆς πίστεως, αὐτός; Κ.ο.κ. Γι΄ αὐτὸ λοιπὸν ἂς προσέχουμε πάρα πολύ. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι προδότες βρίσκονται στὸν χῶρο μίας ὑποτονισμένης πνευματικότητος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μίαν ἀκμαία πνευματικότητα, ἀνθοῦσα, ἀνθηρὰ πνευματικότητα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προτιμᾶ νὰ γίνει μάρτυς, παρὰ προδότης.
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 127η ὁμιλία ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ὁ μακαριστὸς ἅγιος γέροντας Ἀθανάσιος σχετικὰ μὲ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» κεφ. 12, ἐδάφια 17-19, στὶς 4-2-90].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ: Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
Ὅμως αὐτὸ τὸ παράγγελμα δὲν εἶναι πνευματικό. Εἶναι καθαρὰ τεχνικό. Ὅπως ἐκεῖνο τὸ «Σοφία. Ὀρθοί». «Σοφία». Ἔχει τελεία. Μετά: «Ὀρθοί»· ποὺ σημαίνει «τὸ Εὐαγγέλιον εἶναι σοφία». Ὅταν βγαίνει ὁ ἱερεὺς καὶ λέει: «Σοφία». Καὶ θὰ ‘πρεπε ἐκεῖ νὰ σταματᾶμε. «Σοφία». Μία διακοπὴ ποὺ νὰ δείχνει τελεία καὶ μετά: «Ὀρθοί». Καὶ πάλι τελεία. Πού θὰ πεῖ: «Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ· σηκωθεῖτε ἀπὸ τὰ καθίσματά σας». Διότι οἱ πιστοὶ ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἐκκλησία ἐκάθηντο ἢ μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Ὅπως καὶ σήμερα ἔχομε καθίσματα. Ἢ δὲν φθάνουν γιὰ ὅλους ἤ, ὅπως θέλετε πάρτε το, πάντως μποροῦσαν νὰ καθίσουν εἰς τὰ σκαμνιά τους, εἰς τοὺς «σκίμποδες» (ὁ σκίμπους, τοῦ σκίμποδος). Εἶναι τὸ σκαμνί. Καὶ τί περίεργο πράγμα- νὰ πῶ κι ἕνα γλωσσολογικό: Ὁ σκίμπους, ἑλληνικοτάτη λέξις, ἒ; Ὁ σκίμπους, τοῦ σκίμποδος ποὺ εἶναι τὸ σκαμνί, ἐπῆγε στὴν Εὐρώπη καὶ γύρισε μὲ τὴν ὀνομασία «σκαμπό»!-. Λοιπόν, μποροῦσαν νὰ καθίσουν. Ἐκεῖ τί; Ἔπρεπε νὰ σηκωθοῦν τὴν ὥρα ἐκείνη. Νὰ σηκωθοῦν. Αὐτὰ εἶναι τεχνικὰ παραγγέλματα, τεχνικά. Κι ἐφρόντιζαν οἱ ἁρμόδιοι, διάκονοι συνήθως, ὅ,τι ἤσαν, οἱ ἁρμόδιοι γιὰ ὅλα αὐτά.
Ἔτσι κι ἐδῶ, μὲ τὸ «τὰς θύρας, τὰς θύρας», θὰ πεῖ: Κλεῖστε τὶς πόρτες. Τεχνικὸ παράγγελμα. Γιατί; Ἡ Ἐκκλησία ἦταν μία κλειστὴ ὑπόθεσις. Ἐὰν δὲν ἤσουν βαπτισμένος, δὲν μποροῦσες νὰ μπεῖς στὴν Ἐκκλησία. Μετὰ οἱ Κατηχούμενοι μπαίναν, ἀλλὰ φεύγαν ὅταν θὰ ἐγίνετο ἡ Θεία Λειτουργία, δηλαδὴ τὸ κύριο σῶμα, δηλαδὴ ὁ καθαγιασμὸς τῶν Τιμίων Δώρων. Φεύγαν.
Στοὺς χρόνους τοῦ διωγμοῦ ἦταν ἡ Ἐκκλησία κρυμμένη. Τὸ τί ἔκανε ἡ ἴδια καὶ πῶς ἐνεργοῦσε, δὲν ἔπρεπε ποτὲ νὰ τὸ μάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶχαν σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. Δὲν ἔπρεπε ποτέ. Αὐτὸ τὸ κρυφό, τὸ μυστικό, τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἐτηρεῖτο μετὰ ἀπολύτου σχολαστικότητος.
Σᾶς ἔλεγα μία περασμένη φορᾶ, θὰ τὸ δοῦμε, θὰ τὸ διαβάσουμε, ὅταν θὰ δοῦμε τὶς Μυσταγωγικὲς Κατηχήσεις τοῦ ἁγίου Κυρίλλου, ὑπάρχει ἀπέξω, δὲν τὸ ‘γραψε ὁ ἅγιος Κύριλλος, τὸ ἔγραψε ἄλλος: «Πρόσεξε», λέει, «δὲν θὰ τὸ παραδώσεις αὐτὸ εἰς τοὺς ἀμυήτους». Ἀλλὰ ὁ ἅγιος Κύριλλος εἰς τὴν πρώτη Κατήχηση τὸ λέει μὲ σαφήνεια: «Πρόσεξε, διότι ἐάν», λέει, «μπῆκες νὰ περιπολήσεις τὸ τί κάνομε ἐμεῖς ἐδῶ, σὲ περιπολεῖ ὁ Θεός! Καὶ πρόσεξε καλά!». Τὸ τονίζει καὶ τὸ ξανατονίζει αὐτὸ ὁ ἅγιος Κύριλλος. Διότι δὲν ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν ἄνθρωποι ποὺ θὰ μπαίναν ὡς κατάσκοποι νὰ δοῦν τί κάνουν οἱ Χριστιανοὶ μέσα στὴ Λειτουργία τους. Δὲν ἔπρεπε! Ἐδιώκοντο δὲ οἱ Χριστιανοί. Συνεπῶς ἦταν ἀναγκαιοτάτη ἡ περίπτωσις διατηρήσεως μυστικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν κληρικῶν καὶ ἐκ μέρους τῶν λαϊκῶν. Πῶς μποροῦσε ἕνας ἱερεὺς νὰ κυκλοφορεῖ; Ἐκεῖνο ποὺ θὰ γίνει ἢ ἔχει γίνει ἢ θὰ γίνει ἢ γίνεται- ὅπως θέλετε πάρτε το- ἂς ποῦμε ὅτι κάποια μέρα τῶν ἡμερῶν, δὲν φοράω ράσα, ὄχι ἀπὸ μοντερνισμό, ἀλλὰ διότι ἀπαγορεύονται ρητῶς καὶ κατηγορηματικῶς· δὲν φοράω λοιπὸν ράσα, ἔχω μία περιβολὴ καὶ ἐμφάνιση κοσμικοῦ καὶ λαϊκοῦ, δὲν ξέρει κανεὶς ὅτι εἶμαι ἱερεύς. Μάλιστα μὲ τὴν εὐκαιρία τὸ λέω γιατί μοῦ ΄καναν δῶρο αὐτὲς τὶς μέρες ἀπὸ κάπου ἕνα πολὺ μικρό, πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, στενὸ καὶ μικρό. Λέω: Αὐτὸ τὸ βάζει κανεὶς ἀπὸ μέσα, δὲν τὸ βλέπει κανένας καὶ μπορεῖ νὰ κάνει δουλειά. Ἐγὼ τουλάχιστον τὸ ΄χω κάνει αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω. Ἔχω ἐξομολογήσει ἀνθρώπους στὸν δρόμο. Στὸν δρόμο! Τὸ φαντάζεστε; Ἢ μπαίνοντας στὴν εἴσοδο μίας πολυκατοικίας. Καὶ τὸ ἐπιτραχήλιο τὸ φορῶ ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸ ράσο.
Τώρα φορᾶμε καὶ τὰ ράσα. Κάποια φορᾶ μπορεῖ νὰ μὴν τὰ φορᾶμε καὶ νὰ εἶναι ἀπὸ μέσα, σὰν πουκάμισο ἀπὸ μέσα. Ἕνα πολὺ μικρὸ ἐπιτραχήλιο, πολὺ μικρό, τὸ φοράει κανείς. Καὶ νὰ λέει στὸν ἄλλον: «Λοιπόν…, Γιωργάκη, τί νέα; Τί κάνουνε στὸ σπίτι; (Λέγε τὶς ἁμαρτίες σου)». Κι ἀρχίζει νὰ λέει ὁ ἄλλος: «Πῶς πᾶνε οἱ δουλειές;». Δηλαδὴ μ’ ἄλλα λόγια κάποια κρυφά, κάποια δυνατὰ τὰ λέμε, ὅτι συζητοῦμε… Κι ὁ ἄλλος κάνει τὴν ἐξομολόγησή του. Μπορεῖτε νὰ φανταστεῖτε τὴν περίπτωση αὐτὸς ποὺ ἐξομολογήθηκε νὰ πάει νὰ πεῖ -σὲ ἀδελφούς, ἐννοεῖται- ὅτι… «ξέρετε, ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος μὲ ἐξομολόγησε στὸν δρόμο· ὁ ὁποῖος βέβαια δὲν φοράει ράσα» κτλ. ἔτσι; Καὶ τώρα κρυφὰ αὐτὰ τὰ πράγματα, εἶναι διωγμός, δὲν ξέρω τί εἶναι. Καὶ τώρα αὐτὸς ὁ 2ος, ὁ 3ος, ὁ 10ος ποὺ θὰ τὸ μάθουνε, γιατί οἱ ἄνθρωποι δὲν ἔχουν ἐχεμύθεια, νὰ πᾶνε νὰ ποῦν: «Ἂ, αὐτὸς εἶναι ἱερεὺς καὶ ἐξομολογεῖ». Πᾶνε λοιπὸν καὶ συλλαμβάνουν τὸν πατέρα Ἀθανάσιο ὅτι κάνει ἐξομολόγηση καὶ εἶναι παπᾶς. Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίζετε ὅτι αὐτὰ εἶναι μακρινὰ πράγματα, δὲν εἶναι παρὰ ἐλάχιστα χρόνια, ἴσως 5-6 χρόνια, ὅταν διαβάσαμε στὶς ἐφημερίδες τὸ ἑξῆς περιστατικό: Στὴ Ρωσία, ἕνας ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος τῆς ρωσικῆς ἱεραρχίας, βρέθηκε νεκρὸς μέσα εἰς τὸ τραῖνο. Πήγαινε νὰ κάνει ἐπιθεώρηση, ἂς ποῦμε, λογιστική. Δὲν ξέρω τί πήγαινε νὰ κάνει. Πάντως ἀνώτατος ἀξιωματοῦχος, καὶ εἶχε καὶ μία βαλιτσούλα, τὴν ὁποία πάντοτε ἔπαιρνε μαζί του. Πέθανε ὁ ἄνθρωπος μέσα στὸ τραῖνο ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή. Ὅταν ἄνοιξαν τὸ βαλιτσάκι, ξέρετε τί βρήκανε μέσα; Μίαν ἐπισκοπικὴν στολήν! Ἦταν κρυφὸς ἐπίσκοπος. Νά, στὶς ἡμέρες μας…
Λοιπόν, αὔριο μπορεῖ νὰ εἶναι χειρότερα τὰ πράγματα. Δὲν ξέρομε. Ἔχομε παλινδρομήσεις τῶν φαινομένων. Ἐρωτῶ: Ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς ὑπάρχει ἐχεμύθεια; Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Πέτρος τοὺς κάνει νὰ ἡσυχάσουν καὶ τοὺς εἶπε ὅ,τι τοὺς εἶπε, μποροῦσε κανεὶς νὰ πάει ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἄλλη μέρα στὸ σπίτι του, στὴν γειτονιὰ καὶ νὰ πεῖ: «Ξέρετε, εἴδαμε τὸν Πέτρον;» κτλ, κτλ. Τσιμουδιά! Τσιμουδιά! Φερμουάρ! Τ’ ἀκοῦτε; Δυστυχῶς ἀνάμεσα στοὺς πιστούς μας ὑπάρχουν ἐπιπόλαιοι ἄνθρωποι, ἀκριτόμυθοι, ἀβαθεῖς καὶ ἀνεύθυνοι, ποὺ μποροῦν αὐτοί, χωρὶς νὰ λογαριάσουν τὸ βάθος τῶν πραγμάτων, νὰ δημιουργήσουνε πάρα πολὺ κακὸ στὴν Ἐκκλησία. Μαζεύονται 50 ἄνθρωποι καὶ κάνομε κρυφὰ κάποια Λειτουργία. Κρυφὰ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες. Καὶ πάει κάποιος, κάποια καὶ τὸ λέει στὴν γειτονιά. «Ἄχ, νὰ δεῖς μία ὡραία Λειτουργία!». «Ποῦ; Πῶς; Τί;» Ξέρετε, κρατιέται μυστικό; Κυκλοφορεῖ. Καὶ μετά; Ἅμα ξαναπᾶμε δεύτερη φορὰ ἐκεῖ, ἔρχονται καὶ μᾶς συλλαμβάνουν. Καὶ τί κάνομε παρακάτω; Τί κάνομε παρακάτω;
Ἐμένα αὐτὸ τὸ πρόβλημά μου ἦταν πάντοτε. Ἂν ἔρθουν δύσκολες ἡμέρες, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἀσκήσει ποιμαντικήν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔχουν αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα. Γιατί πρέπει νὰ σᾶς πῶ ὅτι σὲ καιρὸ διωγμοῦ τὸ θέμα αὐτὸ ὡς πρόβλημα εἶναι σχεδὸν ἀξεπεράστο. Εἶναι πρόβλημα. Γι΄αὐτὸ οἱ πιστοὶ πρέπει, ἀγαπητοί μου, νὰ ἀποκτοῦν μία ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ μίαν ὑπευθυνότητα ἔναντι τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νὰ μὴ φτάσουν νὰ βλάψουν τὴν Ἐκκλησία. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι στὶς ἔσχατες ἡμέρες, ποῦ δὲν θὰ εἶναι εὔκολη ἡ Θεία Λειτουργία, τί πιστεύετε, ὅταν θὰ πάρουν τὰ βουνὰ οἱ Χριστιανοὶ στὶς ἡμέρες Ἀντιχρίστου ἢ παραμονῶν Ἀντιχρίστου αὐτὸ τὸ θέμα δὲν θὰ ὑπάρχει; Εἶναι πάρα πολὺ σπουδαῖο θέμα, πάρα πολύ… Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ κάνεις μία Λειτουργία κρυφά; Τὸ πῶς μπορεῖς νὰ ἀσκεῖς τὰ πνευματικά σου καθήκοντα κρυφά; Τότε, τὸ ἀποτέλεσμα θὰ εἶναι, ἐκεῖνοι ποὺ δὲν θὰ εἶναι σοβαροὶ καὶ θὰ εἶναι ἀκριτόμυθοι, θὰ εἶναι ἕτοιμοι κάτι νὰ τοὺς φύγει ἀπὸ τὰ δόντια τους, νὰ ποῦν δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «ἕρκος τῶν δοντιῶν των», ὅπως λέγεται, τότε θὰ παραχωρήσει ὁ Θεός, ἔτσι τὸ καταλαβαίνω, νὰ προσκυνήσουν οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ τὸν Ἀντίχριστον. Θὰ μοῦ πεῖτε, γιατί; Εἶναι πολὺ ἁπλό, εἶναι πολὺ ἁπλό. Διότι θὰ συλληφθοῦν. Καὶ τότε, ἐπειδὴ ἔφθασαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐπιπολαιότητα, γιὰ νὰ μὴν κακοποιηθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρχὲς καὶ ἐξουσίες, θὰ ἀρνηθοῦν τὸν Χριστό. Συνεπῶς θὰ προσκυνήσουν τὸν Ἀντίχριστο. Αὐτὸ ἔχουν νὰ πάθουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν κρατᾶνε ἕνα μυστικό. Σᾶς παρακαλῶ, ἂς ἀσκούμεθα στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ εἴμεθα πάρα πολὺ προσεκτικοί, νὰ εἴμεθα σοβαροί, νὰ εἴμεθα ἐχέμυθοι σὲ θέματα Ἐκκλησίας. Μὴν εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ βγοῦμε ἔξω καὶ νὰ ποῦμε ὅ,τι μᾶς κατέβη στὸ μυαλό μας. Καὶ πολλὲς φορὲς τὰ λέμε καὶ παραποιημένα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἀκοῦμε μέσα στὴν Ἐκκλησία.
Βέβαια ἕνας τέτοιος τύπος, εἴτε τὸ καταλαβαίνει, εἴτε δὲν τὸ καταλαβαίνει, γίνεται προδότης. Καί, δυστυχῶς, ὅπως λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, διὰ γράφιδος Ἀποστόλου Παύλου, στὶς ἔσχατες ἡμέρες θὰ ὑπάρξουν καὶ οἱ προδόται. Λέγει στὸν Τιμόθεο, στὴν Β΄ τοῦ ἐπιστολή, 3, 4: «Ἒσονται γὰρ οἱ ἄνθρωποι ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἄσπονδοι, προδόται». «Ἂσπονδοι», ὅπως λέει ἕνας ἑρμηνευτὴς, «οὐ βέβαιοι περί τάς φιλίας, οὐδέ ἀληθεῖς περί ἃ συντίθενται». Εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ἔχουνε μία ἐπιπολαιότητα γύρω ἀπὸ τὶς συμφωνίες ποὺ κάνουν. Αὐτοὶ λέγονται ἄσπονδοι. Δὲν εἶναι «τῆς αὐτῆς σπονδῆς» -ἀπὸ ἐκεῖ κατάγεται. Συνεπῶς εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἀθετοῦν τὶς συμφωνίες τους. Καὶ μετὰ λέει: «προδόται». Προσέξτε: «προδόται»… Καὶ τὸ θέμα βέβαια εἶναι εὐρύ, τοῦ προδότου καὶ τῆς προδοσίας, εἶναι εὐρύ. Μπορεῖ κανεὶς νὰ γίνει προδότης ἀπὸ ἐπιπολαιότητα. Ὅπως κάποτε πίεσαν κάποια παιδιὰ νὰ ποῦν ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης. Καὶ τὰ παιδιὰ αὐτὰ ὑπέδειξαν ποῦ κρύβεται ὁ ἅγιος Πολύκαρπος καὶ τὸν συνέλαβαν τὸν ἅγιο Πολύκαρπο. Ἀλλὰ κάποτε ὅμως καὶ ἀπὸ μία διάθεση προδοσίας. Δυστυχῶς ποτὲ δὲν ἔχει λείψει αὐτὸ τὸ στοιχεῖον τῆς προδοσίας. Εἴτε γιὰ νὰ πετύχει κανεὶς κάτι καλύτερο στὴ ζωή του ἢ ὅπως θέλετε. Πάντως προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ φθάσουν νὰ προδώσουν τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως ἀλλὰ καὶ τοὺς οἰκείους των, τοὺς κατὰ σάρκα συγγενεῖς των, ὅπως μᾶς τὸ ἔχει πεῖ ὁ Κύριος. «Θὰ προδώσει», λέει, «ὁ πατέρας τὸ παιδὶ» κτλ. κτλ. «σὲ ἡμέρες τέτοιες δύσκολες».
Ἀκόμη προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ καταδώσουν πιστούς, τὸ τί κάνουν, στοὺς ἐχθρούς, στοὺς διώκτας των. Ἀκόμη, προδόται εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος, θὰ προδίδει ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπὸ ποικίλα συμφέροντα, ποικίλα, σᾶς τὸ ξαναλέγω. Καὶ ἡ προδοσία, μέσα στὴν Ἐκκλησία, δυστυχῶς, ἔχει ἕναν εὐρύτερο χαρακτήρα. Ὅπως ἕνας μπορεῖ νὰ γράψει ἕνα βιβλίο -νὰ βαφτίστηκε Χριστιανός, ἒ;- νὰ γράψει ἕνα βιβλίο τὸ ὁποῖον νὰ εἶναι… ἂς ποῦμε οἰκουμενιστικόν. Δηλαδὴ νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀποπλανήσει τοὺς πιστοὺς εἰς τὴν αἵρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Δὲν εἶναι προδότης τῆς πίστεως, αὐτός; Κ.ο.κ. Γι΄ αὐτὸ λοιπὸν ἂς προσέχουμε πάρα πολύ. Καὶ μὴν ξεχνᾶμε ὅτι προδότες βρίσκονται στὸν χῶρο μίας ὑποτονισμένης πνευματικότητος. Διότι ἐκεῖνος ποὺ ἔχει μίαν ἀκμαία πνευματικότητα, ἀνθοῦσα, ἀνθηρὰ πνευματικότητα, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προτιμᾶ νὰ γίνει μάρτυς, παρὰ προδότης.
[Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν 127η ὁμιλία ποὺ εἶχε ἐκφωνήσει ὁ μακαριστὸς ἅγιος γέροντας Ἀθανάσιος σχετικὰ μὲ τὶς «Πράξεις τῶν Ἀποστόλων» κεφ. 12, ἐδάφια 17-19, στὶς 4-2-90].
ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ
καὶ μὲ ἀπροσμέτρητη εὐγνωμοσύνη στὸν πνευματικό μας καθοδηγητὴ μακαριστὸ γέροντα Ἀθανάσιο Μυτιληναῖο,
μεταφορὰ τῆς ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας σὲ ἠλεκτρονικὸ κείμενο καὶ ἐπιμέλεια: Ἑλένη Λιναρδάκη, φιλόλογος
ΠΗΓΕΣ: Ἀπομαγνητοφώνηση ὁμιλίας διὰ χειρὸς τοῦ ἀξιοτίμου κ. Ἀθανασίου Κ.
Πηγὴ ἐδῶ.