Βοϊνέσκος Νικόλαος
Πρὶν μερικὰ χρόνια μία κυρία ἔστειλε ἕνα γράμμα στὸν μακαριστὸ γέροντα Ἐφραὶμ τὸν Κατουνακιώτη καὶ τοῦ ἔγραφε ὅτι ἔχει πολλὰ βάσανα, μεγάλο σταυρὸ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ σηκώσει τὸν Σταυρό της.
Καὶ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ τῆς ἀπάντησε: «Μοῦ γράφεις ὅτι ἔχεις πολλὰ βάσανα. Καὶ ἐγώ σοῦ λέγω τόσο τὸ καλύτερο γιὰ τὴν ψυχή σου! Ὁ Θεὸς πού σοῦ δίδει αὐτὰ τὰ βάσανα γνωρίζει ὅτι τόσα βαστάζεις, σὲ τόσα ἀντέχει ἡ ψυχή σου, ἄν σοῦ δώσει περισσότερα θὰ πέσεις, ἐάν σοῦ δώσει ὀλιγοτέρα βάσανα σὲ ἀδικεῖ, ἀπὸ αἰώνιο μισθό, ἀπὸ αἰώνια χαρά...»
Εἰς τὰ μέρη τῶν Ἀθηνῶν ἦτο ἕνας παπουτσὴς, πολὺ σκληρὸς ἄνθρωπος, εἶχε ἕνα κοριτσάκι μικρό, τὸ ὁποῖο πολὺ τὸ παίδευε. Τὸ καημένο ἔκανε ὑπομονὴ ἕως ὅτου χτικίασε, δηλ. ἔπαθε φυματίωση, καὶ ἔπεσε στὸ κρεβάτι. Δὲν γόγγυζε, δὲν ἀντιμιλοῦσε τοῦ θετοῦ πατέρα της, ἀλλὰ ἦταν ὅλο ὑπομονή. Στὸ τέλος πέθανε, ἀφοῦ προηγουμένως μία Γερόντισσα τὸ ἔκανε καλογριούλα καὶ τὸ ὀνόμασε Ἀνυσία μοναχή. Ὅταν τῆς ἔκαναν ἀνακομιδὴ τὰ λείψανά της εὐωδίασαν. Αὐτὸ εἶναι σημάδι ἁγιότητας. Βλέπετε πῶς πληρώνει ὁ Χριστὸς τὴν ὑπομονή; Ἐὰν γνωρίζαμε τὰ αἰώνια ἀγαθά, ποὺ θὰ μᾶς χαρίσει ὁ Πανάγαθος Θεὸς θὰ τὸν παρακαλούσαμε νὰ ἔχουμε ἐδῶ πάντοτε θλίψεις, βάσανα καὶ πίκρες, γιὰ νὰ χαιρόμαστε ἐκεῖ αἰωνίως. Ἡ Ἐκκλησία μᾶς λέγει ὅτι, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος γνώριζε τὰ αἰώνια ἀγαθὰ θὰ ὑπέμεινε εὐχαρίστως ὅλες τὶς θλίψεις καὶ τὰ βάσανα ἀπὸ κτίσεως κόσμου μέχρι τῆς συντέλειας τοῦ αἰῶνος, γιὰ αὐτὰ τὰ ἀνέκφραστα ἀγαθά, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν γνωρίζει γιὰ αὐτὸ εὔκολα ἀπογοητεύεται καὶ εὔκολα ἀπελπίζεται.
Στὴν Κρήτη μία γυναίκα πολὺ ὑπέφερε ἀπὸ τὸν ἄνδρα της. Ἦσαν φτωχοί, πάμφτωχοι. Ὁ ἄνδρας ἦτο καπνιστὴς μανιώδης καὶ ἔπινε πολύ. Ὅταν δὲν εἶχε χρήματα γιὰ τὸ πιοτὸ καὶ τὰ τσιγάρα στὴ γυναίκα του ξεθύμαινε καὶ πολὺ ξύλο τῆς ἔδινε. Μία βραδιὰ πῆγε στὸ σπίτι του καὶ πολὺ χτύπησε τὴ γυναίκα του. Αὐτὴ ὅμως, Μαρία τὸ ὄνομά της, ὑπέμενε γενναίως καὶ ὅλο τὴν Παναγία ἐπεκαλεῖτο. Τὰ μεσάνυχτα σηκώθηκε, χτενίστηκε, φόρεσε τὰ καλά της ροῦχα καὶ πλάγιασε, γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσει πλέον. Ἀπέθανε. Ὅταν, μετὰ ἕνα χρόνο, τὴν ἔκαναν ἀνακομιδὴ ὅλος ὁ τόπος εὐωδίασε. Δὲν εἶχαν ἀκόμη φτάσει σκάφτοντας στὰ ὀστᾶ της καὶ μία ἄρρητος εὐωδιὰ ἐξῆλθε. Ὅταν ἔβγαλαν τὰ ὀστᾶ της γέμισε ὁ τόπος ἀρρήτου εὐωδίας. Ἔκλαιγαν ὅλοι. Ὁ ἄνδρας της συγκινημένος καὶ αὐτὸς ἄλλαξε πλέον βίο. Σταμάτησε νὰ καπνίζει καὶ νὰ πίνει καὶ ἔζησε ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ. Ἔτσι λοιπὸν βραβεύει, ἔτσι ἀνταμείβει ὁ Χριστὸς ἐκείνους ποὺ κάνουν ὑπομονή.
Μακάρι μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος Ἐφραὶμ τοῦ Κατουνακιώτη ὁ Χριστὸς νὰ χαρίζει τὴν ἁγία ὑπομονή του σὲ ὅλους μας.
Τὸν Μάιο τοῦ 1988 ἐπισκέφτηκε τὸν Γέροντα Παΐσιο ἕνας φίλος μου ἀρχιμανδρίτης. Ἀνάμεσα στὰ ἄλλα σοφὰ ποὺ τοῦ εἶπε ὁ γέροντας τόνισε ἰδιαίτερα τὴν ἀνάγκη τῆς ὑπομονῆς θυμίζοντας τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ: «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθε τὰς ψυχὰς ὑμῶν» Ὅταν ὁ ἀρχιμανδρίτης τὸν ρώτησε: «Γιατί πάτερ δὲν πᾶτε σὲ γιατρό, γιὰ νὰ ἀνακουφιστεῖτε ἀπὸ τοὺς πόνους;», ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Πάτερ, ἱερεὺς ἐσεῖς μὲ ρωτᾶτε γιατί δὲν πάω στοὺς γιατρούς; Ὅτι κερδίζουμε μὲ τὶς προσευχές, μὲ τὶς νηστεῖες, μὲ τὸν ἀγώνα ποὺ νομίζουμε ὅτι κάνουμε, τὰ ξοδεύουμε. Γιὰ αὐτὸ πρέπει νὰ κάνουμε ἀποταμίευση, ὑπομένοντας τὶς θλίψεις ποὺ ἐπιτρέπει ὁ Θεός».
Μετὰ τοῦ διηγήθηκε μία πολὺ διδακτικὴ ἱστορία: Ἐδῶ στὴν Ἀθωνιάδα Σχολὴ εἶναι δύο ἀδέρφια, ποὺ προέρχονται ἀπὸ πρώην μουσουλμανικὴ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας αὐτῶν τῶν παιδιῶν, ἂν καὶ δὲν ἤξερε πολλὰ πράγματα, δὲν ἰκανοποιεῖτο ἀπὸ τὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία. Ἔβλεπε τὴ χριστιανικὴ θρησκεία ἀνώτερη ἀπὸ τὴ μουσουλμανική, γιὰ αὐτὸ φρόντισε, κατηχήθηκε καὶ βαφτίστηκε Χριστιανὸς Ὀρθόδοξος. Δὲν καταλάβαινε πολλὰ πράγματα. Ὅμως δύο πράγματα ἔλεγε συνεχῶς καὶ προσπαθοῦσε νὰ τὰ ἐφαρμόζει. Πρῶτον ὅτι πρέπει νὰ τηροῦμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ πετύχουμε τὴ σωτηρία μας καὶ δεύτερον ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι δίκαιος.
Ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ ἔγινε Ὀρθόδοξος, ἡ γυναίκα του καὶ οἱ δικοί του τοῦ κήρυξαν τὸν πόλεμο. Ὅταν πήγαινε καὶ γονατιστὸς προσευχόταν σὲ ἕνα δωμάτιο, ἡ γυναίκα του τὸν εἰρωνευόταν καὶ τοῦ ἔλεγε: «Ἄντε καημένε, δὲν ὑπάρχει τίποτα, δὲν ὑπάρχει Χριστός, μόνο Ἀλλὰχ ὑπάρχει καὶ Μωάμεθ». Ἐκεῖνος ὅμως συνέχιζε τὸν πνευματικό του ἀγώνα μὲ ὑπομονή. Ἕνας μουσουλμάνος ἱερέας, γιὰ νὰ τὸν καταφέρει νὰ ἐπιστρέψει στὴ μουσουλμανικὴ θρησκεία εἶπε στὴ γυναίκα του καὶ στοὺς δικούς του νὰ μὴν τοῦ δίνουν φαγητὸ καὶ νὰ μὴν τοῦ δίνουν ροῦχα νὰ ἀλλάζει. Εἶπε ἀκόμη στὴ γυναίκα του, τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἄνδρας της προσεύχεται νὰ παίρνει ἕναν κουβὰ νερὸ καὶ νὰ τὸν περιλούζει καὶ ἔπειτα νὰ μὴν τοῦ δίνει ροῦχα νὰ ἀλλάζει. Αὐτά, λοιπόν, ἐφάρμοσαν ἡ γυναίκα του καὶ οἱ δικοί του. Ἐκεῖνος ὅμως μὲ θαυμαστὴ ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἀγωνιζόταν τηρώντας τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δὲν θύμωνε καὶ δὲν ἀγανακτοῦσε καὶ ἂν βρισκόταν κανένα ξεροκόμματο τὸ ἔτρωγε. Ἀκόμη συνέβη καὶ τὸ ἑξῆς θαυμαστό. Αὐτὸς ἐργαζόταν στὴ Νομαρχία. Ἐκεῖ ἔβλεπε τὶς ἀδικίες ποὺ γίνονταν καὶ δὲν τὸ ἄντεχε. Ἔτσι παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν δουλειά του καὶ προτίμησε νὰ ἐργάζεται ὡς οἰκοδόμος.
Τὸ μαρτύριό του κράτησε περισσότερο ἀπὸ δύο χρόνια, ὥσπου μία εὐλογημένη μέρα, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν, ἡ γυναίκα του πῆγε καὶ γονάτισε δίπλα του. Ἐκεῖνος ξαφνιασμένος τὴ ρώτησε: «Τί θέλεις γυναίκα;» Ἐκείνη ἀπάντησε συγκινημένη, θέλω νὰ προσευχηθῶ καὶ ἐγὼ καὶ θέλω νὰ γίνω καὶ ἐγὼ χριστιανή. «Γιατί εἶδες τίποτα;» τὴ ρώτησε πάλι. «Σκέφτηκα, ἀπάντησε ἐκείνη, ὅτι ἂν ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν ἦταν τόσο καλὸς σὰν ἐσένα, τότε θὰ ἦταν πολὺ καλύτερος ἀπὸ τὸν Ἀλλὰχ καὶ τὸν Μωάμεθ. Τώρα ποὺ ἐσὺ ἀγωνίζεσαι νὰ μοιάσεις στὸν Θεό, σκέφτομαι πόσο καλύτερος εἶναι ὁ Θεὸς τῶν χριστιανῶν». Πράγματι μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ἔγιναν καὶ αὐτὴ καὶ τὰ παιδιὰ τους χριστιανοὶ Ὀρθόδοξοι.
Ὅταν τὰ δύο ἀδέρφια πῆγαν γιὰ πρώτη φορὰ στὸ Κελλὶ τοῦ Γέροντα Παϊσίου δὲν ἔφαγαν τὸ λουκούμι καὶ δὲν ἤπιαν τὸ νερὸ ποὺ εἶχε ὁ πατὴρ Παΐσιος γιὰ τοὺς προσκυνητές. Ὅταν τὸ εἶδε αὐτὸ ὁ γέρων Παΐσιος τὰ ρώτησε γιατί δὲν ἔφαγαν τὸ λουκούμι καὶ ἐκεῖνα ἀπάντησαν: «Θέλαμε πάτερ πρῶτα νὰ προσκυνήσουμε στὸ ἐκκλησάκι σας καὶ ἔπειτα νὰ φᾶμε λουκούμι». Κι ὁ πατὴρ Παΐσιος θαύμασε τὴ συμπεριφορὰ αὐτῶν τῶν παιδιῶν λέγοντας: «Τόσοι ἄνθρωποι ἔρχονται νὰ μὲ δοῦν, ἀλλὰ μόνο αὐτὰ τὰ παιδιὰ φέρθηκαν μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο».
Βλέπετε ἀδελφοί μου, πόσο ἀναγκαία καὶ πόσο σπουδαία εἶναι ἡ ἀρετὴ τῆς ὑπομονῆς καὶ πόσο εὐεργετικὰ καὶ σωτήρια ἀποτελέσματα ἔχει; Μακάρι μὲ τὶς εὐχὲς τοῦ μακαριστοῦ γέροντα Παϊσίου ὁ Θεάνθρωπος Κύριος νὰ χαρίζει σὲ ὅλους μας αὐτὴ τὴ μεγάλη καὶ σωτήρια ἀρετή.