Ἡ τραγωδία τῆς ἐκκοσμίκευσης

Ἡ μὲν ἀποδοχὴ τῆς ἐκκοσμίκευσης  ἀλλὰ καὶ ἡ ἄρνηση ἔμπραχτης μετανοίας ὡς τρανταχτὴ ἀπόδειξη τῆς σημερινῆς πτώσης τῶν ποιμένων

Παραθέτω δύο ἀποσπάσματα ὁμιλιῶν τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καὶ πάσης Ἑλλάδος Χριστοδούλου, στὰ ὁποῖα ὁ τότε ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ὄχι μόνο παραδέχεται τὴν ἐκκοσμίκευση στὶς τάξεις τῶν κληρικῶν καὶ ἰδιαίτερα τῶν ἐπισκόπων, ἀλλὰ ἀναλύει μὲ σαφήνεια τὶς πτυχὲς τῆς ἠθικῆς καὶ πνευματικῆς πτώσεως καὶ προδοσίας τῶν σημερινῶν ψευδοποιμένων:

Τὴν κρατικοδίαιτη ὑπαλληλική τους ταυτότητα καὶ συμπεριφορά, τὸν αὐτοπροσδιορισμό τους ὡς δεσπότες/τύραννοι/φεουδάρχες καὶ ὄχι ὡς ποιμένες, τὴν δραστηριότητά τους ὡς ἀστέρες τῶν ΜΜΕ καὶ τῆς κοσμικῆς σκηνῆς γιὰ τὸ θεαθῆναι, τὴν παντελὴ ἔλλειψη θεαρέστου λόγου καὶ σταυρικῆς θυσίας, τὴν ἄρνηση μίμησης τῶν Ἁγίων, τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τὴν προσφυγὴ σὲ αἱρετικοῦ καὶ κοσμικοῦ χαρακτῆρος λόγο, τὸν καιροσκοπισμό, μὲ λίγα λόγια τὴν ἐκκοσμίκευση. Στὸ δεύτερο δὲ ἀπόσπασμα μιλάει σαφέστατα γιὰ τὰ οικονομικὰ καὶ σεξουαλικὰ σκάνδαλα τοῦ κλήρου.

Θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ, ὅτι αὐτὸ δείχνει τὸ μεγαλεῖο τοῦ ἐπισκόπου αὐτοῦ. Ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι. Ἀντιθέτως ἀποτελεῖ ἕνα τρανταχτὸ παράδειγμα, ὅτι ἡ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας χωρὶς ἔμπραχτη ἀλλαγὴ πρὸς τὸ καλύτερο (κάτι ποὺ ὅλοι μας λίγο πολὺ πράττουμε), ὄχι μόνο δὲν σώζει, ἀλλὰ ἐπιδεινώνει τὴν ψυχικὴ μας κατάσταση. Διότι παρόλο ποὺ ὁ Χριστόδουλος παραδέχθηκε αὐτὴ τὴν πτώση καὶ προδοσία, ἀντὶ ὡς Ἀρχιεπίσκοπος καὶ ὡς νέος Χρυσόστομος καὶ ἔχοντας τὴν ὑποστήριξη τοῦ λαοῦ νὰ καθαρίσει τὴν Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτὰ τὰ νοσηρὰ χαρακτηριστικά, τὰ διατήρησε καὶ χειροτόνησε (ἢ εὐνόησε τὴν χειροτονία) ρασοφόρους ποὺ ὄχι μόνο τὰ διέθεταν, ἀλλὰ τὰ πολλαπλασίασαν καὶ τὰ ἐπιδείνωσαν μὲ ἀποτέλεσμα τὴν τραγικὴ σημερινὴ κατάσταση. Ἔτσι δὲν πρέπει νὰ μᾶς προκαλεῖ ἐντύπωση ἡ προδοσία τῶν σημερινῶν ψευδοποιμένων. Βλέπουμε μάλιστα, ὅτι σίγουρα κάποιοι ἀπὸ αὐτοὺς σιωποῦν μπροστὰ στὴν αἵρεση καὶ στὴν ἐκκοσμίκευση ἐκβιαζόμενοι, ἐπειδὴ μπλέχτηκαν με τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο στᾶ παρακάτω ἀναφερόμενα σκάνδαλα καὶ ἔτσι χειραγωγοῦνται. Ὅσοι μάλιστα ἀπὸ αὐτοὺς ἐπιτίθενται στοὺς Χριστιανούς, ποὺ ἀγωνίζονται γιὰ τὴν κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὰ νοσηρὰ στοιχεῖα, μὲ χαρακτηρισμοὺς ὅπως, φανατικοί, ζηλωτές, ταλιμπάν, ὑπερβολικοί, ὑβριστές κλπ. ἂς ἀναζητήσουν τὸν λόγο σὲ αὐτὸν ποὺ τοὺς χειροτόνησε ἢ χειροτόνησε τοὺς μέντορές τους, παρότι γνώριζε τὰ σκάνδαλα αὐτά.

Ὁ ἀναγνώστης ἂς βγάλει τὰ συμπεράσματά του.

Ἀδαμάντιος Τσακίρογλου

«Δεν είμεθα εκκοσμικευμένοι και αλλοτριωμένοι;

— όταν δεν λειτουργούμε ως ποιμένες ­πατέρες­έμψυχοι εικόνες του Αρχιποίμενος Χριστού, αλλά ενεργούμε ως κρατικοδίαιτοι υπάλληλοι (οι περισσότεροι) ή ως προϊστάμενοι υπαλλήλων (οι ολιγότεροι) μιάς θρησκευτικής εργασιακής απασχολήσεως επ’ αμοιβή (είτε διά χρημάτων και αποκτημάτων, είτε διά φήμης και επικυριαρχίας οπαδών είτε διά συναισθηματικών θρησκευτικών εξάρσεων και απολαύσεων, τ.έ. ατομικιστικά);

— όταν εκ του αντιθέτου σε περιπτώσεις εντόνου ποιμαντικής δραστηριοποιήσεως, πίσω από την φαινομένην πατρότητα δρά ο πατερναλισμός μας με διάθεση αυτεπιβεβαιώσεως και αυταρέσκειας διά της δημιουργίας οπαδών, ομάδος επιρροής προς διασφάλιση, ενδοεκκλησιαστική ανέλιξη και επικοινωνιακή προβολή· εάν, με άλλα λόγια, αδημονούμε και κολακευόμεθα πώς να γίνουμε εμείς σημαία­σύμβολο του λαού, ο δε Κύριός μας υποσυνειδήτως παρωθείται σε κάποια απόμακρη τοπικά “βασιλεία” (κατά την πεπλανημένη ιδεολογοποίηση της πίστως, που έχουμε λάβει), “αξιοποιούμενος” μόνο ως ρητορικό σχήμα νομιμοποιήσεως της δικής μας “σημαίας”;

— όταν διακατεχόμεθα από την αυτάρκεια του επιτυχημένου ποιμένα, επειδή έχουμε άριστες προσβάσεις σε χώρους εξουσίας ή επειδή παρουσιάζουμε ένα έργο ιδιαίτερης κοινωνικής επιφάνειας, χωρίς να βιώνουμε και να μυούμε στην συνεσταυρωμένη και συναναστημένη εν Χριστώ ζωή (τό κύριο και καίριο έργο μας);

— όταν μας ικανοποιεί η σύγχρονη θρησκειοποίηση της εκκλησιαστικής ζωής (η ατομική θρησκευτικότητα του “εκκλησιαζομένου” λαού, που απλώς συμπίπτει να ευρίσκονται χωρο­χρονικά εντός των ναών στη θ. Λειτουργία, χωρίς να αθλούνται στην “ενότητα της πίστεως και την κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος”) και επαναπαυόμεθα ως διεκπεραιωτές των θρησκευτικών του αναγκών, καθώς έτσι καλύπτουμε την δική μας ποιμαντική “μειοδοσία”;

— όταν συμβιβαζόμεθα με την κοσμικότητα του λαϊκού φρονήματος και ευνοούμε την καταλυτική παγίωσή της μέσα στην ιερότητα της Εκκλησίας, καταργώντας τον διχασμό μεταξύ κοσμικής και εκκλησιαστικής ζωής σε βάρος της δευτέρας, είτε από ραθυμία είτε κι από κενοδοξία για να μας παραδέχονται ως “προοδευτικούς”· ή, αντίθετα, όταν “αντιδρούμε” σε παρόμοιες εκτροπές από μόνη την προσδοκία της ηρωοποιήσεως από την παραδοσιακότερη μερίδα του ποιμνίου;

— όταν η ποιμαντική μας δεοντολογία που θα έπρεπε να προσδιορίζεται από την ορθόδοξη θεολογία ως απόρροια της χριστολογίας­εκκλησιολογίας, στην πράξη γίνεται ένα υποκεφάλαιο της επικοινωνιακής μας πολιτικής την οποία προσδιορίζουν επιστημονικοί γνώστες των δημοσίων σχέσεων;

— όταν στρατευόμεθα ενσυνειδήτως στο εξωραϊσμένο “φαίνεσθαι” (τό “προφίλ” μας), όπερ αποτελεί την πεμπτουσία της κοσμικής κοινωνικότητος, και αδιαφορούμε για την μεταμόρφωση και την μετακένωση του θεοδοκτίκτου και θεοσώστου “είναι”, όπερ αποτελεί το χρέος και τη νοηματοδότηση της κλήσεώς μας;

— όταν αλαζονευόμεθα στα λόγια για “αφοβία” προσλήψεως του κόσμου, δήθεν μιμούμενοι στη σύγχρονη εποχή αντίστοιχα πατερικά υποδείγματα, αλλά τελικά εκτρεπόμεθα σε ένα αντι­ποιμαντικό “εκμοντερνισμό”, σε ένα αδόκιμο συμψηφισμό εκκλησιαστικότητος και κοσμικότητος;

— όταν με “θεολογίζουσα” αιτιολογία χρησιμοποιούμε μέσα και μεθόδους από την κοσμικότητα του κόσμου (μουσικής και λοιπής τέχνης, τεχνολογίας, επικοινωνιακής πολιτικής κ.τ.ό.) δήθεν για ποιμαντική του προσέγγιση, ενώ ουσιαστικά επιδιώκουμε νά… “σωθούμε” εμείς μέσα από το σχήμα και τους μηχανισμούς του κόσμου (νά προβληθούμε, να ανελιχθούμε στη δημοσιότητα, να δημιουργήσουμε οπαδούς, να κατοχυρωθούμε, να αποφύγουμε ή να φιμώσουμε τους κοσμικούς κριτές μας, να καταξιωθούμε, να διαπρέψουμε· δεδομένου ότι το κυρίαρχο στην κοσμικότητα δεν είναι η ενδοκοσμική αξιοποίηση των θεοδότων ταλάντων, έστω αλλοιωμένων μεταπτωτικά, αλλά έναντι του Θεού μια αθεεί πορεία αυτοσωτηρίας και έναντι των λοιπών ανθρώπων ένας ευπροσωπών ατομικισμός);

— όταν διστάζουμε να διαλαλήσουμε με αποστολική και προφητική τόλμη τον πανίερο θησαυρό της ζώσης θεοκοινωνίας μας (εμπειρία του λαού του Θεού διά των Αγίων του από της Π.Δ. στην Κ.Δ. και συνεχώς μέχρι σήμερα) και καταφεύγουμε αφενός σε φιλοσοφικο­θεολογικές ωραιολογίες και περίτεχνες διατυπώσεις και αφετέρου σε κηρύγματα κοινωνικού καθωσπρεπεισμού;

— όταν τεχνολογούμε αντί να θεολογούμε, επικαλούμενοι απλώς μια μακρά αγία και θεοδόξαστη παράδοση, την οποία εξέφρασαν άνθρωποι “παθόντες και μαθόντες τα θεία”, ώστε να οριοθετούν εν ασφαλεία την οδό της θεογνωσίας και θεοκοινωνίας; ενώ εμείς χωρίς να είμεθα ευπειθείς μαθητές τους στην πράξη επαναπαυόμεθα στις δικές τους δάφνες και χρησιμοποιούμε το μεν θεοτίμητο παράδειγμά τους για να ισχυροποιήσουμε την δική μας θέση, την δε απλανή διδασκαλία τους για να στηρίζουμε την αυτάρεσκη θρησκευτική φλυαρία μας;

—όταν μέσα από τους ρητορισμούς μας δεν ευαγγελιζόμεθα τον Κύριον Ιησούν ού τε οδηγούμε εις μετάνοιαν, ώστε να κατηχήσουμε και εισαγάγουμε στην Εκκλησία ως οδό ζωής (κάθαρση, φωτισμός, θέωση), αλλά την πιστεύουμε πεπλανημένα και την προβάλλουμε αλλοιωμένα ως ένα ιστορικό θεσμό μεταφυσικών και ηθικιστικών αρχών (κατά το υπόδειγμα της δυτικής χριστιανοσύνης);

— όταν η ίδια η καθημερινή μας ζωή ως ποιμένων, πολλάκις ζωή χλιδής και δόξης και απολαύσεων, συνιστά το χειρότερο αντιπαράδειγμα προς τον κόσμο, άκρως αντίθετο με το υπόδειγμα του Κυρίου και των μιμητών Του Αγίων, ώστε σκανδαλιζόμενος ο λαός μας ή να απομακρύνεται τελείως από την Εκκλησία ή κατά το δικό μας παράδειγμα να ζη διπλή ζωή, διαχωρίζοντας την καθημερινή του ζωή από την θρησκευτική του ζωή και ουσιαστικά αλλοτριούμενος από τον Χριστό και την Εκκλησία;

— όταν φροντίζουμε να αναπαράγουμε στη στελέχωση της Εκκλησίας το ελαττωματικό ατομικό μας πρότυπο, παρόλο που έχουμε υποτυπωδώς συναίσθηση της ανεπαρκείας και αποτυχίας μας ως προς τα μέτρα και το ήθος της Εκκλησίας;

— όταν τελικώς αντιμετωπίζουμε την Εκκλησία οργανωτικά—ποιμαντικά ως “ατομικό μας φέουδο”, το οποίο χαρισματικώς κατεξουσιάζουμε, αντί να λειτουργούμε ως δούλοι του ποιμνίου για την αγάπη του Χριστού (βλ. Β΄ Κορ. δ΄, 5);

Μέ δυό λόγια, δεν συνιστά εκκοσμίκευση της ποιμαντικής μας και αλλοτρίωσή μας ως ποιμένων, όταν κατά βάθος είμεθα απρόθυμοι να αποταχθούμε ως προς όλην αυτήν την κοσμικόφρονα “σωτηριολογία” και να συνταχθούμε με τον Χριστό; Το γεγονός ότι εφησυχάζουμε συμβιβασμένοι με την κατάσταση αυτή, αποδεικνύει την κρισιμότητά της ως νόσου σχεδόν επιδημικής, που χρήζει άμεσης, προσεκτικής, επιμόνου θεραπείας, και μάλιστα από επιστήμονες πνευματικούς ιατρούς.

Όντως, χρειάζεται να ασκηθή πάνω μας μεγάλη προσπάθεια σε βάθος καρδιάς και πάνω απ’ όλα να το εκζητήσουμε και να μας επισκιάσει το μέγα έλεος του Θεού, για να αρχίσουμε να διακρίνουμε τα όρια μεταξύ αλλοτριωτικής εκκοσμικεύσεως και ευαγγελικής εγκοσμικεύσεως της ποιμαντικής μας. Μόνον έτσι θα είμεθα έτοιμοι να διακρίνουμε σε κάθε περίσταση τον μεγάλο αυτό πειρασμό, που φαινομενικά δεν αποτρέπει τον ποιμαντικό “αλισμό”, αλλά “μωραίνει το άλας” της ποιμαντικής μας αισθήσεως και ζωής. Διότι “όταν μωρανθή το άλας” (Ματθ. ε΄, 13), όταν πλέον στο ποιμαντικό μας φρόνημα και ήθος ακολουθούμε μια εκκοσμικευμένη σύγχρονη έκδοση του Ευαγγελίου, που δεν οδηγεί εις Χριστόν, τότε πλέον δεν ζη μέσα μας ο Χριστός που σαρκώθηκε για την σωτηρία του κόσμου, αλλά μέσα μας ζη ο κόσμος ο μη γνους τον Χριστό.

Το ότι δεν αντισταθήκαμε όσον έπρεπε στον πειρασμό της εκκοσμίκευσης είναι δική μας τραγωδία».

(Αρχιεπ. Αθηνών Χριστοδούλου, εισ. ομιλία στο Συνέδριο Χριστιανών Νέων, βλ. περ. ΕΚΚΛΗΣΙΑ, έτος ΟΘ΄, τ. 6, Ιούνιος 2002, σ. 388) Πηγή 

«Δέν ἔφθαναν οἱ ἐπίμεμπτες συνομιλίες σέ κασέτες, πού ἀναμεταδόθηκαν ἀπό τίς τηλεοράσεις καί τά ἄλλα ΜΜΕ στήν Ἑλλάδα καί στόν κόσμο καί μᾶς ἐξέθεσαν, ἦλθαν καί οἱ ἀποκαλύψεις γιά κολοσσιαῖες τραπεζικές καταθέσεις σέ ἐποχή ἀνεργίας καί ἀνέχειας, ἀπό τίς ὁποῖες μαστίζεται μέγα τμῆμα τοῦ λαοῦ μας, καί μάλιστα οἱ νέοι μας. Φωτογραφίες ἐπώνυμα δημοσιευμένες, ἐπίψογες καί ταπεινωτικές γιά τά πρόσωπα εἰκονιζομένων Ἱεραρχῶν, ἀπειλές γιά μελλοντικές ἀποκαλύψεις σέ βάρος ἄλλων, διασυνδέσεις καί διαπλοκές ἔχουν δημιουργήσει κλῖμα τρομοκρατίας καί φοβίας… Ὅμως, ὅπως ἀποδεικνύεται, ὑπάρχουν σέ ὅλες τίς βαθμίδες κάποιοι

κληρικοί πού ἔχουν προδώσει τήν ἱερή ἀποστολή των, ἤ ἔχουν

συμπεριφερθῆ κατ’ ἐπιταγήν τῶν ἐπιληψίμων ἀδυναμιῶν των. Δύο εἶναι τά βασικά ἀδικήματα τῶν κληρικῶν αὐτῶν: ἡ φιληδονία καί ἡ φιλαργυρία. Καί θά πρέπει νά παραδεχθοῦμε πώς σέ κάποιο βαθμό εἴμαστε ὅλοι ἔνοχοι γιατί, ἀπό ὅ,τι φαίνεται, ἀνεχθήκαμε αὐτές τίς καταστάσεις, ὅπου ὑπάρχουν, ἐφ’ ὅσον τίς γνωρίζαμε, πού ἔχουν διαβουκολήσει τίς συνειδήσεις καί ἔχουν ἐκθέσει πρόσωπα καί τον ἱερό θεσμό, πού ὑπηρετοῦμε. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι διότι ἀπό μία κακῶς ἐννοούμενη πρόνοια γιά ἀποσόβηση μείζονος σκανδαλισμοῦ τοῦ λαοῦ, ἀποσιωπήσαμε ἔνοχες συμπεριφορές πού ἔφθασαν στη δημοσιότητα καί προκάλεσαν ἰσοπεδωτικά γιά τήν Ἐκκλησία και ὑποτιμητικά γιά τούς κληρικούς σχόλια. Εἴμαστε ὑπεύθυνοι ὅσοι ὄχι μόνον ἐπροστατεύσαμε, ἀλλά καί ἀνεχθήκαμε νά ὑπάρχουν στην τοπική μας Ἐκκλησία κληρικοί ἀσυνεπεῖς πρός τήν ἀποστολήν των καί μετατρέψαμε τίς Μητροπόλεις μας σέ θερμοκήπια ἀθλιοτήτων. Εἴμαστε ὑπόλογοι διότι ὀχυρωθήκαμε στόν νομικό τύπο και ἀγνοήσαμε τήν οὐσία ἀπό πρόνοια μή καί παρανομήσουμε ἤ μή και ἀδικήσουμε τυχόν θύματα τεχνολογικῶν μεθοδεύσεων και ἀποκαλύψεων. Ἀφήσαμε ἔτσι νά πλανῶνται φῆμες καί διαδόσεις σέ βάρος ὅλων μας χωρίς νά θελήσουμε νά τίς ἀντιμετωπίσουμε μέ τον πρέποντα τρόπον. Ἀνεχθήκαμε γιά πολύ νά ἔχομε μετατρέψει την κάθε Ἐπισκοπή σέ ἀπυρόβλητο ὀχυρό, πού κανείς δέν ἔχει δικαίωμα νά τό παραβιάσει, ἔστω καί ἄν ἐκεῖ μέσα διαπράττονται κανονικά και ποινικά ἀδικήματα δηλ. κλοπές τοῦ ἱεροῦ χρήματος κλπ. Ἀνεχθήκαμε νά διοικοῦν τίς Μητροπόλεις μας, σέ περιπτώσεις γερόντων και ἀνικάνων Μητροπολιτῶν, πρόσωπα ξένα ἤ καί συγγενικά των, με ἀποτέλεσμα νά διασπείρονται εἰδήσεις ἀναξιοπρεπεῖς, γιά διαπρεπεῖς κατά τά ἄλλα Ἱεράρχες καί νά ἀδικοῦν τήν ὑστεροφημίαν των.

Ἀνεχθήκαμε ἱερεῖς ἤ καί λαϊκούς νά κατακλέπτουν τά ἐκκλησιαστικά ταμεῖα καί τούς ἀφήσαμε ἀτιμωρήτους μέ ἀποτέλεσμα νά θεριέψει τώρα τό κακό καί νά στρέφεται ἐναντίον μας. Διερωτῶμαι μαζί σας ἄν ὑπάρχει τάχα πέραν τῆς ἀτομικῆς καί συλλογική εὐθύνη γιά ὅσα συμβαίνουν σήμερα; Μπορεῖ ὅλοι μαζί νά θεωρούμεθα ὑπεύθυνοι για ὅ,τι γίνεται στή διπλανή μας θύρα, ὅταν τό σύστημα διακυβέρνησης τῆς Ἐκκλησίας δέν μᾶς παρέχει τό δικαίωμα ἐπέμβασης; Καί θα πρέπει τάχα νά ἀναμένει κανείς τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ γιά να ἀντιδράσει ἤ πρέπει ἐγκαίρως νά ἐπισημαίνει τά κακῶς κείμενα και νά τά διορθώνει; Ἐάν σέ κάτι μέμφομαι τόν ἑαυτόν μου δέν εἶναι ὅτι διέπραξα κάτι τό ἐκ τοῦ πονηροῦ. Εἶναι τό ὅτι ἐξ εὐαισθησίας ἔναντι τῶν προσώπων καί εὐγενείας δέν ἤλεγξα σκληρότατα ἀτοπήματα και παρεκκλίσεις».

Εισήγηση του Μακαριωτάτου ενώπιον της Εκτάκτου Ιεραρχίας, 18/2/2005. Ὅλη ἡ εἰσήγηση ἐδῶ